Category: Λογοτεχνικά Πονήματα


Έλεγα πάλι παλιές ιστορίες, κι εσύ δεν μ’ άκουγες. Και τί ν’ ακούσεις άλλωστε; Χρόνια τώρα, κι οι δυο το ξέρουμε, επαναλαμβάνω διαρκώς την ίδια ιστορία, χωρίς ούτε την στοιχειώδη μέριμνα να την παραλλάξω λιγάκι, να την στολίσω με πιο όμορφες λέξεις, να χαίρεσαι εσύ να την ακούς κι εγώ να τήνε λέω. Τη μαστοριά της αφήγησης την έχασα από καιρό. Το πλούσιο λεξιλόγιο το ξέχασα κάποια στιγμή, ίσως πριν γεννηθείς, μάλλον ποτέ σου δεν με γνώρισες καλλιεπή· σ’ έμαθα στα «όχι» και στα «μη», σ’ ανάθρεψα με τα «δεν πρέπει» και πιθανόν συχνά-πυκνά σ’ ορμήνεψα: «μα τί θα πει ο κόσμος;». Πέρασαν τα χρόνια· ο κόσμος δεν είπε τίποτα τελικά. Κι ύστερα απ’ αυτό πώς να ζητήσω εμπιστοσύνη; Και γιατί να μου την δώσεις;

Κι όμως, έρχεσαι να με δεις μια φορά την εβδομάδα· ευλαβικά κάθε Κυριακή, σαν να ‘μαι εκκλησία, κι όχι ένα ασεβές σκήνωμα ανθρώπου που ποτέ δεν επιθύμησε να βαφτιστεί αγία. Κάθεσαι σε μια άβολη καρέκλα στο κέντρο της κάμαρας και με ακούς να μιλάω χωρίς να με διακόπτεις. Μετά από λίγο σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι και περπατώ αγκομαχώντας μέχρι το παράθυρο –αγκομαχώντας στα κρυφά, από μέσα μου, χωρίς να διακόπτω την κουβέντα– για να σταθώ λίγο μπροστά στ’ ανοιχτό τζάμι, να με χτυπήσει ο πρωινός αέρας και να παραστήσω ότι ατενίζω τη θάλασσα, ενώ δεν βλέπω παρά μόνο έναν θολό γαλάζιο καμβά, εναλλασσόμενες μουντζούρες, μια νεοϊμπρεσιονιστική ζωγραφιά φτιαγμένη από φως και χρώμα. Σε κουράζω με τη φλυαρία μου, το ξέρω, και την εμμονή μου να επανέρχομαι διαρκώς στα ίδια και τα ίδια. Μετά από λίγο το παράθυρο, η βοή κουράζουν εμένα –σ’ αυτή την ηλικία βλέπεις προτιμάς την ησυχία, μ’ όποιο τίμημα κι αν αυτή κουβαλάει– και κούτσα-κούτσα ξαναγυρνάω στο κρεβάτι· κάθομαι αργά και προσεκτικά, ταλαντεύομαι καθώς λυγίζω τα δυο μου πόδια ταυτόχρονα. Δεν θέλω να είμαι ξαπλωμένη μπροστά σου, γι’ αυτό διατάζω βουβά τη μέση μου να με στηρίξει και συνεχίζω να σε κουράζω με τη φλυαρία μου.

Γυρνάω το κεφάλι, τάχα αφηρημένη, μα στην πραγματικότητα για να ρίξω άλλη μια θολή ματιά στο κατακόκκινο τριαντάφυλλο που μου έφερες και σήμερα, απαράλλαχτο με της προηγούμενης Κυριακής, και της ακόμα πιο προηγούμενης. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο από σένα σε κάθε σου επίσκεψη· τόσο αταίριαστο για μένα –τα κόκκινα τριαντάφυλλα είναι για παθιασμένες ενζενί κι όχι για γυναίκες που τα καλύτερά τους χρόνια πέρασαν πριν τόσο πολύ καιρό ώστε κανείς πια δεν τα θυμάται. Μόνη σου το βάζεις στο κρυστάλλινο βάζο· γεμίζεις νερό μέχρι τη μέση, το ακουμπάς στο κομοδίνο μου. Κι εγώ κάθε φορά που κοιτάζω το καινούριο τριαντάφυλλο –τάχα αφηρημένη– σκέφτομαι, σάμπως δεν θα ήθελε το άμοιρο να ‘ναι ακόμα γραπωμένο από τη μάνα του, να τρώνε οι ρίζες του απ’ το χώμα και να το δροσίζει η πάχνη το ξημέρωμα, αντί να στολίζει έτσι αταίριαστα τα παλιακά μου κρύσταλλα; Κι ύστερα σκέφτομαι αν αυτός που πρώτος βάλθηκε να ψήσει την άμμο, να φυσήξει την κολλώδη μάζα και να κάνει τους κόπους του ανθοδοχείο, φαντάστηκε ποτέ ότι θα συνεργούσε στην αιχμαλωσία ενός τόσο κόκκινου, τόσο μυρωδάτου τριαντάφυλλου; Αμφιβάλω· οι άνθρωποι δεν είναι φτιαγμένοι για να σκέφτονται τις συνέπειες των πράξεών τους. Από την άλλη μπορεί κι εγώ να υπερβάλλω.

Εσύ κάθεσαι ακόμα στην καρέκλα. Η ασταμάτητη φλυαρία μου σε φέρνει σε αμηχανία, και η αμηχανία σ’ οδηγεί στη σιωπή. Αν κάνω πως σωπαίνω κι εγώ: κενό. Σε κοιτάζω λιγάκι, όσο μου επιτρέπει η θολή όρασή μου. Απλώνω το χέρι σκύβοντας ολόκληρη και πιάνω το δικό σου. «Μωρέ μάνα», μου λες, «θα πάθει η μέση σου, ξάπλωσε επιτέλους στο κρεβάτι». Κουνάω το κεφάλι αρνητικά και σου σφίγγω το χέρι πιο πολύ. «Ευχαριστώ που ήρθες». Κοιτάζεις το ρολόι σου. «Να σου φτιάξω κάτι; Ένα τσάι! Θα φτιάξω και για μένα», μου λες. Σπρώχνεις το χέρι μου στην ποδιά μου, σηκώνεσαι και πας στο κουζινάκι, σκαλίζεις τα ντουλάπια, ανάβεις το γκάζι, μπορώ ν’ ακούσω από ‘δω το μπρίκι να βροντάει στο μάρμαρο. «Γάλα έχεις;», φωνάζεις. Ανοίγεις το ψυγείο και κοιτάζεις μόνη σου. Ξαναγυρίζεις με δυο κούπες. Το δικό μου τσάι θα κρυώσει πάνω στο κομοδίνο και θα το χύσω αργότερα στο νεροχύτη. Ισορροπείς την δική σου κούπα στα γόνατα και ρουφάς με μικρές θορυβώδεις γουλιές. Τίποτα δεν σου ‘μαθα από τρόπους.

«Ήρθε ο ηλεκτρολόγος;», ρωτάς. «Ήρθε μάτια μου· μα όπως ήρθε τον έδιωξα και του ‘πα να μην γυρίσει». Σηκώνεις το κεφάλι. «Γιατί;», με ρωτάς έκπληκτη. «Γιατί ήθελε να χαλάσει τη φωλιά». Δεν καταλαβαίνεις τί σου λέω κι είναι λογικό. «Τη φωλιά, στον τοίχο, πάνω απ’ την εξώπορτα. Βραχυκύκλωσε λέει το κουτί της παροχής και δεν ανάβει το φως». Σωπαίνεις λίγο. «Ωραία, και ποιο είναι το πρόβλημα;», με ρωτάς ύστερα. Προσπαθείς να κρατήσεις την ψυχραιμία σου, κι αυτό το εκτιμώ. «Ήθελε να την χαλάσει και δεν τον άφησα. Και μου ‘πε ότι αν δεν τον αφήσω δουλειά δεν γίνεται. Και τον έστειλα κι εγώ στο καλό του». Με κοιτάς απηυδισμένη, με σμιχτά τα φρύδια, όλο επίκριση. Την χάνεις την ψυχραιμία σου. «Και τί θα γίνει τώρα, ρε μάνα; Για να μην χαλάσει η φωλιά θα σ’ έχω εγώ κάθε βράδυ έγνοια μην τσακιστείς στις σκάλες; Θα τον πάρω να έρθει αύριο». Αχ, πώς το ξέρω το αυστηρό σου. Εγώ δεν σε μεγάλωσα; «Τσάμπα θα τον στείλεις, εγώ θα τον διώξω πάλι». Με βλέπεις που πεισμώνω, μα πεισμώνεις κι εσύ. Είσαι έτοιμη να βάλεις καυγά. Σου πιάνω πάλι το χέρι. «Θα τον διώξω μάτια μου. Η φωλιά είναι ένα σπίτι. Δεν θέλω να ‘ρθουν τα χελιδόνια την άνοιξη και να βρεθούν ξεσπιτωμένα. Έχουν ξεκινήσει από την άλλη άκρη του κόσμου για να ‘ρθουν εδώ, το καταλαβαίνεις; Σε τούτο το σπίτι, σε τούτη τη φωλιά. Θα κλωσήσουν τ’ αυγά τους, και θα κάνουν χελιδονάκια, και το φθινόπωρο θα φύγουν πάλι μακριά. Και θα μου λείψουν όταν φύγουν. Και θα τα περιμένω ξανά την επόμενη άνοιξη. Αν είναι να δω την επόμενη άνοιξη. Πάντως η φωλιά δεν χαλιέται». Τί να μου πεις; «Αχ, μωρέ μάνα, με τα χελιδόνια σου», λέει το στόμα σου.  «Γεροπαράξενη», μου λένε τα μάτια σου. Και πώς να σου πω ότι έχεις άδικο;

Σωπαίνεις πάλι. Πιάνεις ένα περιοδικό απ’ το καλάθι, γυρνάς τις σελίδες, δεν διαβάζεις τίποτα. Ξεφυσάς. Τ’ αφήνεις πάλι πίσω. Με κοιτάς. Σε κοιτάω. Ξεφυσάς. «Λοιπόν, πρέπει να πάω τώρα, ναι;». Κουνάω το κεφάλι. «Θα περάσω την άλλη βδομάδα». Φυσικά. Δεν κακοκαρδίζω. Σηκώνεσαι, μαζεύεις την τσάντα σου, την περνάς στον ώμο σου, στρέφεις το κορμί σου προς την πόρτα. Μετά σαν να θυμάσαι κάτι γυρνάς πίσω και με φιλάς στο μάγουλο. «Ώρα σου καλή», σου λέω. «Να προσέχεις», μου λες. Μα πότε αλλάξαμε ρόλους; Μετά φεύγεις. Θα κοιμηθώ λίγο το μεσημέρι και το απόγευμα ίσως ανοίξω την τηλεόραση.

 

Χαζεύοντας παλιά αρχεία ενός παλιού υπολογιστή βρήκα τούτο το διήγημα που συνέθεσα στην τρίτη Λυκείου για έναν διαγωνισμό που βέβαια ποτέ δεν κέρδισα. Η αγαπημένη μου καθηγήτρια απογοητεύτηκε ίσως περισσότερο από μένα τότε -εγώ μπορεί και στο βάθος να το ‘ξερα ότι οι λογοτεχνικές μου επιδώσεις δεν θα με δοξάσουν ποτέ. Όπως και να ‘χει λέω να το αναρτήσω εδώ γιατί ποτέ δεν ξέρεις· οι παλιοί υπολογιστές χαλάνε και τα παλιά αρχεία χάνονται, και είναι κρίμα. Δεν θα το διαβάσω καν αυτή τη στιγμή για τυχόν λάθη και τυπογραφικές αβλεψίες, δεν αντέχω ν’ αντικρίσω τα δεκαεπτά μου χρόνια.

Ποιος μπορεί να είναι σίγουρος για το τι του επιφυλάσσει η ζωή όταν βρίσκεται ακόμα στο ξεκίνημα της; Το απόγευμα εκείνης της βροχερής μέρας που είδε για πρώτη φορά το φως ένα όμορφο νεογέννητο αγοράκι, σίγουρα δεν μπορούσε να ξέρει τα μελλούμενα. Η μαμή το τύλιξε στις φασκιές και το απόθεσε στη ζεστή αγκαλιά της πολύ κουρασμένης, αλλά τόσο ευτυχισμένης, μητέρας. Ήταν όμορφο, σας το είπα και πριν, ροδαλό με κατάμαυρα απαλά μαλάκια. Σιγά-σιγά άνοιξε τα ματάκια του και έκλαψε σιγανά διεκδικώντας το στήθος της μαμάς του, ήπιε λαίμαργα το γάλα του και μετά αποκοιμήθηκε στο μεγάλο καλάθι που είχε στο παρελθόν φιλοξενήσει τους δυο μεγάλους του αδελφούς και τις τέσσερις αδελφές του.

Οι γονείς του χαμήλωσαν τη λάμπα και άναψαν το τζάκι, μετά άφησαν το μωράκι τους να κοιμηθεί και να δεχθεί την επίσκεψη που  σίγουρα θα του έκαναν οι τρεις Μοίρες, για να το ράνουν με χάρες και να γεμίσουν την καρδιά του καλοσύνη. Τι έγινε το βράδυ εκείνο στην μισοσκότεινη κάμαρα δεν μπορώ να το ξέρω. Τι δώρα πήρε το μικρό αγόρι από τις αιθέριες νύμφες κανείς δεν το γνωρίζει, όμως τη νύχτα εκείνη, ένα άστρο τρεμόπαιζε πάνώ από το ξύλινο σπιτάκι. Οι ασημένιες ακτίνες του πέρασαν το μισάνοιχτο παράθυρο και έδωσαν ένα φιλί στο κοιμισμένο παιδάκι. Και το Μέλλον άρχισε να μετρά αντίστροφα.

Οι εποχές κυλούν πολύ γρήγορα, και τα χρόνια τρέχουν λες και κάποιος βιαστικός κύριος, που δεν μπορεί να περιμένει, τα σπρώχνει με το ροζιασμένο μπαστούνι του να κατρακυλήσουν από μια απότομη κατηφόρα. Κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια και για το μικρό μας ήρωα. Το ροδαλό μωράκι έδωσε την θέση του σε ένα άταχτο παιδάκι και αυτό με τη σειρά του σε ένα ζωηρό και ανήσυχο αγόρι. Στα δεκαπέντε του χρόνια ήδη «ήξερε» καλά τι ήθελε να κάνει. Δεν του χρειαζόταν πια να το σκεφτεί. Ο κόσμος του άνοιγε την αγκαλιά του και τον προσκαλούσε σε μοναδικές απολαύσεις, η ζωή στο μικρό χωριό του δεν είχε τίποτε άλλο να του προσφέρει και αυτός βιαζόταν να πετάξει σε νέους ορίζοντες. Μάταια έκλαιγε η μάνα του και φοβέριζε ο πατέρας του.

Νύχτα έφυγε, έχοντας μέσα σ’ ένα μικρό δισάκι μια αλλαξιά ρούχα και ένα κομμάτι ψωμί. Τα λίγα λεφτά που είχε κερδίσει καθαρίζοντας τους στάβλους του γείτονα θα του έφταναν για να αγοράσει ένα εισιτήριο για τη μεγάλη πόλη. Το ξημέρωμα τον βρήκε στο δρόμο για τη διπλανή κωμόπολη. Μεσημέρι έφτασε και πλησίασε στο σιδηροδρομικό σταθμό κορδωμένος για να δείχνει μεγαλύτερος. Ο υπάλληλος στο γκισέ δεν του έριξε ούτε μια ματιά, απλά έκοψε γρήγορα το εισιτήριο και συνέχισε να λαγοκοιμάται στην καρέκλα του. Μόνο ο σταθμάρχης τον κοίταξε καχύποπτα: «Μονάχος σου είσαι, μικρέ;», του είπε. Χωρίς να περιμένει απάντηση, φύσηξε δυνατά τη σφυρίχτρα του.

Αναστενάζοντας με ανακούφιση ο μικρός μας σκαρφάλωσε στο βαγόνι, έγειρε στο άβολο, σκληρό κάθισμα και έκλεισε κουρασμένος τα μάτια του. Δευτερόλεπτα μετά τα ξανάνοιξε κοιτάζοντας το τοπίο που άλλαζε με ταχύτητα. Το μεγάλο ταξίδι είχε αρχίσει. Η περιπέτεια και όλα όσα είχε διαβάσει στα βιβλία τον περίμεναν. Με αυτή την ιδέα νύχτωσε και ξημέρωσε.

Τότε, το τρένο σταμάτησε στον τελευταίο σταθμό. Εκεί κατέβηκε και κίνησε για την αγορά. Όλη την προηγούμενη μέρα δεν είχε φάει τίποτε, αλλά και πάλι δεν πεινούσε, σκέφτηκε για λίγο τους δικούς του και αναστέναξε, μα η έλξη που ασκούσε πάνω του το άγνωστο ήταν πολύ μεγαλύτερη.

Φθάνοντας στην αγορά ορθάνοιξε τα μάτια παραξενεμένος. Τί πολύς κόσμος! Ποτέ του δεν είχε δει τόσους ανθρώπους μαζεμένους όλους μαζί, να φωνάζουν και να χειρονομούν έντονα πάνω  από τους βαρυφορτωμένους πάγκους. Αγόρασε με όσα χρήματα του είχαν απομείνει ένα καρβέλι ψωμί και δυο πορτοκάλια. Μπήκε μετά σε ένα χαμηλό μαγαζί, ένα βαφείο δερμάτων, και πλησίασε θαρρετά τον καταστηματάρχη. «Θέλω δουλειά» είπε με το θράσος που διακρίνει τους νέους. Ο άνδρας τον κοίταξε καλά, ήταν ψηλό, γεροδεμένο αγόρι και θα μπορούσε να του φανεί πολύ χρήσιμο.

Και έτσι του έδωσε δουλειά. Τέσσερις μήνες πέρασε κοντά του το αγόρι, χτυπώντας, πλένοντας και βάφοντας δέρματα. Ήταν δουλευτής καλός και πρόθυμα ο τεχνίτης θα τον κρατούσε στη δούλεψη του, αλλά εκείνος είχε άλλα όνειρα. Η ζωή στη μεγάλη πόλη είχε ήδη χάσει την μαγεία της. Και στους τέσσερις μήνες επάνω μπαρκάρισε με ένα μεγάλο εμπορικό για την Αραπιά.

Βδομάδες ολόκληρες ταξίδευαν με άσχημο καιρό, πέρασαν από φουρτούνες που έκαναν μεγάλους άντρες να κλαίνε σαν μωρά, το καράβι δεν βρέθηκε ούτε μια μέρα σε ησυχία, ήταν λες και οι σειρήνες των θαλασσών είχαν βαλθεί να το βουλιάξουν για να γλεντήσουν με τους άμοιρους ναυτικούς στα σκοτεινά και κρύα βάθη του ωκεανού. Όταν οι ναύτες είδαν ότι η κακοκαιρία δεν έλεγε να πάψει και ότι στα σοβαρά το μέλλον τους ήταν πολύ αβέβαιο, έτρεξαν στον καπετάνιο. «Κακό στοιχειό έχει μέσα στο καράβι, του είπαν, ούτε γυναίκα να ‘χαμε στο μπάρκο δε θα γινόταν τέτοιος χαλασμός, και άντε να φουντάρουμε τον πιτσιρίκο, να φάνε σάρκα οι γοργόνες, να μας αφήσουν ησύχους».

Συνέχεια

Ήταν ένα γλυκό βράδυ, το τελευταίο ενός δύσκολου Απρίλη. Ο Πάνος, ο Χρήστος κι εγώ απολαμβάναμε την πραότητα της νυχτιάς, την χωρίς αναστολές ηρεμία που προηγείται της αργίας, αυτή τη θεσπέσια ραστώνη που σε καθηλώνει σε μια μουδιασμένη, αλλά ευχάριστη απραξία. Περπατήσαμε μέσα στον κόσμο, στην Μαρίνα του Φλοίσβου, και ύστερα, κουρασμένοι από τα φώτα και την βαβούρα που φτιάχνει ο άνθρωπος, εξαντλημένοι απ’ τη ζέστη τόσων σωμάτων παράλληλα στα δικά μας, στρίψαμε στο πάρκο και ξανασάναμε σ’ ένα ξύλινο κιόσκι, σε μια σκοτεινή γωνιά. Μια βουερή ησυχία μας κάλυπτε, ο ήχος της πόλης που ανάσαινε κάπου μακριά. Δεν μιλούσαμε πολύ. Μόνο όταν πεινάσαμε αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε τις επιλογές μας, που την ώρα εκείνη ήταν ιδιαιτέρως περιορισμένες έτσι κι αλλιώς. Να ήταν σουβλάκι; Να ήταν κρέπα; Εγώ μια σαλάτα ήθελα η κακομοίρα.

Και τότε το ακούσαμε. Μια κραυγή αγωνίας μέσα στη νύχτα, ένας λυγμός που έσπαγε απ’ τον πόνο και την απελπισία, η ίδια η φωνή της οδύνης. Ο Χρήστος νόμισε ότι έλεγε «Χάρρυ». Ο Πάνος κι εγώ νομίσαμε ότι λέει «Άρη». Κάναμε όλοι λάθος. Ο συντετριμμένος άνθρωπος πλησίασε το κιόσκι μας. Ο πόνος ήταν τυπωμένος στις γραμμές του μετώπου του. Ιδρώτας έσταζε στο γαλάζιο πουκάμισό του, σκοτεινιάζοντας τις λευκές ρίγες: «Παιδιά, έχετε δει τον Λάρυ;», μας είπε με τα μάτια βουρκωμένα. Τον κοιτάξαμε με κενό βλέμμα. Ποιος διάολος ήταν ο Λάρυ; «Ένα καφέ λαμπραντόρ, μικρό, ενός χρόνου, το έχασε η κοπέλα μου». Κάθε λέξη που ξεστόμιζε φαινόταν να του καρφώνει ένα μαχαίρι στην καρδιά. Δεν είχαμε δει τίποτα. Όχι τον Λάρυ τουλάχιστον. Μια αγέλη αδέσποτων σκύλων που συναντήσαμε νωρίτερα να κάνει ασχήμιες φαινόταν πολύ κακοαναθρεμμένη για να έχει συμπεριλάβει τον Λάρυ στην παρέα της. «Παιδιά, αν τον δείτε κρατήστε τον, είναι πολύ ήρεμος, έχει καφέ λουρί. Τον ψάχνω, αν τον δείτε κρατήστε τον», μας ικέτεψε. Απαντήσαμε πως φυσικά θα το κάνουμε, και δευτερόλεπτα πριν ο τραγικός ιδιοκτήτης του Λάρυ χαθεί πίσω απ’ τους θάμνους ο Πάνος του φώναξε: «Δεν μας αφήνετε ένα τηλέφωνο να σας πάρουμε άμα τον δούμε;». Ο απεγνωσμένος κύριος φώναξε τον αριθμό κι έφυγε τρέχοντας.

Ύστερα απ’ αυτό η διάθεση έπεσε. Πώς να συλλάβει ο νους του ανθρώπου τη δυστυχία του να χάνεις τον σκύλο σου; Την απόγνωση; Την τραγικότητα της στιγμής; Μείναμε πίσω να το κουβεντιάζουμε. Κανένα απ’ τα τρία σκυλιά που εμφανίστηκαν σύντομα μετά το περιστατικό δεν ήταν ο Λάρυ. Κυνηγούσαν μια γάτα που έτρεξε σαν αστραπή και σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο, και έμεινε εκεί φτύνοντας με ειρωνεία τους διώκτες της. Τα σκυλιά την αγνόησαν και καταπιάστηκαν με το να μυρίζουν το ένα τον πισινό του αλλουνού. Ύστερα επιχείρησαν να αλληλοκαβαληθούν, χωρίς μεγάλη επιτυχία, καθότι και τα τρία αρσενικά. Η ώρα περνούσε. Σκεπτόμουν τον Λάρυ διαρκώς και μαύριζε η ψυχή μου. «Θεέ μου, ελπίζω να τον έχει βρει», ευχήθηκα. Κι έπειτα ήρθε η ώρα να φύγουμε. Σηκωθήκαμε και κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο του πάρκου. Λίγο πριν την πύλη ξανασυναντήσαμε τ’ αφεντικό του Λάρυ. Ακόμα πιο ιδρωμένος, ακόμα πιο απελπισμένος, καταβεβλημένος από την μάταιη αναζήτησή του. «Ακόμα τίποτα;», τον ρώτησα. «Τίποτα δυστυχώς», μου απάντησε με το κεφάλι κατεβασμένο για να μην αναλυθεί σε λυγμούς.

Ο Λάρυ παρέμενε χαμένος. Ε, λοιπόν, not on my watch! Κοίταξα τους συνπεριπατητές μου: «Δεν θα ήταν ωραία αν βρίσκαμε τον Λάρυ;», τους είπα. Δεν φάνηκαν να ενθουσιάζονται φοβερά με την ιδέα. Λίγη σημασία είχε. «Ας πάμε να βγούμε από την πάνω έξοδο», πρότεινα. Έπρεπε οπωσδήποτε να παρατείνω την παραμονή μας στο πάρκο, κόντρα στην άρνηση των συντρόφων μου. Άρχισα να περπατάω προς τα πάνω σφυρίζοντας ένα στιβαρό σκυλίσιο κάλεσμα και κάνοντας εκείνον τον ήχο με τα χείλια, που μοιάζει με «μουτς», αλλά αποτελεί ακαταμάχητη πρόσκληση για τα τετράποδα. «Σταμάτα ν’ ασχολείσαι, ο Λάρυ είναι κάπου και γνωρίζει τον έρωτα», μου είπε κάποιος απ’ τους δυο, δεν θυμάμαι καν ποιος, δεν έδωσα σημασία, δεν είχε σημασία. Ήξερα ότι μπορώ να βρω τον Λάρυ, ότι αυτό το σκυλί δεν έπρεπε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σ’ έναν αφιλόξενο δρόμο. Συνέχισα ν’ ανεβαίνω μέχρι τις γραμμές του τραμ. Βγήκα ένα λεπτάκι μέχρι το δρόμο. Ούτε ίχνος. Πτοημένη γύρισα πίσω. Ο Πάνος με συνάντησε στα μισά του δρόμου: «Ξέρω ότι πονάς για τον Λάρυ. Αλλά you must let go. Δεν μπορείς να τον βρεις. Κανείς δεν μπορεί πια».

Όχι. Δεν ήταν δυνατόν να πιστέψω σε μια τέτοια θλιβερή πραγματικότητα. Συνέχισα να κοιτάζω μέσα στους θάμνους και τα καχεκτικά δεντράκια. Ήξερα ότι ο Λάρυ είναι κάπου εκεί, τρομαγμένος, μόνος, λυπημένος. Έπρεπε να τον βρω. Συνεχίσαμε να κατεβαίνουμε το σκοτεινό μονοπάτι. Σε κάθε βήμα οι ελπίδες λιγόστευαν. Μα η επιμονή μου μεγάλωνε. Και κάπου εκεί, στο τέλος του δρόμου, σαν σε θέατρο σκιών, βλέπουμε από μακριά κάποιες μορφές να σαλεύουν. Τρία σώματα να στήνουν έναν γήινο χορό και να περιπλέκονται με την ηδυπάθεια που απαιτεί μια ανοιξιάτικη νύχτα. Ίσως… ίσως ακόμα υπήρχε μια ελπίδα. Μια μοναδική, αλλά πολύτιμη και σπάνιο δώρο που έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε με σοφία. Πλησιάσαμε προσεκτικά. Και ναι, εκείνος ο μισοκαβαλημένος σκύλος, με τη μύτη του στον πισινό ενός τρίτου, και τη γλώσσα έξω, ήταν λαμπραντόρ, και φορούσε καφέ λουρί. Ήξερα ότι έχουμε βρει τον Λάρυ μας. Ο Πάνος τηλεφώνησε στον ιδιοκτήτη. Εγώ προσπάθησα να τον πιάσω. Μάταια. Ο Λάρυ δεν με ήξερε. Δεν θα καθόταν να τον φυλακίσω μια νύχτα που εξασκούσε όλα του τα βασικά ένστικτα. Τον ακολουθήσαμε.

Ο Πάνος έδινε οδηγίες στον ιδιοκτήτη για να μας βρει, ο Χρήστος κι εγώ προσπαθούσαμε να κυκλώσουμε τον Λάρυ για να μην ξεφύγει πολύ μακριά. Ομολογουμένως την περισσότερη ώρα απλά τον κυνηγούσαμε. Το σκατόσκυλο μας γύρισε σ’ όλο το Φλοίσβο. Όταν φτάσαμε στους κυματοθραύστες μας πρόλαβε το αφεντικό. «Λάρυ!», ανάκραξε με αγαλλίαση. «Λάρυ, εσύ είσαι! Εσύ!». Ο Λάρυ έτρεξε στο αφεντικό του. ο στόχος μου είχε εκπληρωθεί. «Σας ευχαριστώ παιδιά, σας ευχαριστώ πολύ», επαναλάμβανε ο άνθρωπος εξαντλημένος από την τόση ξαφνική ευτυχία. Διακριτικά στρίμωξα την κόκκινη μπέρτα μου κάτω απ’ το παντελόνι. Δεν υπήρχε λόγος να διεκδικήσω τιμές. Η δόξα δεν με απασχολεί. Με ενδιαφέρει μόνο που η αποστολή εξετελέσθη. Που ο Λάρυ και ο ιδιοκτήτης του βρέθηκαν πάλι μαζί. Μέχρι να τον ξαναχάσει τουλάχιστον.

Αυτή είναι η ιστορία εκείνης της τελευταίας νύχτας του Απριλίου. Σας την διηγήθηκα όπως συνέβη, γιατί ένα τέτοιο σπάνιο ανδραγάθημα δεν πρέπει να ξεχαστεί στο χρόνο. Γιατί ο ηρωισμός μου πρέπει να συνεχίσει να εμπνέει γενιές και γενιές μετά από μένα. Και να σώζει σκύλους ξημερώματα Πρωτομαγιάς whenever possible.

by Evita Lykou on Tuesday, 1 May 2012 at 10:32

Φιλική προειδοποίηση: Αν είστε επιρρεπής σε εφιάλτες αποφύγετε την ανάγνωση του παρακάτω κειμένου.

Σκαρφάλωσε έξω απ’ το κουτί του αθόρυβα. Βρέθηκε μ’ ένα πήδο στο πάτωμα κι έμεινε εκεί, στιγμιαία ακίνητος. Ύστερα άρχισε να ξετυλίγει τα μέλη του. Ένα χέρι, ένα πόδι, κατόπιν απ’ την άλλη μεριά, δυο έχει απ’ το καθένα. Τέντωσε τον αυχένα του, σαν γατί, από δεξιά στ’ αριστερά και πάλι πίσω∙ οι τρίχες του κεφαλιού του ολόρθες, σαν να τον είχαν περιλούσει με κρύο νερό. Τινάχτηκε νευρικά κι άνοιξε τα μάτια του που είχε ως εκείνη τη στιγμή κρατήσει κλειστά, σαν από συνήθεια. Βλεφάρισε να καθαρίσει την όρασή του που την βρήκε θολωμένη. Κοίταξε μπροστά του∙ ένας ορθογώνιος, κενός χώρος. Σανιδένιο δάπεδο, σαν ένα μεγάλο καφάσι, τριγύρω οριοθετημένο από μια βαριά, ξεφτισμένη κουρτίνα σε τόνους που θα μπορούσαν να είναι σκούρο κόκκινο. Το χρώμα του αίματος. Του πηγμένου αίματος. Η κουρτίνα χανόταν προς τα πάνω σε ένα αδηφάγο σκοτάδι. Και μια παράξενη ησυχία, λες κι είχε ανασταλεί ο θόρυβος για μια στιγμή, όσο η εξέδρα κρατάει την ανάσα της πριν ο ποδοσφαιριστής χτυπήσει το πέναλτι. Προσπάθησε να μυρίσει τον αέρα∙ μια γλυκερή υγρασία, ανακατεμένη με τη μυρωδιά του ανθρώπινου κορμιού που έπειτα κατάλαβε ότι προερχόταν απ’ τον ίδιο. Ήταν γυμνός. Αστείο πως δεν το είχε καταλάβει μέχρι τώρα. Το μαλακό των οπισθίων του ακουμπούσε στο ξύλινο πάτωμα. Με τα χέρια του άγγιξε σπιθαμή προς σπιθαμή το σώμα του. Πρόσωπο, στέρνο, τα δυο του μπράτσα, η κοιλιά του εκεί, τα γεννητικά όργανα κρέμονταν ανέπαφα, μπούτια και γάμπες, πατούσες, όλα εκεί. Τα έπιανε με τις παλάμες του, τα ψηλάφιζε με τα δάχτυλά του· δεν πονούσε πουθενά, πουθενά συγκεκριμένα, μα αισθανόταν ένα απροσδιόριστο μούδιασμα στο κεφάλι. Έψαξε προσεκτικά το κρανίο του για κάποιο καρούμπαλο που θα δικαιολογούσε τον αποπροσανατολισμό και το μούδιασμα, μα δεν βρήκε τίποτα. Μόνο που τα μαλλιά του κολλούσαν στο χέρι του, φριχτά λαδωμένα και νωπά απ’ τον ιδρώτα. Σηκώθηκε διστακτικά, δοκιμαστικά, και προσπάθησε να σταθεί όρθιος. Δεν αντιμετώπισε μεγάλη δυσκολία, αν και ένιωθε πράγματι τα πόδια του κάπως αδύναμα, να δυσανασχετούν κάτω απ’ το βάρος του κορμιού του.

Έκανε δειλά ένα βήμα, νιώθοντας ένα ρεύμα αέρα να χτυπάει τ’ απόκρυφά του, να περνάει ανάμεσα απ’ τη σχισμή του κώλου του και να σκαρφαλώνει στην ιδρωμένη του πλάτη. «Κρύος ιδρώτας». Αυτή είναι η έκφραση που έψαχνε. Όλο έμοιαζε το μυαλό του να ψάχνει λέξεις, και η κατάλληλη ορολογία να έρχεται με καθυστέρηση να βρει τη θέση της μπροστά στην εικόνα του αντικειμένου. Καμπούριασε τους ώμους του, σαν για να προστατευτεί απ’ το κρύο, και έκανε τα πρώτα δειλά βήματα γύρω απ’ το κουτί του. Άπλωσε την παλάμη του να το νιώσει: τίποτα ενδιαφέρον εκεί. Μια χοντρή χαρτονένια κούτα· μάλλον θα ήταν καφέ στο χρώμα, και στην αφή σαν κάθε χαρτονένια κούτα από ενάρξεως της μπακαλικής. Έβγαλε τη γλώσσα του και την ακούμπησε στο κουτί, σαλιώνοντας το επιμελώς, προσπαθώντας να εντοπίσει μια γεύση που να του λέει κάτι. Γεύση από χαρτόνι και τίποτα άλλο. Μα τί περίμενε; «Τί κάνω εδώ;». Η ερώτηση επιτέλους σχηματίστηκε, μετά από σημαντική καθυστέρηση. Με κόπο έβαλε τα δεδομένα του σε μια τάξη.

Συνέχεια

Τρίτη, 11 Σεπτεμβρίου 2001:

Το πρωινό εκείνο του Σεπτέμβρη ξημέρωσε ανέφελο. Ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό. Το μεγάλο παράθυρο έμοιαζε με πύλη για ένα αψεγάδιαστο σύμπαν. Η μυρωδιά του καφέ πλημμύρισε το διαμέρισμα, όπως κυλούσε το φως μαλακά μέσα από το τζάμι και ξάπλωνε σε έναν έναν τους τοίχους της κρεβατοκάμαρας. Το ξυπνητήρι χτύπησε για δεύτερη φορά. Πιο επιτακτικά, καταφατικά και τελεσίδικα. Κι εκείνος δεν είχε άλλη επιλογή. Είχε ξεπεράσει τον ύφαλο της Δευτέρας και ο σκόπελος της Τρίτης φάνταζε εύκολος προς αποφυγή. Αυτά σκεπτόμενος προχώρησε προς το μπάνιο χωρίς να συναντήσει άλλη ψυχή ζωντανή εκτός από τη μυρωδιά του καφέ που αναδευόταν στα κύματα του αέρα.

Η εξώπορτα ξεκλείδωσε όσο εκείνος προσπαθούσε να προσγειωθεί στη στρατόσφαιρα διαμέσου του κρύου νερού. Εκείνη μπήκε στο σπίτι. Κρατούσε μια χάρτινη σακούλα με μικρά κέικ για το πρωινό, για το οποίο είχε στρώσει όμορφα το τραπέζι δίπλα στο μεγάλο παράθυρο. Πήραν το γεύμα τους αμίλητοι. Πολύ νωρίς για λόγια· κάθε είδους. Την φίλησε απαλά στα μαλλιά πριν ξεκινήσει την οικεία διαδρομή. Εκείνη βγαίνει από το σπίτι και κατευθύνεται στο πάρκο. Σε έναν ανοιχτό χώρο, κάπου που θα φυσάει απομίμηση φρέσκου αέρα. Και όταν φτάνει εκεί σταματά και στέκεται. Και σκέφτεται. Βιώνει μια παύση των ρυθμών της πόλης μπροστά στην λίμνη με τις πάπιες. Τα λεπτά κυλούν και τα κρωξίματα των υδρόβιων πτηνών συγχρονίζονται με τις στάσεις του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου. Το τρένο έφτασε και έφυγε βιαστικό. Κουβαλώντας σώματα. Κάνοντας μια περίεργη συγκομιδή και αποκομιδή σε κάθε του στάση. Εναποθέτοντας ψυχές στην άκρη κάθε αποβάθρας. Εναποθέτοντας και την δική του ψυχή στην άκρη του σταθμού προορισμού. Λίγα βήματα, βιαστικά και μετρημένα, συνηθισμένα, παγιωμένα, προδιαγεγραμμένα.

Η είσοδος στο γραφείο δεν ενέχει κανένα ταρατατζούμ. Πλήξη. Και ανία αφόρητη. Τόσο όσο να νοσταλγείς την περίοδο που μπορούσες να ξοδέψεις ώρες από τη ζωή σου διερωτώμενος πού κρύβονται οι πάπιες της λιμνούλας τον χειμώνα, όταν η λίμνη παγώνει. Παγώνει. Το αναπάντεχο ρεύμα που της ανακάτεψε τα μαλλιά την παγώνει. Ακινητοποιημένη σε μια απαθή στάση σώματος κοιτά το άπειρο. Και η ώρα κυλά ακόμα. Η έκρηξη δεν την μετακινεί, δεν την αγγίζει στο ελάχιστο. Όλα είναι γύρω της, και πιο πολύ μέσα της, άξαφνα παγωμένα. Το κτίριο λειώνει. Οι ασύλληπτα υψηλές θερμοκρασίες ανακατεύονται με την κάψα της αγωνίας και του ακατάσχετου φόβου, με την μυρωδιά του τρόμου και του πανικού. Τρέξτε για τις ζωές σας. Τρέχει κι εκείνος στα τυφλά, σε μια σκοτεινιασμένη σκάλα παρέα με άλλα κορμιά που αναπνέουν ρηχά μεγάλες ποσότητες καπνού. Κι όταν φτάνει στο ισόγειο και από εκεί κατευθύνεται στον κάποτε δρόμο έχει μια αίσθηση μόνο και καμιά σκέψη μέσα στο μυαλό του. Το όνειρο κατέρρευσε.

Εκείνη το μαθαίνει από την αλλαγή στον χώρο. Ξαφνικά το πάρκο μυρίζει τραγωδία. Ο καπνός, η φωτιά και το λειωμένο μέταλλο βρίσκονται πολύ μακριά απ’ αυτήν. Όμως την έχουν κάπως φτάσει και μιλούν μέσα της, περνούν μπροστά από τα μάτια της χωρίς προειδοποίηση και χωρίς παύση. Επιστροφή στο σπίτι. Η τηλεόραση θρηνεί και ανθίσταται. Η τηλεόραση η μόνη επικοινωνία με τον άλλο εκείνο κόσμο. Τον μέχρι πρότινος δικό τους κόσμο που έτσι, άξαφνα έγινε άλλος. Δεν μπορεί να τον βρει πουθενά. Τα τηλέφωνα βουβά και αναίσθητα. Τα λεπτά κυλούν ακόμα. Και οι ώρες. Εκείνη δεν βγαίνει απ’ το σπίτι. Δεν πάει να στηθεί στον «τόπο της τραγωδίας». Κάθεται και κοιτά το κενό, το κενό που η εικόνα κι ο ήχος δεν μπορούν να γεμίσουν. Και δεν αισθάνεται τίποτα. Ούτε έλλειψη, ούτε πόνο, ούτε θλίψη. Μόνο την πρωινή παγωνιά να την κατακυριεύει ολόκληρη.

Πολύ αργότερα το κλειδί γυρνά και πάλι στην κλειδαριά και η πόρτα ανοίγει. Εκείνος μπαίνει μέσα. Σκονισμένος, μαύρος από τους καπνούς και να μυρίζει θάνατο. Εκείνη απλά σηκώνει το βλέμμα και τον κοιτά σαν να βλέπει έναν ξένο. «Α, ήρθες», του λέει μόνο. Την αγκαλιάζει και στέκονται εκεί ώρα πολύ. Δεν υπάρχει τίποτα να πουν, ο φόβος και το σοκ έχουν στραγγίξει κάθε έλλογη σκέψη.

  Συνέχεια

Άλλαζε θέση στα φλιτζάνια στο σύνθετο. Τρία μπροστά, δυο πίσω· ή μήπως ανάποδα; Τους άλλαξε θέση ξανά. Με τίποτα δεν ήταν ικανοποιημένη. Τραβήχτηκε μακριά και τα κοίταξε με κριτικό μάτι. Κάτι δεν της πήγαινε καλά. Έπιασε πάλι το ξεσκονόπανο και πέρασε το ράφι γι’ άλλη μια φορά. Τα τζάμια μετά. Είχαν θαμπώσει απ’ την καλοκαιρινή σκόνη και η ζέστη μετέτρεπε τη βρωμιά σε μια κολλώδη μάζα που δεν έβγαινε με τίποτα. Έτριβε ασταμάτητα για δυο ώρες, μέχρι που ολόκληρο το σαλόνι άστραψε. Στο τέλος πέρασε ένα σφουγγάρισμα τα πατώματα και είπε πια πως είναι ώρα να κάτσει. Έβαλε μια κρύα πορτοκαλάδα και σωριάστηκε στον καναπέ. Τα μπράτσα της πονούσα απ’ το τρίψιμο και το τέντωμα, τα πόδια της απ’ την ορθοστασία. Άνοιξε την τηλεόραση και περιδιάβηκε τα κανάλια για λίγο. Τίποτα να δεις, πραγματικά τίποτα. Την έκλεισε πάλι. Ακούμπησε πίσω και κοίταξε το δρόμο απ’ το παράθυρο. Άδειος κι αυτός. Αυγουστιάτικο απόγευμα, ακόμα ο ήλιος καίει, κι άλλωστε, ποιος έχει απομείνει μέσα στην Αθήνα καλοκαιριάτικα; Ούτε φύλλο δεν κουνούσε στις κατσιασμένες νεραντζιές. Ένα αυτοκίνητο πότε-πότε τάραζε την ησυχία κι ύστερα χανόταν στο βάθος του δρόμου. Κατά τ’ άλλα σιωπή. Σκέφτηκε ν’ ανοίξει το ραδιόφωνο, μα δεν της έκανε όρεξη. Ένας πονοκέφαλος είχε εμφανιστεί απ’ το πουθενά και τώρα εγκαθίσταντο πανηγυρικά στο δεξί της ημισφαίριο. Την τράνταζε ρυθμικά, ακολουθώντας το τέμπο που έβαζαν οι χτύποι της καρδιάς της. Τα φάρμακα δεν της άρεσαν και προτιμούσε να μην τα παίρνει, εκτός κι αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Έμεινε εκεί άπραγη με τον πονοκέφαλό της. Δεν είχε κάτι άλλο να κάνει. Στήριξε το κεφάλι της στην πλάτη του καναπέ και το άφησε να βουρλίζεται. Μέσα στην ησυχία ο μόνος ήχος ερχόταν από μέσα της: ταράμ… ταράμ… ταράμ…

Ξύπνησε όταν είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά. Η ατμόσφαιρα είχε δροσίσει ελάχιστα· το μπλε μπλουζάκι της ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και λίγο σάλιο είχε κυλήσει απ’ το πηγούνι στο λαιμό της. Μουδιασμένα σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο· πλύθηκε τρίβοντας γερά το πρόσωπό της· άλλαξε και ξυπόλυτη προχώρησε ως την κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο μα τίποτα δεν της έκανε κέφι. Ήθελε ένα κανονικό, μαγειρεμένο γεύμα, μα με τέτοια ζέστη δεν της πήγαινε ν’ ανάψει φούρνο, κι άλλωστε είναι πάντα θλιβερό να μαγειρεύεις σωστό φαΐ για ένα άτομο μονάχα. Έκοψε με το χέρι ένα κομμάτι ψωμί και το μασούλησε επιτόπου. Μετά μάζεψε τα ψίχουλα και ξανάκατσε στο σαλόνι. Δεν άναψε φως. Τα φώτα του δρόμου κι αυτά απ’ τα απέναντι μπαλκόνια ήταν αρκετά. Το καλοκαίρι είναι πάντα σκληρό για την Ελένη. Απ’ όταν κλείνουν τα σχολεία κλείνεται κι αυτή στο δυάρι και δεν την βλέπει άνθρωπος μέχρι το Σεπτέμβρη. Το χειμώνα έχει τα παιδιά της –τα παιδιά των άλλων. Ανοίγει τα μικρούλια τους μυαλά και τα γεμίζει με τ’ αλφάβητο, τους αριθμούς, λέξεις και νοήματα, ποιήματα, χρώματα, μουσικές. Κι ύστερα έρχεται ο Ιούνιος και πάντα τα χάνει. Τον επόμενο Σεπτέμβρη που θα τα ξαναβρεί είναι πια άλλα παιδιά· καινούρια σύνορα. Και πάντα ξεκινά να τα διαβεί με την ίδια αφοσίωση, την ίδια προσήλωση κι επιμονή. Την ημέρα τα ζαλίζει με το έψιλον και το ρω, λιγάκι πρόσθεση κι αφαίρεση ύστερα από λίγο. Τα βράδια χαϊδεύει τα μπλε τετράδιά τους· κι αν τα σημαδεύει με κόκκινο μελάνι ακόμα τ’ αγαπά. Τα φροντίζει, τα βάζει στην τσάντα της προσεκτικά για να τα πάρει την επομένη στο σχολείο ατσαλάκωτα. Κι έτσι οι μέρες της περνούν. Ώσπου να έρθει το καλοκαίρι κάθε φορά. Κι ύστερα οι μέρες πια δεν περνούν· στοιβάζονται η μια πάνω στην άλλη και υψώνουν τοίχους τριγύρω της. Αλλά τα βράδια του Αυγούστου… ένα ελάχιστο αεράκι κάνει τις δαντελένιες κουρτίνες να χορεύουν απαλά και της θυμίζει ότι ο Σεπτέμβρης δεν είναι πια μακριά· και της θυμίζει ν’ ανασάνει. Τα βράδια… Στέκεται όρθια πλάι στο παράθυρο και δεν περιμένει. Δεν έχει τίποτα να περιμένει και το ξέρει καλά. Αυτή η επίγνωση το κάνει ακόμα πιο τελεσίδικο, εντελώς δεδομένο.

Πέρασε η ώρα· περίεργο κι όμως νύσταζε πάλι ή νυστάζει ακόμα, πάντως θέλει να κοιμηθεί, κι έτσι κλειδώνει το σπίτι, ασφαλίζει τα παράθυρα, τραβάει το σύρτη στην πόρτα. Θα κάνει ένα κρύο ντους και θα βάλει την φαρδιά, ξεφτισμένη φανέλα που φοράει για νυχτικό. Χαζεύει λίγο μπροστά απ’ τον καθρέφτη, σκιές να σχηματίζονται στο πρόσωπό της απ’ τον χαμηλό φωτισμό του πορτατίφ. Στα σαράντα οχτώ της δεν είναι άσχημη γυναίκα η Ελένη. Τα μαλλιά της είναι ακόμα αστραφτερά καστανά, με ασημένιες λάμψεις διάσπαρτες στους κροτάφους. Τα μάτια της λαμπερά, με μεγάλες εντυπωσιακές βλεφαρίδες κι έντονα τοξωτά φρύδια που της δίνουν ένα ύφος λίγο πιο αυστηρό απ’ ό,τι ισχύει στην πραγματικότητα. Αλλά στο πλάι των ματιών της αυτές οι λεπτές γραμμές βαθαίνουν χρόνο με το χρόνο, και ανάμεσα στα φρύδια της δυο ρυτίδες έχουν χαραχτεί μόνιμα και μη αναστρέψιμα. Σηκώνει το χέρι και τις χαϊδεύει απαλά με τ’ ακροδάχτυλά της. Κλείνει τα μάτια και τις νιώθει σαν ουλές πάνω στο πρόσωπό της, ξεχωρίζουν στην αφή. Τα δάχτυλά της κατεβαίνουν στη μύτη, πάντα πολύ μεγάλη την θεωρούσε, στα χείλη που λίγο τρέμουν, έτσι, χωρίς λόγο. Σφίγγει το λαιμό της, με τα δυο της χέρια, μόλις η πίεση αρχίσει να την ζαλίζει σταματά. Έχει όμορφο λαιμό, το δέρμα σφιχτό ακόμα, δεν έχει αρχίσει να χαλαρώνει, να σακουλιάζει. «Σύντομα», σκέφτεται. Τα μάτια της τής γυρίζουν ένα βλέμμα οίκτου μέσα απ’ τον καθρέφτη. «Ώρα για ύπνο», λέει δυνατά στον εαυτό της. Σβήνει το φως και κοιμάται.

Συνέχεια

Μια ελεγεία στην πράσινη σαλάτα

Ένα Σαββάτο απόγευμα

με άδειο το στομάχι,

το θηλυκό μου το μυαλό

ερίχτηκε στη μάχη.

 

Με το ψυγείο ορφανό

και άδεια τα ντουλάπια,

μοναδική ελπίδα μου

ήταν να φάω τα ράφια.

 

Σαν κοίταξα καλύτερα,

το βρήκα ξεχασμένο:

ένα μαρούλι κίτρινο

και λίγο μαραμένο.

 

Στα γρήγορα το έπλυνα

και μάδησα τα φύλλα,

μα έτσι στεγνό να φαγωθεί

μεγάλη είναι ξεφτίλα.

 

Μισή δικιά μου η ντροπή,

μισή ‘ναι κάποιου άλλου,

του συγκατοίκου ένα αυγό

έκλεψα λάου-λάου.

 

Σιγά-σιγά κι αθόρυβα

μια μικρή ντομάτα,

λίγο τυράκι, μια ελιά

και να τη η σαλάτα.

 

Λάδι, ξύδι και ρίγανη,

μισή κονσέρβα τόνος,

τέτοιο φαγάκι όταν τρως

τί κρίμα να ‘σαι μόνος.

 

Με το ψωμί από προχθές

το μισομουχλιασμένο,

κρουτόν θαυμάσια έκοψα·

γεύμα ολοκληρωμένο.

 

Στα γρήγορα εξαφάνισα

στοιχεία κι αποδείξεις

ενός εγκλήματος στυγνού

για όλες τις αντιλήψεις.

 

Μεσ’ το δωμάτιο κλείστηκα

στο τέλος για να φάω,

μακριά από μάτι φθονερό

και τσίλιες να κρατάω.

 

Μα με την πρώτη την μπουκιά,

η θεία τιμωρία:

το μαρουλάκι ήταν πικρό·

τί μαύρη συγκυρία!

Τα χαζεύω αφηρημένα, αφημένα στην ποδιά μου·

παραδομένα στη βαρύτητα.

Μ’ αρέσει να κοιτάζω των ανθρώπων τα χέρια.

Αφηγούνται μια ιστορία ξέχωρα απ’ τις λέξεις·

σα να ‘χουν ζήσει μια ζωή δικιά τους·

συνεκτικά δεμένη με το βίο του ατόμου,

αλλά μ’ έναν μυστήριο τρόπο ανεξάρτητη.

Δεν έχω ωραία χέρια.

Πολύ μακριά δάχτυλα, πολύ χοντροκομμένα·

άγαρμπα. Κουρασμένες φλέβες ταξιδεύουν σ’ όλη τους την επιφάνεια,

χαράζουν δρόμους.

Αλλά μ’ αρέσει να κοιτάζω των ανθρώπων τα χέρια.

Δουλεμένα, απαλά, ταλαιπωρημένα, ντελικάτα:

τα χέρια λένε την δική τους ιστορία.

Τα δικά μου τώρα πια, γεμάτα σημάδια,

καψίματα, κοψίματα, γδαρσίματα,

το δέρμα στον αντίχειρα πιο τραχύ απ’ τ’ άλλα δάχτυλα·

έτσι μου είπες.

Τα χέρια δεν λένε ψέματα. Δεν μπορούν.

Αποκαλύπτουν την αληθινή σου ηλικία,

όχι σε χρόνια αλλά σε βιώματα.

Τα χέρια αγγίζουν, γραπώνονται, συγκρατούν

διώχνουν, χτυπάνε.

Είναι τρωτά· είναι κραταιά.

Λερώνονται· πληγώνονται· σκοτώνουν. Τα χέρια πονάνε.

Μας πρόφτασε η τρικυμία λίγο πριν μπούμε στο λιμάνι. Λιγάκι πριν την επιστροφή. Σχεδόν μπορούσαμε να δούμε τη στεριά στο ελάχιστο φως της ημέρας που ξεψυχούσε. Δεν περιμέναμε την καταιγίδα, τίποτα δεν την είχε προαναγγείλει. Ξεκίνησε αναπάντεχα, με ένα εκκωφαντικό μπουμπουνητό κι έναν εκτυφλωτικό κεραυνό που έσκισε τον ουρανό σε πολλά λαμπερά κομμάτια. Ταυτόχρονα η νύχτα έπεφτε γρήγορα και βαριά. Μέσα σε λίγα μόνο λεπτά δεν μπορούσαμε να δούμε τα χέρια μας. Η βροχή άρχισε να μας βομβαρδίζει με χοντρές σταγόνες, η βάρκα μας σαν χορευτή μπανιέρα άρχισε να γεμίζει νερό με ταχύτητα. Μας πήρε ο διάολος, αυτό έγινε. Από το πουθενά και χωρίς αφορμή, βρεθήκαμε στη μέση της κόλασης. Μες στο παράφορο σκοτάδι, σαν έμβρυο στη μήτρα, ο άνθρωπος γυρίζει στο μηδέν. Οι δικές μας οι φωνές πνίγονταν από τον θόρυβο της φύσης. Τί αλληγορία. Τί ομορφιά. Σε κάθε αστραπή βλέπαμε ο ένας στο πρόσωπο του άλλου τον απόλυτο τρόμο, την παράλυση. Για δευτερόλεπτα, και μετά σκοτάδι πάλι. Πάλι στο πουθενά.

Η μηχανή μας νεκρή. Καρυδότσουφλο στα κύματα η βάρκα μας. Τίποτα καινοφανές. Θα είμαστε ένα ναυάγιο όπως όλα τα ναυάγια από αρχής κόσμου. Η ιδέα του πνιγμού όμως είναι πολύ τρομακτική. Εξωφρενική για έναν ζωντανό άνθρωπο. Η αγωνία ν’ αναπνεύσεις, τα πνευμόνια που γεμίζουν νερό∙ το στήθος σου καίει. Ο εγκέφαλος σπινθηροβολεί, τελευταίες ηλεκτρικές εκκενώσεις πριν το τέλος. Πώς καταλαβαίνεις άραγε ότι πεθαίνεις; Πού πάνε τα όνειρα όταν πεθάνουν; Ένα μεγάλο κύμα σχεδόν αναποδογύρισε τη βάρκα. Σχεδόν. Βίαια επανήλθε το καρυδότσουφλό μας στη θέση του κλυδωνιζόμενο. Θα βουλιάζαμε; Θα μας ανέτρεπε το κύμα; Κανείς δεν μπορούσε να μας το πει. Δεν υπήρχε κανείς. Κοιτούσαν τα μάτια μας χαμένα στο σκοτάδι. Παρίσταναν πως κοιτάνε∙ γιατί αυτό έχουν μάθει να κάνουν.

Και τότε το είδαμε∙ ένα φωτάκι από μακριά, να προβάλει μέσα από την καταχνιά, μέσα από τα μαύρα σύννεφα της καταιγίδας. Ένα φως που στριφογύριζε καθησυχαστικά, σε σταθερό τέμπο. Μπροστά μας στεριά. Ο φάρος με σιγουριά πατούσε στέρεο έδαφος. Στεριά. Κανένας τρόπος να την προσεγγίσουμε. Απλά γνωρίζαμε πως ήταν εκεί, άπιαστη, φευγαλέα. Μ’ έναν τρόπο απατηλή. Ο φάρος να εκπέμπει φως. Η καταιγίδα να εκπέμπει απελπισία. Το νερό να μας δέρνει αλύπητα. Το φως. Μόνο εκείνο το φως θ’ απομείνει από μας, το τελευταίο φως που είδαμε πριν το τέλος. «Και η βάρκα γύρισε μόνη…». Ένα κομμάτι ξύλο που ούτε φέρετρο δεν μπόρεσε να γίνει. Τα κορμιά μας θα φαγωθούν απ’ τα ψάρια του βυθού.

Στο μυαλό μου άστραψε η ανάμνηση ενός μακρινού καλοκαιριού, μπορεί να ήμουν τριών χρονών τότε. Με είχε πάρει η γιαγιά μου μαζί της στην Κεφαλλονιά∙ δεν θυμάμαι τίποτα απ’ αυτές τις διακοπές. Θυμάμαι τη θάλασσα μπροστά απ’ το σπίτι μας στο Αργοστόλι, την βραχώδη παραλία∙ εγώ με τα πολύχρωμα μπρατσάκια μου μέσα στο νερό, η γιαγιά –νέα γυναίκα, ίσα με σαρανταπέντε χρονών τότε– να μου τραγουδάει: «Και η βάρκα γύρισε μόνη, δίχως μέσα τον ψαρά…». Έναν κόμπο να μου κλείνει το λαιμό. «Μην τραγουδάς άλλο γιαγιά, μην τραγουδάς». Δεν θυμάμαι αν το είπα. «Πες το πάλι γιαγιά το τραγούδι, πες το πάλι». Τραγουδούσε η γιαγιά και δάκρυζα εγώ μέσα στη θάλασσα. Αλμυρό νερό. Πώς να καταλάβεις τη διαφορά. Από τότε μισώ τη θάλασσα.

Και να ‘μαι τώρα να παραδέρνω στα κύματα χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Έτσι θα τελειώσουν όλα; Χωρίς μια εξήγηση; Χωρίς ένα αντίο; Σαν τίποτα ποτέ να μην ήταν σημαντικό; Απλά τέλος; Έκανε κρύο μα δεν το νιώθαμε∙ τα χέρια μας ξυλιασμένα, δεν μπορούσαμε να λυγίσουμε τα δάχτυλά μας∙ τα πόδια μας μουδιασμένα, μπορεί κι απ’ τον φόβο. Τρομερό πράγμα ο φόβος. Απελπιστικό. Αλλόκοτο. Είχε έρθει η ώρα πια. Ο φάρος να λάμπει∙ τόσο κοντά∙ τόσο μακριά.

Τσακιστήκαμε στα βράχια.

Βράζεις το νερό∙

ένα φακελάκι στην κούπα.

Ζάχαρη, τρεις κουταλιές γεμάτες.

Γεμίζεις το φλιτζάνι∙

προσθέτεις δυο σταγόνες γάλα∙

ανακατεύεις.

Το κουταλάκι μέσα.

Δεν μ’ αρέσει πολύ δυνατό.

Σε δυο-τρία λεπτά

θα βγάλω το φακελάκι∙

κατευθείαν στα σκουπίδια.

τσάι το [tsái] O45 : Iα. τα αποξηραμένα φύλλα του ομώνυμου αρωματικού φυτού που καλλιεργείται στην Aνατολική και Nότια Aσία: ~ Kεϋλάνης / Kίνας. ~ πράσινο / μαύρο. || ~ του βουνού, ποώδες φυτό που φυτρώνει στα ελληνικά βουνά. β. αρωματικό ρόφημα από βρασμένα φύλλα τσαγιού: Δυνατό / ελαφρύ ~. ~ με λεμόνι / με γάλα. Φλιτζάνι / κουταλάκι / σερβίτσιο / τραπεζομάντιλο του τσαγιού, ειδικά για να σερβίρουν τσάι. Παίρνω / πίνω το ~ μου. II. απογευματινή συνήθ. συγκέντρωση όπου προσφέρουν τσάι με βουτήματα και γλυκά: Eίναι καλεσμένη σε ~. τσαγάκι το YΠOKOP στη σημ. Iβ: Θα πιεις ένα ~; [τουρκ. çay < ρωσ. tšay (από τα κινέζικα)]

Η μυρωδιά πλημμυρίζει αμέσως το δωμάτιο,

φουσκώνει ως το ταβάνι.

Η κούπα ζεστή στα χέρια,

την αγκαλιάζεις με τις δυο παλάμες∙

την σφίγγεις: είναι σημείο αναφοράς.

Περιμένεις.

Καίει. Το κάψιμο ανακουφίζει την ένταση.

Φυσάς απαλά∙ η επιφάνεια του υγρού

ρυτιδιάζει.

Ανακατεύεις ώσπου να κρυώσει∙

δεν το προτιμώ πολύ ζεστό.

Η πρώτη γουλιά∙ σαν ενδοφλέβια ζάχαρης.

Γεύση γλυκιά,

καθησυχαστική, ήρεμη.

Τα αρώματα περιπλέκονται

σ’ ένα υψηλά θεωρητικό επίπεδο.

Σαν ταραγμένες από ένα μελωδικό κουδουνάκι

ξυπνούν αναμνήσεις∙ μια-μια.

Κάθε ανακάτεμα του κουταλιού μες το φλιτζάνι

αντανακλά μια παλαιότερη στιγμή∙

μια ακριβότερη στιγμή.

Τσάι για την παρηγοριά.

Πνίγεις αυτά που έχασες

στον πάτο της κούπας,

το αδιαφανές υγρό τα σκεπάζει∙

χάνονται απ’ το οπτικό πεδίο.

Παύουν ποτέ να υπάρχουν;

Σε περίμενα.

Το πίνεις αργά, καθισμένος αναπαυτικά∙

η πλάτη σου ακουμπάει στην καρέκλα∙

τα πόδια σταυρωμένα μπροστά.

Ένα βιβλίο στην ποδιά σου∙

δεν το διαβάζεις πραγματικά,

μόνο γυρνάς τις σελίδες για ν’ ακούς

τον ήχο του χαρτιού που θροΐζει.

Η λειτουργία του τσαγιού είναι

μια ευεργετική ελαφρότητα.

Σπουδαία μέσα στην επαναληψιμότητά της.

Καταπραϋντική.

Τσάι για την ραγισμένη καρδιά.

Βυθίζεις μέσα του την ψυχή και τα πάθη σου

σαν μπισκοτάκι βουτύρου.

Μαζί με τον μυρωδικό ατμό που υψώνεται

απ’ το φλιτζάνι αγαλλιάζεις.

Στιγμιαία.

Δευτερόλεπτα πληρότητας.

Ως την επόμενη φορά.