Σήμερα το πρωί με ξύπνησε μια δυνατή βοή, που ερχόταν απ’ το τζάκι στο υπνοδωμάτιό μου. Είναι μια απ’ αυτές τις μέρες που ο αέρας έχει λυσσάξει, βροντάει τζάμια και πόρτες και σφυρίζει μέσα στην καμινάδα του τζακιού. Δεν κοιμήθηκα καλά, όπως όλον αυτό τον τελευταίο –αρκετό– καιρό. Δεν μπορώ να θυμηθώ τί έβλεπα στ’ όνειρό μου, σίγουρα κάτι περίπλοκο, αγχωτικό και θλιβερό. Σηκώθηκα και στρώθηκα όπως κάθε πρωί μπροστά απ’ τον υπολογιστή: το παράθυρό μου στον κόσμο, τον μοναδικό δίαυλο επικοινωνίας με ό,τι αγαπώ κι ό,τι μου λείπει∙ μια κλειδαρότρυπα απ’ όπου κοιτάω και βλέπω λίγα πράγματα, περιορισμένα απ’ το κάδρο, που δεν μπορώ ν’ απλώσω το χέρι και να τ’ αγγίξω γιατί είμαι μακριά, πολύ μακριά. Πίσω απ’ το «παράθυρό» μου, το παράθυρο. Μεγάλο, ψηλό παράθυρο, όταν η μέρα είναι ηλιόλουστη όπως σήμερα γεμίζει το δωμάτιο ζεστό φως. Απέναντί μου μια σειρά από μονοκατοικίες η μια κολλημένη πλάι στην άλλη. Στην ευθεία του βλέμματός μου ένα παράθυρο σε μεσαιωνικό ρυθμό, διαγραμμισμένο με ξύλινα δοκάρια σε σκούρο χρώμα, άσπρο κατά τ’ άλλα, να σχηματίζει έναν πυργίσκο στην τούβλινη σκεπή του αντικριστού σπιτιού. Στο τζάμι του καθρεφτίζεται το δικό μου παράθυρο, ίδιο κι απαράλλαχτο, μια γραφική προσθήκη σ’ έναν όμορφο δρόμο με σπίτια από κόκκινα τούβλα. Ξύπνησα εν τω μέσω της νυχτός κλαμένη. Ούτε καν ξύπνησα στ’ αλήθεια, απλά ξέθαψα το χέρι μου κάτω απ’ το κορμί μου και σκούπισα την υγρασία απ’ το πρόσωπό μου. Έτσι κατάλαβα ότι κλαίω. Το δωμάτιο ήταν ακόμα πολύ σκοτεινό, πρέπει να ήταν κάπου ανάμεσα στις πέντε και τις επτά το πρωί. Ένα κομμάτι του μυαλού μου επεξεργάστηκε το γεγονός, αλλά ήμουν πολύ κουρασμένη για να αντιδράσω με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν θυμάμαι τί έβλεπα. Ξανακοιμήθηκα και ξαναξύπνησα αρκετές φορές μέχρι το πρωί που με ξύπνησε για τα καλά ο ήχος του ανέμου. Όταν σηκώθηκα άνοιξα το παράθυρο, μα ο αέρας αμέσως ρούφηξε τις κουρτίνες απ’ έξω και άρχισε να τις βασανίζει∙ τις μάζεψα και το ξανάκλεισα. Κάθομαι στο γραφείο, παίρνω τα μάτια μου απ’ τον υπολογιστή και κοιτάζω έξω. Φυσάει με τόση μανία που τα ξερά φύλλα, θρυμματισμένα, ανεβαίνουν σε χορευτικές σπείρες μέχρι τις στέγες των σπιτιών κι ακόμα πιο ψηλά. Η κεραία της τηλεόρασης, προσαρτημένη στην καμινάδα του απέναντι κτιρίου, τρέμει και σειέται ασταμάτητα. Ένας καλοβαλμένος κύριος περπατάει βιαστικά, με τη γραβάτα του πεταμένη πάνω απ’ τον ώμο. Ο αέρας συνεχίζει να παίζει τη συμφωνία του, σε ήχους σφυριχτούς κι υπόκωφους∙ τα ξερά φύλλα συνεχίζουν να δίνουν ρεσιτάλ. Μια δυνατή ριπή τα σηκώνει ξαφνικά όλα και τα πετά με βία στο τζάμι μου. Μια αντίθετη ριπή τα παίρνει και τα στροβιλίζει στον ουρανό μου. Βλέπω ένα κομμάτι ουρανού∙ καταγάλανος σήμερα. Το σπίτι απέναντι δεξιά έχει δαντελένιες κουρτίνες. Τα βράδια δεν κοιμάμαι καλά.