Θα πρέπει να ομολογήσω ότι η σημερινή συνταγή βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο, ωστόσο πρέπει να την γράψω, γιατί σύντομα θα την ξεχάσω, και ύστερα θα είναι αργά και κρίμα. Δεν θα σας την δώσω ακριβώς όπως την έκανα –γιατί ξέρω ακριβώς πού έκανα λάθος και γιατί– και μολονότι είμαι απόλυτα βέβαιη ότι η εκδοχή που θα περιγράψω παρακάτω θα είναι απόλυτα πετυχημένη, οφείλω να προειδοποιήσω ότι δεν την έχω δοκιμάσει ακριβώς με αυτό τον τρόπο. Θα εξηγηθώ πιο μετά, ας κάνω τώρα μια μικρή εισαγωγή.
Η ανάγκη δημιουργίας αυτής της συνταγής προέκυψε από έναν ετήσιο μπελά, που ακόμα προσπαθώ να διαχειριστώ. Το Halloween. Κάθε χρόνο το σχέδιό μου για σκάλισμα κολοκύθας γίνεται όλο και πιο φιλόδοξο, και η κολοκύθα που αγοράζω όλο και πιο μεγάλη. Αυτό σημαίνει πως όλο και περισσότερη ποσότητα ψίχας κολοκύθας ξεμένει στην κατάψυξη. Την περσινή την μαγείρευα μέχρι πριν από δυο-τρεις βδομάδες, και εφέτος, που η φιλοδοξία μου ξέφυγε από κάθε μέτρο, σκάλισα όχι μια μεσαία, όχι μια μεγάλη, όχι δυο οκ, αλλά τρεις κολοκύθες, μια πελώρια και δυο κανονικού σχεδόν μεγέθους. Φαντάζεστε τί γίνεται με το κολοκυθοαπόθεμα. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι θα ακολουθήσουν κι άλλα κολοκυθοπειράματα, και να με συγχωρέσετε, αλλά σιχάθηκα να βλέπω πορτοκαλί σακουλάκια στην κατάψυξή μου· αυτός ο εφιάλτης πρέπει να τελειώνει άμεσα. Περιέργως, η κολοκύθα δεν είναι καθόλου το εύκολο και αθώο υλικό που δίνει την εντύπωση πως είναι. Είναι ένας μυστήριος δαίμονας που πιο συχνά σε οδηγεί σε αποτυχίες παρά σε μαγειρική δικαίωση. Τουλάχιστον αυτή είναι η δική μου εμπειρία, είστε ελεύθεροι να διαφωνήσετε, κι αν το κάνετε δώστε καμιά συμβουλή και σε μένα. Μέχρι τώρα το μόνο απ’ όσα είχα επιχειρήσει να κάνω, που είχε σοβαρή επιτυχία ήταν η κολοκυθόσουπα, της οποίας την συνταγή μπορώ να δώσω κάποια άλλη στιγμή, κι ένα πολύ ενδιαφέρον ψωμί κολοκύθας, που θέλει ακόμα δουλειά, αλλά σίγουρα θα το ξαναφτιάξω. Όσες γλυκές πίτες προσπάθησα να κατασκευάσω ήταν μια παταγώδης αποτυχία (ή απλά εμένα δεν μ’ αρέσουν, οι άλλοι δοκιμαστές θετικά σχόλια έκαναν, αλλά σάμπως θα μου έλεγαν μέσα στη μούρη μου ότι ήταν κάτι το αποτρόπαιο;).
Όπως και να ‘χει, εφέτος αποφάσισα ότι δεν θα αφήσω τον μηδενισμό της κολοκύθας να νικήσει, και θα βρω έναν τρόπο να δικαιώσω την ύπαρξή της. Στο πλαίσιο αυτό σκάρωσα ετούτη τη συνταγή (με ό,τι υπήρχε στο ψυγείο μου), που αν δεν είχα βαρεθεί να φτιάξω την μπεσαμέλ (την αντικατέστησα με κρέμα γάλακτος –πολύ κακή ιδέα για το μετέπειτα ψήσιμο στο φούρνο, θα ήταν μια χαρά, πραγματικά υπέροχη αν είχε χρησιμοποιηθεί απευθείας σαν σάλτσα για μακαρόνια) θα ήταν συγκλονιστικά επιτυχημένη. Ακόμα κι έτσι ήταν πεντανόστιμη. Και ένα μικρό μυστικό. Η κολοκύθα δεν είναι καθόλου απαραίτητη. Μπορείτε να την αντικαταστήσετε με κάτι τελείως διαφορετικό (στείλτε μου ένα μήνυμα πριν το κάνετε να το συζητήσουμε) ή να την παραλείψετε εντελώς. Win-win-win.
Σε γενικές γραμμές μπορώ να πω ότι τρέφω μεγάλη αντιπάθεια για το στήθος του κοτόπουλου. Το χρησιμοποιώ σε ινδικά και κινέζικα, κομμένο σε κομμάτια και βυθισμένο σε λιπαρές σάλτσες, αλλά κατά τ’ άλλα το αντιπαθώ, είτε ψητό, είτε κοκκινιστό, είτε στα κάρβουνα, είτε βραστό, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Μου φαίνεται στεγνό, γεμάτο κλωστές, ένα αδιάφορο πράγμα, καμία σχέση με τα ζουμερά μπουτάκια, που ανέκαθεν λάτρευα. Και μόνο το γεγονός ότι σ’ αυτή τη συνταγή κατάφερα να απολαύσω στήθος κοτόπουλου την καθιστά σπουδαία. Ομολογώ ότι το μαρινάρισμα με γιαούρτι το έχω επιχειρήσει ξανά, και ήταν πάντα επιτυχημένο. Εν ολίγοις, από την παρακάτω συνταγή μπορείτε να πάρετε όποιο κομμάτι σας βολεύει, και να προσαρμόσετε τα υπόλοιπα κατά βούληση. Είναι συνταγή lego, και εκεί έγκειται και η μεγάλη της επιτυχία. Αν κάπου την βρείτε μπερδεψιάρικη (αυτή είναι μια ιδιαίτερα αυξημένη πιθανότητα στην προκειμένη περίπτωση) μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου. Θα χαρώ να δώσω διευκρινήσεις και να διορθώσω τα νεφελώδη σημεία. Συνέχεια