Category: Γαστριλαιμαργικά


DSC_0545Θα πρέπει να ομολογήσω ότι η σημερινή συνταγή βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο, ωστόσο πρέπει να την γράψω, γιατί σύντομα θα την ξεχάσω, και ύστερα θα είναι αργά και κρίμα. Δεν θα σας την δώσω ακριβώς όπως την έκανα –γιατί ξέρω ακριβώς πού έκανα λάθος και γιατί– και μολονότι είμαι απόλυτα βέβαιη ότι η εκδοχή που θα περιγράψω παρακάτω θα είναι απόλυτα πετυχημένη, οφείλω να προειδοποιήσω ότι δεν την έχω δοκιμάσει ακριβώς με αυτό τον τρόπο. Θα εξηγηθώ πιο μετά, ας κάνω τώρα μια μικρή εισαγωγή.

Η ανάγκη δημιουργίας αυτής της συνταγής προέκυψε από έναν ετήσιο μπελά, που ακόμα προσπαθώ να διαχειριστώ. Το Halloween. Κάθε χρόνο το σχέδιό μου για σκάλισμα κολοκύθας γίνεται όλο και πιο φιλόδοξο, και η κολοκύθα που αγοράζω όλο και πιο μεγάλη. Αυτό σημαίνει πως όλο και περισσότερη ποσότητα ψίχας κολοκύθας ξεμένει στην κατάψυξη. Την περσινή την μαγείρευα μέχρι πριν από δυο-τρεις βδομάδες, και εφέτος, που η φιλοδοξία μου ξέφυγε από κάθε μέτρο, σκάλισα όχι μια μεσαία, όχι μια μεγάλη, όχι δυο οκ, αλλά τρεις κολοκύθες, μια πελώρια και δυο κανονικού σχεδόν μεγέθους. Φαντάζεστε τί γίνεται με το κολοκυθοαπόθεμα. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι θα ακολουθήσουν κι άλλα κολοκυθοπειράματα, και να με συγχωρέσετε, αλλά σιχάθηκα να βλέπω πορτοκαλί σακουλάκια στην κατάψυξή μου· αυτός ο εφιάλτης πρέπει να τελειώνει άμεσα. Περιέργως, η κολοκύθα δεν είναι καθόλου το εύκολο και αθώο υλικό που δίνει την εντύπωση πως είναι. Είναι ένας μυστήριος δαίμονας που πιο συχνά σε οδηγεί σε αποτυχίες παρά σε μαγειρική δικαίωση. Τουλάχιστον αυτή είναι η δική μου εμπειρία, είστε ελεύθεροι να διαφωνήσετε, κι αν το κάνετε δώστε καμιά συμβουλή και σε μένα. Μέχρι τώρα το μόνο απ’ όσα είχα επιχειρήσει να κάνω, που είχε σοβαρή επιτυχία ήταν η κολοκυθόσουπα, της οποίας την συνταγή μπορώ να δώσω κάποια άλλη στιγμή, κι ένα πολύ ενδιαφέρον ψωμί κολοκύθας, που θέλει ακόμα δουλειά, αλλά σίγουρα θα το ξαναφτιάξω. Όσες γλυκές πίτες προσπάθησα να κατασκευάσω ήταν μια παταγώδης αποτυχία (ή απλά εμένα δεν μ’ αρέσουν, οι άλλοι δοκιμαστές θετικά σχόλια έκαναν, αλλά σάμπως θα μου έλεγαν μέσα στη μούρη μου ότι ήταν κάτι το αποτρόπαιο;).

Όπως και να ‘χει, εφέτος αποφάσισα ότι δεν θα αφήσω τον μηδενισμό της κολοκύθας να νικήσει, και θα βρω έναν τρόπο να δικαιώσω την ύπαρξή της. Στο πλαίσιο αυτό σκάρωσα ετούτη τη συνταγή (με ό,τι υπήρχε στο ψυγείο μου), που αν δεν είχα βαρεθεί να φτιάξω την μπεσαμέλ (την αντικατέστησα με κρέμα γάλακτος –πολύ κακή ιδέα για το μετέπειτα ψήσιμο στο φούρνο, θα ήταν μια χαρά, πραγματικά υπέροχη αν είχε χρησιμοποιηθεί απευθείας σαν σάλτσα για μακαρόνια) θα ήταν συγκλονιστικά επιτυχημένη. Ακόμα κι έτσι ήταν πεντανόστιμη. Και ένα μικρό μυστικό. Η κολοκύθα δεν είναι καθόλου απαραίτητη. Μπορείτε να την αντικαταστήσετε με κάτι τελείως διαφορετικό (στείλτε μου ένα μήνυμα πριν το κάνετε να το συζητήσουμε) ή να την παραλείψετε εντελώς. Win-win-win.

Σε γενικές γραμμές μπορώ να πω ότι τρέφω μεγάλη αντιπάθεια για το στήθος του κοτόπουλου. Το χρησιμοποιώ σε ινδικά και κινέζικα, κομμένο σε κομμάτια και βυθισμένο σε λιπαρές σάλτσες, αλλά κατά τ’ άλλα το αντιπαθώ, είτε ψητό, είτε κοκκινιστό, είτε στα κάρβουνα, είτε βραστό, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Μου φαίνεται στεγνό, γεμάτο κλωστές, ένα αδιάφορο πράγμα, καμία σχέση με τα ζουμερά μπουτάκια, που ανέκαθεν λάτρευα. Και μόνο το γεγονός ότι σ’ αυτή τη συνταγή κατάφερα να απολαύσω στήθος κοτόπουλου την καθιστά σπουδαία. Ομολογώ ότι το μαρινάρισμα με γιαούρτι το έχω επιχειρήσει ξανά, και ήταν πάντα επιτυχημένο. Εν ολίγοις, από την παρακάτω συνταγή μπορείτε να πάρετε όποιο κομμάτι σας βολεύει, και να προσαρμόσετε τα υπόλοιπα κατά βούληση. Είναι συνταγή lego, και εκεί έγκειται και η μεγάλη της επιτυχία. Αν κάπου την βρείτε μπερδεψιάρικη (αυτή είναι μια ιδιαίτερα αυξημένη πιθανότητα στην προκειμένη περίπτωση) μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου. Θα χαρώ να δώσω διευκρινήσεις και να διορθώσω τα νεφελώδη σημεία. Συνέχεια

DSC_0412Για κάποιο λόγο στην συνείδηση του κόσμου η σούπα είναι καταγεγραμμένη ως «εύκολο φαγητό», που γίνεται στο πόδι, δεν χορταίνει ιδιαίτερα, παρηγοριά στον άρρωστο, χειμερινό πιάτο, και άλλα πολλά που δεν ευσταθούν αν πραγματικά κανείς εντρυφήσει στην κουλτούρα της. Απ’ τις μπελαλίδικες βελουτέ, που λερώνεις έναν σκασμό τσουμπλέκια, μέχρι τις γαλλικές κρεμμυδόσουπες που πέρα απ’ την κατσαρόλα πρέπει να τις ψήσεις και στον φούρνο (κι αν είσαι μάγκας κατάφερε να το κάνεις μέσα σ’ ένα καρβέλι ψωμί –δεν αστειεύομαι, ψήνουν την σούπα μέσα σ’ ένα κούφιο καρβέλι ψωμί σε ρόλο μπολ), τις πλούσιες πατατόσουπες με τα μπέικα και τις εξωτικές ασιατικές σούπες με τα φιδογυριστά νουντλς, η σούπα είναι τέχνη από μόνη της, και θέλει μεράκι και διάθεση για να μην καταλήξεις εσύ και η οικογένειά σου να την ταυτίσετε με τις αψιές ψευτόσουπες με κοφτό μακαρονάκι ή τις διάφανες κοτόσουπες του πυρετού.

Πιστεύω ότι μπορώ να αφιερώσω όχι ένα κείμενο, αλλά ένα μπλογκ ολόκληρο στο να υμνώ την ομορφιά της σούπας, αλλά προφανώς και δεν σκοπεύω να το κάνω, και σίγουρα όχι αυτή τη στιγμή. Σήμερα θα σας δώσω την συνταγή μιας επαναστατικής κοτόσουπας με πάστα βασιλικού και κριθαράκι που έφτιαξα προχθές, κι έξω απ’ την πόρτα. Ένα ποστ στο οποίο θα αναφερθώ εκτεταμένα στην παρασκευή βασικών ζωμών, στο δέσιμο και στα μυρωδικά υλικά ίσως θα ήταν χρήσιμο, αλλά ειλικρινά πιστεύω ότι αυτές είναι πληροφορίες που μπορείτε να βρείτε κι αλλού, πιο εμπεριστατωμένες, και επιπλέον αν θέλω να είμαι εντελώς ειλικρινής μαζί σας βασικά βαριέμαι. Όχι ότι αποκλείεται να ξεβαρεθώ κάποια στιγμή και να το κάνω, αλλά σίγουρα αυτό δεν θα γίνει ετούτο το ξημέρωμα.

Η συνταγή είναι μια ελαφριά διασκευή (δηλαδή σχεδόν ταυτόσημη) από αυτό το blog, αλλά εγώ θα σας τα πω πιο χαριτωμένα, οπότε μείνετε μαζί μου. Η συγκεκριμένη σούπα όντως, για να επιβεβαιώσει το στερεότυπο, είναι πάρα πολύ απλή και χρειάζεται ελάχιστη προετοιμασία, όμως η γεύση της είναι αρκετά πρωτότυπη και έξω απ’ τις κλασσικές προσδοκίες, οπότε αξίζει να την δοκιμάσετε. Δεν έχει καμία σχέση με την κλασσική κοτόσουπα, με το αυγολέμονο, και αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το πιο ενδιαφέρον, μια και καμιά φορά κολλάμε στις ήδη γνωστές γεύσεις και δεν μας περνάει καν απ’ το μυαλό να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό.

DSC_0419 Συνέχεια

DSC_0322Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, είμαι μακαρονού. Τί να κάνουμε; Δεν το ελέγχω. Τα μακαρόνια είναι το μόνο φαγητό στο οποίο επανέρχομαι σχεδόν άμεσα, ακόμα κι αν με καταφέρω να τα σιχαθώ στιγμιαία απ’ την υπερβολική χρήση. Γεγονός για το οποίο είμαι ιδιαίτερα τυχερή, καθώς τα μακαρόνια αποτελούν το κατεξοχήν φαγητό του φτωχού φοιτητή. Από μακαρόνια αποτελείται το αγαπημένο μου «γρήγορο φαγητό», αυτό που θα φτιάξω συνήθως μετά από μια κουραστική μέρα που βαριέμαι να μαγειρέψω. Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν συνήθως τα τοστ, οι ομελέτες, οι σαλάτες τουρλού, τα μακαρόνια με τυρί. Όλα αυτά για μένα έρχονται και φεύγουν απ’ την «προσωπική» μου μόδα, και το μόνο που μένει αναλλοίωτο στο χρόνο είναι τα μακαρόνια με φρέσκια ντομάτα τριμμένη (ή περασμένη στο μπλέντερ, ακόμα καλύτερα, μόνο με αλάτι, ρίγανη και καμιά ελιά αν βρίσκεται), φέτα και καλό ελαιόλαδο. Δέκα λεπτά υπόθεση η παρασκευή, και η απόλαυση εγγυημένη. Στο σπίτι μου αυτή η εύκολη συνταγή ήταν ένα συχνό βραδινό (καμιά φορά ακόμα κι αν το μεσημέρι είχαμε κανονικά μαγειρεμένη σάλτσα ή κρέας εγώ θα προτιμούσα την φρέσκια ντομάτα για το βράδυ). Νομίζω ότι αφαιρεί κάτι απ’ την αμαρτία των μακαρονιών, μπορεί να κάνω λάθος, αλλά έχω την αίσθηση ότι διατροφικά είναι περίπου σαν να τρως χωριάτικη σαλάτα με μια γενναία παπάρα.

Ωστόσο τα μακαρόνια τα λατρεύω σε οποιαδήποτε άλλη μορφή και συνδυασμό (εκτός από παστίτσιο, απεχθάνομαι το παστίτσιο) και η γεμιστή εκδοχή τους δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να με αφήσει ασυγκίνητη. Το τορτελίνι στην Αθήνα είναι μια πονεμένη υπόθεση. Δεν θυμάμαι πότε τα πρωτοανακαλύψαμε ως οικογένεια, αλλά θυμάμαι την χαρά στις σπάνιες περιπτώσεις που έμπαιναν στο σπίτι, μαγειρεμένα με κρέμα και μπέικον, με κάμποσο τυρί από πάνω, κι αυτή τη στεγνή, ιδιόμορφη γέμιση (τυρί ή κρέας ή μανιτάρι, αυτές ήταν οι τρεις μοναδικές επιλογές) που έσκαγε καμιά φορά έξω απ’ το μακαρόνι, και κατέληγε στο πιάτο χύμα, σαν ξηρή τροφή της ΝΑΣΑ, κι ας ήταν πνιγμένο στην σάλτσα. Καταλαβαίνετε την λαχτάρα μου, όταν την πρώτη φορά που μπήκα σε Αγγλικό σουπερμάρκετ έπεσα πάνω σε ένα τεράστιο ψυγείο με φρέσκα μακαρόνια, όπου τα τορτελίνια και τα ραβιόλια βρίσκονταν σε προσφορά: £2.50 τα δυο πακέτα των τριακοσίων γραμμαρίων. Μεγάλα, μαλακά, γοητευτικά, με τεράστιες ποικιλίες σε γέμιση, δείτε πόσο λαχταριστά δείχνουν στην κατσαρόλα μου, και πείτε μου αν εσείς θα μπορούσατε ποτέ να επιστρέψετε στο ξερό και μαραμένο, αφυδατωμένο, μικρό, σαφρακιασμένο ελληνικό τορτελίνι:

DSC_0314

Δεν ξέρω αν στα έξι χρόνια που λείπω έχει μεσολαβήσει κάποια επανάσταση του γεμιστού μακαρονιού στην Αθήνα. Έχω την αίσθηση ότι κάπου έχει πάρει το μάτι μου τορτελίνια της προκοπής, και είμαι σίγουρη ότι λογικά κάπου θα μπορείτε να τα βρείτε, σε κάποιο ψαγμένο μαγαζί. Αν πέσετε πάνω τους μην αντισταθείτε. Ακόμα καλύτερα, επενδύστε σε κάποιο φτηνό gadget παρασκευής ζυμαρικών, και φτιάξτε τα δικά σας. Δεν το έχω κάνει ποτέ, γιατί δεν έχει παραστεί ανάγκη, αλλά αν επέστρεφα στην Αθήνα είναι δεδομένο ότι θα το έκανα συχνά και με μεγάλο κέφι (όλες οι συνταγές που έχω δει φαίνονται σχετικά απλές). Τα πρώτα χρόνια της τορτελινομανίας συνήθως επέλεγα να τα συνοδεύσω με μια απλή σάλτσα τυριού: σε μέτρια φωτιά λιώνουμε ένα κομμάτι βούτυρο και ένα κίτρινο τυρί της αρεσκείας μας (παραδοσιακά στην Αγγλία τσένταρ, αλλά οτιδήποτε άλλο κάνει, μου αρέσει ιδιαίτερα και το μπρι, κι ας μην είναι κίτρινο καθώς και οποιοδήποτε είδος μπλε τυριού –και μια συνετή μείξη αυτών λειτουργεί επίσης μια χαρά), κι όταν έχει εντελώς υγροποιηθεί το τυρί ρίχνουμε από πάνω μια κρέμα γάλακτος ανακατεύοντας καλά, και αφήνουμε να πάρει βράση για να δέσει. Λίγο φρεσκοτριμμένο πιπέρι και έτοιμο, ούτε αλάτι, ούτε τίποτα. Αυτή είναι η τυπική, παραδοσιακή μου συνταγή, που πάει καλά με τορτελίνι γεμιστό με τυρί, μπέικον ή κάτι καπνιστό. Για τορτελίνια με λιαστή ντομάτα, λαχανικά και μυρωδικά συνήθως θα προτιμήσω σάλτσα πέστο. Αυτή τη φορά όμως αποφάσισα να φτιάξω τα τορτελίνια μου (με γέμιση σκόρδο και μυρωδικά) με έναν λίγο διαφορετικό και ελάχιστα πιο μπελαλίδικο τρόπο.

Η αλήθεια είναι ότι η μεγάλη κάψα μου είχε περάσει, κι επίσης στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς μου μετακίνησαν τα φρέσκα μακαρόνια από ένα ψυγείο σε σχετικά εμφανές μέρος μόλις έμπαινες, σε έναν διάδρομο στο τέλος της αγοραστικής μου πορείας, οπότε είχα καιρό να ψωνίσω –όπως προείπα τείνω να περνάω φάσεις, κι αν κάτι το βαρεθώ και το εξαντλήσω ξεχνάω να επανέλθω. Τις προάλλες ωστόσο κάτι με παρακίνησε να τα αναζητήσω, κι έτσι βρέθηκα με δυο πακέτα έτοιμα να μαγειρευτούν στην υγεία μου. Η σάλτσα ροζουλί, η συνταγή της οποίας ακολουθεί –με καραμελωμένα κρεμμύδια και φρέσκα ντοματάκια–, βγήκε λίγο πιο πορτοκαλί απ’ όσο περίμενα, αλλά καθώς ήμουν αποφασισμένη να την ονομάσω έτσι όσο την εφεύρισκα στο μυαλό μου, δεν νιώθω πως έχω πολλά περιθώρια να το πάρω πίσω. Η δόση που ακολουθεί αρκεί για ένα πακέτο των τριακοσίων γραμμαρίων (ενδεχομένως φτάνει και για μισό κιλό), κι αν σταθεί πραγματικά αδύνατο να βρείτε φρέσκα τορτελίνια εικάζω ότι θα ταιριάζει πολύ καλά με ταλιατέλες –θέλει κάτι μαλακό και φλατ για να αναδειχθεί, δεν μου πάει καλά ως ιδέα με τα πιο al dente σπαγγέτι, φιογκάκια, τρυπητά και τα ρέστα.

DSC_0324 Συνέχεια

Ξέρω, ξέρω, ο τίτλος αγγίζει (χουφτώνει δηλαδή για τα καλά) το εντελώς σουρεάλ, αλλά βρέθηκα σε μεγάλη αμηχανία ως προς την ονοματοδοσία της αποψινής μου δημιουργίας. Αυτό το ψαρομπιφτέκι στ’ αγγλικά λέγεται fishcake, πιάστε το από ‘κει, ρίχτε μια ματιά και στην φωτογραφία, και οι συνειρμοί γίνονται αμέσως πολύ προφανείς. Κατοχυρώνω λοιπόν την ονομασία «μουρουνοκέικ» και «πατατοτουρτάκια» κι όπου το δείτε από ‘δω και στο εξής να ξέρετε ότι από μένα το ‘κλεψαν. DSC_0299 Η σημερινή σουρεαλιστική περιπέτεια ξεκίνησε πριν από λίγο καιρό, στο σουπερμάρκετ, όταν στο ράφι με τις προσφορές είδα ένα λευκό, παχύ, φιλέτο ψαριού, η υφή του οποίου έμοιαζε κάτω απ’ το σελοφάν ενδιαφέρουσα, και σε πολύ ελκυστική τιμή (καθότι ήταν έτοιμο να λήξει). Το πήρα, γύρισα σπίτι, το έχωσα στην κατάψυξη και το ξέχασα. Το θυμήθηκα σήμερα το πρωί όταν ξύπνησα –άγνωστο γιατί– αποφασισμένη να φτιάξω fishsticks, οπότε και το έβγαλα να ξεπαγώσει. Δεν ξέρω τί πήγε στραβά στο ξεπάγωμα, ή ίσως το κακό έγινε όταν πήγα να βγάλω την πέτσα και να το κόψω σε λωρίδες, όπως και να ‘χει με κάποιο τρόπο στο τέλος κατέληξα με ένα ψάρι σε θραύσματα, που δεν μου άφησε άλλη επιλογή, από το να το μετατρέψω σε fishcake, χωρίς αυτή να είναι η αρχική μου πρόθεση. Παρεμπιπτόντως λίγο νωρίτερα είχα κοιτάξει στο λεξικό για να δω τί στο καλό είναι αυτό το «hake» που πήγα και ψώνισα –το βρήκα πολύ διασκεδαστικό όταν ανακάλυψα ότι σήμερα το μενού είχε… μουρούνα. Η μουρούνα είναι ένα είδος μπακαλιάρου, αρκετά λιπαρό ψάρι, από το οποίο φυσικά παράγεται το παλιό καλό μουρουνόλαδο, που στα χρόνια των παππούδων μας σίγουρα, κι ίσως και των γονιών μας χρησιμοποιούνταν ως δυναμωτικό, καθώς είναι πλούσιο σε Ω3 κι άλλα υγιεινά τσιτσιμπλίκια. Η δική μας γενιά ως επί τω πλείστον μάλλον το έχει γλιτώσει, και δεν μπορεί να καταλάβει την φρίκη, που περιγράφεται σε βιβλία εποχής, της υποχρεωτικής κατάποσής του. Κι εγώ δεν μπορώ να πω ότι είχα επίγνωση. Είχα διαβάσει βέβαια σχετικές ιστορίες, αστείες και όχι, ούτε και θυμάμαι πια πού, αλλά ενώ είχα την αίσθηση ότι οφείλει να βρωμάει μια αδιόρατη ψαρίλα, δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ την αληθινή έκταση που μπορεί να πάρει αυτή η μπόχα. Έμελε να το μάθω με τον πιο γελοίο τρόπο που (δεν) θα μπορούσε να σκεφτεί ανθρώπου νους. Μερικά χρόνια πριν, ένα βράδυ αληθινής βαρεμάρας αποφάσισα να το ρίξω στον καλλωπισμό μπας και περάσει η ώρα –πράγμα σπάνιο, γιατί συνήθως βαριέμαι το beauté σαν την αμαρτία. Αφού έκανα στο πρόσωπό μου ό,τι μπορεί να κάνει μια γυναίκα στο ανυπεράσπιστο πρόσωπό της, βρέθηκα να χρειάζομαι baby oil, ή κάτι παρεμφερές, και έντρομη ανακάλυψα ότι δεν είχα τίποτα που θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν υποκατάστατο. Έψαξα από ‘δω, κοίταξα από ‘κει· τίποτα. Ούτε στιγμή δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό η ιδέα να κατέβω στην κουζίνα να πάρω ελαιόλαδο, αντ’ αυτού μου ήρθε μια συγκλονιστική κι ανεπανάληπτη έμπνευση, η ψυχαναλυτική προέλευση της οποίας παραμένει άγνωστη. Ενθυμούμενη, λοιπόν, ότι μέσα στο συρτάρι έχω ένα μπουκάλι με χάπια Ω3 (fish-oil έγραφε το κουτί, ούτε και ξέρω πού το είχα βρει, σίγουρα δεν το είχα αγοράσει μόνη μου, κάποιος μου το κληροδότησε), και παρατηρώντας ότι το χάπι ήταν ουσιαστικά μια ζελατινοειδής αμπούλα γεμάτη με υγρό –ΛΑΔΙ!– βρήκα απολύτως φυσιολογική και λογική την ιδέα του να τρυπήσω μια αμπούλα και να χρησιμοποιήσω το περιεχόμενό της για να τρίψω την μούρη μου μ’ αυτό. Και εννοείται έκανα την ιδέα μου πράξη μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Τρύπησα το χάπι μ’ ένα ψαλιδάκι, άδειασα το λάδι σ’ ένα μπαμπάκι και άρχισα να το απλώνω στα μούτρα μου με τέτοια ταχύτητα, που όταν η ψαρομπόχα με χτύπησε στη μύτη ήταν ήδη πολύ, πολύ, ΠΟΛΥ αργά. Ψαροβρωμούσα μουρουνόλαδο για δυο-τρεις μέρες, παρά τα απανωτά πλυσίματα. Και το γεγονός ότι το πρόσωπό μου έλαμπε από υγεία και σφριγιλότητα (μια χαρά δουλειά έκανε το μουρουνόλαδο δηλαδή) δεν ήταν παρηγορητικό ούτε στο ελάχιστο. Και πάλι καλά να λέω. Το ψαλιδάκι μου βρωμούσε περίπου ένα χρόνο, κι ας το ‘βαλα και στην χλωρίνη. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, όπως καταλαβαίνετε, μόλις συνειδητοποίησα τί ψάρι είχα αγοράσει, θορυβήθηκα λιγάκι, ωστόσο δεν παρουσιάστηκε κάποιο οσμικό πρόβλημα, και το μουρουνοκέικ βγήκε πολύ πετυχημένο. Αν δεν με πιστεύετε θα σας δώσω τη συνταγή. Είναι εύκολη, απλή και γρήγορη (επίσης μπορείτε να αντικαταστήσετε την μουρούνα με μπακαλιάρο, ή μια μίξη μπακαλιάρου, και φρέσκου τόνου και σολομού –αλλά μην επιχειρήσετε να το κάνετε μόνο με τόνο ή μόνο με σολομό, θα παραγίνει βαρύ). Είναι νόστιμο και φαντάζομαι πως είναι ένας ωραίος τρόπος για να ταΐσετε το ψάρι σε δύσκολα παιδιά.

Συνέχεια

DSC_6078

Όσο εύκολη είμαι στο φαγητό, και ανοιχτή στους συνδυασμούς και στο «καινούριο», τόσο δύσκολη, δύστροπη και ιδιότροπη είμαι –άκουσον άκουσον– στα γλυκά. Δεν μου αρέσουν τα πολύ σοκολατένια, δεν μπορώ τα στεγνά-μπισκοτένια, βαριέμαι τα πιο πολλά κέικ, αποκλείω οτιδήποτε περιέχει παντεσπάνι, αντιπαθώ τους ξηρούς καρπούς αλλά και τα σοροπιαστά (πλην μπακλαβά πολίτικου ΜΟΝΟ με φιστίκι) και άλλα πολλά που ούτε να τα φανταστώ δεν μπορώ μέχρι τη στιγμή που αποφασίζω να τ’ απορρίψω. Μ’ αρέσουν γενικά οι κρέμες και οτιδήποτε περιέχει σαντιγί (αρκεί να μην έχει φύλλο), μ’ αρέσουν τα γλυκά του κουταλιού και οτιδήποτε σε στυλ cheesecake, και πολλά πράγματα μπορεί να μ’ ενθουσιάσουν με την πρώτη μπουκιά, αλλά αδυνατώ να τα καταναλώσω σε ποσότητες γιατί λιγώνομαι.

Επιπλέον πιστεύω ακράδαντα ότι η ζαχαροπλαστική δεν είναι τέχνη όπως βέβαια είναι η μαγειρική, αλλά επιστήμη, που απαιτεί ακρίβεια και αυστηρότητα, κι εγώ με την αυστηρότητα δεν τα πάω καλά, με αποτέλεσμα οι επιτυχίες μου σ’ αυτό τον τομέα να μην είναι τόσο θεαματικές όσο στα αλμυρά. Ωστόσο μια φορά στο τόσο φτιάχνω κάτι πραγματικά πετυχημένο. Σπανίως δε, παθαίνω μια βαρβάτη εμμονή και το επαναλαμβάνω μέχρι να το τελειοποιήσω και/ή να το βαρεθώ, όπως ας πούμε συνέβη με το περίφημο σκάνδαλο banoffee το καλοκαίρι. Ομοίως λοιπόν την πάτησα και τώρα με αυτή τη συνταγή για ανάποδη μηλόπιτα, η οποία ευτυχώς (ή δυστυχώς) είναι πολύ πιο απλή κι εύκολη στην εκτέλεση απ’ ό,τι το banoffee, με αποτέλεσμα να έχω καταλήξει να την φτιάχνω κάθε τρεις-τέσσερις μέρες με δραματικές επιπτώσεις στη σιλουέτα μου, που ήδη έχει πάρει τα πάνω της τους τελευταίους μήνες –με την κακή έννοια.

DSC_6071-001

Τα μήλα άλλωστε είναι άφθονα αυτή την εποχή, και όσο η μαμά μου τα αγοράζει τσάντες από την λαϊκή, τόσο βλέπει τον φούρνο να φουρνίζει λαχταριστές μηλόπιτες (κι εμένα να τις καθαρίζω σε χρόνο μηδέν). Επειδή λοιπόν διαρκώς την φτιάχνω και συνέχεια την παινεύω, όλη την ώρα κάποιος μου ζητάει τη συνταγή, και γι’ αυτό αποφάσισα να βγάλω τον εαυτό μου απ’ τον κόπο να την επαναλαμβάνω κάθε φορά, γράφοντάς την μια και καλή για εύκολη παραπομπή. Είναι ουσιαστικά μια προσαρμοσμένη βερσιόν του Jan’s Apple Crisp (εξ ου και η μετάφραση «τραγανή») με απαραίτητες όμως τις βελτιώσεις που σημειώνω (είπαμε, την έφτιαξα τόσες φορές που ανακάλυψα και διόρθωσα κάθε τρωτό της σημείο).

DSC_6062

Τραγανή Μηλόπιτα

Υλικά για την γέμιση

  • 13 μήλα (σχετικά μικρά)
  • ¾ της κούπας λευκή κρυσταλλική ζάχαρη
  • ½ κούπα καστανή ζάχαρη (ή μουσκοβάντο)
  • ½ κούπα αλεύρι για όλες τις χρήσεις
  • 1 κουταλάκι του γλυκού (γεματούτσικο) κανέλα
  • 1 κουταλάκι του γλυκού (κοφτό) τριμμένο μοσχοκάρυδο

Υλικά για το μπισκότο

  • 2 κούπες αλεύρι για όλες τις χρήσεις
  • 1 κούπα λευκή κρυσταλλική ζάχαρη
  • 1 κουταλάκι του γλυκού (κοφτό) αλάτι
  • 1 φακελάκι μπέικιν πάουντερ (περίπου τρία κουταλάκια του γλυκού)
  • 1 βανιλέτα (ένα φακελάκι ή δυο από τα πλαστικά πραγματάκια)
  • ½ κούπα βούτυρο (λιωμένο)
  • ½ κούπα γάλα

Πλένουμε και καθαρίζουμε τα μήλα, και τα κόβουμε σε κύβους μικρού μεγέθους. Τα αφήνουμε στο σουρωτήρι να στραγγίξουν καλά όσο ανακατεύουμε σε ένα μπολ τα υπόλοιπα υλικά της γέμισης (ζάχαρες, αλεύρι, κανέλα, μοσχοκάρυδο). Κατόπιν στρώνουμε τα μήλα σε ένα αλάδωτο ταψάκι (εγώ χρησιμοποιώ ένα σχετικά βαθύ σκεύος διαμέτρου 30 εκ.) και τα ανακατεύουμε με το μείγμα που φτιάξαμε φροντίζοντας να πάει παντού και να «σκονίσει» όλα τα μήλα. Ετοιμάζουμε τη ζύμη ανακατεύοντας τ’ αλεύρι, την ζάχαρη το αλάτι, το μπέικιν πάουντερ και την βανίλια σε σκόνη με το λιωμένο βούτυρο. ΔΕΝ το χτυπάμε στο μίξερ, αλλά το μαλάζουμε και το τρίβουμε ηδονικά με τα δάχτυλα, φτιάχνοντας ένα ψιχουλιαστό μείγμα που δεν είναι συμπαγές και δεν ζυμώνεται σε μπάλα. Θέλουμε να είναι εύθρυπτο και πορώδες. Το στρώνουμε απαλά πάνω απ’ τα μήλα φροντίζοντας να μην το πατικώσουμε και να διατηρήσουμε μια ανώμαλη επιφάνεια (μην πάει ο νους σας στο κακό). Κατόπιν το περιχύνουμε με το γάλα, ραντίζοντας παντού. Ψήνουμε για πενήντα λεπτά στους 190 βαθμούς (έχουμε το νου μας από τα 45’ ανάλογα με τη δύναμη του φούρνου).

Θεωρητικά σερβίρεται με παγωτό ή κρέμα σαντιγί, αλλά εγώ πέφτω με τα μούτρα και δεν έχω καταφέρει ποτέ να το συνοδέψω με τίποτα. Το μπισκότο από πάνω είναι από τα πιο νόστιμα πράγματα στο σύμπαν, και αν δεν είστε σε δίαιτα μπορείτε να χρησιμοποιήσετε λίγο παραπάνω βούτυρο στην παρασκευή για να το κάνετε ακόμα πιο κολασμένο (μέχρι ¾ της κούπας, όχι παραπάνω, πάντως και με την μισή γίνεται). Μπορείτε να προσθέσετε καρύδια και/ή σταφίδες αν το προτιμάτε, αλλά εγώ και σιχαίνομαι τα καρύδια και πιστεύω ότι είναι τόσο πλούσιο που δεν έχει ανάγκη από προσθήκες. Τέλος θα μπορούσατε να ραντίσετε τα μήλα με ελάχιστο κονιάκ που δίνει μια πιο εκλεπτυσμένη γεύση και ταιριάζει φυσικά πολύ με το μήλο, όμως και πάλι εγώ νομίζω ότι περισσεύει. Σε σχέση με την αρχική συνταγή έχω μειώσει τη ζάχαρη (γιατί πραγματικά στην αρχή έχανες δυόμισι δόντια σε κάθε μπουκιά) και έχω προσθέσει την μισή κούπα αλεύρι στη γέμιση που είναι απολύτως απαραίτητη, γιατί διαφορετικά καταλήγεις με μια μεγαλοπρεπή σούπα μήλου κάτω απ’ το μπισκότο. Προσέθεσα και την βανίλια στη ζύμη και θεωρώ ότι ήταν σπουδαία έμπνευση, γιατί μυρίζει θεσπέσια ήδη πάνω στο μισάωρο του ψησίματος, και κάνει σημαντική διαφορά και στη γεύση. Νομίζω ότι αυτές ήταν όλες οι επεμβάσεις μου. Δοκιμάστε την και θα με θυμηθείτε, αλήθεια σας λέω.

DSC_6068-001

Από πολύ μικρή θεωρώ την μαγειρική τέχνη και τρόπο έκφρασης ιδιαιτέρως αισθαντικό, γι’ αυτό απολαμβάνω να μαγειρεύω ακόμα κι αν κουράζομαι πολύ, και μ’ αρέσει να κοκορεύομαι για το αποτέλεσμα των πειραμάτων μου. Τις περισσότερες φορές ακόμα κι αν ξεκινήσω με βάση κάτι που είδα, οι συνταγές είναι εμπνεύσεις της στιγμής, τις οποίες σύντομα ξεχνάω και αδυνατώ να θυμηθώ είτε για να τις επαναλάβω, είτε για να τις μοιραστώ –πράμα που επίσης απολαμβάνω να κάνω. Το σκεφτόμουν έντονα εχθές, και αποφάσισα ότι οφείλω στον εαυτό μου και στην ανθρωπότητα να μην αφήσω αυτά τ’ αριστουργήματα της κουζινικής τέχνης να χάνονται ξεχασμένα στον πάτο του καμπινέ έπειτα από κάθε ξεκοίλιασμα. Το κουβέντιασα με τον εαυτό μου και προς στιγμήν μου φάνηκε ωραία ιδέα ν’ ανοίξω ένα food blog και να αναρτώ εκεί τις συνταγές καθώς προκύπτουν ώστε να ωφεληθούν διάφοροι περιπετειώδεις ιντερνετοναύτες και φυσικά να κρατήσω κι εγώ αρχείο ώστε να μην πρέπει κάθε φορά να επανεφεύρω ένα πιάτο που μου άρεσε εκ νέου. Την ιδέα την απέρριψα γιατί παραδέχτηκα γρήγορα ότι μια που η ασυνέπειά μου είναι παροιμιώδης, το πιο πιθανό είναι δημιουργούσα άλλο ένα τσόφλι του Διαδικτύου, ένα ιστολόγιο με δυο-τρεις αναρτήσεις που γρήγορα θα πάψω να τροφοδοτώ και θα έχει πάει κι ο κόπος μου χαμένος. Ύστερα σκέφτηκα: «Για μισό λεπτό, διατηρώ ήδη ένα μπλογκ!» (αν και πολλοί θα νόμιζαν ότι το έχω ξεχάσει έτσι που το παραμελώ τελευταία). Κατέληξα λοιπόν ότι η καλύτερη ιδέα είναι να δημιουργήσω μια καινούρια κατηγορία στο παρόν ιστολόγιο και να προσπαθήσω να διατηρήσω μια κάποια πειθαρχεία –πράγμα αγρίως απίθανο. Φοβήθηκα ότι μπορεί τα μαγειρέματα να μην ταιριάζουν με το ύφος του ιστολογίου και να καταλήξει το αποτέλεσμα γκροτέσκο, αν όχι αποτρόπαιο, μα ύστερα θυμήθηκα ότι ο υπότιτλος του ιστολογίου καλύπτει όλες τις πιθανότητες: «Ιστολόγιο αυτοπροβολής και κυνικού διαλογισμού». Τί να κάνουμε, αυτή είμαι. Σχολιάζω την επικαιρότητα, φιλοσοφώ, λογοτεχνίζω, και στον ελεύθερο χρόνο μου μαγειρεύω. Δεν βλέπω γιατί το ιστολόγιο μου πρέπει να είναι πιο σοβαροφανές από εμένα την ίδια –όχι ότι θεωρώ την μαγειρική ασόβαρη. Έτσι λοιπόν εγκαινιάζω σήμερα την πρώτη συνταγή επίσημα καταγεγραμμένη για τον ΑνεμοΔέκτη, κι αν δεν βαρεθώ πολύ ίσως το πρότζεκτ να κρατήσει στο διηνεκές.

DSC_5510

Ομολογουμένως τα μελομακάρονα δεν είναι μια πρωτότυπη συνταγή, και φυσικά δεν την δημιούργησα εγώ. Δεν την βρήκα όμως και πουθενά γραμμένη όπως την εξετέλεσα: η συνταγή αυτή είναι το μπλέξιμο δυο διαφορετικών συνταγών που βρήκα στο Ίντερνετ, με κάποιες δικές μου επεμβάσεις που είχε φοβερή επιτυχία, οπότε και πιστεύω πως αξίζει να αναπαραχθεί. Και πάνω στην ώρα. Αρχές Δεκεμβρίου γαρ, πιστεύω ότι προλαβαίνω να επηρεάσω τις νοικοκυρές που θα επιχειρήσουν να γλυκάνουν την οικογένεια. Συνέχεια