Μια ελεγεία στην πράσινη σαλάτα

Ένα Σαββάτο απόγευμα

με άδειο το στομάχι,

το θηλυκό μου το μυαλό

ερίχτηκε στη μάχη.

 

Με το ψυγείο ορφανό

και άδεια τα ντουλάπια,

μοναδική ελπίδα μου

ήταν να φάω τα ράφια.

 

Σαν κοίταξα καλύτερα,

το βρήκα ξεχασμένο:

ένα μαρούλι κίτρινο

και λίγο μαραμένο.

 

Στα γρήγορα το έπλυνα

και μάδησα τα φύλλα,

μα έτσι στεγνό να φαγωθεί

μεγάλη είναι ξεφτίλα.

 

Μισή δικιά μου η ντροπή,

μισή ‘ναι κάποιου άλλου,

του συγκατοίκου ένα αυγό

έκλεψα λάου-λάου.

 

Σιγά-σιγά κι αθόρυβα

μια μικρή ντομάτα,

λίγο τυράκι, μια ελιά

και να τη η σαλάτα.

 

Λάδι, ξύδι και ρίγανη,

μισή κονσέρβα τόνος,

τέτοιο φαγάκι όταν τρως

τί κρίμα να ‘σαι μόνος.

 

Με το ψωμί από προχθές

το μισομουχλιασμένο,

κρουτόν θαυμάσια έκοψα·

γεύμα ολοκληρωμένο.

 

Στα γρήγορα εξαφάνισα

στοιχεία κι αποδείξεις

ενός εγκλήματος στυγνού

για όλες τις αντιλήψεις.

 

Μεσ’ το δωμάτιο κλείστηκα

στο τέλος για να φάω,

μακριά από μάτι φθονερό

και τσίλιες να κρατάω.

 

Μα με την πρώτη την μπουκιά,

η θεία τιμωρία:

το μαρουλάκι ήταν πικρό·

τί μαύρη συγκυρία!