Προβληματίζομαι. Δεν ξέρω πώς ν’ αντιδράσω στην τρέχουσα πραγματικότητα. Μαζεύω τριγύρω πληροφορίες. Όλες αντικρουόμενες, όλες «βαφτισμένες». Αυτοί είναι αναρχικοί, αυτοί είναι καθεστωτικοί, αυτοί είναι μπάχαλοι, αυτοί είναι προδότες. Και αυτοί κι εκείνοι μου φαίνεται να έχουν μια μερίδα δίκιου. Άντε βγάλε άκρη δηλαδή. Καταλαβαίνω την απελπισία και τον πανικό. Δεν είναι σωστοί σύμβουλοι, αλλά όταν πάρουν το πάνω χέρι δεν έχει πια σημασία η ορθότητα. Με κάποια πράγματα όμως εκνευρίζομαι. Εκνευρίζομαι άσχημα με τον αναίσθητο και αναίσχυντο λαϊκισμό, κυρίως όταν προέρχεται από στόματα που (πιστεύω πως) δεν έχει καταλάβει η απελπισία κι ο πανικός, ούτε καν η οργή. Θυμώνω όταν ανιχνεύω δόλια σκοπιμότητα, απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται. Όταν γράφεις ή μιλάς, σε εφημερίδες, ίντερνετ, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, έχεις υποχρεωτικά κάποια ευθύνη απέναντι στο κοινό που σε ακούει, και που δεν είναι –δυστυχώς– εκπαιδευμένο να ανιχνεύει ούτε καν την υπερβολή· που ξέρουμε από πείρα χρόνων στη θεωρία των media ότι άγεται και φέρεται από λαϊκιστικές και εθνικιστικές κορώνες. Όταν η μάζα είναι βυθισμένη στην απόγνωση το πιο εύκολο πράγμα είναι να την χειραγωγήσεις –είτε από σκοπιμότητα, είτε από βλακεία. Το πιο δύσκολο είναι να την διαφωτίσεις, να βάλεις τα πράγματα σε προοπτική και να δώσεις κατευθυντήριες οδηγίες προς την έξοδο απ’ την (ηθική και κοινωνική κυρίως, ίσως και ψυχολογική) κρίση.
Ξέρουμε από καιρό ότι το θέμα «παρέλαση» είναι ένα θέμα που καίει στην σύγχρονη Ελλάδα. Η προσωπική μου άποψη είναι πως αυτή η θεσμοθετημένη εθνική φιέστα έπρεπε να έχει πάψει να υφίσταται μετά τη δικτατορία. Το θέαμα μαθητών δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου, παραταγμένων σαν φασιστικές νεολαίες με συντονισμένο βήμα και τεντωμένη πλάτη μου προκαλεί ανατριχίλες. Το θέαμα αγημάτων και στρατιωτικών αρμάτων στους δρόμους της πόλης μου φέρνει εμετό. Η απόδοση τιμών σε ανθρώπους που δεν τις αξίζουν (όχι απαραίτητα γιατί είναι εθνικοί μειοδότες, αλλά γιατί αντικειμενικά δεν σχετίζονται με τα ιστορικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται ο εορτασμός) είναι μια υπερφίαλη βλακεία. Η Ελληνική σημαία ως αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα σε αριστούχους αλλοδαπούς μαθητές και εθνικογελοίους του συνοικιακού περίγυρου είναι ένα σκεπτικό που δεν το αντιλαμβάνομαι καθόλου. Αυτά λοιπόν ήταν τα δεδομένα μας για τις επετειακές παρελάσεις μέχρι τώρα. Στον φετινό εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου προστέθηκαν κι άλλα αντικείμενα λογομαχίας. Μούντζες, προσβολές, ταραχές· η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι κι απαξίωση. Ένας συρφετός σε απόγνωση. Μακάρι να μπορούσα να πω πως δεν καταλαβαίνω. Αυτή η μανιασμένη απόγνωση σκάβει μέρα με τη μέρα τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος και απειλεί να καταβροχθίσει την κοινωνική ειρήνη· και την κοινωνική συνοχή, που είναι το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να διασφαλίσει την μελλοντική –και δεν μιλάμε για το άμεσο μέλλον– έξοδο απ’ την κρίση.
Ο κόσμος είναι εξαγριωμένος, και κάποιοι επιμένουν πως καλά κάνει. Εγώ λέω ότι ο κόσμος έχει χάσει την προοπτική και το μέτρο σύγκρισης, και δεν θυμώνω με τον κόσμο, αλλά εξοργίζομαι μ’ αυτούς που καθημερινά ρίχνουν λάδι στη φωτιά ως μη όφειλαν. Στην Ελληνοφρένεια της 28ης Οκτωβρίου άκουσα έναν ψύχραιμο και χαλαρό Καλαμούκη να παρατηρεί στοχαστικά «Μου φαίνεται πιο ήρεμο το 1940 από το 2011». Πάτησα παύση και rewind. Έβαλα να το ξανακούσω. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Πώς μπορείς να βγαίνεις σε μια εκπομπή τεράστιας ακροαματικότητας και να ξεστομίζεις μια τέτοια –και άλλες τέτοιες– κατάφωρη, λαϊκίστικη υπερβολή χωρίς να κοκκινίζεις; Καθημερινά φτάνουν ως εδώ κραυγές για τη φτώχεια, την εξαθλίωση των σύγχρονων Ελλήνων, για παιδιά που (δεν) λιποθυμούν από πείνα στους Αμπελόκηπους και συνταξιούχους που πεθαίνουν χωρίς φάρμακα. Δεν επιχειρώ να ισχυριστώ ότι η κατάσταση είναι ιδανική, θα ήμουν παράλογη, αφελής ή τρελή. Βρισκόμαστε στην χειρότερη φάση της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας και αυτό είναι εμφανές. Αλλά ας κρατήσουμε τουλάχιστον τα προσχήματα.
Όλες αυτές τις μέρες, και μ’ αυτή την αφορμή, έχει καρφωθεί μια ιστορία στο μυαλό μου. Πριν από μερικά –λίγα– χρόνια την αφηγήθηκε ο πατέρας της μαμά μου στο οικογενειακό τραπέζι. Περισσότερο σαν εικόνα το είδα παρά σαν αφήγηση. Το σπίτι το πατρικό του παππού μου, σ’ ένα ορεινό χωριό της Κέρκυρας· ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της περιόδου, η λαϊκή παράδοση και η πρακτικότητα ήθελαν τον κάτω όροφο των σπιτιών να είναι στάβλος για τα ζώα και τους ανθρώπους να στριμώχνονται στα δυο δωμάτια του πρώτου πατώματος. Τρεχούμενο νερό δεν υπήρχε, το κουβαλούσαν απ’ το πηγάδι οι γυναίκες στο κεφάλι, όπως είναι ο παραδοσιακός Κερκυραϊκός τρόπος. Το νερό ήταν πολύτιμο. Έλεγε ο παππούς μου για μια βραδιά της πρώτης του νεότητας, που έφερε στο σπίτι, στο στάβλο μάλλον, μια κοπέλα. Όπως κάνουν οι νέοι σε όλες τις εποχές άλλωστε. «Όταν τελειώσαμε ήθελα να πλύνω τα χέρια μου. Ήθελα να πλύνω τα χέρια μου αλλά δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσω το νερό. Πήγα να πιω. Πήρα το μπρίκι και το γέμισα· μου γλίστρησε απ’ τα χέρια και έπεσε μέσα στον κουβά. Δεν μπορούσα να βάλω τα χέρια μου μέσα να το πιάσω». Δεν μπορώ να περιγράψω την ένταση και τη χροιά της φωνής του. Ένας γέρος άνθρωπος, περασμένα εβδομήντα, που επαναλάμβανε «ήθελα να πλύνω τα χέρια μου» και έκλαιγε μπροστά μας. Δεν μπορώ να βγάλω αυτή την εικόνα του παππού μου, με τα γερασμένα χέρια –το νύχι στον αντίχειρα φαγωμένο κάποτε στο ξυλουργείο– να τα φέρνει στα μάτια και να σκουπίζει αληθινά δάκρυα. Νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν πόσο τυχεροί είναι, ακόμα και σ’ αυτή την πανάθλια εποχή. Λαϊκίζω κι εγώ; Δεν ξέρω. Οι δικοί μου άνθρωποι, που πέρασαν Κατοχή, και πείνα, και φτώχεια ασύλληπτη δεν κατέβηκαν ποτέ ν’ αγανακτήσουν στο Σύνταγμα. Ο παππούς μου ήθελε να γίνει παπάς. Ορφανός από πατέρα –ο προπάππους ο Σιδέρης πέθανε στην Κατοχή από φυματίωση– και προστάτης μιας μάνας και δυο αδελφάδων (τιμής ένεκεν, η προγιαγιά η Τάσιω, η θεία η Κατίνα κι η θεία η Μπελίνα), δεν είχε δικαίωμα να γίνει αυτό που επιθυμούσε. Ο παππούς αντιπαθεί, ίσως και να φοβάται, τη θάλασσα. Στα είκοσι έξι χρόνια μου δεν τον είδα ποτέ μου μαζί μας στην παραλία. Η μαμά μου δεν τον θυμάται ποτέ να κάνει μπάνιο στη θάλασσα. Όταν χρειάστηκε όμως μπάρκαρε ξυλουργός στα καράβια· γιατί έπρεπε, κι ας μην το ήθελε. Γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος.
Η γιαγιά μου ήθελε να γίνει δασκάλα. Όχι πως ήταν άριστη μαθήτρια, τελείωσε το δημοτικό με οκτώ στο απολυτήριο. Στο γυμνάσιο δεν μπόρεσε να πάει, καθώς η φοίτηση τότε γινόταν ιδίοις εξόδοις. Μπήκε απ’ τα δώδεκα παραδουλεύτρα στην οικογένεια ενός γιατρού. Όταν έγινε ο σεισμός στην Κεφαλλονιά το 1953 έφυγε, χωρίς να ειδοποιηθεί κανείς από την οικογένειά της, με τη γυναίκα και τα παιδιά του γιατρού στην Πάτρα. Εκείνος έμεινε πίσω να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Σκοτώθηκε μερικές μέρες μετά σ’ ένα μετασεισμό. Η χήρα έστειλε τη γιαγιά μου στην Αθήνα. Οι δικοί της την ξαναβρήκαν μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Η Κεφαλλονιά ισοπεδωμένη. Στην οικογένεια της γιαγιάς μου παραχωρήθηκε, όπως εν γένει στους Κεφαλλονίτες, ένα λυόμενο τριών δωματίων στο Αργοστόλι. Οκταμελής οικογένεια. Απ’ τα έξι παιδιά ένα μόνο, το μικρότερο, προχώρησε στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η γιαγιά μου παντρεύτηκε στα δεκαεννιά τον παππού μου που είχε έρθει ως ξυλουργός απ’ την Κέρκυρα με τα συνεργεία που δούλευαν για την ανοικοδόμηση της Κεφαλλονιάς. Ο γάμος τους έγινε στο σπίτι με δανεικό νυφικό και δανεικό τούλι για τις μπομπονιέρες. Η συζυγική τους ζωή άρχισε σ’ εκείνο το λυόμενο· με όλη την οικογένεια παρούσα. Λίγα χρόνια μετά μετακόμισαν στην Κέρκυρα. Σε μια άθλια υγρή σοφίτα στην Πόλη. Ύστερα κατέβηκαν στον Πειραιά. Δεν μιλάω για φοβερά μακρινές εποχές. Μιλάω για το εξήντα. Το πρώτο τους σπίτι στην Δραπετσώνα είχε εξωτερική τουαλέτα. Τα ρούχα πλένονταν στο μαστέλο. Μπάνιο όλη η οικογένεια μια φορά την εβδομάδα –ημέρα Σάββατο.
Η προ-προγιαγιά μου η Φραγκώ απ’ την πλευρά του πατέρα μου ήρθε στον Πειραιά απ’ την Χίο πριν τον πόλεμο. Παρατημένη απ’ τον άντρα της, με τρία παιδιά, πέρασε όλη τη ζωή της πάνω από μια ξένη σκάφη για να τα ζήσει. Ο προπάππους μου ο Κωνσταντίνος ο Ρήγας πέθανε τον μακρύ χειμώνα του 1941, κι αυτός από φυματίωση. Η προγιαγιά η Ελένη έμεινε με δυο παιδιά, χήρα κι αυτή. Βομβαρδισμοί. Φαγητό με το Δελτίο. Χώρια η σκλαβιά, ας μην πάμε εκεί. Ο θείος της γιαγιάς μου ο Νίκος, κομμουνιστής και αντάρτης. Βασανισμοί και εξορία. Ακόμα και μετά την Κατοχή. Ξέρετε το μαρτύριο της γάτας; Στην Γυάρο, ή στον Άι Στράτη, δεν έχω καταφέρει να διασταυρώσω που ακριβώς έκανε εξορία ο θείος, βάζανε τον άνθρωπο –άνθρωπο σας λέω, όχι ζώο– μέσα σ’ ένα σακί μαζί με μια γάτα. Ύστερα τον κατέβαζαν στη θάλασσα. Μόλις το σακί άγγιζε το νερό η γάτα λυσσούσε και ξέσκιζε τον άνθρωπο. Βάζανε τους πολιτικούς κρατούμενους να περπατήσουν πάνω σ’ ένα στενό πεζούλι. Από τη μια μεριά γκρεμός κι απ’ την άλλη ο βόθρος με τα λύματα του νησιού. Πολλοί απ’ την απελπισία πηδούσαν στον γκρεμό για να μην πνιγούν στη λακκούβα με τα βοθρολύματα. Άνθρωπος σε άνθρωπο. Έλληνας σε Έλληνα. Τί να λέμε τώρα;
Ο παππούς μου γεννήθηκε στην Χίο κάπου στη δεκαετία του 1920, δεν ξέρουμε ακριβώς πότε, ισχυρίζεται ότι η ημερομηνία που αναγράφεται στην ταυτότητά του είναι λάθος. Τελευταίο παιδί από δεκαέξι αδέρφια, τον γέννησε η μάνα του μονάχη τη μέρα της κηδείας του πατέρα του, μέσα σ’ ένα στάβλο. Τον παράτησε μέσα στ’ άχυρα κι έφυγε. Άκουσαν το κλάμα του τυχαία η γιαγιά με την αδερφή του που περνούσαν απ’ έξω και τον έσωσαν. Η αδερφή του η Αθηνά του έδεσε τον ομφάλιο λώρο. Μεγάλωσε σε μια θετή οικογένεια σαν παραπαίδι. Κάποτε βρήκε στο χώμα μια χρυσή λίρα. Όταν την πήγε στο σπίτι έφαγε το ξύλο της χρονιάς του· κατηγορήθηκε σαν κλέφτης. Μεσούσης της Κατοχής ένας θείος του μετέφερε με το καΐκι αντάρτες στον Τσεσμέ. Έπαιρνε τον παππού μου μαζί του, τον άφηνε σε μια βραχονησίδα στη διαδρομή να μαζέψει χόρτα και τον μάζευε στην επιστροφή. Ένα βράδυ ο θείος δεν γύρισε να τον πάρει. Κάποιος τον είχε προδώσει και αναγκάστηκε ν’ αλλάξει πορεία. Ο παππούς μου έμεινε δυο μερόνυχτα στη βραχονησίδα τρώγοντας τ’ αυγά των γλάρων και πίνοντας το νερό που μαζευόταν στα κοιλώματα των βράχων. Δεκατριών; Δεκατεσσάρων χρονών; Δεν είναι ιστορίες μυθοπλασίας. Είναι πράγματα που έγιναν. Ψάξτε στην οικογενειακή σας ιστορία. Αν ρωτήσετε γιαγιάδες και παππούδες είμαι σίγουρη ότι οι περισσότεροι θ’ ακούσετε παρεμφερείς αφηγήσεις. Ο παππούς μου μπάρκαρε στα καράβια μόλις τελείωσε η Κατοχή. Πέρασε όλη τη ζωή του ταξιδεύοντας. Δεν ήταν εγγράμματος, κι έτσι δεν έγινε ποτέ Καββαδίας. Αλλά όταν τον ακούς να μιλάει καταλαβαίνεις νομίζω πιο βαθιά την ποίηση του Κόλια: «Τη νύχτα σου ‘πα στο καμπούνι μιά ιστορία/την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα/τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα/κι όλο μουρμούριζες βραχνά: ‘Φάλτσο η πορεία…’». Έχασε τέσσερα-πέντε δάχτυλα στον κάβο. Παίρνει σήμερα μια ελάχιστη σύνταξη. Δεν κατέβηκε ποτέ στο Σύνταγμα.
Πώς σας φαίνεται πιο ήρεμο το 1940 απ’ το 2011 κύριε Καλαμούκη; Ή το 1950; Ή το 1960; Με τί κριτήριο; Πώς ξεστομίζεται κάτι τέτοιο σε εθνικό –ουσιαστικά– δίκτυο; Δεν έχετε καμιά συνείδηση του τί λέτε; Σε τί παρακινείτε την απελπισμένη μάζα που αυτή τη στιγμή χάνει κεκτημένα δικαιώματα τριών (μόλις) δεκαετιών; Δεν προσπαθώ να πω ότι πρέπει να είμαστε κι ευχαριστημένοι μ’ αυτό που μας συμβαίνει, κάθε άλλο. Προσπαθώ να πω ότι οφείλουμε να πάψουμε να λειτουργούμε λες και μας έχουν συμβεί τα χειρότερα, γιατί τα χειρότερα δεν ήρθαν –ακόμα. Και πως ακόμα μπορούμε με κάποιο τρόπο να τα εμποδίσουμε να έρθουν. Έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συμβιβαστούμε με λιγότερα απ’ όσα είχαμε· σίγουρα θα είναι περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να χάσουμε. Αυτά που έγραψα παραπάνω συνέβησαν και συνέβησαν στην Ελλάδα –όχι σε μια μακρινή Μπανανία– και συνέβησαν σε ανθρώπους των δυο-τριών προηγούμενων γενεών. Και δεν αφορούσαν μεμονωμένα περιστατικά, μια μικρή μειοψηφία. Αφορούσαν την πλειονότητα των Ελλήνων. Φοβάμαι την πιθανή επιστροφή σε μια τέτοια εποχή. Αλλά ξέρω με σιγουριά ότι δεν είμαστε εκεί ακόμα. Και όποιος ισχυρίζεται ότι είμαστε είναι ανιστόρητος κι ανήθικος.
Post-script: Όσο έγραφα αυτό το κείμενο ανακοινώθηκε το επερχόμενο δημοψήφισμα για την νέα δανειακή σύμβαση· και μ’ έπιασε στον ύπνο. Μόνο να φανταστώ μπορώ τον πόλεμο νεύρων που θ’ ακολουθήσει· την πόλωση. Δεν ξέρω αν θα έχω, λόγω απόστασης, τη δυνατότητα να ψηφίσω και αυτό με στεναχωρεί. Θεωρώ δικαίωμα και υποχρέωσή μου να συμμετέχω στις δημοκρατικές διαδικασίες. Ας αφήσουμε στην άκρη το τί θα ψήφιζα, ο καθένας ψηφίζει κατά συνείδηση. Δεν ξέρω καν ποια είναι η καλύτερη επιλογή. Δεν πιστεύω στην Ελλάδα της απομόνωσης και δεν πιστεύω ότι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή μπορεί ν’ αντεπεξέλθει στην (θρυλούμενη) επιστροφή στη δραχμή. Αλλά αυτό είναι θέμα κάποιου μελλοντικού κειμένου· που απ’ όσο φαίνεται θ’ αναγκαστώ να γράψω σύντομα.
Ακριβό επειδή μια λεπτομέρεια του είδους «Μου φαίνεται πιο ήρεμο το 1940 από το 2011» μπορεί να προκαλέσει μια παρόμοια μεγάλη σύγχυση και αντίδραση, κάνω το μόνο που μπορώ να κάνω σε «τέτοιες εποχές»: αποχή από την υπερπληροφώρηση, και επικέντρωση στην ουσία.
Λέω αυτές της μέρες – αντί να θολώσω το μυαλό στην καθημερινή ανούσια πληροφορία – να μάθω τα βασικά περί νόμισμα, πληθωρισμό, αποτίμηση κλπ.! Λέω να κάτσω και να μαζέψω μερικούς αριθμούς, και να παίξω με αυτούς. Πόσο ΦΠΑ δεν αποδίδει το χωριό μου; Πόσο φόρο εισοδήματος; Πόσες επιδοτήσεις ανάπτυξης δεν επενδύθηκαν ορθά και καταχράστηκαν; Πόσα χωριά υπάρχουν; Πόσα χρήματα μπορούν να φάνε οι βουλευτές;
Οι πολίτες, οπλισμένοι με «συστήματα μαζικής αναδημοσίευσης» όπως ιστολογία και (χειρότερα) facebook, παράγουν μια μαζική υστερία με πολύ απλά αίτια: Ο λαός (εξαιρούνται φυσικά οι «απλοί άνθρωποι») είναι υπεύθυνος, και το γνωρίζει. Γιαυτό και τώρα φωνάζει κατά των πολιτικών κλπ. – ώστε να μην φανεί η ευθύνη του (η έστω το αρκετά μεγάλο μερίδιο ευθύνης).
Αλλά η αλήθεια είναι πολύ απλή: Το «έλα μωρέ, πως κάνεις έτσι» του Έλληνα έφερε την χώρα σε αυτήν την κατάσταση. Ποιο «αναλυτικά»:
«Για παράδειγμα, ένας «Αντικαπνιστικός Νόμος» δεν πιάνει, όταν έχεις να κάνεις με βαρβάρους που καπνίζουν ακόμα και δίπλα από τα βρέφη τους. Αυτοί είναι που ρημάζουν την χώρα. Όχι οι 300 βουλευτές, μα οι εκατομμύρια βάρβαροι που το προσωπικό τους «έτσι με βολεύει» συσσωρεύετε σε ένα τεράστιο θηρίο που παραλύει την εξέλιξη της χώρας.»
Ελπίζω να σου έδωσα λίγη τροφή.