Category: Μεταφράσεις


W. H. Auden, 1939

Μετάφραση απ’ τ’ Αγγλικά: Εβίτα Λύκου

Τα Μπλουζ της Προσφυγιάς

Πες πως η πόλη κουβαλά δέκα εκατομμύρια ψυχές,
Κάποιοι που ζουν σ’ αρχοντικά, κάποιοι που ζουν σε τρύπες:
Μα δεν υπάρχει χώρος για μας, αγαπημένη μου, δεν υπάρχει χώρος για μας.

Κάποτε είχαμε μια πατρίδα που τήνε βλέπαμε όμορφη,
Τον χάρτη αν θέλεις άνοιξε και θα τη βρεις εκεί:
Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε πια, αγαπημένη μου, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε.

Στον αυλόγυρο της εκκλησιάς ένα πεύκο φυτρώνει παλιό,
Και κάθε άνοιξη απ’ την αρχή ανθίζει:
Τα ληγμένα διαβατήρια δεν ξανανθίζουν, αγαπημένη μου, τα ληγμένα διαβατήρια δεν ξανανθίζουν.

Ο πρόξενος χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και είπε,
«Χωρίς διαβατήριο είστε επισήμως νεκροί»:
Μα είμαστε ακόμα ζωντανοί, αγαπημένη μου, είμαστε ακόμα ζωντανοί.

Πήγα σε μια επιτροπή, μου πρόσφεραν κάθισμα•
Μου ζήτησαν ευγενικά να επιστρέψω την επόμενη χρονιά:
Αλλά πού θα πάμε σήμερα, αγαπημένη μου, πού θα πάμε σήμερα;

Ήρθα σε μια δημόσια συνέλευση• ο ομιλητής σηκώθηκε και είπε•
«Αν τους αφήσουμε να ‘ρθουν, θα κλέψουν το ψωμί μας»:
Μιλούσε για σένα και για μένα, αγαπημένη μου, μιλούσε για σένα και για μένα.

Νόμισα πως άκουσα τον κεραυνό να βροντά στον ουρανό•
Ήταν ο Χίτλερ πάνω απ’ την Ευρώπη που έλεγε «Πρέπει να πεθάνουν»:
Έλεγε για μας, αγαπημένη μου, έλεγε για μας.

Είδα ένα σκυλάκι με παλτό, πιασμένο με παραμάνα,
Είδα μια πόρτα ν’ ανοίγει για να περάσει η γάτα.
Γιατί δεν ήταν Γερμανοί Εβραίοι, αγαπημένη μου, γιατί δεν ήταν Γερμανοί Εβραίοι.

Κατέβηκα στο λιμάνι και στάθηκα στην προκυμαία,
Είδα τα ψάρια να κολυμπούν λες κι ήταν λεύτερα:
Τρία μέτρα μόνο μακριά, αγαπημένη μου, τρία μέτρα μόνο μακριά.

Περπάτησα σ’ ένα δάσος, είδα τα πουλιά στα δέντρα•
Δεν είχαν πολιτικούς και τραγουδούσαν όπως ήθελαν:
Δεν ήταν το ανθρώπινο γένος, αγαπημένη μου, δεν ήταν το ανθρώπινο γένος.

Είδα στ’ όνειρό μου ένα κτίριο με χίλια πατώματα,
Χίλια παράθυρα και χίλιες πόρτες:
Καμία τους δεν ήταν δικιά μας, αγαπημένη μου, καμία τους δεν ήταν δικιά μας.

Στάθηκα σ’ ένα μεγάλο κάμπο με το χιόνι να πέφτει•
Δέκα χιλιάδες στρατιώτες προέλαυναν πάνω και κάτω:
Έψαχναν για σένα και για μένα, αγαπημένη μου, έψαχναν για σένα και για μένα.

Refugee Blues 

Say this city has ten million souls,
Some are living in mansions, some are living in holes:
Yet there’s no place for us, my dear, yet there’s no place for us.

Once we had a country and we thought it fair,
Look in the atlas and you’ll find it there:
We cannot go there now, my dear, we cannot go there now.

In the village churchyard there grows an old yew,
Every spring it blossoms anew:
Old passports can’t do that, my dear, old passports can’t do that.

The consul banged the table and said,
«If you’ve got no passport you’re officially dead»:
But we are still alive, my dear, but we are still alive.

Went to a committee; they offered me a chair;
Asked me politely to return next year:
But where shall we go to-day, my dear, but where shall we go to-day?

Came to a public meeting; the speaker got up and said;
«If we let them in, they will steal our daily bread»:
He was talking of you and me, my dear, he was talking of you and me.

Thought I heard the thunder rumbling in the sky;
It was Hitler over Europe, saying, «They must die»:
O we were in his mind, my dear, O we were in his mind.

Saw a poodle in a jacket fastened with a pin,
Saw a door opened and a cat let in:
But they weren’t German Jews, my dear, but they weren’t German Jews.

Went down the harbour and stood upon the quay,
Saw the fish swimming as if they were free:
Only ten feet away, my dear, only ten feet away.

Walked through a wood, saw the birds in the trees;
They had no politicians and sang at their ease:
They weren’t the human race, my dear, they weren’t the human race.

Dreamed I saw a building with a thousand floors,
A thousand windows and a thousand doors:
Not one of them was ours, my dear, not one of them was ours.

Stood on a great plain in the falling snow;
Ten thousand soldiers marched to and fro:
Looking for you and me, my dear, looking for you and me.

 

Dorianne Laux, 1952

Μετάφραση απ’ τ’ Αγγλικά: Εβίτα Λύκου

Μόνο όσο Κρατάει η Μέρα

Σύντομα εκείνη θα ‘ναι μόνο μια περαστική σκέψη,
ένα κέντρισμα πόνου, μια ριπή του ανέμου ανάμεσα από κύμβαλα, σκεβρωμένα κουτάλια
που κρέμονται απ’ τη μαρκίζα μια πρώτη νύχτα σε καινούριο σπίτι,
σε ένα δρόμο όπου κανένα σκυλί δεν τραγουδά, καμία γάτα δεν επισκέπτεται
τη γάτα του γείτονα στη μέση του δρόμου, λαχανιάζοντας
και τρίβοντας γούνα πάνω στη γούνα, πετώντας σπίθες.

Τα άτομά της είναι εκεί έξω, κυκλώνοντας τη γη, μείον
την ευτυχία της, μείον τη θλίψη της, μόνο τα άτομα
νερού του σώματός της, τα άτομα απ’ τα μαλλιά και τα κόκαλα και τα δόντια της,
τα άτομα της σάρκας της, τα μεθυσμένα της άτομα, η αλμύρα της,
και το τυρί και το τσάι της, αλλά όχι τα άτομα απ’ το κονσέρτο
για πιάνο, τα άτομα του γέλιου και της σκληρότητάς της, τα άτομα
απ’ το ψέμα της και τα κρινάκια πλάι στο δρόμο, και τις παντόφλες της,
Θεέ μου, οι παντόφλες της, πού να είναι τώρα;

 

 

Only as the Day Is Long

Soon she will be no more than a passing thought,
a pang, a timpani of wind in the chimes, bent spoons
hung from the eaves on a first night in a new house
on a street where no dog sings, no cat visits
a neighbor cat in the middle of the street, winding
and rubbing fur against fur, throwing sparks.

Her atoms are out there, circling the earth, minus
her happiness, minus her grief, only her body’s
water atoms, her hair and bone and teeth atoms,
her fleshy atoms, her boozy atoms, her saltines
and cheese and tea, but not her piano concerto
atoms, her atoms of laughter and cruelty, her atoms
of lies and lilies along the driveway and her slippers,
Lord her slippers, where are they now?

 

 

 

Έπεσα πάνω σ’ αυτό το κείμενο στο New Yorker προχθές, και μου τράβηξε την προσοχή. Βρήκα την αφήγηση πολύ ειλικρινή, και πολύ ουσιαστική και αρκετά σημαντική. Ο ποιητής Donald Hall έχει γράψει κι άλλα κείμενα για την άκαιρα χαμένη σύζυγό του, επίσης ποιήτρια Jane Kenyon και τη ζωή τους -αυτή που έζησαν κι αυτή που δεν έζησαν. Έχει γράψει και αρκετά ποιήματα για ‘κείνη. Κάποτε η συμβίωσή τους, ένα κομμάτι της, το ωραίο κομμάτι, πριν το θάνατο, καταγράφηκε σε ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής εκπομπής Bill Moyers Journal. Δεν ξέρω να σας πω γιατί το μετέφρασα, αλήθεια, αν και μια εξήγηση είναι ότι εκείνη την ώρα δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Νομίζω όμως ότι άξιζε τον κόπο να υπάρχει στα Ελληνικά. 

Image result

Διπλή Μοναχικότητα

Στα ογδόντα επτά μου είμαι μοναχικός. Ζω μόνος σε έναν όροφο του αγροτόσπιτου του 1803, που ανήκει στην οικογένειά μου από την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου. Αφού πέθανε ο παππού μου, η γιαγιά μου η Κέιτ έζησε εδώ μόνη. Οι τρεις κόρες της την επισκέπτονταν. Το 1975 η Κέιτ πέθανε, σε ηλικία ενενήντα επτά χρόνων, και το παρέλαβα εγώ. Περίπου σαράντα χρόνια αργότερα περνάω τις μέρες μου μόνος σε μια απ’ τις δυο μου καρέκλες. Από μια παραγεμισμένη μπλε καρέκλα στο σαλόνι κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο τον άβαφτο παλιό αχυρώνα, χρυσαφένιο και άδειο από τις αγελάδες του και τον Ράιλι, το άλογο. Κοιτάζω μια τουλίπα. Κοιτάζω το χιόνι. Στην καρέκλα μου στο σαλόνι γράφω αυτές τις παραγράφους και υπαγορεύω γράμματα. Βλέπω επίσης τις ειδήσεις στην τηλεόραση, συχνά χωρίς ν’ ακούω και αναπαύομαι στην μεγάλη παρηγοριά της απομόνωσης. Κάποιοι θέλουν να με επισκεφθούν, αλλά συνήθως αρνούμαι, διαφυλάσσοντας την διαρκή ηρεμία μου. Η Λίντα έρχεται δυο φορές την εβδομάδα. Οι δυο καλύτεροί μου φίλοι από το Νιού Χαμπσάιρ, που ζουν στο Μέιν και στο Μανχάταν, σπάνια περνούν από ‘δω. Μερικές ώρες τη βδομάδα η Καρολάιν κάνει την μπουγάδα μου, και μού μετράει τα χάπια, και με συμμαζεύει. Περιμένω με κάποια λαχτάρα τον ερχομό της και νιώθω ανακούφιση όταν φεύγει. Μια στο τόσο, ειδικά τις νύχτες, η μοναχικότητα χάνει αυτή την ήρεμη δύναμη και παίρνει το πάνω χέρι η μοναξιά. Είμαι ευγνώμων όταν η μοναχικότητα επιστρέφει.

Γεννημένος το 1928, ήμουν μοναχοπαίδι. Κατά τη διάρκεια της Παγκόσμιας Οικονομικής Ύφεσης υπήρχαν ένα σωρό σαν κι εμένα, και το Δημοτικό Σχολείο του Σπρινγκ Γκλεν είχε οκτώ τάξεις παιδιών χωρίς αδέλφια. Από καιρό σε καιρό έκανα φίλους στην παιδική μου ηλικία, αλλά οι φιλίες αυτές ποτέ δεν κρατούσαν. Στον Τσάρλι Άξελ άρεσε να φτιάχνει μοντέλα αεροπλάνων από ξύλο μπάλσα και πανί. Το ίδιο κι εμένα, αλλά ήμουν αδέξιος κι έσταζα τσιμέντο στο χαρτί για τα φτερά τους. Τα δικά του μοντέλα πετούσαν. Αργότερα ξεκίνησα συλλογή από γραμματόσημα, το ίδιο και ο Φρανκ Μπένεντικτ. Βαρέθηκα τα γραμματόσημα. Στην εβδόμη και στην ογδόη υπήρχαν τα κορίτσια. Θυμάμαι να είμαι ξαπλωμένος με την Μπάρμπαρα Πόουπ στο κρεβάτι της, εντελώς ντυμένοι και χώρια, ενώ η μητέρα της μας κοιτούσε αγχωμένη. Τις πιο πολλές φορές ήθελα να μένω μόνος μετά το σχολείο, καθισμένος στο σκιερό σαλόνι. Η μητέρα μου πήγαινε για ψώνια ή έπαιζε μπριτζ με τις φίλες της. Ο πατέρας μου έκανε λογαριασμούς στο γραφείο του· εγώ ονειροπολούσα.

Το καλοκαίρι άφησα το προάστιο του Κονέκτικατ, όπου έμενα, για να βοηθήσω τον παππού μου στο θερισμό σ’ αυτήν εδώ τη φάρμα στο Νιού Χαμπσάιρ. Τον παρακολουθούσα πρωί και βράδυ να αρμέγει επτά αγελάδες Χόλσταϊν. Για μεσημεριανό έφτιαχνα μόνος μου ένα σάντουιτς με κρεμμύδι –μια χοντρή φέτα κρεμμύδι ανάμεσα σε δυο φέτες ψωμί του τοστ. Έχω ξαναμιλήσει γι’ αυτό το σάντουιτς. Συνέχεια

W.H. Auden

Μετάφραση απ’ τ’ Αγγλικά: Εβίτα Λύκου

Οι Προκαταλήψεις Μας

 

Η κλεψύδρα ψιθυρίζει στου λιονταριού τα νύχια,
Των πύργων τα ρολόγια λεν στους κήπους μέρα-νύχτα,
Για πόσα σφάλματα ο Χρόνος δείχνει ανοχή,
Τί μέγα λάθος το να έχουν πάντα δίκιο.

Όμως ο Χρόνος, όσο δυνατοί κι αν είναι οι χτύποι του ή βαθιοί,
Όσο ασυγκράτητα ο χείμαρρός του αν ρέει,
Ποτέ του δεν εμπόδισε του λέοντα την ορμή
Ούτε και τάραξε ποτέ τη σιγουριά του ρόδου.

Γιατί αυτά, έτσι μοιάζει, μόνο η έκβαση τα νοιάζει:
Ενώ εμείς διαλέγουμε των λέξεων τη μουσική
Και κρίνουμε ένα πρόβλημα απ’ το πόσο αλλόκοτο είναι·

Κι ο Χρόνος ήταν ανέκαθεν για μας αγαπητός.
Πάντα δεν προτιμήσαμε να τριγυρίσουμε λιγάκι
Απ’ το να πάμε απευθείας εκεί που βρισκόμαστε;

 

 

 

Our Bias 

The hour-glass whispers to the lion’s paw,
The clock-towers tell the gardens day and night,
How many errors Time has patience for,
How wrong they are in being always right.

Yet Time, however loud its chimes or deep,
However fast its falling torrent flows,
Has never put the lion off his leap
Nor shaken the assurance of the rose.

For they, it seems, care only for success:
While we choose words according to their sound
And judge a problem by its awkwardness;

And Time with us was always popular.
When have we not preferred some going round
To going straight to where we are?

Διαβάζω την τραγική είδηση για τα περιστατικά της Νίκαιας, όπου νεαροί με μαύρα ρούχα και ελληνικές σημαίες, καβάλα σε μηχανές απροσδιόριστου κυβισμού απαιτούν από αλλοδαπούς καταστηματάρχες να εγκαταλείψουν τις επιχειρήσεις τους και να φύγουν (εδώ). Η είδηση μου θύμισε κάτι που διάβαζα πρόσφατα, και γι’ αυτό μετέφρασα ορισμένα κύρια σημεία για να δείτε κι εσείς τις ομοιότητες. Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο The Escape of Sigmund Freud του David Cohen (JR Books, Λονδίνο: 2009) που αναφέρεται στη διαφυγή του Φρόυντ από την Βιέννη, μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γερμανικό Ράιχ στις 12 Μαρτίου του 1938. Υποχρεωτικά η βιογραφία του Φρόυντ, και ιδιαίτερα τα τελευταία του χρόνια, εμπλέκονται με την Ευρωπαϊκή ιστορία και κυρίως την ιστορία του Τρίτου Ράιχ και της ναζιστικής Γερμανίας. Αναπόφευκτα κάθε έργο που αναφέρεται στην τελευταία περίοδο της ζωής του πατέρα της ψυχανάλυσης, θα ασχοληθεί με την προσάρτηση της Αυστρίας και την αντιμετώπιση των Εβραίων από το καθεστώς. Τα ίδια μπορεί κανείς να διαβάσει σε οποιοδήποτε βιβλίο που πραγματεύεται την ίδια περίοδο, και με τρόμο μπορεί να διαπιστώσει τις ομοιότητες και να κάνει όλους τους δυσοίωνους συσχετισμούς. Έχω μεταφράσει μερικά πολύ μικρά αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Η Άνοδος των Ναζί». Δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι άλλο γιατί το κείμενο τα λέει όλα μόνο του.

Διαδηλώσεις

Μια από τις πιο αναπάντεχες συνέπειες της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, ήταν ότι ο Σίγκμουντ Φρόυντ άρχισε να διαβάζει τον Manchester Guardian, καθώς οι Γερμανικές εφημερίδες δεν κατέγραφαν τα πραγματικά γεγονότα. Οι πληροφορίες ήταν αποσπασματικές και πολλά θέματα δεν παρουσιάζονταν καν, έγραψε ο Φρόυντ στον Σαμ [ανιψιός του, κάτοικος Μάντσεστερ Αγγλίας], ενώ ο Manchester Guardian προσέφερε καλή ειδησεογραφική κάλυψη. Καμιά εφημερίδα στην Γερμανία δεν είχε αναφερθεί, για παράδειγμα, σε περιστατικό όπου εκατόν πενήντα Ναζί διέρρηξαν το σπίτι που γεννήθηκε ο Μαρξ. Την Παρασκευή 10 Μαρτίου 1933 η εφημερίδα αναφέρει ότι οι Ναζί είχαν αρχίσει να περιπολούν έξω από μεγάλα καταστήματα που ανήκαν σε Εβραίους. Το άρθρο συνέχιζε:

«Μέσα στην ώρα αιχμής το ίδιο απόγευμα, μπορούσε κανείς να γίνει μάρτυρας της παρακάτω σκηνής έξω απ’ το Kadewe, το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο του West End. Μια ομάδα αποσπασμένη από τα Τάγματα Εφόδου συντάχθηκε μπροστά απ’ το κατάστημα, σχημάτισε μια ζώνη περιφρούρησης μπροστά απ’ την είσοδο και τοποθέτησε μια μεγάλη επιγραφή, ‘Γερμανοί! Μην ψωνίζεται από Εβραίους’. Οι άνθρωποι μέσα στο κατάστημα έφυγαν βιαστικά και δεν επετράπη η είσοδος σε άλλους. Η αστυνομία κοιτούσε με προφανή αδιαφορία. Πολλοί άνθρωποι που είχαν μαζευτεί απ’ έξω έμοιαζαν θετικά εντυπωσιασμένοι απ’ αυτή την επίδειξη, και απευθύνονταν εύθυμα προς τα Τάγματα Εφόδου, τα οποία τους διαβεβαίωσαν ότι θα βάλουν ένα τέλος στα Εβραϊκά καταστήματα».

Ο Manchester Guardian περιγράφει παρόμοιες σκηνές μπροστά απ’ το Rosenheim στο Κούρφιρστενταμ, ένα μαγαζί που εμπορευόταν δερμάτινα προϊόντα υψηλής ποιότητας. Καθώς επρόκειτο για ένα τόσο ιδιαίτερο μαγαζί, δύσκολα θα μπορούσε να κατηγορηθεί για αθέμιτο ανταγωνισμό. «Το έκλεισαν απλά και μόνο γιατί ανήκε σε Εβραίους», αναφέρει η εφημερίδα. Τέτοιες εκδηλώσεις είχαν ιδιαίτερη αξία ως προπαγάνδα για το Ναζιστικό Κόμμα, συμπληρώνει. Ο αντί-Σημιτισμός δεν ήταν μόνο στα λόγια· μικροί μαγαζάτορες συχνά υποστήριζαν τον Χίτλερ και καλωσόριζαν τις επιθέσεις σε μεγάλα εμπορικά κέντρα.

Οι επιθέσεις στα εμπορικά κέντρα ήταν η αρχή μιας μακράς εκστρατείας μίσους. Η Άννα Φρόυντ κι ο Τζόουνς είχαν κι οι δυο νέα από τον Ολλανδό αναλυτή Γιαν βαν Οπχάουζεν, που επισκέφθηκε το Βερολίνο και τους πληροφόρησε, «Η Γερμανία αυτή τη στιγμή είναι κόλαση για τους Γερμανούς Εβραίους». Μόνο τέσσερις ή πέντε αναλυτές έμειναν στο Βερολίνο. Ο Τζόουνς έγραψε στον αναλυτή Σμιθ Έλι Τζέλιφ, στην Νέα Υόρκη, «Οι διώξεις είναι πολύ χειρότερες απ’ όσο φαίνεται να πιστεύεις και πραγματικά κοντεύει να φτάσει τον Μεσαίωνα στη φήμη». Η Αυστρία δεν έμεινε ανέπαφη απ’ την κατάσταση στην Γερμανία… [σσ. 85-86].

[…].

Στις 19 Ιουνίου, ο Ντόλφους [Αυστριακός Καγκελάριος] έθεσε το Γερμανικό Εθνικό-Σοσιαλιστικό ή Ναζιστικό Κόμμα εκτός νόμου. Η αντίδραση των Ναζί ήταν ν’ αρχίσουν μια εκστρατεία τρόμου. Έξι μέρες αργότερα προσπάθησαν να δολοφονήσουν δέκα ανώτερους Αυστριακούς αξιωματούχους. Πλήθη Ναζί φοιτητών μαζεύτηκαν μπροστά απ’ το πανεπιστήμιο· έφιπποι αστυνομικοί τους κυνήγησαν στην Ρίνγκστρασε. Έτσι άρχισαν οι μέρες της οχλοκρατίας. Συνήθως οι Ναζί στοχοποιούσαν Εβραίους.

Μια τεράστια βόμβα ξέσκισε το εσωτερικό ενός απ’ τους αγαπημένους στόχους των Ναζί, ένα εμπορικό κέντρο που ανήκε σε Εβραϊκή οικογένεια. Μια ηλικιωμένη Εβραία κυρία σκοτώθηκε σε διαφορετικό σημείο της πόλης. Το περιοδικό Time κάλυψε την είδηση καλά. Η φράου Φούτερβεϊτ στεκόταν στην είσοδο του μικρού κοσμηματοπωλείου της όταν κάποιος επιβαίνων σε αυτοκίνητο της πέταξε μια παλιά μεταξωτή κάλτσα γεμάτη εφημερίδες και μια χειροβομβίδα. Με μεγάλη ευστροφία, η φράου Φούτερβεϊτ προσπάθησε να την πετάξει πίσω, αλλά η χειροβομβίδα εξερράγη στα χέρια της σκοτώνοντάς την ακαριαία. Οκτώ περαστικοί τραυματίστηκαν, ο ένας εξέπνευσε αργότερα στο νοσοκομείο. [σ. 87].

[…].

  Συνέχεια

Guillaume Apollinaire

Μετάφραση απ’ τα Γαλλικά: Εβίτα Λύκου

 

Η δύναμη του καθρέφτη

Βρισκόμουν, ο ανάξιος, μια μέρα, στην κάμαρα με το κρεβάτι το λευκό

Εκεί που η Λίντα θαύμαζε στο τζάμι τη μορφή της

Και έτσι όπως φεύγω, χάριν καθρέφτη, μαζί μου κουβαλώ

Την πρώτη αιτία της απιστίας απέναντί της.

 

Η Λίντα δεν ήταν ίδια όπως πριν, και τώρα πια

Γνωρίζω πως, χάριν καθρέφτη, είναι τουλάχιστον διττή·

Η καρδιά μου, μ’ έναν λόγο που απ’ τον έρωτα αρχινά

Είναι σήμερα άπιστη στην δεύτερη μορφή.

 

Έτσι, απ’ τη μέρα εκείνη, ο νους συχνά παραλληλίζει

Στην κάμαρα που στο γυαλί μια αγνή οφθαλμαπάτη έχει φέξει

Τη μορφή της Λίντα, το πρόσωπο που καθρεφτίζει,

Μα που η καρδιά μου δεν θα βρει την τόλμη να διαλέξει.

 

Αν, άπιστος πάντα, αμφέβαλα για την επιλογή,

Δεν είν’ γιατί η γυναίκα του καθρέφτη είναι πιο όμορφη·

Μα την λατρεύω γιατί υπάρχει και γιατί είναι αληθινή

Και που πεθαίνει σαν το θελήσει η αδερφή της η ενσώματη.

 

Από την Λίντα λατρεύω το καθρέφτισμα το απατηλό

Που την προσομοιώνει ολόκληρη, σχεδόν σαν θρυλική,

Όμως στ’ αλήθεια ζωντανή, παρούσα καθώς είναι εδώ:

Η γυναίκα του καθρέφτη είναι τόσο θαυμαστή!

 

Και το γυαλί που παγώνει τις κινήσεις τις αληθινές

Μένει ψυχρό παρά το έργο του το τρομερό

Η δύναμη του καθρέφτη έχει απατήσει πάνω από έναν εραστές

Που πίστεψαν πως αγαπούν την ομορφιά της μ’ αγάπησαν το πλάνο είδωλο.

 


Συνέχεια

Από τη συλλογή δοκιμίων On Flirtation του καθηγητή Adam Phillips, London: Faber and Faber, 1994

Μετάφραση απ’ τ’ Αγγλικά: Εβίτα Λύκου

Κάποιοι άνθρωποι δεν θα είχαν ερωτευτεί ποτέ αν δεν είχαν ποτέ ακούσει για τον έρωτα.

La Rochefoucauld

Αν το σεξ είναι η διέξοδος από την οικογένεια, ο έρωτας είναι ο δρόμος του γυρισμού, ένα εισιτήριο προς μια κατεύθυνση που είναι πάντα μια επιστροφή. Από την οπτική γωνία της ψυχανάλυσης αυτό το θαύμα της έλξης είναι η ηχώ των πρώτων μας ερεθισμάτων. Τέτοια επίπεδα αφοσίωσης αποτελούν τη μνήμη στην πιο άμεση μορφή της, την αίσθηση της μοναδικότητας το αλλόκοτο σημείο του παρελθόντος. Αυτό που ανακτούμε, ή μάλλον αυτό που αναπολούμε –αυτό που κάνει τέτοιες μεταμορφωτικές εμπειρίες πιθανές– είναι η γνώση και η επιθυμία της παιδικής ηλικίας. Όταν ερωτευόμαστε θυμόμαστε πώς να ερωτευτούμε. Και με το να ξαναβρίσκουμε αυτές τις χαμένες εκδοχές του εαυτού μας πετυχαίνουμε ένα είδος ουτοπικής επάρκειας.

Αλλά το να ερωτεύεσαι είναι πάντα μια υπενθύμιση, κατά τον Φρόυντ, είναι μια υπενθύμιση του ακατόρθωτου. «Ο έρωτας της παιδικής ηλικίας είναι απεριόριστος», γράφει, «απαιτεί αποκλειστική κατοχή, δεν ικανοποιείται με λιγότερα απ’ το τίποτα. Αλλά έχει κι ένα δεύτερο χαρακτηριστικό: δεν έχει, στην πραγματικότητα, κανένα σκοπό και αδυνατεί να λάβει πλήρη ικανοποίηση· και κυρίως γι’ αυτό το λόγο είναι καταδικασμένος να τελειώσει με μια απογοήτευση». Είμαστε τώρα μαγεμένοι –και τρομοκρατημένοι– από την έννοια του ακόρεστου, την απεριόριστη έλλειψη· είναι το μοντέρνο μας ανυπέρβλητο, διατυπωμένο στο σχόλιο του Ζακ Λακάν εν είδει παρωδίας, ότι έρωτας είναι να δίνεις κάτι που δεν έχεις σε κάποιον που δεν υπάρχει. Αλλά η περιγραφή του παιδιού από τον Φρόυντ εδώ είναι η δική του εκδοχή του Φάουστ –του ήρωα που επαναδημιούργησε ο Γκαίτε, η «ιδιοφυΐα» της μητρικής γλώσσας του Φρόυντ– μια μυθική φιγούρα για τον οποίο η γνώση και η επιθυμία είναι συνώνυμα· και για τον οποίο η εξίσωσή τους, η σύναψή τους, σημαίνει θάνατο. Αλλά αυτό το αρχικά Πλατωνικό μπέρδεμα του εραστή και του γνώστη –λες και είναι εφάμιλλες επιδιώξεις– αποτελεί για τον καθένα ένα ακατόρθωτο εγχείρημα. Λες και καθένας πρέπει να τα κάνει και τα δύο για να μπορέσει να πετύχει οποιοδήποτε απ’ τα δυο. Σ’ αυτή την ιστορία η οικειότητα είναι μια προνομιακή (ή επίζηλη) πληροφορία. Ο αναλυτής, λέει ο Λακάν στην γνωστή του διατύπωση, είναι εκείνος που υποτίθεται πως ξέρει· όχι, όπως μπορεί να λέει, αυτός που υποτίθεται πως αγαπά. Υποθέτει κανείς ότι το γιγνώσκειν είναι προγενέστερο ή εμπεριέχεται στον έρωτα. (Αργότερα επρόκειτο να πει: «Αυτόν που υποθέτω πως γνωρίζω, αυτόν αγαπώ». Που είναι φυσικά κάτι το διαφορετικό). Αφού ο έρωτας έχει περιγραφεί ως κάτι που θέλουμε, πρέπει να βρούμε κάτι να θέλουμε, και σ’ αυτό το σημείο υποτίθεται πως τίθεται το ζήτημα της γνώσης. Το να ερωτεύεσαι είναι συμβατικά μια μορφή τρέλας σύμφωνα με ορισμένους φιλοσόφους, ψυχαναλυτές και ποιητές γιατί, ανάμεσα σε άλλα πράγματα, ειρωνεύεται ανεπιστρεπτί κάθε διάκριση ανάμεσα στη βεβαιότητα και το σκεπτικισμό.

Συνέχεια

Αποσπάσματα από την συλλογή «Fables des Origines» του Henry Michaux, εκδόσεις Le Disque Vert, Οκτώβρης 1923.

 

Μετάφραση απ’ τα Γαλλικά: Εβίτα Λύκου

 

 

1. Η Καταγωγή των Ενδυμάτων

Ιδού η Μνία, η γυναίκα του Ντουμ, καθισμένη στο χώμα.

Τρώει ένα λάχανο.

Έτσι λοιπόν ορμάει ο ονίσκος.

Σκαρφαλώνει σ’ ένα όρθιο χόρτο, φθάνει στο τρίχωμα της γάμπας (με τα πολυάριθμα πόδια του, περπατά σε πολλές τρίχες συγχρόνως).

Τώρα εισβάλει στον κόλπο.

Ντουμ!

Ο Ντουμ έτρεξε∙

Ο Ντουμ σκότωσε όλους τους μάγους της φυλής, γιατί αυτοί έστειλαν το πνεύμα της φωτιάς ανάμεσα στα πόδια της γυναίκας του.

Έπειτα είπε: «Μνία τί έχεις;».

Η Μνία ανασύρει τον ονίσ

κο με τα δάχτυλά της.

Ιδού η απαρχή. Από ‘δω και στο εξής οι γυναίκες φορούν τη φούστα.

Αλλά στον οίκο των Οουίς, τα κορίτσια και οι άντρες παραμένουν γυμνοί.

 

2. Ο Θεός κι ο Κόσμος

Στην αρχή δεν υπήρχε παρά ο Θεός κι οι δαίμονες.

Αυτοί αναγνωρίζονταν απ’ την δική τους, ξεχωριστή μυρωδιά και απ’ τους συριγμούς που ακούγονταν όταν μετακινούνταν.

Ήταν αόρατοι.

Κι έτσι κρύβονται απ’ το Θεό.

«Κανέ! Μαπέλ! Ντελό!». Ο Θεός φωνάζει ξανά «Κανέ! Μαπέλ! Ντελό!».

Έχουν κρυφτεί ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, στοιχισμένοι, κόντρα στην δυνατή μυρωδιά του Σωρ.

Κανένας δαίμονας δεν έρχεται.

Ο Θεός θυμώνει.

Κάνει να φυσήξει ένας τρομερός άνεμος για να κυνηγήσει τους δαίμονές του.

Μόνο ο Ναάν έρχεται.

Οι άλλοι αντιστέκονται.

Ο άνεμος γίνεται όλο και πιο δυνατός, αυτοί αντιστέκονται, συνθλίβονται, συστέλλονται.

Στο τέλος, απ’ τη δύναμη της αντίστασης, έγιναν πέτρα. Αυτή είναι η καταγωγή της γης.

Έπειτα, ο Θεός δημιούργησε τα δέντρα και τα ζώα για να την κατοικίσουν.

 

3. Καταγωγή της Οικίας

Το δάσος καίγεται εδώ και τέσσερις μέρες.

Τα ζώα ξεφεύγουν και φτάνουν στην πεδιάδα.

Οι άνθρωποι βρίσκονται καθισμένοι πίσω τους∙

Νιώθουν πως κάτι τους γαργαλάει τα μπράτσα.

«Ίσως είναι οι ψύλλοι»∙ και τρώνε ο ένας τ’ αλλουνού.

Μα ύστερα ο καθένας: «ακόμα γαργαλιέμαι» (κι αυτό γιατί δεν σκαρφαλώνουν πια στα ψηλά κλαδιά).

Σπρώχνουν, αρπάζουν, πετούν τα κλαδιά, τα καρφώνουν στο χώμα.

Το βράδυ ο ένας έχει ανέβει πάνω στον άλλο και πλέκουν, και ξανά οι άνθρωποι βάλθηκαν να σκαρφαλώσουν. Έτσι δεν αισθάνονται πια γαργάλημα στα μπράτσα.

Κατά τη διάρκεια της θύελλας, είδαν πως αυτή [η κατασκευή] ήταν ακλόνητη απέναντι στη βροχή και τον άνεμο.

Θα χτίσουν μια καλύβα, δεν θα ξαναγυρίσουν πια στο δάσος.

Συνέχεια

Lydia Davis: Passing Wind, απ’ την συλλογή διηγημάτων Varieties of Disturbance Stories

Μετάφραση απ’ τ’ Αγγλικά: Εβίτα Λύκου

 

Δεν ήξερε αν ήταν εκείνος ή ο σκύλος. Δεν ήταν η ίδια. Ο σκύλος ήταν ξαπλωμένος στο χαλάκι του σαλονιού ανάμεσά τους, εκείνη καθόταν στον καναπέ και ο επισκέπτης της, μάλλον σε υπερένταση, είχε βουλιάξει σε μια χαμηλή πολυθρόνα, και η οσμή, μάλλον απαλή, αιωρήθηκε στην ατμόσφαιρα. Στην αρχή σκέφτηκε πως ήταν αυτός, και εξεπλάγειν, γιατί οι άνθρωποι δεν αερίζονται πολύ συχνά όταν είναι με παρέα, ή τουλάχιστον όχι με εμφανή τρόπο. Καθώς συνέχισαν να μιλούν, συνέχισε να πιστεύει πως ήταν εκείνος. Τον λυπήθηκε λιγάκι, γιατί σκέφτηκε πως το να μιλάει μαζί της τον έκανε αμήχανο και νευρικό και γι’ αυτό αερίστηκε. Μετά πολύ ξαφνικά της ήρθε η ιδέα πως μπορεί να μην ήταν καθόλου εκείνος, μπορεί να ήταν ο σκύλος, και το χειρότερο, αν ήταν όντως ο σκύλος αυτός μπορεί να νόμιζε πως ήταν εκείνη. Ήταν αλήθεια πως ο σκύλος είχε κλέψει μια ολόκληρη φραντζόλα ψωμί εκείνο το πρωί, και την έφαγε, και ίσως τώρα ν’ αεριζόταν, κάτι που δεν έκανε συνήθως. Ήθελε να του ξεκαθαρίσει αμέσως, κάπως, τουλάχιστον πως δεν ήταν εκείνη. Φυσικά υπήρχε πάντα η πιθανότητα να μην το είχε καν προσέξει, αλλά ήταν έξυπνος και σε εγρήγορση, και αφού εκείνη το είχε προσέξει, κατά πάσα πιθανότητα το είχε προσέξει κι εκείνος, εκτός κι αν ήταν πολύ νευρικός για να το καταλάβει. Το πρόβλημα τώρα ήταν πώς να του το πει. Θα μπορούσε να πει κάτι για το σκυλί, να δικαιολογήσει την κατάσταση. Αλλά μπορεί να μην ήταν το σκυλί, μπορεί να ήταν αυτός. Δεν μπορούσε να πει ευθέως, απλά, «Κοίτα, αν μόλις έκλασες, δεν υπάρχει πρόβλημα, απλά θέλω να ξεκαθαρίσω πως δεν ήμουν εγώ». Θα μπορούσε να πει «Ο σκύλος έφαγε μια ολόκληρη φραντζόλα ψωμί σήμερα το πρωί, και νομίζω ότι κλάνει». Αλλά αν ήταν αυτός, κι όχι το σκυλί, θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Αν και ίσως όχι. Μπορεί να είχε ήδη ντραπεί, αν ήταν εκείνος, και αυτό να τον έβγαζε απ’ τη δύσκολη θέση. Αλλά τώρα η μυρωδιά είχε ήδη φύγει. Ίσως ο σκύλος να έκλανε ξανά, αν ήταν όντως ο σκύλος. Αυτό ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί, αν ήταν ο σκύλος, και τότε απλά θα έπρεπε ν’ απολογηθεί εκ μέρους του σκύλου, είτε ήταν ο σκύλος είτε όχι, κι αυτό θα τον έβγαζε απ’ τη δύσκολη θέση, αν ήταν εκείνος

 

 

Σημείωση της μεταφράστριας: Διάβασα το βιβλίο Varieties of Disturbance Stories της Lydia Davis το 2008, στο πλαίσιο ενός μαθήματος για το μάστερ μου. Ο ιδιωματισμός που χρησιμοποιεί για το ρήμα «αερίζομαι» είναι στα αγγλικά «to pass wind». Ο τίτλος του διηγήματος είναι Passing Wind, ένα γερούνδιο που δεν μπορεί να μεταφραστεί εύηχα στα ελληνικά. Το αστείο της υπόθεσης είναι πως όταν ξεκίνησα να διαβάζω το διήγημα δεν γνώριζα τη σημασία του ιδιοματισμού, καθώς μάλιστα διάβασα τον τίτλο φαντάστηκα ότι θα ακολουθούσε μια ιστορία για τον άνεμο που περνάει ανάμεσα απ’ τα δέντρα στο δάσος, κάτι ρομαντικό και λίγο ονειρικό. Διάβασα το πρώτο μισό του διηγήματος χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα, κυρίως πού στο καλό περνάει και πάει αυτός ο άνεμος και γιατί εκείνη το κάνει τόσο μεγάλο θέμα. Συνέχισα να διαβάζω μέχρι που έφτασα στην ατάκα «Look, if you just farted, that’s all right», οπότε και άρχισαν ψυχανεμίζομαι τί πραγματικά συμβαίνει… Το γεγονός ότι είχα σταθεί παντελώς ανίκανη να το συνειδητοποιήσω νωρίτερα είναι ανησυχητικό για την αντίληψή μου –που συνήθως θέλω να πιστεύω πως είναι ιδιαίτερα οξυμένη. Όταν όμως εν τέλει κατάλαβα ποιο ακριβώς είναι το θέμα του διηγήματος, και κυρίως σκεπτόμενη με πόση σοβαρότητα και σπουδή το είχα διαβάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, θα σας ομολογήσω ότι άρχισα να γελάω για τουλάχιστον ένα δεκάλεπτο, απ’ αυτά τα γέλια που σου φέρνουν δάκρυα και λόξιγγα μαζί… Νομίζω ότι η λεξιλογική μου άγνοια τότε ήταν η βασική πηγή του γέλωτα. Αλλά όπως και να το κάνεις, είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία! Καλή διασκέδαση…

Το φθινόπωρο του 1845 η σοδειά της πατάτας στην Ιρλανδία καταστράφηκε μερικώς από τον περονόσπορο, δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα επισιτισμού του πληθυσμού. Η πατάτα αποτελούσε τότε την βασική πηγή διατροφής για τα εννιά δέκατα των Ιρλανδών (και την μοναδική πηγή διατροφής για το εν τρίτο του πληθυσμού) και η καταστροφή της σοδειάς είχε τρομακτικά αποτελέσματα σε επίπεδο διαβίωσης. Παρόλ’ αυτά η εναπομείνασα σοδειά το 1845 επαρκούσε για να βγει ο χειμώνας. Όταν όμως έφτασε η ώρα της σποράς για την επόμενη χρονιά, ο περονόσπορος έπεσε σε όλα τα χωράφια με αποτέλεσμα η αυτή σοδειά να καταστραφεί ολοσχερώς φέρνοντας τους Ιρλανδούς σε απόγνωση. Κι ενώ το 1845 η βρετανική κυβέρνηση επενέβη με προνοιακή βοήθεια και έλεγχο των τιμών στις αγορές, το 1846 η οικονομική φιλοσοφία είχε αλλάξει. Στις προσταγές του laissez faire οι αγορές αφέθηκαν να αυτορυθμιστούν και καμιά προνοιακή βοήθεια δεν δόθηκε, με αποτέλεσμα στον λιμό να προστεθεί και ο λοιμός και βοηθούντως του υπερβολικά κρύου χειμώνα η ανθρωπιστική καταστροφή να βγει εκτός ελέγχου. Υπό το κράτος του πανικού και της πίεσης, οι βρετανικές αρχές πέρασαν νέα νομοθεσία που επέτρεπε στους Ιρλανδούς να εφαρμόσουν δική τους φορολογική πολιτική ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Δόθηκαν επίσης εκατό χιλιάδες δολάρια σε μορφή επιδόματος ώστε να βοηθηθούν περιοχές που δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσουν έσοδα ούτε μέσω της φορολογίας. Τα περισσότερα χρήματα εξαφανίστηκαν σε διοικητικό επίπεδο, και ό,τι απέμεινε διαμοιράστηκε στους πεινασμένους με αντάλλαγμα «μη επικερδή εργασία». Ο όρος «μη επικερδής» προέκυπτε απ’ τις διατάξεις του νόμου που όριζαν ότι οι Ιρλανδοί δεν μπορούσαν να χτίσουν σιδηροδρόμους, ώστε να μην υπάρξει μεροληψία απέναντι στους Άγγλους εργάτες των σιδηροδρόμων και δεν μπορούσαν να δουλέψουν σε αγροτικές εργασίες ώστε να μην πλεονεκτίσει ο Ιρλανδός αγρότης έναντι του Άγγλου. Τα χρήματα μπορούσαν μόνο να διατεθούν για το χτίσιμο δρόμων που κανείς ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσε, δρόμοι που ξεκινούσαν οπουδήποτε και τελείωναν στο πουθενά, ή γέφυρες που υψώνονταν σε μέρη όπου δεν υπήρχαν ποτάμια. Οι δρόμοι αυτοί υπάρχουν ακόμα, σαν σιωπηλά φαντάσματα, ενθύμια του λιμού και της αποικιοκρατίας. Από τα οκτώ εκατομμύρια των Ιρλανδών, πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι χάθηκαν στο διάστημα από το 1845 έως το 1852 και ένα εκατομμύριο έφυγαν μετανάστες, κυρίως στις ΗΠΑ.

 

Πως η επιστήμη της Χαρτογραφίας είναι Περιορισμένη

 

Eavan Boland

Μετάφραση απ’ τ’ Αγγλικά: Εβίτα Λύκου

–και όχι μόνο από το γεγονός ότι αυτή η σκιαγράφηση του

δάσους δεν μπορεί να δείξει την ευωδιά απ’ το βαλσαμόδεντρο,

τη σκοτεινιά του κυπαρισσιού

αυτό θέλω ν’ αποδείξω.

 

Όταν εσύ κι εγώ πρωτοείμασταν ερωτευμένοι, οδηγήσαμε

στη μεθόριο του Κόνακτ

και μπήκαμε σ’ ένα δάσος εκεί.

 

Κοίταξε κάτω μου είπες: αυτός ήταν κάποτε ένας δρόμος του λιμού.

 

Κοίταξα κάτω τον κισσό και το γρασίδι

που μέσα τους η πλανισμένη πέτρα

είχε εξαφανιστεί καθώς μου έλεγες

πως τον δεύτερο χειμώνα της δοκιμασίας τους, το

 

1847, όταν η σοδειά καταστράφηκε για δεύτερη φορά,

οι Προνοιακές Επιτροπές ανέθεσαν στους

λιμοκτονούντες Ιρλανδούς να χτίσουν τέτοιους δρόμους.

 

Εκεί που πέθαιναν, εκεί τελείωνε ο δρόμος

κι εκεί τελειώνει ακόμα και όταν κάθομαι και σχεδιάζω

τον χάρτη αυτού του νησιού, δεν είναι ποτέ

για να πω εδώ είναι η επιδέξια, η εύστοχη διερμήνευση

του σφαιρικού ως επίπεδου, ή

ένας επινοητικός σχεδιασμός που καταφέρνει την καμπύλη

να γίνει ευθεία,

αλλά για να πω στον εαυτό μου ξανά πως

 

η αράδα αυτή που γράφει δασοτόπι και κραυγάζει πείνα

και εξαντλείται ανάμεσα στο ευωδιαστό πεύκο και στο κυπαρίσσι

και δεν βρίσκει ορίζοντα

 

δεν θα είναι εκεί.

Συνέχεια