Ήταν ένα γλυκό βράδυ, το τελευταίο ενός δύσκολου Απρίλη. Ο Πάνος, ο Χρήστος κι εγώ απολαμβάναμε την πραότητα της νυχτιάς, την χωρίς αναστολές ηρεμία που προηγείται της αργίας, αυτή τη θεσπέσια ραστώνη που σε καθηλώνει σε μια μουδιασμένη, αλλά ευχάριστη απραξία. Περπατήσαμε μέσα στον κόσμο, στην Μαρίνα του Φλοίσβου, και ύστερα, κουρασμένοι από τα φώτα και την βαβούρα που φτιάχνει ο άνθρωπος, εξαντλημένοι απ’ τη ζέστη τόσων σωμάτων παράλληλα στα δικά μας, στρίψαμε στο πάρκο και ξανασάναμε σ’ ένα ξύλινο κιόσκι, σε μια σκοτεινή γωνιά. Μια βουερή ησυχία μας κάλυπτε, ο ήχος της πόλης που ανάσαινε κάπου μακριά. Δεν μιλούσαμε πολύ. Μόνο όταν πεινάσαμε αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε τις επιλογές μας, που την ώρα εκείνη ήταν ιδιαιτέρως περιορισμένες έτσι κι αλλιώς. Να ήταν σουβλάκι; Να ήταν κρέπα; Εγώ μια σαλάτα ήθελα η κακομοίρα.

Και τότε το ακούσαμε. Μια κραυγή αγωνίας μέσα στη νύχτα, ένας λυγμός που έσπαγε απ’ τον πόνο και την απελπισία, η ίδια η φωνή της οδύνης. Ο Χρήστος νόμισε ότι έλεγε «Χάρρυ». Ο Πάνος κι εγώ νομίσαμε ότι λέει «Άρη». Κάναμε όλοι λάθος. Ο συντετριμμένος άνθρωπος πλησίασε το κιόσκι μας. Ο πόνος ήταν τυπωμένος στις γραμμές του μετώπου του. Ιδρώτας έσταζε στο γαλάζιο πουκάμισό του, σκοτεινιάζοντας τις λευκές ρίγες: «Παιδιά, έχετε δει τον Λάρυ;», μας είπε με τα μάτια βουρκωμένα. Τον κοιτάξαμε με κενό βλέμμα. Ποιος διάολος ήταν ο Λάρυ; «Ένα καφέ λαμπραντόρ, μικρό, ενός χρόνου, το έχασε η κοπέλα μου». Κάθε λέξη που ξεστόμιζε φαινόταν να του καρφώνει ένα μαχαίρι στην καρδιά. Δεν είχαμε δει τίποτα. Όχι τον Λάρυ τουλάχιστον. Μια αγέλη αδέσποτων σκύλων που συναντήσαμε νωρίτερα να κάνει ασχήμιες φαινόταν πολύ κακοαναθρεμμένη για να έχει συμπεριλάβει τον Λάρυ στην παρέα της. «Παιδιά, αν τον δείτε κρατήστε τον, είναι πολύ ήρεμος, έχει καφέ λουρί. Τον ψάχνω, αν τον δείτε κρατήστε τον», μας ικέτεψε. Απαντήσαμε πως φυσικά θα το κάνουμε, και δευτερόλεπτα πριν ο τραγικός ιδιοκτήτης του Λάρυ χαθεί πίσω απ’ τους θάμνους ο Πάνος του φώναξε: «Δεν μας αφήνετε ένα τηλέφωνο να σας πάρουμε άμα τον δούμε;». Ο απεγνωσμένος κύριος φώναξε τον αριθμό κι έφυγε τρέχοντας.

Ύστερα απ’ αυτό η διάθεση έπεσε. Πώς να συλλάβει ο νους του ανθρώπου τη δυστυχία του να χάνεις τον σκύλο σου; Την απόγνωση; Την τραγικότητα της στιγμής; Μείναμε πίσω να το κουβεντιάζουμε. Κανένα απ’ τα τρία σκυλιά που εμφανίστηκαν σύντομα μετά το περιστατικό δεν ήταν ο Λάρυ. Κυνηγούσαν μια γάτα που έτρεξε σαν αστραπή και σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο, και έμεινε εκεί φτύνοντας με ειρωνεία τους διώκτες της. Τα σκυλιά την αγνόησαν και καταπιάστηκαν με το να μυρίζουν το ένα τον πισινό του αλλουνού. Ύστερα επιχείρησαν να αλληλοκαβαληθούν, χωρίς μεγάλη επιτυχία, καθότι και τα τρία αρσενικά. Η ώρα περνούσε. Σκεπτόμουν τον Λάρυ διαρκώς και μαύριζε η ψυχή μου. «Θεέ μου, ελπίζω να τον έχει βρει», ευχήθηκα. Κι έπειτα ήρθε η ώρα να φύγουμε. Σηκωθήκαμε και κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο του πάρκου. Λίγο πριν την πύλη ξανασυναντήσαμε τ’ αφεντικό του Λάρυ. Ακόμα πιο ιδρωμένος, ακόμα πιο απελπισμένος, καταβεβλημένος από την μάταιη αναζήτησή του. «Ακόμα τίποτα;», τον ρώτησα. «Τίποτα δυστυχώς», μου απάντησε με το κεφάλι κατεβασμένο για να μην αναλυθεί σε λυγμούς.

Ο Λάρυ παρέμενε χαμένος. Ε, λοιπόν, not on my watch! Κοίταξα τους συνπεριπατητές μου: «Δεν θα ήταν ωραία αν βρίσκαμε τον Λάρυ;», τους είπα. Δεν φάνηκαν να ενθουσιάζονται φοβερά με την ιδέα. Λίγη σημασία είχε. «Ας πάμε να βγούμε από την πάνω έξοδο», πρότεινα. Έπρεπε οπωσδήποτε να παρατείνω την παραμονή μας στο πάρκο, κόντρα στην άρνηση των συντρόφων μου. Άρχισα να περπατάω προς τα πάνω σφυρίζοντας ένα στιβαρό σκυλίσιο κάλεσμα και κάνοντας εκείνον τον ήχο με τα χείλια, που μοιάζει με «μουτς», αλλά αποτελεί ακαταμάχητη πρόσκληση για τα τετράποδα. «Σταμάτα ν’ ασχολείσαι, ο Λάρυ είναι κάπου και γνωρίζει τον έρωτα», μου είπε κάποιος απ’ τους δυο, δεν θυμάμαι καν ποιος, δεν έδωσα σημασία, δεν είχε σημασία. Ήξερα ότι μπορώ να βρω τον Λάρυ, ότι αυτό το σκυλί δεν έπρεπε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σ’ έναν αφιλόξενο δρόμο. Συνέχισα ν’ ανεβαίνω μέχρι τις γραμμές του τραμ. Βγήκα ένα λεπτάκι μέχρι το δρόμο. Ούτε ίχνος. Πτοημένη γύρισα πίσω. Ο Πάνος με συνάντησε στα μισά του δρόμου: «Ξέρω ότι πονάς για τον Λάρυ. Αλλά you must let go. Δεν μπορείς να τον βρεις. Κανείς δεν μπορεί πια».

Όχι. Δεν ήταν δυνατόν να πιστέψω σε μια τέτοια θλιβερή πραγματικότητα. Συνέχισα να κοιτάζω μέσα στους θάμνους και τα καχεκτικά δεντράκια. Ήξερα ότι ο Λάρυ είναι κάπου εκεί, τρομαγμένος, μόνος, λυπημένος. Έπρεπε να τον βρω. Συνεχίσαμε να κατεβαίνουμε το σκοτεινό μονοπάτι. Σε κάθε βήμα οι ελπίδες λιγόστευαν. Μα η επιμονή μου μεγάλωνε. Και κάπου εκεί, στο τέλος του δρόμου, σαν σε θέατρο σκιών, βλέπουμε από μακριά κάποιες μορφές να σαλεύουν. Τρία σώματα να στήνουν έναν γήινο χορό και να περιπλέκονται με την ηδυπάθεια που απαιτεί μια ανοιξιάτικη νύχτα. Ίσως… ίσως ακόμα υπήρχε μια ελπίδα. Μια μοναδική, αλλά πολύτιμη και σπάνιο δώρο που έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε με σοφία. Πλησιάσαμε προσεκτικά. Και ναι, εκείνος ο μισοκαβαλημένος σκύλος, με τη μύτη του στον πισινό ενός τρίτου, και τη γλώσσα έξω, ήταν λαμπραντόρ, και φορούσε καφέ λουρί. Ήξερα ότι έχουμε βρει τον Λάρυ μας. Ο Πάνος τηλεφώνησε στον ιδιοκτήτη. Εγώ προσπάθησα να τον πιάσω. Μάταια. Ο Λάρυ δεν με ήξερε. Δεν θα καθόταν να τον φυλακίσω μια νύχτα που εξασκούσε όλα του τα βασικά ένστικτα. Τον ακολουθήσαμε.

Ο Πάνος έδινε οδηγίες στον ιδιοκτήτη για να μας βρει, ο Χρήστος κι εγώ προσπαθούσαμε να κυκλώσουμε τον Λάρυ για να μην ξεφύγει πολύ μακριά. Ομολογουμένως την περισσότερη ώρα απλά τον κυνηγούσαμε. Το σκατόσκυλο μας γύρισε σ’ όλο το Φλοίσβο. Όταν φτάσαμε στους κυματοθραύστες μας πρόλαβε το αφεντικό. «Λάρυ!», ανάκραξε με αγαλλίαση. «Λάρυ, εσύ είσαι! Εσύ!». Ο Λάρυ έτρεξε στο αφεντικό του. ο στόχος μου είχε εκπληρωθεί. «Σας ευχαριστώ παιδιά, σας ευχαριστώ πολύ», επαναλάμβανε ο άνθρωπος εξαντλημένος από την τόση ξαφνική ευτυχία. Διακριτικά στρίμωξα την κόκκινη μπέρτα μου κάτω απ’ το παντελόνι. Δεν υπήρχε λόγος να διεκδικήσω τιμές. Η δόξα δεν με απασχολεί. Με ενδιαφέρει μόνο που η αποστολή εξετελέσθη. Που ο Λάρυ και ο ιδιοκτήτης του βρέθηκαν πάλι μαζί. Μέχρι να τον ξαναχάσει τουλάχιστον.

Αυτή είναι η ιστορία εκείνης της τελευταίας νύχτας του Απριλίου. Σας την διηγήθηκα όπως συνέβη, γιατί ένα τέτοιο σπάνιο ανδραγάθημα δεν πρέπει να ξεχαστεί στο χρόνο. Γιατί ο ηρωισμός μου πρέπει να συνεχίσει να εμπνέει γενιές και γενιές μετά από μένα. Και να σώζει σκύλους ξημερώματα Πρωτομαγιάς whenever possible.

by Evita Lykou on Tuesday, 1 May 2012 at 10:32