Αυτή η παράξενη εποχή μας κουβαλάει πολύ πόνο, και μάς τον σερβίρει καθημερινά με τη μορφή τραγικών ειδήσεων και ακόμα πιο τραγικών γεγονότων (δεν ταυτίζονται απαραίτητα αυτά τα δυο). Γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αποστασιοποιηθεί κανείς από την επικαιρότητα, λες κι η πραγματικότητα έρχεται και μας ξεθάβει όπου κι αν έχουμε καταφέρει να βρούμε καταφύγιο· μας προστάζει να την κοιτάξουμε κατάματα, κι ας καταβάλαμε αγωνιώδεις προσπάθειες για να μπορέσουμε να κάνουμε τα στραβά μάτια, να αγνοήσουμε αυτό που συμβαίνει εδώ μπροστά μας και να επιδιώξουμε μια στοιχειώδη αυτοπροστασία μέσω της αποστασιοποίησης. Μα το χειρότερο δεν είναι αυτό. Αυτό άλλωστε και αναμενόμενο είναι και απαραίτητο αν δεν θέλουμε να μεταμορφωθούμε σε εγωκεντρικά, άνευρα ζόμπι. Όχι, το χειρότερο είναι πως στην επαύριο κάθε τραγικού περιστατικού θυμάσαι για άλλη μια φορά γιατί επέλεξες να αποστασιοποιηθείς και να απέχεις. Και ο λόγος είναι πρωτίστως και κύρια οι καπηλευτές: αυτό το ανθρώπινο υποείδος που παραμονεύει σαν κοράκι πίσω από ψηφιακά ασθενοφόρα έτοιμο να εκμεταλλευτεί προς όφελός του οποιοδήποτε συμβάν· να του φορέσει πολιτικό καπέλο και να το ενσωματώσει στο προσωπικό/πολιτικό/ιδεολογικό/κομματικό του αφήγημα, χωρίς αιδώ, χωρίς τσίπα, μα κυρίως χωρίς ενδιαφέρον, αγάπη και πάθος για οτιδήποτε άλλο πέρα από την προσωπική/πολιτική/ιδεολογική/κομματική του ατζέντα.
Πώς θα αναγνωρίσετε το κοράκι; Εύκολα. Θα τον δείτε να μιλάει για τον πρωταγωνιστή του δράματος σαν να μιλάει εκ μέρους του. Θα χρησιμοποιήσει δίχως να ντραπεί το μικρό του όνομα, θα το πάρει και θα το κάνει πλακάτ, πανό, σημαία. Θα το σύρει μέσα στον δημόσιο διάλογο χρησιμοποιώντας μια ψευτοσυναισθηματική προσέγγιση άκαιρη και άτοπη, χωρίς συναίσθηση και χωρίς προσωπική εμπλοκή Θα το λερώσει με τις μπογιές που χρωματίζουν την δική του άποψη. Με ψεύτικα δάκρυα θα φωνάξει για τον Θανάση, την μικρή Μυρτώ, τον Δημήτρη, τον Μανώλη, την Αγγελική· για τον αδικοχαμένο Αλέξη (και σκασίλα του μεγάλη που το όνομα του παιδιού ήταν Αλέξανδρος, καλύτερα ας τον πει Αλέξη: είναι πιο σύντομο κι αφήνει χώρο και χρόνο για το επαναστατικό/αντιδραστικό τσιτάτο που αληθινά τον ενδιαφέρει να διατυπώσει). Αν η δυστυχία που βρήκε τον συνάνθρωπό του είναι αποτέλεσμα ατυχήματος, εγκληματικής πράξης, αυτοκτονίας, δολοφονίας, μαλακίας, λίγο τον νοιάζει. Ελάχιστα εώς καθόλου άλλωστε τον ενδιαφέρουν κι οι επιμέρους λεπτομέρειες. Απολύτως καθόλου δεν τον ενδιαφέρει να εξετάσει ποια ήταν η ψυχοσύνθεση του θύματος, και αν υπάρχουν στοιχεία που πραγματικά τον νομιμοποιούν για να κάνει την δυστυχία του άλλου μέρος της καμπάνιας του. Θα του φορτώσει αντί για οβολό στο στόμα για το κατευόδιο, μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο όνομά του. Τα κοράκια τα σιχαίνομαι όσο τίποτε άλλο. Απεχθάνομαι τον άνθρωπο που θα βάλει στο στόμα του το όνομα του νεκρού, του πληγωμένου, του ανθρώπου που δεν μπορεί πια να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στις σκέψεις και τις προθέσεις που του αποδίδουν.
Κάθε φορά που επαναλαμβάνεται αυτό το γελοίο πανηγύρι χάνω λίγο ακόμα την πίστη μου στον άνθρωπο. Κάθε φορά απορώ το ίδιο με την αναισθησία των άλλων, ακόμα περισσότερο, με το κοινό που παρακολουθεί, ολοένα και πιο αναίσθητο απέναντι σε πράγματα που θα έπρεπε να είναι σχεδόν ενστικτώδη. Ο σεβασμός απέναντι στον νεκρό, η προστασία γι’ αυτούς που πενθούν είναι αξίες πανάρχαιες και θα νόμιζε κανείς έμφυτες στο ανθρώπινο γένος. Πώς γίναμε όλοι τόσο κυνικοί; Πώς χάθηκε τόσο εύκολα το κέντρο εστίασης και βλέπουμε τα σωστά στραβά, και τα στραβά διπλά, κι όλα μαζί μια απροσδιόριστη θολούρα; Είδα πολύ κόσμο εχθές που θεώρησε πως κάθε αναφορά στο θέμα των ελεγκτών εισιτηρίων, και κάθε υπεράσπιση της ανάγκης ύπαρξης ελεγκτή (προσοχή, δεν μιλώ για τον συγκεκριμένο που προκάλεσε το περιστατικό και που η σχετική έρευνα των μαρτυριών και των στοιχείων θα δείξει αν υπερέβη τα καθήκοντά του) ήταν προσβολή απέναντι στον νεκρό. Πλήρης διαστρέβλωση της έννοιας του δημοσίου διαλόγου, ο οποίος καλώς ή κακώς τροφοδοτείται από τα στοιχεία της επικαιρότητας. Κάθε περιστατικό προσφέρεται για συζήτηση, όσο τραγικό κι αν είναι. Κανείς δεν θίγεται και η κοινή γνώμη δεν μπορεί να κρατήσει τριών εικοσιτετραώρων σιγή γιατί καλώς ή κακώς η ζωή των ζωντανών συνεχίζεται. Η γενίκευση που οφείλει να προκύπτει μέσα από τον δημόσιο διάλογο εξασφαλίζει τον σεβασμό στον νεκρό. Για μας, τους ξένους αρκεί να ξέρουμε πως ήταν ένα αγόρι δεκαοκτώ χρονών. Και τα στοιχεία του αστυνομικού δελτίου. Αρκούν αυτά για να διαμορφώσουμε και να διατυπώσουμε άποψη για το περιστατικό.
Αντίθετα, αυτές οι φοβερές περιπτώσεις —ολοένα και πιο συχνές—, που αντί να δικαιώνεται ο νεκρός ή ν’ αφήνεται στην ησυχία του τέλος πάντων, σκυλεύεται τ’ όνομά του μέσα από την ψεύτικη αγάπη των στρατευμένων μοιρολογίστρων, μου προκαλούν βαθιά θλίψη και μια φοβερή αναγούλα. Πώς γίνεται να ζεις μέσα στον δημόσιο χώρο και μην καταλαβαίνεις ότι το μικρό όνομα κάποιου είναι κάτι το ιερό; Είναι ένα όνομα που χρησιμοποιούν οι φίλοι, οι οικείοι, οι αγαπημένοι· έστω κάποιοι ορκισμένοι, αληθινοί εχθροί: οι άνθρωποι που έζησαν με κάποιον, που ο ίδιος τους έδωσε με ρητή συναίνεση το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τ’ όνομά του. Εσένα κύριε επαναστάτη της πορδής, πολιτευτή της συμφοράς και τραμπούκε της λύσσας, ποιος σου επέτρεψε πρόσβαση στο αγαπημένο όνομα ενός προσφιλούς νεκρού; Προσφιλής για άλλους, το ξεκαθαρίζω, γιατί ο καπηλευτής δεν θα μπορούσε να νοιαστεί λιγότερο για την προθανάτια ύπαρξη του «Θανάση». Του Θανάση που κάποια μάνα νανούρισε στον κόρφο της πριν από δεκαεννιά χρόνια, και κάποιος φίλος τον φώναξε «Φτου!», κερδίζοντας στο κρυφτό ένα παιδικό βράδυ, και ο δάσκαλος τον επανέφερε στην τάξη μετά από κάποια σκανδαλιά, και ίσως κάποια κοπελίτσα να περίμενε στο τέρμα αυτής της διαδρομής του τρόλεϊ που ποτέ δεν έφτασε στον προορισμό του. Πώς τολμάς αυτό το αγαπημένο σε άλλους όνομα εσύ να το κάνεις σημαία της πολιτικής σου προπαγάνδας; Πώς τολμάς να το βάζεις και στο δικό μου στόμα —στο δικό μου γραπτό— που δεν έχω καμιά δουλειά να το λέω και να το γράφω, που δεν δικαιούμαι να το χρησιμοποιώ την ώρα που κάποιοι τον ξενυχτάνε με πόνο ψυχής που ποτέ δεν θα σβήσει;
Πολλά είπα όμως, και υπέρ του δέοντος διδακτικά. Μα θα πρέπει να καταλάβει κανείς ότι ο δημόσιος λόγος έχει κανόνες, όπου κι αν αυτός διατυπώνεται, και πως η χρήση του μας χαρακτηρίζει και μας κατηγοριοποιεί. Δεκαεννιάχρονος λοιπόν. Αυτό είναι το πιο σωστό για όλους. Εμείς λυπόμαστε στιγμιαία για ένα νέο παιδί που έχασε τη ζωή του τόσο χαζά και τόσο άδικα. Αφήστε τον Θανάση να τον κλάψουν αυτοί που πραγματικά τους σκίζεται η καρδιά στα δυο αυτοί που θα ζουν για πάντα με την έλλειψή του —δικαιούνται αυτή την αποκλειστικότητα.