Κοιμήθηκα μετά τις πέντε το πρωί, ξημέρωνε η 17η Ιουνίου του 2012. Ξύπνησα έξι ώρες αργότερα τρομαγμένη. Διαβάζω σχόλια φίλων και γνωστών στο Facebook τρομαγμένη. Τρομαγμένος ήταν κι ο ύπνος, κατά τη διάρκεια του οποίου σκάρωσα ένα υπέροχα φροϋδικό όνειρο, το οποίο και σημείωσα αμέσως μόλις ξύπνησα για να διατηρηθεί φρέσκο και όσο πιο κοντά στο πρωτότυπο γίνεται.

«Περπατάω στην Αθήνα μετά από μια δουλειά –δεν θυμάμαι τί– για την οποία έχω πληρωθεί διακόσια ευρώ σε τέσσερα πενηντάρικα. Είμαι μαζί με δυο άγνωστους άντρες (είμαστε μάλλον μουσικοί) και φεύγουμε απ’ το σημείο της υποχρέωσής μας, κάπου στο Κουκάκι. Συζητούν ότι δεν μπορείς πια να περπατήσεις στην Αθήνα, πως είναι φοβερά επικίνδυνο και ο ένας λέει πως ο μόνος λόγος που ακόμα κάνει αυτή τη δουλειά είναι γιατί έρχεται κάθε φορά ο μπατζανάκης του με το ταξί και τον παραλαμβάνει. «Με περιμένει εδώ στη γωνία», μας λέει. Εγώ δεν θέλω να πάρω ταξί, το θεωρώ και περιττό και έξοδο, κι έτσι ανακοινώνω ότι θα περπατήσω μέχρι μετρό, ο σταθμός Ακρόπολη άλλωστε είναι ακριβώς μπροστά μας. Με κοιτάζουν περίεργα, αλλά δεν μπορούν να κάνουν κάτι, κι έτσι αυτοί μπαίνουν στο ταξί κι εγώ φεύγω. Προχωράω προς τον πεζόδρομο· η περιοχή είναι αποκλεισμένη από ένα ψηλό συρματόπλεγμα με μια πύλη εκεί που αρχίζει η πεζοδρόμηση στην Μακρυγιάννη. Περνάω την πύλη, οι δρόμοι έρημοι. Το μετρό είναι ακριβώς μπροστά μου, αλλά φαίνεται ν’ απομακρύνεται. Όπως περπατάω κάποιος στ’ αριστερά μου μου αρπάζει την τσάντα. Αυθόρμητα προσπαθώ να την κρατήσω, αλλά αμέσως καταλαβαίνω πόσο πιο επικίνδυνο είναι κι αφήνω το λουρί της να γλιστρήσει απ’ τον ώμο μου. Την ώρα που ο ληστής ετοιμάζεται να φύγει του λέω: «Σε παρακαλώ, πάρε τα χρήματά αλλά άσε τα χαρτιά μου, τα χρειάζομαι». Σταματάει και με κοιτάει αυτός με οίκτο. Ανοίγει την τσάντα και βγάζει το πορτοφόλι μου, το τείνει προς το μέρος μου για να πάρω τα χαρτιά (στη θέση για τα χαρτονομίσματα φυλάω πάντα το διαβατήριό μου). Απλώνω το χέρι μου, μου γνέφει να πάρω και κάποια απ’ τα λεφτά, αντιλαμβάνομαι ότι θέλει να τα μοιραστούμε. Κάπως ξαναβρίσκεται η τσάντα μου στην κατοχή μου και τώρα τείνω εγώ το πορτοφόλι σ’ εκείνον για να πάρει όσα λεφτά θέλει. Έχει μέσα τα πενηντάρικα, μερικά εικοσάευρα, δεκάευρα και πεντάευρα, τακτοποιημένα στη σειρά βάση της αξίας τους.  Πιάνει ένα μάτσο απ’ την πλευρά με τα πενηντάρικα αλλά όσο τα τραβά λιγοστεύουν και στο τέλος φεύγει σχεδόν χωρίς να πάρει τίποτα –δεν είμαι σίγουρη. Μου κάνει εντύπωση γιατί όσο αυτός ήταν στ’ αριστερά μου, απ’ τα δεξιά στέκονταν δυο συνεργοί του, έτοιμοι να τον βοηθήσουν, ακόμα και ν’ ασκήσουν βία, όμως έτσι απλά μέσα σε μια στιγμή εξαφανίστηκαν όλοι. Προσπαθώ να συνέλθω και κάθομαι για λίγο σ’ ένα πεζούλι, αν και φοβάμαι ότι θα μου επιτεθεί κάποιος άλλος, κι ας είναι μέρα μεσημέρι. Μια τουρίστρια που είδε τη σκηνή προσπαθεί να με ηρεμήσει και μου λέει ότι δεν το πιστεύει ότι αντέδρασα έτσι και τα κατάφερα να κρατήσω και τα πράγματά μου. Εγώ κοιτάζω προς το μετρό που είναι βρώμικα και παραμελημένα, και σκέφτομαι τα μάτια του κλέφτη που ήταν απεγνωσμένα και βίαια, σκέφτομαι τη μάνα μου, κι αν πρέπει να φέρουμε τη γιαγιά μου απ’ το χωρίο, που ξέρει να φτιάχνει ψευτόσουπες γιατί έχει περάσει κατοχή, να μείνει μαζί μας όσο ακόμα είναι υγιής και έχει δυνάμεις.

Ύστερα γυρίζω σπίτι. [Ονειρική μετάβαση σε άλλο θέμα]

Η μητέρα μου θέλει να πάμε σε μια συνάντηση του συλλόγου κρεοπωλών που γίνεται στην οδό Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Φτάνουμε καθυστερημένες την ώρα που η συνάντηση έχει ήδη αρχίσει. Το μέρος είναι ασφυκτικά γεμάτο, σαν εγκαίνια παλιού μαγαζιού –το κτίριο είναι σαν τα παλιά ισόγεια καταστήματα με τις τζαμαρίες και το κοινό κοιτάζει από μέσα προς τα έξω στη βιτρίνα. Ο ομιλητής έχει το κοινό πλάτη, είναι ένας θεόρατος κι απαίσιος κρεοπώλης, όχι μόνο χοντρός, μα με τα μάγουλα να σακουλιάζουν απ’ το πάχος. Μας κοιτάζει επιτιμητικά και λέει στη μητέρα μου επιθετικά: «Πώς μπορείς ν’ αργείς για κάτι τόσο σημαντικό επειδή το μόνο που ξέρεις να κάνεις είναι να παίζεις video games;». Βγαίνω εκτός εαυτού από το ύφος του μπροστά σε τόσο κόσμο και του φωνάζω άγρια: «Τί είν’ αυτά τα πράγματα; Δεν ξέρει καν να παίζει video games γι’ αυτό βούλωστ’ το στόμα σου». Με κοιτάζει με κάποιου είδους διεστραμμένη κι επίφοβη ικανοποίηση, σχεδόν με θαυμασμό. Γύρω η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, λες κι ετοιμάζονται ν’ ανάψουν πυρσούς και να και να ξεκινήσουν μια σφαγή.

[Ξύπνησα λαχανιασμένη, φοβισμένη, έτοιμη να βάλω τα κλάματα]».

 

Η εργασία του ονείρου έχει λειτουργήσει προφανώς, σχεδόν διάφανα για όποιον έχει λιγάκι ασχοληθεί με φροϋδική ανάλυση. Δεν θα μιλήσω για την συμπύκνωση και την μετάθεση που είναι εντελώς εύκολο να εντοπιστούν (φανταστικές στιγμές η επίθεση του ληστή από «αριστερά» με τους συνεργούς του στα «δεξιά» μου, αλλά κυρίως η απίστευτη συνάντηση των κρεοπωλών στην «οδό Ρηνανίας-Βεστφαλίας», ένα κομμάτι του ονείρου τόσο απίστευτα πυκνό που θα ήθελε δυο ώρες ανάλυση μοναχό του για να ξεδιαλυνθεί πλήρως –ή το κατά δύναμιν). Θέλω λίγο να μιλήσω για την εντυπωσιακή και τρανταχτή –σε πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον– απουσία της δευτερογενούς επεξεργασίας. Η συνεκτικότητά του ήταν σπάνια, και οι λεπτομέρειες που διατήρησα, ακόμα και σαν εικόνες που δεν μπόρεσα να μεταφέρω στο κείμενο, πολύ περισσότερες απ’ όσο συνηθίζεται. Δεν υπήρξε στιγμή που να περιγελάσω το όνειρο θεωρώντας το «απλώς ένα όνειρο», να απαξιώσω το ονειρικό του περιεχόμενο, και το πήρα πολύ σοβαρά πριν ακόμα ξυπνήσω. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα δείγμα του ότι ο τρόμος ήταν απολύτως αληθινός, και υπαρκτός σε επίπεδα εκτός του ασυνειδήτου. Το όνειρο δεν ήταν καθαρόαιμος εφιάλτης (ή night terror) ώστε να εκπέσουν κάποιες απ’ τις ερμηνευτικές σταθερές της εργασίας του ονείρου, αλλά ήταν αρκετά κοντά στον πραγματικό φόβο, μια εκδήλωση του πραγματικού μέσα στο όνειρο. Όπως και να ‘χει δεν θα προχωρήσω άλλο στην ανάλυση, γιατί τα όνειρα είναι προσωπικά πράγματα και αν δεν γνωρίζεις ένα σαφές ιστορικό του ονειρευάμενου δεν είσαι σε θέση ν’ αποκομίσεις πολλά απ’ την ανάλυση. Ήθελα απλά να επισημάνω μια-δυο τεχνικές λεπτομέρειες που βρήκα ενδιαφέρουσες και βέβαια να αφηγηθώ αυτή την απίστευτη ιστορία που σκάρωσε το ασυνείδητό μου με τόσο αριστοτεχνικό τρόπο. Όσο για την «εκπλήρωση καταπιεσμένων επιθυμιών», που υποχρεωτικά κατά Φρόυντ αποτελεί το όνειρο… Ακούω προτάσεις.

Μπορεί να μην μπόρεσα να είμαι στην Ελλάδα σήμερα. Αλλά η Ελλάδα με κυνηγά ακόμα και στον ύπνο μου, και είναι εκείνη μαζί μου είτε το θέλω είτε όχι.