Είναι απολύτως δεδομένο, πιστεύω σε όλους, ότι ζούμε σε μια χώρα με ιδιαιτερότητες, πολλές –πάρα πολλές– από τις οποίες τις βρίσκουμε μπροστά μας σε καθημερινή βάση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και πολλές από τις οποίες τις πληρώνουμε αυτή τη στιγμή με τη μορφή της οικονομικής και ηθικής κατάρρευσης που βιώνουμε καθημερινά. Δεν θέλω να πω αυτά που σκέφτομαι υπό συνθήκες θυμού (ότι είμαστε μια μαλακισμένη κωλοχώρα που δεν θα γίνει ποτέ οργανωμένο κράτος και θα έπρεπε κανονικά να μας πετάξουν όχι μόνο έξω απ’ την Ευρώπη, αλλά κι έξω απ’ ολόκληρο τον πλανήτη αν γίνεται) αλλά να κουβεντιάσω ένα αποψινό παράδειγμα που επιβεβαιώνει την καραμανλική ρήση (του θείου, έτσι) ότι η χώρα αυτή ήταν, είναι και θα είναι ένα απέραντο φρενοκομείο.

Πριν από μερικές ημέρες η τύχη αποφάσισε να σταματήσει να μου κρατάει μούτρα και το χαμόγελό της ήρθε με τη μορφή δυο προσκλήσεων για την τελευταία παράσταση του Σίλα Σεραφείμ, «Οδηγίες Κρίσης», στο Badminton Backstage, που τυγχάνει να βρίσκεται κάπου στην Κατεχάκη. Καθότι διαμένω στο εξωτικό Κερατσίνι, η μετακίνηση είναι σχετικά περίπλοκη, ιδίως αν η επιστροφή πρόκειται να καθυστερήσει, όπως σ’ αυτή την περίπτωση (η παράσταση άρχιζε στην 21.30 και είχε διάρκεια δυο ωρών). Ζήτησα λοιπόν πολύ ευγενικά (ευγενικά, είπα!) από την μαμά μου να ταλαιπωρηθεί εκείνη στη δουλειά της για να έχω εγώ στη διάθεσή μου το αυτοκίνητο και να μπορέσω να πάω και να γυρίσω χωρίς να αγχωθώ. Κούνια που με κούναγε. Καθότι τυγχάνω ιδιαιτέρως ευσυνείδητο άτομο και με στρεσάρει η προοπτική της αργοπορίας ξεκίνησα στις 20.15 από το σπίτι μου, και κατά τις 20.30 περνώντας από τις γέφυρες της παραλιακής προς Συγγρού διάβασα αγαλλιάζοντας την σήμανση στην ειδική (και πολύ επικίνδυνη) φωτεινή επιγραφή: «Σύνταγμα μέσω Συγγρού 10’».  Στις 20.40 συνάντησα τον Παναγιώτη στη βάση της Συγγρού, και ξεκινήσαμε ν’ ανεβαίνουμε με σκοπό να βγούμε στην Βασιλέως Κωνσταντίνου κι από ‘κει Μεσογείων, κι από ‘κει Κατεχάκη και να φτάσουμε ωραία-ωραία και έγκαιρα στον προορισμό μας. Θα ‘θελα.

Απρόσμενα (αν και θα έπρεπε να το έχω ψυλλιαστεί από την ολοένα και αυξανόμενη κίνηση) στους Στύλους του Ολυμπίου Διός ένα μάτσο τροχονόμοι εξέτρεπαν το σύνολο της κίνησης προς την Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Δεκαπέντε μέτρα παρακάτω, στη στροφή για Καλλιρρόης γινόταν –αναμενόμενα– το αδιαχώρητο, χωρίς ούτε μισό τροχονόμο να παροχετεύσει την κίνηση, καθώς το φανάρι για αριστερά άναβε για δωδεκάμισι δευτερόλεπτα κάθε τρία λεπτά δημιουργώντας ένα απερίγραπτο μπούκωμα, που γινόταν ακόμα χειρότερο δεδομένου ότι τα βόδια που έρχονταν απ’ την Καλλιρρόης δεν μπορούσαν ούτε να συλλογιστούν την πιθανότητα να χάσουν τριάμισι δεύτερα από τη ζωή τους για να παραχωρήσουν την απαιτούμενη και νόμιμη προτεραιότητα σε αυτούς που υποχρεωτικά και όχι από δικό τους λάθος ξέμεναν στις γραμμές του τραμ (νομίζω ότι υπάρχει μια απλή οδηγία του ΚΟΚ που λέει ότι όταν ο γαμώδρομος μπροστά σου είναι μποτιλιαρισμένος και ΔΕΝ έχεις πού να πας ΔΕΝ επιτρέπεται να προχωράς και να κλείνεις την δίοδο του κάθετου ρεύματος δεν πα’ να ‘χεις πράσινο τιρκουάζ).

Δεδομένου ότι εκείνη την ώρα βγήκε από μέσα μου ο λαχαναγορίτης (συν το ότι η κυράτσα με το ξασμένο μαλλί και την BMW μου μ’ έκλεισε πάνω στις ράγες του τραμ είχε νωρίτερα κοντέψει να προκαλέσει ατύχημα στη Συγγρού –και εννοείται ότι θα ξανάπεφτα πάνω της) δεν είμαι ιδιαίτερα υπερήφανη ούτε για τον τόνο της φωνής μου, ούτε για το λεξιλόγιο που χρησιμοποίησα. Ο Παναγιώτης συνέχισε να μου ζητά να σταματήσω να φωνάζω και να βρίζω, δεδομένου ότι ήταν ο μόνος που τ’ άκουγε, και ομολογουμένως δεν έφταιγε καθόλου, αλλά καταλαβαίνετε ότι κάτι τέτοιο μόνο να αυξήσει μπορούσε τον εκνευρισμό μου. Την ίδια στιγμή εγώ οδηγούσα τσούκου-τσούκου προς την Βασιλέως Κωνσταντίνου ελπίζοντας ότι μόλις βγαίναμε από τη στενωσιά η κατάσταση θα βελτιωνόταν και θα μπορούσα επιτέλους να πορευτώ με μια οριακά σταθερή ταχύτητα αντί να γδέρνω τον δίσκο ταχυτήτων με πρώτη-δευτέρα (και αν). Εξυπακούεται ότι οι ελπίδες μου διαψεύσθηκαν. Ένα νέο σοκ μας περίμενε στην αρχή της λεωφόρου. Το δικό μας ρεύμα πήγαινε σημειωτόν, αλλά το αντίθετο ρεύμα ήταν ΕΞΟΛΟΚΛΗΡΟΥ κλειστό. Γιόκ. Απαγορεύεται. ΚΛΕΙ-ΣΤΟ. Στην εκατοστή παραίνεση του Παναγιώτη να σταματήσω να βρίζω γιατί «μόνο εκείνος μ’ ακούει κι εκείνος δεν φταίει τίποτα, μπλα, μπλα, μπλα», αποκρίθηκα «ΕΝΤΑΞΕΙ ΛΟΙΠΟΝ, Θ’ ΑΝΟΙΞΩ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΝΑ Μ’ ΑΚΟΥΝ ΚΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΖΩ». Ανοίγοντας το παράθυρο συνειδητοποίησα ότι έξω λαμβάνει χώρα μια ιδιότυπη συναυλία από εξοργισμένα κορναρίσματα· δεν έχω ακούσει ποτέ ξανά στη ζωή μου τέτοιο ήχο, ούτε σε πειραματική μουσική σκηνή, ούτε στο σινεμά, ούτε στον ύπνο μου ακόμα. Τα χριστοπαναγίδια υψώνονταν στον Αττικό ουρανό και πλημμύριζαν την Αθήνα σαν ένα τοξικό νέφος από κακή διάθεση και εναγώνιες κατάρες. Ελλάδα. Ελλάδα τώρα, σαν πάντα, όπως πριν, και μετά και αιώνια. Η χώρα της μηδενικής κοινωνικής ευθύνης. Η χώρα ενός γιγάντιου «ό,τι γουστάρω». Η χώρα που σ’ έχει μονίμως γραμμένο στα γεννητικά όργανα οποιουδήποτε έχει λίγο παραπάνω εξουσία από σένα. Εννιά η ώρα, Σάββατο βράδυ, ολόκληρο το Κέντρο κλειστό, χωρίς καμία απολύτως σήμανση, και καμιά προειδοποίηση. Γιατί αυτή είναι η Ελλάδα.


Απορεί κανείς τί είχε συμβεί; Θα σας εξηγήσω. Απ’ ό,τι φαίνεται, το Σάββατο βράδυ στην πόλη μας έλαβε χώρα το δεύτερο Energizer Night Run. Πιο συγκεκριμένα:

«Η Energizer, η μεγαλύτερη εταιρεία μπαταριών και φακών στον κόσμο, διοργανώνει το δεύτερο στην Αθήνα, το Σάββατο 27 Απριλίου 2013, στις 21:00. O Αγώνας είναι SOLD OUT!. Όσοι δεν προλάβατε τις εγγραφές, παρακολουθήστε τον από κοντά, στηρίξτε τους δρομείς και απολαύστε μια μοναδική βραδιά!». Το λέω άλλη μια φορά αναλυτικά σε περίπτωση που κάποιος δεν κατάλαβε απ’ το σοκ: μια ιδιωτική εταιρία (από την οποία δεν θα ξαναψωνίσω μπαταρίες ποτέ στη ζωή μου, ακόμα κι αν χάνω τον Σουλεϊμάν γιατί αδυνατώ ν’ αλλάξω κανάλι) αποφάσισε για δεύτερη μάλιστα φορά, να διοργανώσει έναν νυκτερινό αγώνα δρόμου στο ΚΕΝΤΡΟ μιας Ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, κλείνοντας ΟΛΟΥΣ τους βασικούς οδικούς άξονες και όλ’ αυτά πάνω σε ώρα αιχμής. Ο υπεύθυνος στον οποίο απευθύνθηκε η εταιρία αυτή εικάζω πως ήταν ο Δήμος Αθηναίων, ο οποίος τυγχάνει και συνδιοργανωτής μέσω κάποιου νεοσύστατου οργανισμού Ο.Π.Α.Ν.Δ.Α.. Σας προκαλώ να φανταστείτε την εικόνα:

-Γεια σας, είμαι από μια εταιρία με μπαταρίες, και θέλω να κλείσω ΟΛΟΚΛΗΡΟ το κέντρο το Σάββατο το βράδυ για να βάλω ένα μάτσο wannabe-runners να τρέχουν κρατώντας φωτεινά στικ με σκοπό να διαφημιστώ και να βγάλω λεφτά. Στο τέλος θα κάνω και συναυλία. Πώς σας φαίνεται;

-Περάστε, καθίστε, καταπληκτική ιδέα, μπορώ να προτείνω κάτι ακόμα; Τί θα λέγατε αν στέλναμε και μια στρατιά κλόουν κατά μήκος του ρεύματος ανόδου να βγάζουν γλώσσα στους μποτιλιαρισμένους οδηγούς και να λένε απ’ τα μεγάφωνα του Δήμου ανέκδοτα με κλανιές;

-It’s a deal.

Φυσικά η πρώτη αυτή αρχική συμφωνία δεν θα μπορούσε να είναι αρκετή. Μέρος του σχεδίου ήταν να κρατηθεί η διοργάνωση απολύτως μυστική, και να μην ενημερωθεί κανείς για κανένα λόγο μπας και χαλάσει το surprise. Ειδική εντολή δόθηκε δε, ώστε να γραφτεί στις φωτεινές (επικίνδυνες) ταμπέλες ότι ο χρόνος προσέγγισης του κέντρου είναι ακόμα μικρότερος απ’ τον συνήθη (πού ακούστηκε Παραλιακή-Σύνταγμα δέκα λεπτά, έπρεπε να το έχω καταλάβει ότι κάτι βρωμάει) για να είναι ακόμα μεγαλύτερη η άγνοια των οδηγών και να μην καταφέρει κανείς τελικά να ξεφύγει από την μνημειώδη αυτή φάρσα του Δήμου Αθηναίων, της Τροχαίας και της Energizer. Και λογικό. Τέτοια εποχή δεν είναι να πληρώνεις κλόουν απ’ τον κρατικό κορβανά και να μην απαιτείς το μάξιμουμ της απόδοσης της επένδυσής σου.

Θα μου πείτε: «Έχεις κάποιο πρόβλημα με τους ανθρώπους που θέλουν ν’ αθληθούν και κατασυκοφαντείς ένα ενδιαφέρον event μόνο και μόνο επειδή ταλαιπωρήθηκες λίγο; Σε τελική ανάλυση γιατί να μετακινείσαι με το αυτοκίνητο; Μολύνεις το περιβάλλον. Πάρε κι εσύ ένα φωτεινό στικ και τρέχα».

Θα σας απαντήσω: «Καταρχάς αντέστε μου στο διάολο, μ’ ό,τι θέλω θα μετακινούμαι». Κατά δεύτερον θα ηρεμίσω και θα σας εξηγήσω γιατί αυτό που συνέβη το βράδυ του Σαββάτου είναι απολύτως απαράδεκτο για τα στάνταρ οποιασδήποτε πολιτισμένης κοινωνίας ανεξάρτητα απ’ τις δικές μου απόψεις για την άθληση.

Εγώ προσωπικά –και είναι δικαίωμά μου– θεωρώ όλ’ αυτά τα happenings ανόητα, άσκοπα και ποζεράδικα. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να έχουν τέτοια κλίμακα, κι αν έτσι πρέπει να γίνει, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος αυτή η κλίμακα να εκτείνεται μέσα στους νευραλγικούς κυκλοφοριακούς άξονες της πόλης. Ωστόσο θα δεχτώ ότι η δική μου αντιαθλητικότητα και μουντρουχίαση δεν είναι θέσφατο, και φυσικά το γεγονός ότι εγώ το βρίσκω γελοίο δεν υποχρεώνει κανέναν άλλο να συμφωνήσει μαζί μου. Εφόσον λοιπόν κάποιος αρμόδιος κρίνει σκόπιμο (τα κριτήρια θα έπρεπε να είναι αντικείμενο διαβούλευσης και οι λόγοι για τους οποίους πάρθηκε μια τέτοια απόφαση που ταλαιπωρεί την πλειοψηφία σε βάρος μιας μικρής μειοψηφίας θα έπρεπε να είναι δημοσιευμένοι κάπου, αλλά για την Ελλάδα μιλάμε, ας το παραβλέψουμε) να οργανωθεί μια τέτοια εκδήλωση και βάζει την τζίφρα του για να παραχωρηθεί ΟΛΗ η Αθήνα στους δρομείς, οφείλει –και το τονίζω ΟΦΕΙΛΕΙ–να μεριμνήσει ώστε όλοι οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου, και οποιοσδήποτε μπορεί για οποιονδήποτε λόγο ν’ αποφασίσει να βρεθεί στη κέντρο το Σάββατο το βράδυ, να είναι ενήμεροι για την διοργάνωση. Οφείλει να το έχει κυκλοφορήσει σε τηλεοράσεις, εφημερίδες ραδιόφωνα και Διαδίκτυο. Να έχει βουίξει ο τόπος. Να έχει την απαραίτητη σήμανση σε ΟΛΟΥΣ τους δρόμους που δυνητικά οδηγούν προς το αποκλεισμένο σημείο. Να μεριμνήσει ώστε η ταλαιπωρία να περιοριστεί στο ελάχιστο για όλους τους εμπλεκόμενους. Κι εγώ σας ρωτάω. Ποιος ήξερε γι’ αυτή τη διοργάνωση; Κανείς που να γνωρίζω. Κανείς δεν άκουσε ποτέ γι’ αυτή. Η αναζήτηση «energizer night run» στο Google δεν βγάζει κανένα απολύτως αποτέλεσμα σε κανένα βασικό ενημερωτικό site παρά μόνο σε εξειδικευμένα μέσα και ως επί τω πλείστον στο ίδιο το site της Energizer –πολλά από τα αποτελέσματα δε, αναφέρονται σε παρόμοια events που διοργανώθηκαν σε άλλη χώρα όπως το Εnergizer Night Race-South Africa (τί περιμένατε;)–, εκτός από ένα άρθρο της Καθημερινής από τις 13 Μαρτίου. Όπως έχω ήδη πει τρεις φορές ως τώρα δεν υπήρχε ΚΑΜΙΑ σήμανση στο δρόμο που να προειδοποιεί τον οδηγό να προσπαθήσει τουλάχιστον να βρει εναλλακτικό δρομολόγιο (ή να αποφασίσει να μην κατέβει στο κέντρο βρε αδερφέ). Τίποτα. Το απόλυτο τίποτα.

Το αποψινό περιστατικό δεν ήταν το τέλος του κόσμου, ακόμα κι αν εκνευρίστηκα τόσο που μούδιασε όλη μου η αριστερή πλευρά απ’ τα νεύρα. Δεν εκνευρίστηκα από την προοπτική ν’ αργήσω, όσο από το γεγονός ότι μπροστά στα μάτια μου κάποιος τζιφραδόρος σε ένα γραφείο είχε καταπατήσει για άλλη μια φορά την κοινή λογική με γνώμονα το «έτσι μου κάπνισε». Εκνευρίστηκα σχεδόν μέχρι εγκεφαλικού γιατί απογοητεύτηκα για άλλη μια φορά τρομερά από μια χώρα που βαδίζει στα κουτουρού κυρίως γιατί δεν γουστάρει ν’ αλλάξει. Ποτέ.