Category: Facebook


Ήταν ένα γλυκό βράδυ, το τελευταίο ενός δύσκολου Απρίλη. Ο Πάνος, ο Χρήστος κι εγώ απολαμβάναμε την πραότητα της νυχτιάς, την χωρίς αναστολές ηρεμία που προηγείται της αργίας, αυτή τη θεσπέσια ραστώνη που σε καθηλώνει σε μια μουδιασμένη, αλλά ευχάριστη απραξία. Περπατήσαμε μέσα στον κόσμο, στην Μαρίνα του Φλοίσβου, και ύστερα, κουρασμένοι από τα φώτα και την βαβούρα που φτιάχνει ο άνθρωπος, εξαντλημένοι απ’ τη ζέστη τόσων σωμάτων παράλληλα στα δικά μας, στρίψαμε στο πάρκο και ξανασάναμε σ’ ένα ξύλινο κιόσκι, σε μια σκοτεινή γωνιά. Μια βουερή ησυχία μας κάλυπτε, ο ήχος της πόλης που ανάσαινε κάπου μακριά. Δεν μιλούσαμε πολύ. Μόνο όταν πεινάσαμε αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε τις επιλογές μας, που την ώρα εκείνη ήταν ιδιαιτέρως περιορισμένες έτσι κι αλλιώς. Να ήταν σουβλάκι; Να ήταν κρέπα; Εγώ μια σαλάτα ήθελα η κακομοίρα.

Και τότε το ακούσαμε. Μια κραυγή αγωνίας μέσα στη νύχτα, ένας λυγμός που έσπαγε απ’ τον πόνο και την απελπισία, η ίδια η φωνή της οδύνης. Ο Χρήστος νόμισε ότι έλεγε «Χάρρυ». Ο Πάνος κι εγώ νομίσαμε ότι λέει «Άρη». Κάναμε όλοι λάθος. Ο συντετριμμένος άνθρωπος πλησίασε το κιόσκι μας. Ο πόνος ήταν τυπωμένος στις γραμμές του μετώπου του. Ιδρώτας έσταζε στο γαλάζιο πουκάμισό του, σκοτεινιάζοντας τις λευκές ρίγες: «Παιδιά, έχετε δει τον Λάρυ;», μας είπε με τα μάτια βουρκωμένα. Τον κοιτάξαμε με κενό βλέμμα. Ποιος διάολος ήταν ο Λάρυ; «Ένα καφέ λαμπραντόρ, μικρό, ενός χρόνου, το έχασε η κοπέλα μου». Κάθε λέξη που ξεστόμιζε φαινόταν να του καρφώνει ένα μαχαίρι στην καρδιά. Δεν είχαμε δει τίποτα. Όχι τον Λάρυ τουλάχιστον. Μια αγέλη αδέσποτων σκύλων που συναντήσαμε νωρίτερα να κάνει ασχήμιες φαινόταν πολύ κακοαναθρεμμένη για να έχει συμπεριλάβει τον Λάρυ στην παρέα της. «Παιδιά, αν τον δείτε κρατήστε τον, είναι πολύ ήρεμος, έχει καφέ λουρί. Τον ψάχνω, αν τον δείτε κρατήστε τον», μας ικέτεψε. Απαντήσαμε πως φυσικά θα το κάνουμε, και δευτερόλεπτα πριν ο τραγικός ιδιοκτήτης του Λάρυ χαθεί πίσω απ’ τους θάμνους ο Πάνος του φώναξε: «Δεν μας αφήνετε ένα τηλέφωνο να σας πάρουμε άμα τον δούμε;». Ο απεγνωσμένος κύριος φώναξε τον αριθμό κι έφυγε τρέχοντας.

Ύστερα απ’ αυτό η διάθεση έπεσε. Πώς να συλλάβει ο νους του ανθρώπου τη δυστυχία του να χάνεις τον σκύλο σου; Την απόγνωση; Την τραγικότητα της στιγμής; Μείναμε πίσω να το κουβεντιάζουμε. Κανένα απ’ τα τρία σκυλιά που εμφανίστηκαν σύντομα μετά το περιστατικό δεν ήταν ο Λάρυ. Κυνηγούσαν μια γάτα που έτρεξε σαν αστραπή και σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο, και έμεινε εκεί φτύνοντας με ειρωνεία τους διώκτες της. Τα σκυλιά την αγνόησαν και καταπιάστηκαν με το να μυρίζουν το ένα τον πισινό του αλλουνού. Ύστερα επιχείρησαν να αλληλοκαβαληθούν, χωρίς μεγάλη επιτυχία, καθότι και τα τρία αρσενικά. Η ώρα περνούσε. Σκεπτόμουν τον Λάρυ διαρκώς και μαύριζε η ψυχή μου. «Θεέ μου, ελπίζω να τον έχει βρει», ευχήθηκα. Κι έπειτα ήρθε η ώρα να φύγουμε. Σηκωθήκαμε και κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο του πάρκου. Λίγο πριν την πύλη ξανασυναντήσαμε τ’ αφεντικό του Λάρυ. Ακόμα πιο ιδρωμένος, ακόμα πιο απελπισμένος, καταβεβλημένος από την μάταιη αναζήτησή του. «Ακόμα τίποτα;», τον ρώτησα. «Τίποτα δυστυχώς», μου απάντησε με το κεφάλι κατεβασμένο για να μην αναλυθεί σε λυγμούς.

Ο Λάρυ παρέμενε χαμένος. Ε, λοιπόν, not on my watch! Κοίταξα τους συνπεριπατητές μου: «Δεν θα ήταν ωραία αν βρίσκαμε τον Λάρυ;», τους είπα. Δεν φάνηκαν να ενθουσιάζονται φοβερά με την ιδέα. Λίγη σημασία είχε. «Ας πάμε να βγούμε από την πάνω έξοδο», πρότεινα. Έπρεπε οπωσδήποτε να παρατείνω την παραμονή μας στο πάρκο, κόντρα στην άρνηση των συντρόφων μου. Άρχισα να περπατάω προς τα πάνω σφυρίζοντας ένα στιβαρό σκυλίσιο κάλεσμα και κάνοντας εκείνον τον ήχο με τα χείλια, που μοιάζει με «μουτς», αλλά αποτελεί ακαταμάχητη πρόσκληση για τα τετράποδα. «Σταμάτα ν’ ασχολείσαι, ο Λάρυ είναι κάπου και γνωρίζει τον έρωτα», μου είπε κάποιος απ’ τους δυο, δεν θυμάμαι καν ποιος, δεν έδωσα σημασία, δεν είχε σημασία. Ήξερα ότι μπορώ να βρω τον Λάρυ, ότι αυτό το σκυλί δεν έπρεπε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σ’ έναν αφιλόξενο δρόμο. Συνέχισα ν’ ανεβαίνω μέχρι τις γραμμές του τραμ. Βγήκα ένα λεπτάκι μέχρι το δρόμο. Ούτε ίχνος. Πτοημένη γύρισα πίσω. Ο Πάνος με συνάντησε στα μισά του δρόμου: «Ξέρω ότι πονάς για τον Λάρυ. Αλλά you must let go. Δεν μπορείς να τον βρεις. Κανείς δεν μπορεί πια».

Όχι. Δεν ήταν δυνατόν να πιστέψω σε μια τέτοια θλιβερή πραγματικότητα. Συνέχισα να κοιτάζω μέσα στους θάμνους και τα καχεκτικά δεντράκια. Ήξερα ότι ο Λάρυ είναι κάπου εκεί, τρομαγμένος, μόνος, λυπημένος. Έπρεπε να τον βρω. Συνεχίσαμε να κατεβαίνουμε το σκοτεινό μονοπάτι. Σε κάθε βήμα οι ελπίδες λιγόστευαν. Μα η επιμονή μου μεγάλωνε. Και κάπου εκεί, στο τέλος του δρόμου, σαν σε θέατρο σκιών, βλέπουμε από μακριά κάποιες μορφές να σαλεύουν. Τρία σώματα να στήνουν έναν γήινο χορό και να περιπλέκονται με την ηδυπάθεια που απαιτεί μια ανοιξιάτικη νύχτα. Ίσως… ίσως ακόμα υπήρχε μια ελπίδα. Μια μοναδική, αλλά πολύτιμη και σπάνιο δώρο που έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε με σοφία. Πλησιάσαμε προσεκτικά. Και ναι, εκείνος ο μισοκαβαλημένος σκύλος, με τη μύτη του στον πισινό ενός τρίτου, και τη γλώσσα έξω, ήταν λαμπραντόρ, και φορούσε καφέ λουρί. Ήξερα ότι έχουμε βρει τον Λάρυ μας. Ο Πάνος τηλεφώνησε στον ιδιοκτήτη. Εγώ προσπάθησα να τον πιάσω. Μάταια. Ο Λάρυ δεν με ήξερε. Δεν θα καθόταν να τον φυλακίσω μια νύχτα που εξασκούσε όλα του τα βασικά ένστικτα. Τον ακολουθήσαμε.

Ο Πάνος έδινε οδηγίες στον ιδιοκτήτη για να μας βρει, ο Χρήστος κι εγώ προσπαθούσαμε να κυκλώσουμε τον Λάρυ για να μην ξεφύγει πολύ μακριά. Ομολογουμένως την περισσότερη ώρα απλά τον κυνηγούσαμε. Το σκατόσκυλο μας γύρισε σ’ όλο το Φλοίσβο. Όταν φτάσαμε στους κυματοθραύστες μας πρόλαβε το αφεντικό. «Λάρυ!», ανάκραξε με αγαλλίαση. «Λάρυ, εσύ είσαι! Εσύ!». Ο Λάρυ έτρεξε στο αφεντικό του. ο στόχος μου είχε εκπληρωθεί. «Σας ευχαριστώ παιδιά, σας ευχαριστώ πολύ», επαναλάμβανε ο άνθρωπος εξαντλημένος από την τόση ξαφνική ευτυχία. Διακριτικά στρίμωξα την κόκκινη μπέρτα μου κάτω απ’ το παντελόνι. Δεν υπήρχε λόγος να διεκδικήσω τιμές. Η δόξα δεν με απασχολεί. Με ενδιαφέρει μόνο που η αποστολή εξετελέσθη. Που ο Λάρυ και ο ιδιοκτήτης του βρέθηκαν πάλι μαζί. Μέχρι να τον ξαναχάσει τουλάχιστον.

Αυτή είναι η ιστορία εκείνης της τελευταίας νύχτας του Απριλίου. Σας την διηγήθηκα όπως συνέβη, γιατί ένα τέτοιο σπάνιο ανδραγάθημα δεν πρέπει να ξεχαστεί στο χρόνο. Γιατί ο ηρωισμός μου πρέπει να συνεχίσει να εμπνέει γενιές και γενιές μετά από μένα. Και να σώζει σκύλους ξημερώματα Πρωτομαγιάς whenever possible.

by Evita Lykou on Tuesday, 1 May 2012 at 10:32

Θα ομολογήσω ότι το είχα παρεξηγημένο. Ενδεχομένως η πηγή της παρεξήγησης είναι ένα θλιβερό βράδυ προ πενταετίας όταν επιστρέφουσα στο σπίτι ύστερα από ένα μάλλον αποτυχημένο ραντεβού εξανάγκασα τον εαυτό μου να φάει ένα ολόκληρο αβοκάντο σκέτο, ή σε κάποια αυτοσχέδια σαλάτα της μαύρης συμφοράς, δεν θυμάμαι, μέχρι που αηδίασα τόσο ώστε απέφυγα να έρθω ξανά σε –γευστική– επαφή μαζί του καθώς ο διάβολος αποφεύγει το εύοσμο λιβάνι. Κατά πάσα πιθανότητα θα είχα διατηρήσει το διακηρυγμένο εμπάργκο μου, αν δεν είχε μεσολαβήσει μια επίσκεψη με την Κέλλυ και τον Γιώργο στην Κανέλα στο Γκάζι την τελευταία εβδομάδα της διαμονής μου στην Αθήνα. Εφόσον είχα καταφθάσει στον τόπο του ραντεβού πολύ καθυστερημένη θεώρησα ότι δεν δικαιούμουν ν’ ασκήσω βέτο στην επιλογή σαλάτας που είχαν ήδη κάνει τα παιδιά, κι έτσι αποφάσισα να υπομείνω καρτερικά το παρασκεύασμα που αναγραφόταν στον κατάλογο ως «σαλάτα βραστό κολοκύθι και αβοκάντο με γραβιέρα».

Συνέχεια

Το τέλος κάθε χρονιάς και η έναρξη της νέας εμπεριέχει κάποια στοιχεία ρουτίνας, από μια ηλικία κι έπειτα. Καταρχάς ένα εορταστικό τελετουργικό που μεταφέρεται από χρόνο σε χρόνο, εμπλουτίζεται ίσως, όμως κατά βάση δεν αλλάζει. Οι φίλοι που θα δούμε, οι συγγενείς, εορταστικά τραπέζια, γκρίνια για τα παιδιά που χτυπούν το κουδούνι στις επτά το πρωί για να πουν τα κάλαντα –αν κι αυτά λιγόστεψαν πια κι όλο λιγοστεύουν ακόμα. Και μετά φτάνουμε στις ατομικές συνήθειες του καθενός. Στις διεκπεραιωτικές εργασίες που πρέπει να γίνουν για να θεωρήσουμε ότι ο παλιός χρόνος έληξε και μπαίνουμε στον νέο χωρίς χρωστούμενα. Ο καθένας «κλείνει τα βιβλία του» στο τέλος κάθε χρόνου, πληρώνει σε ψυχικό κόστος μια περαίωση για να πιστέψει ότι ξεκινά καινούριος μαζί με το καινούριο έτος. Ορισμένοι άνθρωποι είναι πράγματι τυχεροί και τους ζητείται να πληρώσουν ελάχιστα∙ άλλοι για να ξεχρεώσουν ζητάνε και παίρνουν ψυχικό δάνειο που θα πρέπει να εξοφλήσουν καταβάλλοντας βαρύ τίμημα με όλο και υψηλότερα επιτόκια όσο περνάει ο καιρός.

Συνέχεια

Ο καιρός χάλασε απότομα. Ύστερα από ένα καλοκαίρι απρόσμενα γλυκό, το Βρετανικό φθινόπωρο κατεύθασε ωσάν ψυχρολουσία –κυριολεκτικά, καθώς μέσα στο τελευταίο πενθήμερο έχει κατεβάσει τόνους νερού, λες και παλεύει ο ουρανός να ισοφαρίσει τάχιστα τις ηλιόλουστες καλοκαιρινές μέρες. Η αρχή του Σεπτέμβρη με βρήκε για μια ακόμη φορά σε ένα νέο σπίτι, μια νέα κατάσταση. Μια εδουαρδιανή κατοικία –ψηλοτάβανη, με χοντρούς τοίχους και άθλια υδραυλικά– μοιρασμένη σε τέσσερις κρεβατοκάμαρες με κοινόχρηστους τους υπόλοιπους χώρους.

Το σπίτι είναι στα μάτια μου πανέμορφο παρά την προφανή φθορά που κομίζει μαζί με τα εκατόν τόσα χρόνια του. Είναι ίσως που τα σαράβαλα ασκούν πάνω μου μια παράξενη γοητεία∙ με ελκύουν οι πληγές που κουβαλάνε∙ μου θυμίζουν κάτι απ’ τον εαυτό μου κι αυτό που έχω επιλέξει να θεωρώ προσωπική μου ιστορία. Κάθε ξέφτισμα του τοίχου, κάθε λεκέ του χαλιού, κάθε σημάδι στα έπιπλα το βλέμμα μου το αγκαλιάζει με αγάπη. Είναι η κάθε ουλή του σπιτιού απόδειξη για το χρόνο που εναποτέθηκε πάνω του –δεν πέρασε ο χρόνος, «έκατσε» στις σκονισμένες γωνιές και περιμένει παρέα με τη σκόνη κι εκείνη την αράχνη που πλέκει ιστούς ανάμεσα στο ταβάνι και το κουρτινόξυλο. Ένας σιωπηλός εισβολέας ο χρόνος∙ ξέρει πως δεν υπάρχει καμιά μορφή αντίστασης που να μπορεί να τον νικήσει, κι έτσι, με το σαρδόνιο χαμόγελο του κατακτητή, παίρνει αυτό που είναι δικαιωματικά δικό του και το κατασπαράζει.

Συνέχεια

Κανείς δεν γυρνά να κοιτάξει πίσω του, όταν περπατά στην οδό Μενάνδρου τη νύχτα. Ειδικά αυτή τη νύχτα. Ο αέρας σφυρίζει περνώντας βίαια μέσα από τα σπασμένα παράθυρα των πολυκατοικιών. Το χλωμό φως που διαχέεται ασθματικά από τις βρώμικες λάμπες του δήμου, δεν είναι ικανό να ξεδιαλύνει τις σκιές που παιζογελούν στους τοίχους. Κοκαλιάρες γάτες ανασκαλεύουν τα σκουπίδια στους ξέχειλους κάδους και η μυρωδιά σαπίλας που αναβλύζει γίνεται ένα με την αποσύνθεση που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα. Παρακμιακό πορνό προβάλει ο συνοικιακός κινηματογράφος. Μόλις η προβολή τελειώνει ύποπτες φάτσες ξεχύνονται σωρηδόν απ’ το κακοσυντηρημένο κτήριο και χάνονται βιαστικά στα σκοτεινά σοκάκια.

Όσοι όμως περπατούν στην οδό Μενάνδρου, δεν τολμούν να στρέψουν το κεφάλι πάνω απ’ τον ώμο τους. Βαδίζουν γρήγορα μέχρι που απομακρύνονται από την παγωμένη ερημιά αυτού του τόπου. Το κρύο τρυπάει τα κόκαλα και ο φόβος την καρδιά, ακόμα και οι παλικαράδες αποφεύγουν να βρεθούν εδώ μόλις δύσει ο ήλιος. Τα στοιχειά του δρόμου μοιάζουν απτά μόλις πέσει η νύχτα. Από μακριά ακούγονται θυμωμένες φωνές, ο άνεμος, ταχυδρόμος, φέρνει ακόμα και λόγια που ειπώθηκαν πολύ καιρό πριν ή πολύ μακριά από δω. Τα περισσότερα σπίτια είναι ερειπωμένα κι άδεια. Σπάνια, γίνονται στέκια περιθωριακών ή κακοποιών στοιχείων, όμως σύντομα όλοι φεύγουν, γιατί το να μείνεις, να αγωνιστείς και να αλλάξεις την ιστορία μοιάζει πολύ δύσκολη απόφαση.

Συνέχεια

Το θέμα «Πολιτισμός και Διαδίκτυο» είναι εκτεταμένο και χαοτικό, κι όπως έδειξε η μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας με διαστάσεις τόσο αποκλίνουσες μεταξύ τους, ώστε θα ήταν αδύνατο να συγκεραστούν μέσα σε ένα και μόνο άρθρο. Αναγκαστικά λοιπόν, έπρεπε να επιλέξουμε την οπτική γωνία από την οποία θα σας παρουσιάσουμε την ενότητα «Πολιτισμός και Διαδίκτυο» σήμερα. Η ευρύτητα των απόψεων και των διαστάσεων του θέματος μάς έδωσε μια σχετική ελευθερία επιλογής σε σχέση με την παρουσίαση. Εφόσον τόσες πολλές σημαντικές όψεις του φαινομένου αναγκαστικά δεν μπορούν να περιληφθούν σε αυτήν, με άνεση μπορέσαμε να επιλέξουμε εκείνη που τελικά παρουσιάζουμε. Το τελικό αποτέλεσμα, είναι μια άποψη μοναχά του φαινομένου «Πολιτισμός και Διαδίκτυο», και η έρευνα πάνω στο θέμα, συνεχίζεται, παγκοσμίως, καθώς νέες σκοπιές ξεπροβάλλουν, με κάθε νέο μελετητή που βάζει το λιθαράκι του στην μεγάλη αυτή συζήτηση.

Συνέχεια

Μέσα Οκτωβρίου. Κατέβαιναν παρέα την Χαριλάου Τρικούπη. Νωρίς το πρωί. Φυσούσε ένας αέρας ξεκάθαρα φθινοπωρινός. Το είδος εκείνο που παίρνει μαζί του ό,τι υπόλειμμα καλοκαιριού έχει απομείνει στην ατμόσφαιρα. Μύριζε βροχή και περπατούσαν βιαστικά. Η κίνηση στους Αθηναϊκούς δρόμους είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται. Ταλαντευόμενοι πάνω στα κακοφτιαγμένα πεζοδρόμια κοιτούσαν πάντα κάτω. Όπως περπατάει κανείς όταν φοβάται∙ μην παραπατήσει, μήπως σκοντάψει, μην παραφερθεί. Και η πτώση να καιροφυλακτεί σε κάθε βήμα. Μπροστά εκείνος∙ εκείνη ακολουθώντας. Ο καιρός είχε αλλάξει απότομα. Στην Αθήνα ο Οκτώβρης μπορεί να είναι ακόμα καλοκαίρι∙ αλλά όχι εκείνη τη μέρα. Το φθινόπωρο τους είχε πιάσει στον ύπνο. «Ξέρεις, αυτός ο καιρός μου θυμίζει τόσο το Παρίσι», είπε εκείνος. Εκείνη έγνεψα μοναχά. Δεν είχε πάει ποτέ της στο Παρίσι και η πρόταση αυτή αντήχησε στ’ αυτιά της σαν ποίημα. Φορούσε ένα δικό του πουλόβερ, που της έπεφτε πολύ φαρδύ· το περισσευούμενο ύφασμα στριμωγμένο όπως-όπως μέσα στο τζιν παντελόνι της, το πανωφόρι της κουμπωμένο σε μια απέλπιδη προσπάθεια να κρύψει τα αστεία εξογκώματα. Δεν την ενοχλούσε το γελοίον του πράγματος. Βάδιζε τυλιγμένη στη μυρωδιά του. Περπατούσαν μαζί, όμως εκείνη πορευόταν σε έναν δικό της κόσμο, όπου τα πάντα ορίζονταν από τις αισθήσεις και η εξωτερική πραγματικότητα σχεδόν δεν την άγγιζε. Ονειροβατούσε∙ όχι με όρους εφηβικούς μα σαν γυναίκα αρχέτυπο. Σαν όλες οι γυναίκες από την Λίλιθ μέχρι σήμερα· παγιδευμένη σ’ ένα βαραθρώδες «θέλω» όπου η επιθυμία αποκτά σάρκα και οστά και λειτουργεί ως πολύ αποφασιστικός ρυθμιστής των πραγμάτων.

Συνέχεια

Προσοχή: το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα άρθρο αυστηρώς γνώμης και μόνο ως τέτοιο πρέπει να διαβαστεί.

«Ο Λαός της Νέας Δημοκρατίας είναι σοκαρισμένος απ’ το αποτέλεσμα»· πρόκειται για τα λόγια μέλους της απερχόμενης κυβέρνησης το βράδυ της 4ης Οκτωβρίου 2009. Στο πνεύμα αυτό οι δηλώσεις των Νεοδημοκρατών προσκεκλημένων σε πάνελ και παράθυρα καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας κατέληγαν στο ότι «πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να παρηγορήσουμε τους ανθρώπους μας». Για μένα η –πολιτική– αυτή στάση είναι που συνοψίζει το παθητικό της κρατούσας Δεξιάς παράταξης. Το ότι φαίνεται δηλαδή για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας πως υπάρχει στη χώρα ο «λαός» τους, κι όλος ο υπόλοιπος λαός, με αποτέλεσμα το ύφος, το ήθος και εμπράκτως η τοποθέτηση της Δεξιάς να κινούνται μεθοριακά της πόλωσης και γνώριμων μετεμφυλιακών κλισέ –εν έτει 2009.

Συνέχεια

Θερινό Ηλιοστάσιο

Μίλαγες για πράγματα που δεν τα ‘βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.

Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω στα νερά•
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο–
άφησε κι ας γελούν.
και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ’ αφανισμένο τούτο παρόν–
άφησε τους.

Ο θαλασσινός άνεμος και η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.

Γιώργος Σεφέρης, Τρία Κρυφά Ποιήματα

Η ιστορία μας αυτή είναι για μια πόλη, μια πόλη που βρισκόταν κάποτε πολύ μακριά από ‘δω. Μια πόλη τόσο μεγάλη, πολύβουη και γκρίζα, που οι κάτοικοί της έμοιαζαν μικροί και ασήμαντοι, ανίκανοι να δουν και ν’ ακούσουν πέρα από τον διπλανό τους, πελιδνοί και γκρίζοι κι οι ίδιοι. Τα τεράστια κτίρια που έξυναν τον ουρανό της, ήταν όλα πανομοιότυπα, τετράγωνα, με πολύ-πολύ μικρά παράθυρα και καθόλου μπαλκόνια, και στέγαζαν γραφεία εταιρειών ή άχαρα διαμερίσματα. Οι δρόμοι ήταν επιμελώς ασφαλτοστρωμένοι και στα πεζοδρόμια υπήρχαν τακτικά βαλμένες τετράγωνες πλάκες. Από τις ταράτσες των κτιρίων ξεπετάγονταν άναρχα κεραίες τηλεόρασης και ηλιακοί θερμοσίφωνες, ενώ οι διαφημιστικές γιγαντοαφίσες που έβλεπες όπου κι αν έστρεφες το μάτι σου, φάνταζαν, παραδόξως, εξίσου γκρίζες με το υπόλοιπο τοπίο. Τίποτα σχεδόν δεν υπήρχε σ’ αυτό τον τόπο που να δηλώνει την αλλαγή των εποχών. Ούτε ένα μικρό δεντράκι που τα φύλλα του να κιτρινίζουν, να πέφτουν και να ανθίζει ξανά, ούτε καν μια κατσιασμένη γλάστρα σε κάποιο περβάζι παραθύρου. Τα μόνα αληθινά χρώματα που μπορούσε να δει κανείς σ’ αυτή την πόλη, ήταν καμιά φορά το χειμώνα, όταν έβρεχε, οι ιριδισμοί από χυμένα λάδια αυτοκινήτου στην άσφαλτο.

Συνέχεια

Δυο χρόνια σχεδόν πριν, μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007, και στο πλαίσιο των εργασιών του Κέντρου Κλασσικού Δράματος και Θεάματος του Παντείου, μας ανατέθηκε να διαβάσουμε το έργο του Ελβετού συγγραφέα Μαξ Φρις, «Ο Μπίντερμαν και οι Εμπρηστές» (Biedermann und die Brandstifter). Η μαύρη αυτή κωμωδία του Φρις παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1953 στο ραδιόφωνο, σαν αλληγορία αναφερόμενη στα απολυταρχικά καθεστώτα που στιγμάτισαν την Ευρώπη το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Πενήντα πέντε και βάλε χρόνια μετά, στην Ελλάδα του 2009 το έργο διαβάζεται σαν κυριολεξία. Μια συνηθισμένη, ανθρώπινη πολιτεία –εν πολλοίς σαν την συνηθισμένη πολιτεία στην «Πανούκλα» του Καμύ– γίνεται βορά των εμπρηστών, που δρουν κάθε βράδυ καταστρέφοντας το ένα σπίτι μετά το άλλο, θέτοντας ολόκληρες γειτονιές στις φλόγες. Ο Μπίντερμαν, ο ήρωας του έργου, διαβάζει την εφημερίδα, ακούει το ραδιόφωνο, παρακολουθεί τις εξελίξεις, βλέπει την υστερία που σιγά σιγά καταλαμβάνει ολόκληρη την πόλη. Όμως δεν πιστεύει σε καμιά περίπτωση πως το δικό του σπίτι κινδυνεύει. Πως η φωτιά μπορεί να χτυπήσει την δική του την πόρτα. Όταν ένας ξένος εμφανίζεται στο σπίτι του και με απειλητική γοητεία πετυχαίνει να φιλοξενηθεί στη σοφίτα του Μπίντερμαν, εκείνος συνεχίζει ν’ αρνείται την πιθανότητα να είναι μελλοντικό θύμα των εμπρηστών. Όταν ο ξένος αρχίζει να στοιβάζει μπιτόνια με πετρέλαιο στη σοφίτα, ο Μπίντερμαν αρνείται να καταλάβει. Όταν ένας δεύτερος ξένος φθάνει κι αρχίζει να ζώνει το σπίτι με φιτίλι, ο Μπίντερμαν αρνείται να δεχθεί την πραγματικότητα. Όταν ο ξένος του ζητάει τα σπίρτα, ο Μπίντερμαν τα παραδίδει με τα ίδια του τα χέρια. Ο Μπίντερμαν καταλήγει στην κόλαση. Δεν μπόρεσε ποτέ να συλλάβει το πώς η συμφορά που χτύπησε τους γείτονές του κατάφερε να φτάσει και στο δικό του σπιτικό.