Το φθινόπωρο του 1845 η σοδειά της πατάτας στην Ιρλανδία καταστράφηκε μερικώς από τον περονόσπορο, δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα επισιτισμού του πληθυσμού. Η πατάτα αποτελούσε τότε την βασική πηγή διατροφής για τα εννιά δέκατα των Ιρλανδών (και την μοναδική πηγή διατροφής για το εν τρίτο του πληθυσμού) και η καταστροφή της σοδειάς είχε τρομακτικά αποτελέσματα σε επίπεδο διαβίωσης. Παρόλ’ αυτά η εναπομείνασα σοδειά το 1845 επαρκούσε για να βγει ο χειμώνας. Όταν όμως έφτασε η ώρα της σποράς για την επόμενη χρονιά, ο περονόσπορος έπεσε σε όλα τα χωράφια με αποτέλεσμα η αυτή σοδειά να καταστραφεί ολοσχερώς φέρνοντας τους Ιρλανδούς σε απόγνωση. Κι ενώ το 1845 η βρετανική κυβέρνηση επενέβη με προνοιακή βοήθεια και έλεγχο των τιμών στις αγορές, το 1846 η οικονομική φιλοσοφία είχε αλλάξει. Στις προσταγές του laissez faire οι αγορές αφέθηκαν να αυτορυθμιστούν και καμιά προνοιακή βοήθεια δεν δόθηκε, με αποτέλεσμα στον λιμό να προστεθεί και ο λοιμός και βοηθούντως του υπερβολικά κρύου χειμώνα η ανθρωπιστική καταστροφή να βγει εκτός ελέγχου. Υπό το κράτος του πανικού και της πίεσης, οι βρετανικές αρχές πέρασαν νέα νομοθεσία που επέτρεπε στους Ιρλανδούς να εφαρμόσουν δική τους φορολογική πολιτική ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Δόθηκαν επίσης εκατό χιλιάδες δολάρια σε μορφή επιδόματος ώστε να βοηθηθούν περιοχές που δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσουν έσοδα ούτε μέσω της φορολογίας. Τα περισσότερα χρήματα εξαφανίστηκαν σε διοικητικό επίπεδο, και ό,τι απέμεινε διαμοιράστηκε στους πεινασμένους με αντάλλαγμα «μη επικερδή εργασία». Ο όρος «μη επικερδής» προέκυπτε απ’ τις διατάξεις του νόμου που όριζαν ότι οι Ιρλανδοί δεν μπορούσαν να χτίσουν σιδηροδρόμους, ώστε να μην υπάρξει μεροληψία απέναντι στους Άγγλους εργάτες των σιδηροδρόμων και δεν μπορούσαν να δουλέψουν σε αγροτικές εργασίες ώστε να μην πλεονεκτίσει ο Ιρλανδός αγρότης έναντι του Άγγλου. Τα χρήματα μπορούσαν μόνο να διατεθούν για το χτίσιμο δρόμων που κανείς ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσε, δρόμοι που ξεκινούσαν οπουδήποτε και τελείωναν στο πουθενά, ή γέφυρες που υψώνονταν σε μέρη όπου δεν υπήρχαν ποτάμια. Οι δρόμοι αυτοί υπάρχουν ακόμα, σαν σιωπηλά φαντάσματα, ενθύμια του λιμού και της αποικιοκρατίας. Από τα οκτώ εκατομμύρια των Ιρλανδών, πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι χάθηκαν στο διάστημα από το 1845 έως το 1852 και ένα εκατομμύριο έφυγαν μετανάστες, κυρίως στις ΗΠΑ.
Πως η επιστήμη της Χαρτογραφίας είναι Περιορισμένη
Eavan Boland
Μετάφραση απ’ τ’ Αγγλικά: Εβίτα Λύκου
–και όχι μόνο από το γεγονός ότι αυτή η σκιαγράφηση του
δάσους δεν μπορεί να δείξει την ευωδιά απ’ το βαλσαμόδεντρο,
τη σκοτεινιά του κυπαρισσιού
αυτό θέλω ν’ αποδείξω.
Όταν εσύ κι εγώ πρωτοείμασταν ερωτευμένοι, οδηγήσαμε
στη μεθόριο του Κόνακτ
και μπήκαμε σ’ ένα δάσος εκεί.
Κοίταξε κάτω μου είπες: αυτός ήταν κάποτε ένας δρόμος του λιμού.
Κοίταξα κάτω τον κισσό και το γρασίδι
που μέσα τους η πλανισμένη πέτρα
είχε εξαφανιστεί καθώς μου έλεγες
πως τον δεύτερο χειμώνα της δοκιμασίας τους, το
1847, όταν η σοδειά καταστράφηκε για δεύτερη φορά,
οι Προνοιακές Επιτροπές ανέθεσαν στους
λιμοκτονούντες Ιρλανδούς να χτίσουν τέτοιους δρόμους.
Εκεί που πέθαιναν, εκεί τελείωνε ο δρόμος
κι εκεί τελειώνει ακόμα και όταν κάθομαι και σχεδιάζω
τον χάρτη αυτού του νησιού, δεν είναι ποτέ
για να πω εδώ είναι η επιδέξια, η εύστοχη διερμήνευση
του σφαιρικού ως επίπεδου, ή
ένας επινοητικός σχεδιασμός που καταφέρνει την καμπύλη
να γίνει ευθεία,
αλλά για να πω στον εαυτό μου ξανά πως
η αράδα αυτή που γράφει δασοτόπι και κραυγάζει πείνα
και εξαντλείται ανάμεσα στο ευωδιαστό πεύκο και στο κυπαρίσσι
και δεν βρίσκει ορίζοντα
δεν θα είναι εκεί.