Εδώ και πολύ καιρό δεν ξέρω τί να γράψω. Θέλω να συνεισφέρω και νιώθω πως δεν μπορώ. Ό,τι έχω να προσφέρω είναι λόγια, κι από λόγια ο κόσμος είναι χορτάτος. Βιώνω την ελληνική πραγματικότητα μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του Facebook. Όλα με φτάνουν μαζικά, σωρηδόν αλλά και φιλτραρισμένα, σχολιασμένα, μασημένα ήδη. Κάποιες στιγμές φοβάμαι ότι η μόνη γνώμη που έχω είναι η γνώμη των άλλων. Απ’ την άλλη ξέρω ότι υπήρξα ανέκαθεν άνθρωπος με πολύ στιβαρή άποψη. Έτσι κι αλλιώς με τον περισσότερο κόσμο μονίμως διαφωνώ∙ είτε επί της ουσίας είτε επί της μεθοδολογίας. Νιώθω ξένη σε πράγματα που θα έπρεπε να είναι δικά μου. Και ταυτόχρονα, ενώ είμαι πολύ μακριά όλα με φτάνουν, μ’ αγγίζουν και με πονάνε. Αυτή η καθημερινότητα που δεν την βιώνω είναι η καθημερινότητά μου. Την ίδια στιγμή βλέπω τα πάντα σαν εξωτερικός παρατηρητής. Ίσως αυτό μου εξασφαλίζει μια πιο αντικειμενική ματιά της πραγματικότητας, ίσως απλώς μ’ αλλοτριώνει, και γι’ αυτό –επειδή νιώθω ευθύνη γι’ αυτά που διατυπώνω– έχω επιλέξει μέχρι τώρα να σιωπώ. Σιωπώ ακόμα γιατί δεν έχω πρόταση∙ δεν έχω τη λύση, νιώθω μικρή κι ανίκανη να συμμετέχω. Να υιοθετήσω έτοιμες απόψεις δεν το μπορώ∙ και δεν έχω ακούσει ούτε μια απ’ τις υπάρχουσες «προτάσεις» που να την θεωρώ εφαρμόσιμη ή έστω βιώσιμη ή έστω οριακά λογική. Δεν είμαι οικονομολόγος, δεν είμαι πολιτική επιστήμων και δεν πιστεύω ότι ο καθένας δικαιούται να διαφημίζει τη γνώμη του για πράγματα που δεν γνωρίζει και δεν κατανοεί. Έχω όμως δυο πτυχία ανθρωπιστικών επιστημών, και νομίζω ότι μπορώ –και θέλω– να μιλήσω για τον άνθρωπο. Κι ας είναι αυτή η συνεισφορά μου, το λιθαράκι για να χτιστεί κάτι κι όχι η πέτρα που θα τσακίσει –τζάμια, κεφάλια, ζωές, μια κοινωνία ολόκληρη.
Πριν από μερικά χρόνια παρακολούθησα στο θέατρο Τζένη Καρέζη την «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, παρουσία του συγγραφέα, ανεβασμένη από τα μέλη της Κοινωνικής Επανένταξης του ΚΕ.ΘΕ.Α Εν Δράσει (είχα και τότε γράψει σχετικά, διαβάστε εδώ). Η παράσταση ήταν απολύτως καθηλωτική για δυο λόγους. Καταρχάς γιατί μιλούσε για την Ελλάδα των γονιών και των παππούδων μας, μια Ελλάδα που θέλαμε να πιστεύουμε ότι την είχαμε αφήσει για πάντα πίσω μας. Για τις εποχές της άμετρης φτώχειας, της ξενιτιάς, της απελπισίας∙ για μια κόλαση επί της γης που όμως αποτελεί μια βουβή πτυχή της εθνικής μας ιστορίας. Δεύτερον γιατί στην παράσταση συμμετείχαν όχι επαγγελματίες ή ερασιτέχνες φιλότεχνοι ηθοποιοί, αλλά άνθρωποι που πήγαν στην κόλαση, την είδαν να ζωγραφίζεται ανεξίτηλα στο πετσί τους κι επέστρεψαν ζωντανοί για να πουν την ιστορία τους. Και την ιστορία τους την είπαν μέσα απ’ το έργο του Καμπανέλλη, όχι με τις υποκριτικές τους ικανότητες, αλλά με το σώμα τους που κουβαλούσε όλα τα χρόνια, όλα τα σημάδια, όλες τις πληγές και τα εξέθετε εκεί, μπροστά στα μάτια μας∙ στα μάτια ενός κοινού που είχε προσπεράσει αυτή την εποχή και δεν κοιτούσε πια πίσω. Και ύστερα η εποχή έκανε κύκλο και δείχνει τώρα να μας την έχει στημένη στη γωνία, έτοιμη να μας ξαναβυθίσει στην ίδια απελπισία, απόγνωση και μιζέρια που οι γονείς και οι παππούδες μας νόμισαν ότι είχαν αποχαιρετίσει για πάντα.
Πώς αντιμετωπίζεται ένα τόσο θλιβερό πισωγύρισμα; Πώς παρηγορείται ο γέροντας που στα χρόνια του εκείνα που τα λεν τα ήσυχα δεν μπορεί να βρει αναπαμό; Ο μεσήλικας που όλη του τη ζωή πάλεψε για την εξασφάλιση του παιδιού του και τώρα βλέπει ένα μαύρο σύννεφο που απειλεί να μας καταπιεί όλους; Πώς παρηγορείται ο νέος που του υποσχέθηκαν αναγνώριση, καταξίωση, εξασφάλιση κι ένα καλό αύριο και τώρα βλέπει κόπους, σπουδές, θυσίες, χρόνια να έχουν πάει χαμένα; Μα δεν παρηγορείσαι. Η παρηγοριές είναι άλλωστε για τα μικρά παιδιά. Δεν παρηγορείσαι λοιπόν∙ αγανακτείς. Έτσι «μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια» βράζει η αγανάκτηση στο κέντρο της Αθήνας και των άλλων πόλεων. Αγανάκτηση: ο θυμός που ξεχείλισε κι έγινε ποτάμι∙ και το χειμαρρώδες ποτάμι δεν μπορεί παρά να πνίξει κάποιον ή κάποιους. Να καταστρέψει. Θα μου πείτε να καταστρέψει τί; Τα ήδη διαλυμένα; Τα ερείπια; Δεν έχω απάντηση. Δεν έχω πρόταση. Αυτό που ξέρω είναι ότι μπροστά πας μόνο θέλοντας να χτίσεις∙ και τα θυμωμένα ποτάμια δεν χτίζουν. Ζούμε τις πιο σκοτεινές στιγμές της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας. Οι δικαιολογίες τελείωσαν, τα ψέματα ξεσκεπάστηκαν, οι προφάσεις δεν πείθουν πια κανέναν. Πώς μπορούμε να μετουσιώσουμε την οργή σε έργο; Ρωτάω, δεν έχω την απάντηση. Αλλά πιστεύω ότι ρωτάω τη σωστή ερώτηση. Στα δύσκολα πρέπει να κρατάς γερά. Να κρατάς την ακεραιότητά σου, τη συνοχή σου, να είσαι ολόκληρος για να μπορείς να αξιολογήσεις, να κρίνεις και να δώσεις. Και σε κάποιο βαθμό να κάνεις και την αυτοκριτική σου.
Βασική μου αντίρρηση για όλες τις μέχρι τώρα κινητοποιήσεις και εκδηλώσεις οργής είναι ότι στον πυρήνα τους κυριαρχεί το τσιτάτο: «αυτοί μας έφεραν ως εδώ∙ αυτοί να πληρώσουν». Όχι μόνο διαφωνώ κάθετα με τη συνθηματολογία, αλλά πιστεύω ακράδαντα ότι όσο αυτή διατηρείται και γίνεται λαϊκή κραυγή αγωνίας τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε απ’ τη λύση. Όχι, δεν «τα φάγαμε μαζί», ή τουλάχιστον δεν φάγανε όλοι την ίδια ποσότητα. Όλοι όμως ανεξαιρέτως γνωρίζαμε ότι το φαγοπότι λαμβάνει χώρα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό∙ κι όμως, όσο ο καθένας βολευόταν με την κατάσταση κανένας δεν μίλαγε. Και σ’ αυτό είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Δυστυχώς. Για πάνω από τριάντα χρόνια ζούμε σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, και οι σάπιοι κυβερνήτες ήταν πάντα δημοκρατικά εκλεγμένοι κυβερνήτες. Σημαίνει αυτό πως πρέπει συλλογικά να σκύψουμε το κεφάλι και να δεχτούμε μια τιμωρία δυσβάσταχτη για το σύνολο του πληθυσμού; Όχι. Σημαίνει όμως πως προς όποια κατεύθυνση προχωρήσουμε οφείλουμε να προχωρήσουμε με αυτογνωσία. Γιατί μόνο έτσι θα αποφευχθεί η εκ νέου δόμηση μιας κοινωνίας κι ενός πολιτειακού συστήματος σε σαθρά θεμέλια. Αυτά είναι τα δύσκολα και εκεί πρέπει να δείξει ο καθένας το διαμέτρημά του.
Με ρωτούν συχνά και με επιτιμητικό ύφος πώς μπορώ να μην είμαι κι εγώ «αγανακτισμένη». Μα αγανακτισμένη (και χωρίς εισαγωγικά) είμαι χρόνια. Αγανακτισμένη με τον δημόσιο υπάλληλο που δεν με εξυπηρετεί∙ με τον ψευτόμαγκα που μαρσάρει κάτω απ’ το σπίτι μου, με «φτιαγμένο» αυτοκίνητο και τα σκυλάδικα στη διαπασών∙ αγανακτισμένη με τον γάιδαρο που παρκάρει πάνω στο πεζοδρόμιο∙ αγανακτισμένη με τον ανάγωγο που θεωρεί κάθε δημόσιο χώρο κάδο απορριμάτων∙ αγανακτισμένη μ’ αυτόν που καίει τα δάση∙ ακόμα πιο αγανακτισμένη μ’ αυτόν που χτίζει/αγοράζει/νοικιάζει αυθαίρετα στις καμένες περιοχές∙ αγανακτισμένη με τον εργοδότη που πληρώνει «μαύρα»∙ αγανακτισμένη με τους γελοίους των φοιτητικών παρατάξεων∙ αγανακτισμένη με τον γιατρό που θέλει «φακελάκι» για να κάνει τη δουλειά για την οποία πληρώνεται∙ αγανακτισμένη και μ’ αυτόν που του το δίνει∙ αγανακτισμένη με τον κάθε τραμπούκο, ωχαδερφιστή που επεμβαίνει στη ζωή και την καθημερινότητά μου με το έτσι θέλω. Μα πάνω απ’ όλα είμαι αγανακτισμένη με τον εαυτό μου, γιατί κι εγώ, όπως όλοι μας ανέχτηκα και ανέχομαι όλα τα παραπάνω κι ακόμα περισσότερα. Για καθένα απ’ τα κακώς κείμενα που υπέπεσε στην αντίληψή μου και δεν το αντιμετώπισα, δεν το πάλεψα, δεν το άλλαξα, νιώθω υπεύθυνη. Και γι’ αυτό δεν θεωρώ ότι έχω δικαιοδοσία να γιαουρτώσω κανέναν. Γιατί στα δύσκολα το γιαούρτι είναι η εύκολη λύση. Αγανακτήστε λοιπόν, είναι αναπόφευκτο∙ αλλά μετουσιώστε (όπως είπε και η φίλη μου η Ελεάνα) την αγανάκτηση σε δημιουργική ενέργεια.
Δεν χρειαζόμαστε ένα νέο Πολυτεχνείο. Δεν χρειάζεται αίμα, δάφνες και γαρίφαλα. Δεν παλεύουμε ενάντια σε τανκς και απολυταρχικά καθεστώτα. Παλεύουμε ενάντια σε ένα διεφθαρμένο, σάπιο, εγωκεντρικό σύστημα. Μα κυρίως παλεύουμε ενάντια στους εαυτούς μας. Αν κάτι μου έμαθε η εμπειρία του εξωτερικού: το γεγονός πως είναι όχι μόνο εφικτό, μα λογικό κι αναμενόμενο, να περνάς την διάβαση των πεζών και τ’ αυτοκίνητα να κοκαλώνουν με το που απλώνεις το πόδι σου να προχωρήσεις. Ότι μπορείς να περπατήσεις στο πάρκο χωρίς να χρειάζεται διαρκώς να κοιτάς το χώμα για να μην πατήσεις ακαθαρσίες σκύλων –οι ιδιοκτήτες τους θεωρούν δεδομένο ότι υποχρεούνται να τις μαζέψουν οι ίδιοι. Ότι κανείς δεν οφείλει μέσα σε κλειστό χώρο ν’ αναπνέει τον καπνό απ’ το τσιγάρο του καπνιστή. Ότι η εφορία δεν είναι τιμωρία του κράτους προς εσένα, αλλά η συνεισφορά σου για την διατήρηση των υπηρεσιών και της ευνομίας. Ότι ο δημόσιος χώρος ανήκει σε όλους και γι’ αυτό όλοι οφείλουν να τον φροντίζουν και να τον σέβονται. Και άλλα πολλά. Είναι η ζωή στο εξωτερικό τέλεια; Όχι. Αλλά στο εξωτερικό ζεις με τη βεβαιότητα ότι δικαιούσαι να έχεις ποιότητα ζωής και ταυτόχρονα πως είναι δική σου η ευθύνη να την διεκδικείς. Στην Ελλάδα αυτή η φιλοσοφία δεν υπάρχει, και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε σε όλα τα επίπεδα. Θα μου πείτε τώρα εδώ ο κόσμος χάνεται κι εσύ ασχολείσαι με τις ακαθαρσίες των σκύλων. Αν σ’ αυτό το συμπέρασμα οδηγηθήκατε τότε δεν καταλάβατε τί προσπαθώ να πω.
Οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι εξ ορισμού πολιτικές κατασκευές. Αν πάσχει ο πολιτικός κόσμος είναι γιατί πάσχει η κοινωνία. Για να μεταμορφώσουμε την πολιτική μας ζωή πρέπει να αλλάξουν οι κοινωνικές μας νόρμες. Εκεί και μόνο εκεί θα κερδηθεί ο πόλεμος. Σε κάθε άλλη περίπτωση κερδίζεται πρόσκαιρα μια μάχη∙ κάτι που απλά μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στο Βατερλό. Αγανακτήστε λοιπόν∙ αλλά αγανακτήστε για τους σωστούς λόγους. Προχωρήστε σε διαμαρτυρίες και συνελεύσεις∙ αλλά πάρτε τις σωστές αποφάσεις. Γιατί τώρα, στα δύσκολα, πρέπει να κρατήσουμε γερά: την αξιοπρέπειά μας, την κεκτημένη κοινωνική ειρήνη, τη δημοκρατία μας.
UPDATE: Το κείμενο μεταδόθηκε ραδιοφωνικά από την εκπομπή Ράδιο Άγριο του Κωνσταντίνου Μπογδάνου στον Flash96.
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Μόλις πριν από ένα λετπό σε γνώρισα…και συμφώνησα και ταυτίστηκα με τη δική σου αγανάκτηση που κρατάει χρόνια. Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο και πολύ φοβάμαι ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια για βγάλει κανείς από το μυαλό του Έλληνα αυτό το κουκούτσι της ψευτομαγκιάς και του «δε βαριέσαι αδερφέ». Τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε εμείς ως γονείς να φυτέψουμε περισσότερο πολιτισμό στα παιδιά μας. Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για εκείνα και για τούτο τον τόπο! ΠΕΠΗ
Βρίσκω το άρθρο σας εξαιρετικό και με βρίσκει σύμφωνο στο μεγαλύτερο μέρος του. Υπάρχει, όμως, ένα ζήτημα το οποίο θα ήθελα να θέσω. Δεν αμφιβάλλω οτι όλοι έχουμε ευθύνη για τον τρόπο που αποφασίσαμε να ζήσουμε, αν αποφασίσαμε, δηλαδή, να ζήσουμε με αξιοπρέπεια και με σεβασμό προς τον συνάνθρωπό μας ή , αντίθετα, αν αποφασίσαμε να ζήσουμε παρασιτικά έχοντας πλήρη συνείδηση για τις συνέπειες του δικού μας τρόπου ζωής στους συνανθρώπους μας.
Νομίζω, όμως, ότι για την προστασία των ανθρώπων της πρώτης κατηγορίας από αυτούς της δεύτερης θεσπίστηκαν οι νόμοι και η έννοια του κράτους. Αυτό για το οποίο εγώ ανησυχώ είναι το για ποιό λόγο οι νόμοι είναι άθλιοι και για ποιόν λόγο οι νόμοι δεν τηρούνται ή τηρούνται κατά βούληση. Η απουσία ελέγχου και στις δραστηριότητές μας είναι αυτή που οδήγησε τα πράγματα σε αυτή την εξέλιξη. Ακόμα και αυτοί οι ευρωπαίοι, που τόσο θαυμάζουμε για τον αλτρουισμό τους και τον σεβασμός τους στον χώρο που ζούν, όταν ερχόνται για τουρισμό στην χώρα μας, πολύ συχνά, βγάζουν τον «ελληνικό» ευατό τους.
Πόσους ευρωπαίους τουρίστες έχουμε δει να βεβηλώνουν, να βανδαλίζουν ή να ρυπαίνουν τον χώρο στον οποίο βρίσκονται ή να καταστρατηγούν τους νόμους π.χ. οδηγώντας χωρίς κράνος ή μεθυσμένοι.
Παντού υπάρχουν αυτές οι δύο κατηγορίες ανθρώπων. Η διαφορά είναι οτι σε κάποιες χώρες οι νόμοι τηρούνται με ευλάβεια και αυστηρότητα, ανεξάρτητα από το πόσο καλοί ή δίκαιοι είναι, ενώ σε κάποιες άλλες όχι.
Για το γεγονός, όμως, της μη τήρησης των νόμων ευθύνεται ο δημόσιος υπάλληλος που έχει αυτή την αρμοδιότητα, κατά συνέπεια περισσότερο ευθύνεται ο προϊστάμενός του στην υπηρεσία που δεν έλεγχει αν εργάζεται με συνείδηση και ζήλο, μετά ακόμα περισσότερο ο υπουργός που είναι υπεύθυνος για την υπηρεσία αυτή και η μεγαλύτερη ευθύνη γυρνάει στον λαό που ψήφισε την συγκεκριμένη κυβέρνηση.
Κι εδώ είναι το θέμα που θέλω να θέσω:
Ποιές είναι οι επιλογές του ψηφοφόρου;
Για να το γράψω πιο εκφραστικά, από έναν κουβά γεμάτο ακαθαρσίες πόσες πιθανότητες έχεις να βγάλεις χρυσό; Κατά πόσο ο ψηφοφόρος ορίζει την τύχη του τόπου και την σύνθεση της εκάστοτε κυβέρνησης;
Κι αν οι πρισσότεροι ψηφοφόροι βρουν έναν άξιο άνθρωπο μέσα στον παραπάνω κουβά και τον ψηφίσουν, ποιός τους διασφαλίζει οτι αυτός θα τοποθετηθεί στο επιτελείο της κυβέρνησης και στο κατάλληλο πόστο; Πόσοι τέτοιοι άξιοι άνθρωποι χρησιμοποιήθηκαν ως δολώματα για νίκη στις εκλογές και μετά χάθηκαν στην αφάνεια;
Αυτό που πάσχει, λοιπόν, κατά τη δική μου εκτίμηση, είναι το πολιτικό σύστημα και ο μόνος τρόπος για να αλλάξει αυτό είναι με αγώνες και ιδίως αν αυτοί είναι βίαιοι, ανεξέλεγκτοι και, επιτρέψτε μου την έκφραση, καταστροφικοί, αλλά στοχευμένοι ενάντια στο πολιτικό σύστημα, ώστε να διαλυθεί κάθε μορφή αυτού του συτήματος, ακόμα και θυσιάζοντας κάποια καλά στοιχεία του, με απώτερο σκοπό την αναγέννηση από τις στάχτες. Ίσως, τότε, η σοφία που θα έχουμε αποκτήσει να μας οδηγήσει σε κάτι καλύτερο.
Κάνω copy paste ένα σχόλιο που μόλις έγραψα στο FB επί του ιδίου θέματος και -περίπου- της ιδίας ένστασης: «Δεν νομίζω ότι μπορείς να αποδεχθείς την «καφρίλα» σαν φυσικό γεγονός και παρόλ’ αυτά να περιμένεις σε άλλα επίπεδα δραστική αλλαγή. Ο επαναστάτης κάφρος είναι πάνω απ’ όλα κάφρος. Πιστεύω πως δεν υπάρχει πιο επιτακτικό πρότζεκτ απ’ αυτό της αλλαγής νοοτροπίας. Και η νοοτροπία ούτε αλλάζει ούτε επιβάλλεται με τη βία, αλλά με προσπάθεια και συνείδηση. Τα λέω ουτοπικά; Ζω στον κόσμο μου; Δεν ξέρω, πείτε μου. Όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι μπορείς να χτενίσεις μαλακά κι υπομονετικά μέχρι να ξεμπερδευτεί ή μπορείς να πάρεις ένα ψαλίδι και να κόψεις όλη την τούφα με αποτέλεσμα να γίνει το κεφάλι σου για γέλια. Εγώ που είχα για χρόνια τα μαλλιά μου μέχρι τη μέση δεν έπεσα ποτέ πάνω σε κόμπο που με λίγο κόπο και επιμονή να μην ξεμπερδεύτηκε τελικά χωρίς να χρειαστεί να καταφύγω στα ψαλίδια. Ωραίο πράγμα η λαϊκή επανάσταση, δεν λέω, αλλά η ιστορία έχει αποδείξει ότι πάσχει πολύ στην μέριμνα για την επόμενη μέρα. Κι εμένα με νοιάζει πολύ η επόμενη μέρα. Για τους γονείς μου, τ’ αδέρφια μου, τους φίλους μου, τα παιδιά που δεν έχω αλλά ελπίζω να κάνω. Δεν λέω κάτι άλλο γιατί θ’ αρχίσω να επαναλαμβάνομαι».
Θέλω σ’ αυτό να προσθέσω μια απάντηση στο πραγματικά πολύ ενδιαφέρον σχόλιό σας για τους τουρίστες και τη πολύ συχνά απαράδεκτη συμπεριφορά τους στη χώρα μας (και άλλες χώρες τουριστικούς προορισμούς). Πρόκειται για μια ειδική κατηγορία «κάφρων» (η καφρίλα ΕΙΝΑΙ διεθνές φαινόμενο) που στο βαθμό που μπορούν την ίδια συμπεριφορά εκδηλώνουν και στις δικές τους χώρες. Απλά όταν έρχονται σ’ εμάς είναι τόσο μεγάλη η ανοχή και το καθεστώς ανομίας που βρίσκουν ώστε χωρίς συνέπειες μπορούν να βγουν εκτός ορίων. Επίσης υπάρχει, στην Αγγλία τουλάχιστον, μια ολόκληρη βιομηχανία packaged holidays για κάφρους, με αποτέλεσμα να αριβάρουν σε κομβόι και ιδιαίτερα μεγάλη πυκνότητα. Έξω απ’ αυτή την πολύ συγκεκριμένη κατηγορία, που έχει και σχετικώς συγκεκριμένους προορισμούς (Κάβος, Φαληράκι, κ.λπ.) δεν έχει υποπέσει στην αντίληψή μου άλλο είδος «επιβλαβούς τουρίστα». Αντίθετα, οι τουρίστες είναι για μας τα «μεγάλα κορόιδα» που μπορούμε να τους κλέβουμε απ’ το ταξί μέχρι το ενοικιαζόμενο δωμάτιο, το φαγητό, τα σουβενίρ, όπου μπορούμε να τους πιάσουμε κορόιδα τέλος πάντων. Άλλο τραγικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου Έλληνα που μετά διαμαρτύρεται για την πτώση του τζίρου στην τουριστική βιομηχανία (την μοναδική που διαθέτουμε). Γι’ αυτό το πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα ας πούμε ποιος ευθύνεται; Ο πολιτικός προϊστάμενος του ταξιτζή ή του ξενοδόχου; Φυσικά έχει τεράστιο μερίδιο ευθύνης και η πολιτεία, εννοείται αυτό, αλλά από πού ξεκινάει η σαπίλα και που φτάνει δεν έχει σημασία, πρόκειται για φαύλο κύκλο.
Τέλος: είμαι φανατική οπαδός της μη βίας. Αυτό είναι ένα ζήτημα που δεν συζητώ και δεν διαπραγματεύομαι. Ο καθένας δικαιούται να έχει την άποψή του κι αυτή είναι η δική μου.
Μια βόλτα στη Μύκονο ή στην Χαλκιδική ή στην Κρήτη και σε πολλά ακόμα θερινά θέρετρα κατά διάρκεια της θερινής σεζόν, αποδεικνύει ξεκάθαρα οτι πολύ μα πολύ μεγάλο ποσοστό των τουριστών ανεξαρτήτως εθνικότητας (Ιταλοί, Αμερικάνοι, Γερμανοί, Έλληνες κ.ο.κ) και ανεξαρτήτως ηλικίας, εκδηλώνουν ακραίες συμπεριφορές, προκλητική έλλειψη σεβασμού για τον διπλανό τους και για το χώρο που τους φιλοξενεί και πολύ συχνά κάνουν παρανομίες. Αυτό πουλάει η Ελλάδα, μάλλον, και γιαυτό προτιμούν την χώρα μας για τις διακοπές τους.
Η λαθροθηρία φαλαινών στην Ιαπωνία, η μόλυνση των ωκεανών από τοξικά αποβλητα, η εξαθλίωση των γηγενών κατοίκων της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής, δεν μοιάζουν με τις «καφρίλες» του Έλληνα;
Κάφροι, όπως λέτε, πάντα θα υπάρχουν γιατί η «καφρίλα» που περιγράφουμε είναι ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου (επίδειξη=>ζευγάρωμα, βία=>εξουσία, τροφή και ασφάλεια) που κάποιοι άνθρωποι είναι ανίκανοι να περιορίσουν. Όταν, όμως, το σύτημα επιτρέπει και προωθεί τους «κάφρους» να εκδηλώνουν τη ζωώδη δραστηριότητά τους, δεν φταίνε οι «κάφροι» γι αυτό.
Όσον αφορά στη νοοτροπία του έλληνα στην καθημερινότητά του, έχω την εντύπωση οτι στις ηλικίες έως 40 υπάρχει αισθητή διαφορά προς το καλύτερο από ότι πριν 10, πόσο μάλλον πριν από 20 χρόνια. Οι συνετοί άνθρωποι που κάποτε αποτελούσαν τις εξαιρέσεις, τώρα τείνουν να γίνουν ο κανόνας, αρκεί να μη μπει το χρήμα στη μέση, που για τον σύγχρονο έλληνα έχει αποκτήσει θεϊκές ιδιότητες.
Έτσι για το θέμα του ταξιτζή και του ξενοδόχου κ.τ.λ. δεν ευθύνεται ο «πολιτικός» τους προϊστάμενος, που δεν υπάρχει, ή η δική τους επαγγελματική ασυνειδησία, αλλά νομίζω οτι για την νοοτροπία αυτού του είδους των επιχειρηματιών ευθύνεται αυτό που ανέφερα παραπάνω (η αναγωγή του χρήματος σε θεότητα) και αυτό που περιέγραψα στο προηγούμενο σχόλιο, η παντελής απουσία ελέγχου και τιμωρίας από τις αντίστοιχες υπηρεσίες του κράτους.
Πόσες φορές ακούσαμε ή είδαμε ενδελεχή υγειονομικό ή αγορανομικό έλεγχο; Ποτέ!
Πόσες επιχειρήσεις τιμωρήθηκαν με λουκέτο λόγω κάκιστης ποιότητας και επανηλλειμένης αισχροκέρδιας;
Ελάχιστες και αυτές για το φαίνεσθαι.
Θα σας θυμίσω κάτι παλιές εκπομπές που έκανε ο Ευαγγελάτος, νομίζω, στις οποίες έδειχνε εστιατόρια της Αθήνας που ξανασερβίραν αποφάγια, τηγανίζαν σε μηχανέλαια κ.ο.κ.
Ενώ όλοι γνωρίζαμε οτι γίνονται αυτά, γιατί κανένας κρατικός μηχανισμός δεν είχε ήδη κινητοποιήθεί; Πως τα βρήκε ο Ευαγγελάτος ή ο οποιοσδήποτε και δεν τα βρήκε το Υγειονομικό; Αυτά με χάδια δεν λύνονται.
Γιατί να βρίσκεται ο κάθε πολίτης αντιμέτωπος με τον συμπολίτη του κάθε μέρα, καχύποπτα, ενώ υπάρχει ένα κράτος το οποίο θα έπρεπε να τον είχε οχυρώσει;
Γιατί να κατηγορούμε ο ένας τον άλλο για τα ελλατώματα του, παρόλο που ξέρουμε οτι κάθε άνθρωπος έχει ελλατώματα, προκειμένου να επιβιώσουμε σωματικά και ψυχικά όλοι μαζί σε μια κοινωνία, ενώ κανονικά για αυτόν τον λόγο έχουμε αναθέσει σε κάποιους τη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία;
Γιατί να διαπλικτίζεται ο δημόσιος υπάλληλος με τον ιδιωτικό υπάλληλο για την αδικία που υφίσταται ο δεύτερος;
Γιατί να βάζει λουκέτο ο υγιώς σκεπτόμενως επιχειρηματίας που τηρεί τους κανόνες γιατί πιστεύει σε αυτούς και που πάντα πλήρωνε τους φόρους και τις εισφορές του κανονικά, αλλά δεν τα βγάζει πέρα πλέον, ενώ ένα σωρό λαμόγια εξακολουθούν και βασιλεύουν χωρίς να τηρούν κανόνες υγιεινής, ηθικής και αγνοώντας επιδεικτικά τους νόμους μειώνοντας το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεών τους δραματίκα, τόσο δραματικά όσο αυξάνουν και τα αφορολόγητα κέρδη τους και τόσο δραματικά όσο δραματικά θέτουν σε κίνδυνο την υγεία μας;
Ποιός θα έπρεπε να είχε προνοήσει για τέτοιου είδους αδικίες;
Κανένας δεν θέλει τη βία, αντιθέτως, την απεχθανόμαστε και όλα θα έπρεπε να λύνονται με συζήτηση, αλλά όταν έχει συγκεντρωθεί τόσο μεγάλη εξουσία σε τόσο λίγους ανθρώπους, αποδεδειγμένα ανίκανους και βαθύτατα διεφθαρμένους ακόμα και ως προσωπικότητες, που τους δίνει το δικαίωμα να αποφασίζουν και να διατάζουν με μοναδικό γνώμονα το δικό τους αρρωστημένο προσωπικό όφελος, πες μου ποιός είναι ο τρόπος να αφήσουν τη θέση τους;
Και τέλος για το παράδειγμά σου με τον κόμπο, έχω να πω οτι δεν μιλάμε για έναν και δύο κόμπους στα μαλλία. Μιλάμε για μαλλιά ράστα τουλάχιστον 150 χρόνων (από τον Όθωνα και μετά) ανάλογης βρωμιάς, δυσωδίας, υφής και πλέξης.
Πως τα ξεμπλέκεις αν όχι με ξύρισμα από τη βάση;
Ο σοφός άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ζωώδη του ένστικτα, όπως αυτός επιθυμεί, ενώ από την άλλη ο μη σοφός χρησιμοποιείται από τα ζωώδη του ένστικτα όπως αυτά επιθυμούν.
Η βία είναι θεμιτή όταν αποτελεί άμυνα.
Άμυνα ήταν η βίαιαη απελευθέρωσή μας από τους Οθωμανούς, άμυνα και η απελευθέρωσή μας από τους Γερμανούς, από τη χούντα κ.ο.κ..
Θα αμυνθείς με κάθε τρόπο, ακόμα, αν κάποιος σε κρατάει όμηρο προκειμένου να αποδράσεις.
Το μετά είναι πραγματικά στο χέρι μας.
Υ.Γ.: Σε καμία περίπτωση δεν θέλω να διαφωνήσω μαζί σου, ίσα ίσα συμφωνώ σε όλα όσα λες και αυτό το αίσθημα του «Τα λέω ουτοπικά; Ζω στον κόσμο μου;» με εκφράζει απόλυτα. Δεν γνωρίζω το μέλλον, δεν γνωρίζω το τελικό απότέλεσμα μιας εξέγερσης εναντίνον του πολιτικού συστήματος, απλά πιστεύω. Αυτό που πιστεύω είναι οτι δεν υπάρχουν περιθώρια, παγκοσμίως, για άλλη ανοχή και μέτριες λύσεις. Αυτή η παγκόσμια εμμονή για χρήμα και εξουσία κάπου και κάπως πρέπει να σταματήσει. Δε ξέρω αν δεν θα ξανααρχίσει (η Ιστορία δεν δίνει ενθαρρυντικές πιθανότητες), αλλά πρέπει με κάποιο τρόπο να σταματήσει έστω και για λίγο.