Έλεγα πάλι παλιές ιστορίες, κι εσύ δεν μ’ άκουγες. Και τί ν’ ακούσεις άλλωστε; Χρόνια τώρα, κι οι δυο το ξέρουμε, επαναλαμβάνω διαρκώς την ίδια ιστορία, χωρίς ούτε την στοιχειώδη μέριμνα να την παραλλάξω λιγάκι, να την στολίσω με πιο όμορφες λέξεις, να χαίρεσαι εσύ να την ακούς κι εγώ να τήνε λέω. Τη μαστοριά της αφήγησης την έχασα από καιρό. Το πλούσιο λεξιλόγιο το ξέχασα κάποια στιγμή, ίσως πριν γεννηθείς, μάλλον ποτέ σου δεν με γνώρισες καλλιεπή· σ’ έμαθα στα «όχι» και στα «μη», σ’ ανάθρεψα με τα «δεν πρέπει» και πιθανόν συχνά-πυκνά σ’ ορμήνεψα: «μα τί θα πει ο κόσμος;». Πέρασαν τα χρόνια· ο κόσμος δεν είπε τίποτα τελικά. Κι ύστερα απ’ αυτό πώς να ζητήσω εμπιστοσύνη; Και γιατί να μου την δώσεις;

Κι όμως, έρχεσαι να με δεις μια φορά την εβδομάδα· ευλαβικά κάθε Κυριακή, σαν να ‘μαι εκκλησία, κι όχι ένα ασεβές σκήνωμα ανθρώπου που ποτέ δεν επιθύμησε να βαφτιστεί αγία. Κάθεσαι σε μια άβολη καρέκλα στο κέντρο της κάμαρας και με ακούς να μιλάω χωρίς να με διακόπτεις. Μετά από λίγο σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι και περπατώ αγκομαχώντας μέχρι το παράθυρο –αγκομαχώντας στα κρυφά, από μέσα μου, χωρίς να διακόπτω την κουβέντα– για να σταθώ λίγο μπροστά στ’ ανοιχτό τζάμι, να με χτυπήσει ο πρωινός αέρας και να παραστήσω ότι ατενίζω τη θάλασσα, ενώ δεν βλέπω παρά μόνο έναν θολό γαλάζιο καμβά, εναλλασσόμενες μουντζούρες, μια νεοϊμπρεσιονιστική ζωγραφιά φτιαγμένη από φως και χρώμα. Σε κουράζω με τη φλυαρία μου, το ξέρω, και την εμμονή μου να επανέρχομαι διαρκώς στα ίδια και τα ίδια. Μετά από λίγο το παράθυρο, η βοή κουράζουν εμένα –σ’ αυτή την ηλικία βλέπεις προτιμάς την ησυχία, μ’ όποιο τίμημα κι αν αυτή κουβαλάει– και κούτσα-κούτσα ξαναγυρνάω στο κρεβάτι· κάθομαι αργά και προσεκτικά, ταλαντεύομαι καθώς λυγίζω τα δυο μου πόδια ταυτόχρονα. Δεν θέλω να είμαι ξαπλωμένη μπροστά σου, γι’ αυτό διατάζω βουβά τη μέση μου να με στηρίξει και συνεχίζω να σε κουράζω με τη φλυαρία μου.

Γυρνάω το κεφάλι, τάχα αφηρημένη, μα στην πραγματικότητα για να ρίξω άλλη μια θολή ματιά στο κατακόκκινο τριαντάφυλλο που μου έφερες και σήμερα, απαράλλαχτο με της προηγούμενης Κυριακής, και της ακόμα πιο προηγούμενης. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο από σένα σε κάθε σου επίσκεψη· τόσο αταίριαστο για μένα –τα κόκκινα τριαντάφυλλα είναι για παθιασμένες ενζενί κι όχι για γυναίκες που τα καλύτερά τους χρόνια πέρασαν πριν τόσο πολύ καιρό ώστε κανείς πια δεν τα θυμάται. Μόνη σου το βάζεις στο κρυστάλλινο βάζο· γεμίζεις νερό μέχρι τη μέση, το ακουμπάς στο κομοδίνο μου. Κι εγώ κάθε φορά που κοιτάζω το καινούριο τριαντάφυλλο –τάχα αφηρημένη– σκέφτομαι, σάμπως δεν θα ήθελε το άμοιρο να ‘ναι ακόμα γραπωμένο από τη μάνα του, να τρώνε οι ρίζες του απ’ το χώμα και να το δροσίζει η πάχνη το ξημέρωμα, αντί να στολίζει έτσι αταίριαστα τα παλιακά μου κρύσταλλα; Κι ύστερα σκέφτομαι αν αυτός που πρώτος βάλθηκε να ψήσει την άμμο, να φυσήξει την κολλώδη μάζα και να κάνει τους κόπους του ανθοδοχείο, φαντάστηκε ποτέ ότι θα συνεργούσε στην αιχμαλωσία ενός τόσο κόκκινου, τόσο μυρωδάτου τριαντάφυλλου; Αμφιβάλω· οι άνθρωποι δεν είναι φτιαγμένοι για να σκέφτονται τις συνέπειες των πράξεών τους. Από την άλλη μπορεί κι εγώ να υπερβάλλω.

Εσύ κάθεσαι ακόμα στην καρέκλα. Η ασταμάτητη φλυαρία μου σε φέρνει σε αμηχανία, και η αμηχανία σ’ οδηγεί στη σιωπή. Αν κάνω πως σωπαίνω κι εγώ: κενό. Σε κοιτάζω λιγάκι, όσο μου επιτρέπει η θολή όρασή μου. Απλώνω το χέρι σκύβοντας ολόκληρη και πιάνω το δικό σου. «Μωρέ μάνα», μου λες, «θα πάθει η μέση σου, ξάπλωσε επιτέλους στο κρεβάτι». Κουνάω το κεφάλι αρνητικά και σου σφίγγω το χέρι πιο πολύ. «Ευχαριστώ που ήρθες». Κοιτάζεις το ρολόι σου. «Να σου φτιάξω κάτι; Ένα τσάι! Θα φτιάξω και για μένα», μου λες. Σπρώχνεις το χέρι μου στην ποδιά μου, σηκώνεσαι και πας στο κουζινάκι, σκαλίζεις τα ντουλάπια, ανάβεις το γκάζι, μπορώ ν’ ακούσω από ‘δω το μπρίκι να βροντάει στο μάρμαρο. «Γάλα έχεις;», φωνάζεις. Ανοίγεις το ψυγείο και κοιτάζεις μόνη σου. Ξαναγυρίζεις με δυο κούπες. Το δικό μου τσάι θα κρυώσει πάνω στο κομοδίνο και θα το χύσω αργότερα στο νεροχύτη. Ισορροπείς την δική σου κούπα στα γόνατα και ρουφάς με μικρές θορυβώδεις γουλιές. Τίποτα δεν σου ‘μαθα από τρόπους.

«Ήρθε ο ηλεκτρολόγος;», ρωτάς. «Ήρθε μάτια μου· μα όπως ήρθε τον έδιωξα και του ‘πα να μην γυρίσει». Σηκώνεις το κεφάλι. «Γιατί;», με ρωτάς έκπληκτη. «Γιατί ήθελε να χαλάσει τη φωλιά». Δεν καταλαβαίνεις τί σου λέω κι είναι λογικό. «Τη φωλιά, στον τοίχο, πάνω απ’ την εξώπορτα. Βραχυκύκλωσε λέει το κουτί της παροχής και δεν ανάβει το φως». Σωπαίνεις λίγο. «Ωραία, και ποιο είναι το πρόβλημα;», με ρωτάς ύστερα. Προσπαθείς να κρατήσεις την ψυχραιμία σου, κι αυτό το εκτιμώ. «Ήθελε να την χαλάσει και δεν τον άφησα. Και μου ‘πε ότι αν δεν τον αφήσω δουλειά δεν γίνεται. Και τον έστειλα κι εγώ στο καλό του». Με κοιτάς απηυδισμένη, με σμιχτά τα φρύδια, όλο επίκριση. Την χάνεις την ψυχραιμία σου. «Και τί θα γίνει τώρα, ρε μάνα; Για να μην χαλάσει η φωλιά θα σ’ έχω εγώ κάθε βράδυ έγνοια μην τσακιστείς στις σκάλες; Θα τον πάρω να έρθει αύριο». Αχ, πώς το ξέρω το αυστηρό σου. Εγώ δεν σε μεγάλωσα; «Τσάμπα θα τον στείλεις, εγώ θα τον διώξω πάλι». Με βλέπεις που πεισμώνω, μα πεισμώνεις κι εσύ. Είσαι έτοιμη να βάλεις καυγά. Σου πιάνω πάλι το χέρι. «Θα τον διώξω μάτια μου. Η φωλιά είναι ένα σπίτι. Δεν θέλω να ‘ρθουν τα χελιδόνια την άνοιξη και να βρεθούν ξεσπιτωμένα. Έχουν ξεκινήσει από την άλλη άκρη του κόσμου για να ‘ρθουν εδώ, το καταλαβαίνεις; Σε τούτο το σπίτι, σε τούτη τη φωλιά. Θα κλωσήσουν τ’ αυγά τους, και θα κάνουν χελιδονάκια, και το φθινόπωρο θα φύγουν πάλι μακριά. Και θα μου λείψουν όταν φύγουν. Και θα τα περιμένω ξανά την επόμενη άνοιξη. Αν είναι να δω την επόμενη άνοιξη. Πάντως η φωλιά δεν χαλιέται». Τί να μου πεις; «Αχ, μωρέ μάνα, με τα χελιδόνια σου», λέει το στόμα σου.  «Γεροπαράξενη», μου λένε τα μάτια σου. Και πώς να σου πω ότι έχεις άδικο;

Σωπαίνεις πάλι. Πιάνεις ένα περιοδικό απ’ το καλάθι, γυρνάς τις σελίδες, δεν διαβάζεις τίποτα. Ξεφυσάς. Τ’ αφήνεις πάλι πίσω. Με κοιτάς. Σε κοιτάω. Ξεφυσάς. «Λοιπόν, πρέπει να πάω τώρα, ναι;». Κουνάω το κεφάλι. «Θα περάσω την άλλη βδομάδα». Φυσικά. Δεν κακοκαρδίζω. Σηκώνεσαι, μαζεύεις την τσάντα σου, την περνάς στον ώμο σου, στρέφεις το κορμί σου προς την πόρτα. Μετά σαν να θυμάσαι κάτι γυρνάς πίσω και με φιλάς στο μάγουλο. «Ώρα σου καλή», σου λέω. «Να προσέχεις», μου λες. Μα πότε αλλάξαμε ρόλους; Μετά φεύγεις. Θα κοιμηθώ λίγο το μεσημέρι και το απόγευμα ίσως ανοίξω την τηλεόραση.