Category: Lapsus Linguae


Δεν πάει πολύ καιρός που αρχίσαμε να πιστεύουμε πως μπορούμε να κάνουμε πράξη την ελληνοτουρκική φιλία. Μετά από αιώνες συγκρούσεων, φαίνεται ότι οι λαοί των δυο χώρων είναι διατεθειμένοι να κάνουν ειρήνη, να υποστηρίξουν από κοινού τα συμφέροντα τους. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση δίνει η πολιτική ηγεσία, με υποσχέσεις συνεργασίας και αλληλοβοήθειας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως, ότι οι δύο μας χώρες, στις δυο άκρες του Αιγαίου, έχουν πολλά να χωρίσουν και μεγάλη ιστορία που τις συνδέει έτσι ώστε το διάβημα αυτό να γίνεται δύσκολο, ενίοτε και ουτοπικό. Ίσως όμως η δική μας εποχή, η εποχή της παγκοσμιοποίησης να είναι η καλύτερη  ευκαιρία για συζήτηση και συναίνεση.

Ο διάλογος για την ελληνοτουρκική φιλία δεν είναι καινούργια ανακάλυψη. Εμπνευστές της, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ισμέτ Ινονού το 1930 με το «Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας, Διαλλαγής και Διαιτησίας», ασφαλώς ωθούμενοι από τα ιστορικά γεγονότα και την διεθνή πίεση. Την εποχή εκείνη όμως, θα ήταν αφελές αν περίμενε κανείς να εδραιωθεί η φιλία των δυο λαών, ενόσω όλες οι πληγές από την μικρασιατική καταστροφή και την συνεχή τριβή μεταξύ των δυο χωρών μας, ήταν ανοιχτές και έχασκαν, υπενθυμίζοντας και στις δυο πλευρές μια πραγματικότητα πολύ επώδυνη. Επιπλέον το διεθνές κλίμα δεν ευνοούσε προσπάθειες προσέγγισης, οι κοινωνίες ήταν κλειστοφοβικές και αποκομμένες η μια από την άλλη, αδύνατο σε δυο προαιώνιους εχθρούς να αντιμετωπίσουν ψύχραιμα την συμβίωση τους στον ίδιο, ζωτικό, χώρο της Μεσογείου.

Συνέχεια

Ο ποιητής του γαλάζιου ψιθυρίζει τους ήχους της αγάπης.

Ν’ αφουγκράζεσαι. Και να καταλαβαίνεις. Ένα-ένα τα βήματα της αγάπης αυξάνουν τον παλμό όταν ακούς και νοιάζεσαι. Όταν ενδιαφέρεσαι ν’ αποστηθίσεις την σιωπή του άλλου. Να την κάνεις δική σου και να την νιώσεις σαν ένα κομμάτι της δικής σου διάνοιας. Ο ποιητής μιλά σιγαλά για την αγάπη. Για την αγάπη εκείνη που αναβλύζει μέσα από τις σιωπές, και κατακυριεύει τον άνθρωπο, γεμίζοντας τον ολόκληρο, τόσο που ποτέ ξανά αυτός να μην είναι ο ίδιος. Ο Οδυσσέας Ελύτης στο Μονόγραμμά του κάνει διάλογο με τους αιθέρες, κουβεντιάζει τα αέρινα συναισθήματα και τα υλοποιεί μέσα από την γραφή, καθιστώντας τα γήινα και αληθινά. Όχι πια μια ουτοπία και ένας άπιαστος ίσκιος, αλλά μια ανάγκη επιτακτική που φουσκώνει το στήθος και το σηκώνει ψηλά στον ουρανό, να συναντήσει στα ασύλληπτα ύψη την ψυχή του άλλου.

Συνέχεια


Ο άνθρωπος ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο

Ψάχνοντας αυτό που λαχταρά και επιστρέφει

Πίσω στην πατρίδα του για να το βρει

Το Ρέμα Κέριθ, Τζορτζ Μουρ

Η γοητευτική ιδέα της περιπλάνησης είναι ένα θέμα που δεν παύει να απασχολεί τους δημιουργούς και καλλιτέχνες όλων των εποχών. Άλλοι αφιερώνουν μεγάλο μέρος του καλλιτεχνικού τους έργου στην περιπλάνηση, όπως ο Ιούλιος Βερν, άλλοι δεν αναφέρονται ευθέως σε αυτήν αλλά το έργο τους είναι κατάσπαρτο από έμμεσες αναφορές. Ένα έργο ύμνος στην περιπλάνηση είναι και ο «Μικρός Πρίγκιπας» του Antoine de Saint-Exupéry. Μία ιστορία γραμμένη με τρυφερότητα και νοσταλγία, από έναν αληθινό ταξιδευτή, έναν εραστή της περιπέτειας. Ο «Μικρός Πρίγκιπας» φαίνεται ίσως σαν παιδικό βιβλίο αλλά οι αλήθειες που αποκαλύπτει, τόσο αβίαστα, είναι καθολικές και αιώνιες.

Συνέχεια

Ερωτισμός και αισθησιασμός είναι θέματα που πολύ έχουν απασχολήσει τους ανά τον κόσμο καλλιτέχνες από τις απαρχές κιόλας της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Από την ζωγραφική των σπηλαίων ήδη, οι παραστάσεις είναι τέτοιες που υποθέτουμε ότι το γυμνό σώμα και η ερωτική πράξη παίζουν ρόλο συμβολικό ή θρησκευτικό. Η τάση αυτή του ανθρώπου να ταυτίζει την θρησκεία και το θείο με τον έρωτα, μέσω της τέχνης, κρατά έως και την έλευση του χριστιανισμού οπότε το γυμνό και το ερωτικό ποινικοποιούνται και περιορίζονται χωρίς να πάψουν οι ανά τόπους και ιστορικές περιόδους εξάρσεις καλλιτεχνικών τάσεων που τα χρησιμοποιούν και τα εκθέτουν, όχι χωρίς λογοκρισία.

Σε ότι αφορά τη λογοτεχνία, υπάρχουν δυο τάσεις, το ερωτικό και η πορνογραφία, τα όρια ανάμεσα στις οποίες είναι πολύ συγκεχυμένα. Ο διαχωρισμός ανάμεσα τους είναι εντελώς υποκειμενικός και συχνά μπορεί να συγχέονται. Παρ’ όλ’ αυτά δύσκολα θα υποστηρίξει κανείς ότι οι σαδιστικές σκηνές που περιγράφει ο Μαρκήσιος Ντε Σάντ αποπνέουν και ερωτισμό πέρα από φρίκη. Ο ερωτισμός στην λογοτεχνία μπορεί να εκδηλωθεί με τρόπο μη κραυγαλέο, συχνά χωρίς περιγραφή της ερωτικής πράξης ή και με πλήρη απουσία αυτής.

Συνέχεια

Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ ένα παραμύθι. Κλείστε τα μάτια και ονειρευτείτε την γοργόνα που φυλάει το λιμάνι Langelinie της Κοπεγχάγης, μεταφερθείτε σε πράσινα εξοχικά μέρη, γευθείτε πλούσια ζεστή μπύρα και… πάμε! Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παραμυθάς, δεν έχει σημασία η φτωχική του καταγωγή ή η φιλόδοξη αναρρίχηση του στο κοινωνικό στερέωμα, σημασία έχει ότι από την πένα του βγήκαν πολυαγαπημένες παιδικές ιστορίες. Ακόμα κι αν οι σημερινοί νέοι δεν ακούσουν ποτέ το όνομα του, έχουν σίγουρα ταξιδέψει με τα παραμύθια του. Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έζησε βέβαια μια ζωή που εξελίχθηκε ως παραμύθι, από τις φτωχικές γειτονιές στα παλάτια ως ο μεγαλύτερος, αναγνωρισμένος εν ζωή, συγγραφέας της Δανίας. Έγραψε παραμύθια για κάθε ηλικία, παραμύθια στα οποία ο καθένας μπορεί να βρει ένα κομμάτι μαγείας.

Είναι σημαντικό το γεγονός ότι τα παραμύθια του Άντερσεν δεν μοιάζουν καθόλου με αυτό που η σύγχρονες πρακτικές του μάρκετινγκ έχουν ορίσει ως παιδική λογοτεχνία, εν μέρει γιατί δεν απευθύνονται μόνο σε μικρές ηλικίες. Το περίφημο happy-end σε ότι αφορά τον Άντερσεν προκύπτει κάποιες φορές και μόνο ως αναγκαστική εξέλιξη στην ροή του παραμυθιού–όχι βεβιασμένα όπως στις σύγχρονες παιδικές ιστορίες. Ένα παραμύθι του Άντερσεν μπορεί να αποκαλύπτει κοινωνικές ανισότητες, ανθρώπινες αδυναμίες, να διδάσκει και να ψυχαγωγεί. Ας κάνουμε λοιπόν μια βόλτα μέσα στον παραμυθένιο κόσμο του.

Συνέχεια

Ότι λάμπει δεν είναι χρυσός. Μπορεί όμως να είναι κάτι πολύ καλύτερο! Ο λόγος για τα πολύτιμα πετράδια, τα ορυκτά πετρώματα που με την κατάλληλη επεξεργασία μπορούν να φωτοβολούν σαν τον ήλιο και έχουν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου! Πέρα από τις διακοσμητικές τους ιδιότητες και την αναμφισβήτητη οικονομική τους αξία, η άνθρωποι από τα αρχαία κιόλας χρόνια αρέσκονται να αποδίδουν μαγικές ιδιότητες στους πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους.

Οι ειδικοί χωρίζουν τους λίθους σε πολύτιμους και ημιπολύτιμους. Υπάρχουν περίπου 1.500 ορυκτά στη γη αλλά μόνο 16 έχουν σπουδαιότητα σαν πολύτιμα πετράδια. Στις δοξασίες των ανθρώπων όμως και πετράδια ημιπολύτιμα αποκτούν τεράστια συμβολική σημασία και πολλές φορές θεωρούνται ακόμα πιο τρομερά καθώς οι μαγικές τους ιδιότητες είναι τόσο καταχθόνιες που μπορούν να προκαλέσουν τεράστιο κακό.

Συνέχεια

Νίκος Καββαδίας: Ο Ποιητής

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής

των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,

και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,

χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Λίγα πράγματα μπορεί να γράψει κανείς, που να μην είναι κλισέ, για τον Νίκο Καββαδία. Ο Καββαδίας είναι ένας ποιητής που βρίσκεται στα στόματα πολλών ανθρώπων, η ποίηση του έχει το ιδίωμα να στοιχειώνει μέσα στο μυαλό του αναγνώστη. Μόλις ανοίγεις το εξώφυλλο μιας συλλογής του Καββαδία αισθάνεσαι ένα μανιασμένο θαλασσινό αέρα να σε φυσά στο πρόσωπο, και η τρικυμία αρχίζει.

Τρεις ποιητικές συλλογές εξέδωσε ο Νίκος Καββαδίας, η τελευταία εκδόθηκε μετά το θάνατο του από εγκεφαλικό το 1975. Η δουλειά του λοιπόν είναι ήδη περιορισμένη σε σύγκριση με συγγραφείς πολυγραφότατους όπως για παράδειγμα ο Σεφέρης. Όμως μέσα σε αυτά τα μικρά βιβλιαράκια κρύβεται τόση πίκρα, τόση μοναξιά και τόση τρυφερότητα όσα είναι τα κύματα της θάλασσας που υμνεί ο ποιητής. Είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς τα ποιήματα του ως ελαφρό ανάγνωσμα, και εντελώς απίθανο να μη συγκινηθεί. Ανάμεσα στις τρεις συλλογές μεσολαβούν πολλά χρόνια και αυτό αποτυπώνεται στο τελικό αποτέλεσμα, καθώς η καθεμιά δίνει και διαφορετική αίσθηση, σαν να υποδεικνύει την ωρίμανση του ποιητή.

Συνέχεια

Σύμφωνα με το Ελληνικό Λεξικό των Τεγόπουλου-Φυτράκη, Μπαμπούλας είναι ένα φανταστικό δαιμονικό πρόσωπο με το οποίο φοβίζουν τα παιδιά. Αρχής γενομένης από την μυθολογία, όλοι οι λαοί δημιούργησαν φανταστικά πλάσματα που εμπνέουν το σεβασμό ή το φόβο, ενίοτε και τα δυο, και αντιμετωπίζονταν ως θεότητες παντοδύναμες, ή ως ακίνδυνα ταραχοποιά στοιχεία. Με την έλευση του χριστιανισμού και τον αφορισμό του παγανισμού, οι μύχιοι φόβοι των ανθρώπων μετατρέπονται σε βιβλικά δαιμόνια, περνούν στην παράδοση της κάθε χώρας, εμπλέκονται με την θρησκευτική ιστορία ή υποσκελίζονται από άλλους δαίμονες που φέρουν το στίγμα της αμαρτίας. Παύει ας πούμε η εμφάνιση ενός Τρολ στις σκανδιναβικές χώρες να προκαλεί τον τρόμο, γιατί πιο διαβολικά πονηρά πνεύματα το έχουν αντικαταστήσει όπως π.χ. ο Εφιάλτης[1], που δεν αρκούνται να προσφέρουν μια στιγμιαία τρομάρα αλλά απειλούν με τα αιώνια καζάνια της κόλασης.

Στην Ελλάδα, οι μυθολογικές Νηρηίδες, οι Νύμφες και οι Σάτυροι μετατράπηκαν σε νεράιδες, στοιχειά και ξωτικά που μέχρι και σήμερα τρομάζουν στην ελληνική επαρχία, χώρια τους τρομερούς καλικατζάρους, τα παγανά που είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τις χριστιανικές γιορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανίων. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τα φαντάσματα των αφορισμένων και των αμαρτωλών που στοιχειώνουν τα έρημα σπίτια και τους έρημους δρόμους και παίρνουν την λαλιά και το λογικό όσων τα συναντήσουν πάρωρα, συνειδητοποιούμε πόσο ευρύ είναι το φάσμα των τρομακτικών πλασμάτων στην ελληνική παράδοση.

Συνέχεια

Μια πρωτοποριακή παράσταση στο θέατρο «Σημείο». Ο σκηνοθέτης της Προδοσίας του Χάρολντ Πίντερ μιλάει στο LL για τις προθέσεις, τους στόχους και τις δυσκολίες μιας τέτοιας παράστασης. Το έργο του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2005, Χάρολντ Πίντερ ενσαρκώνεται στο θέατρο «Σημείο» με τον πιο αυθεντικό τρόπο.

 

Lapsus Linguae: Το Θέατρο Σημείο ανέβαζε Χάρολντ Πίντερ πριν ακόμα ο συγγραφέας βραβευθεί με νόμπελ. Έχετε ανεβάσει έργα του Πίντερ στο παρελθόν; Τι είναι αυτό που σας γοητεύει τελικά στον συγκεκριμένο συγγραφέα;

Νίκος Διαμαντής: Στο «Σημείο» έχουμε ανεβάσει Πίντερ άλλες δυο φορές, πλην της Προδοσίας. Το 1992 ανεβάσαμε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το Mountain Language (Βουνίσια Γλώσσα) ένα από τα δυο αμιγώς πολιτικά κείμενα του Πίντερ. Το 1999 παρουσιάσαμε δυο μικρά κομμάτια του, τη Σιωπή και το Τοπίο γραμμένα στο τέλος της δεκαετίας του 1960. Πρόκειται για δυο ελαφρώς μπεκετίζοντα κομμάτια, υπό τον κοινό τίτλο Εξομολογήσεις. Ουσιαστικά είναι η τρίτη φορά που ασχολούμαστε με τον Πίντερ, και με διαφορετική θεματική θα έλεγα κάθε φορά. Η πρώτη φορά, με τη Βουνίσια Γλώσσα, είναι αμιγώς πολιτική, σκληρά πολιτική. Το έργο έχει να κάνει με το πρόβλημα των κούρδων, για το οποίο η στάση του είναι πολύ σκληρή και ταπεινωτική απέναντι στην Τουρκία, και πολύ θαρραλέα με αποτέλεσμα να τον εκδιώξουν απ’ την χώρα. Τα δύο άλλα του κείμενα είναι έντονα επηρεασμένα από τον Μπέκετ, αλλά είναι αριστουργήματα, θεατρικά αριστουργήματα, είναι παραδείγματα πλασίματος θεατρικών προσώπων, και τα δύο. Η Προδοσία ανήκει σε ένα από τα κλασσικά του έργα, γραμμένη το 1978 και βραβευμένη με το Olivier και ανεβασμένη πάρα πολλές φορές από πολλούς ηθοποιούς.

Συνέχεια

Τον συνέστησαν ως βιβλιομανή και βιβλιοφάγο. Μόλις πέρασα την πόρτα του σπιτιού του, η φήμη επιβεβαιώθηκε ευθύς. Η γειτονιά του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, πολύ κοντά στις γραμμές του ηλεκτρικού, είναι ήσυχη –παρ’ όλο που η γαλήνη της διακόπτεται συχνά πυκνά από τους διερχόμενους συρμούς– και αναζωογονητικά πράσινη συγκρινόμενη με το κέντρο της Αθήνας. Ο ίδιος, εξαιρετικά πρόσχαρος, μου άνοιξε την πόρτα και με έβαλε μέσα στο βιβλιοβασίλειο του. Το πρώτο πράγμα στο οποίο έπεσε το μάτι μου ήταν ένα αντίτυπο του Φύλακα Στη Σίκαλη, ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, πάνω στο τραπεζάκι· γυρνώντας πίσω δεξιά μου μια ευμεγέθης βιβλιοθήκη άγγιζε το ταβάνι.

Η επιβλητικότητα της βιβλιοθήκης προκαλεί στους μη-μυημένους στον κόσμο του βιβλίου, με εκνευριστική συχνότητα, την ερώτηση «Τα έχετε διαβάσει όλα;». «Δυό φορές το καθένα, τους απαντάω», λέει ο γνωστός συγγραφέας και χαμογελάει σκανταλιάρικα. Η συνέντευξη άρχισε με μια συμβουλή για την τεχνική των συνεντεύξεων, πάνω στο ζήτημα της ποσότητας του υλικού που ηχογραφείται. Εξαιρετικά χρήσιμη αλλά ελάχιστα αποτελεσματική, καθώς η εσοδεία μου ήταν μιάμιση τουλάχιστον κασέτα, πολύ ενδιαφέροντος, αλλά χαοτικού υλικού, γιατί η συζήτηση με το Βαγγέλη Ραπτόπουλο έγινε σύντομα πολύ πιο σαγηνευτική απ’ όσο απαιτείται για το καλό μιας στημένης συνέντευξης, με αποτέλεσμα να χαθεί και το μέτρο και η αυστηρότητα στη δομή της.

Συνέχεια