Ξέρω, ξέρω, ο τίτλος αγγίζει (χουφτώνει δηλαδή για τα καλά) το εντελώς σουρεάλ, αλλά βρέθηκα σε μεγάλη αμηχανία ως προς την ονοματοδοσία της αποψινής μου δημιουργίας. Αυτό το ψαρομπιφτέκι στ’ αγγλικά λέγεται fishcake, πιάστε το από ‘κει, ρίχτε μια ματιά και στην φωτογραφία, και οι συνειρμοί γίνονται αμέσως πολύ προφανείς. Κατοχυρώνω λοιπόν την ονομασία «μουρουνοκέικ» και «πατατοτουρτάκια» κι όπου το δείτε από ‘δω και στο εξής να ξέρετε ότι από μένα το ‘κλεψαν. DSC_0299 Η σημερινή σουρεαλιστική περιπέτεια ξεκίνησε πριν από λίγο καιρό, στο σουπερμάρκετ, όταν στο ράφι με τις προσφορές είδα ένα λευκό, παχύ, φιλέτο ψαριού, η υφή του οποίου έμοιαζε κάτω απ’ το σελοφάν ενδιαφέρουσα, και σε πολύ ελκυστική τιμή (καθότι ήταν έτοιμο να λήξει). Το πήρα, γύρισα σπίτι, το έχωσα στην κατάψυξη και το ξέχασα. Το θυμήθηκα σήμερα το πρωί όταν ξύπνησα –άγνωστο γιατί– αποφασισμένη να φτιάξω fishsticks, οπότε και το έβγαλα να ξεπαγώσει. Δεν ξέρω τί πήγε στραβά στο ξεπάγωμα, ή ίσως το κακό έγινε όταν πήγα να βγάλω την πέτσα και να το κόψω σε λωρίδες, όπως και να ‘χει με κάποιο τρόπο στο τέλος κατέληξα με ένα ψάρι σε θραύσματα, που δεν μου άφησε άλλη επιλογή, από το να το μετατρέψω σε fishcake, χωρίς αυτή να είναι η αρχική μου πρόθεση. Παρεμπιπτόντως λίγο νωρίτερα είχα κοιτάξει στο λεξικό για να δω τί στο καλό είναι αυτό το «hake» που πήγα και ψώνισα –το βρήκα πολύ διασκεδαστικό όταν ανακάλυψα ότι σήμερα το μενού είχε… μουρούνα. Η μουρούνα είναι ένα είδος μπακαλιάρου, αρκετά λιπαρό ψάρι, από το οποίο φυσικά παράγεται το παλιό καλό μουρουνόλαδο, που στα χρόνια των παππούδων μας σίγουρα, κι ίσως και των γονιών μας χρησιμοποιούνταν ως δυναμωτικό, καθώς είναι πλούσιο σε Ω3 κι άλλα υγιεινά τσιτσιμπλίκια. Η δική μας γενιά ως επί τω πλείστον μάλλον το έχει γλιτώσει, και δεν μπορεί να καταλάβει την φρίκη, που περιγράφεται σε βιβλία εποχής, της υποχρεωτικής κατάποσής του. Κι εγώ δεν μπορώ να πω ότι είχα επίγνωση. Είχα διαβάσει βέβαια σχετικές ιστορίες, αστείες και όχι, ούτε και θυμάμαι πια πού, αλλά ενώ είχα την αίσθηση ότι οφείλει να βρωμάει μια αδιόρατη ψαρίλα, δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ την αληθινή έκταση που μπορεί να πάρει αυτή η μπόχα. Έμελε να το μάθω με τον πιο γελοίο τρόπο που (δεν) θα μπορούσε να σκεφτεί ανθρώπου νους. Μερικά χρόνια πριν, ένα βράδυ αληθινής βαρεμάρας αποφάσισα να το ρίξω στον καλλωπισμό μπας και περάσει η ώρα –πράγμα σπάνιο, γιατί συνήθως βαριέμαι το beauté σαν την αμαρτία. Αφού έκανα στο πρόσωπό μου ό,τι μπορεί να κάνει μια γυναίκα στο ανυπεράσπιστο πρόσωπό της, βρέθηκα να χρειάζομαι baby oil, ή κάτι παρεμφερές, και έντρομη ανακάλυψα ότι δεν είχα τίποτα που θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν υποκατάστατο. Έψαξα από ‘δω, κοίταξα από ‘κει· τίποτα. Ούτε στιγμή δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό η ιδέα να κατέβω στην κουζίνα να πάρω ελαιόλαδο, αντ’ αυτού μου ήρθε μια συγκλονιστική κι ανεπανάληπτη έμπνευση, η ψυχαναλυτική προέλευση της οποίας παραμένει άγνωστη. Ενθυμούμενη, λοιπόν, ότι μέσα στο συρτάρι έχω ένα μπουκάλι με χάπια Ω3 (fish-oil έγραφε το κουτί, ούτε και ξέρω πού το είχα βρει, σίγουρα δεν το είχα αγοράσει μόνη μου, κάποιος μου το κληροδότησε), και παρατηρώντας ότι το χάπι ήταν ουσιαστικά μια ζελατινοειδής αμπούλα γεμάτη με υγρό –ΛΑΔΙ!– βρήκα απολύτως φυσιολογική και λογική την ιδέα του να τρυπήσω μια αμπούλα και να χρησιμοποιήσω το περιεχόμενό της για να τρίψω την μούρη μου μ’ αυτό. Και εννοείται έκανα την ιδέα μου πράξη μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Τρύπησα το χάπι μ’ ένα ψαλιδάκι, άδειασα το λάδι σ’ ένα μπαμπάκι και άρχισα να το απλώνω στα μούτρα μου με τέτοια ταχύτητα, που όταν η ψαρομπόχα με χτύπησε στη μύτη ήταν ήδη πολύ, πολύ, ΠΟΛΥ αργά. Ψαροβρωμούσα μουρουνόλαδο για δυο-τρεις μέρες, παρά τα απανωτά πλυσίματα. Και το γεγονός ότι το πρόσωπό μου έλαμπε από υγεία και σφριγιλότητα (μια χαρά δουλειά έκανε το μουρουνόλαδο δηλαδή) δεν ήταν παρηγορητικό ούτε στο ελάχιστο. Και πάλι καλά να λέω. Το ψαλιδάκι μου βρωμούσε περίπου ένα χρόνο, κι ας το ‘βαλα και στην χλωρίνη. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, όπως καταλαβαίνετε, μόλις συνειδητοποίησα τί ψάρι είχα αγοράσει, θορυβήθηκα λιγάκι, ωστόσο δεν παρουσιάστηκε κάποιο οσμικό πρόβλημα, και το μουρουνοκέικ βγήκε πολύ πετυχημένο. Αν δεν με πιστεύετε θα σας δώσω τη συνταγή. Είναι εύκολη, απλή και γρήγορη (επίσης μπορείτε να αντικαταστήσετε την μουρούνα με μπακαλιάρο, ή μια μίξη μπακαλιάρου, και φρέσκου τόνου και σολομού –αλλά μην επιχειρήσετε να το κάνετε μόνο με τόνο ή μόνο με σολομό, θα παραγίνει βαρύ). Είναι νόστιμο και φαντάζομαι πως είναι ένας ωραίος τρόπος για να ταΐσετε το ψάρι σε δύσκολα παιδιά.

Συνέχεια