Εδώ και πολύ καιρό δεν ξέρω τί να γράψω. Θέλω να συνεισφέρω και νιώθω πως δεν μπορώ. Ό,τι έχω να προσφέρω είναι λόγια, κι από λόγια ο κόσμος είναι χορτάτος. Βιώνω την ελληνική πραγματικότητα μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του Facebook. Όλα με φτάνουν μαζικά, σωρηδόν αλλά και φιλτραρισμένα, σχολιασμένα, μασημένα ήδη. Κάποιες στιγμές φοβάμαι ότι η μόνη γνώμη που έχω είναι η γνώμη των άλλων. Απ’ την άλλη ξέρω ότι υπήρξα ανέκαθεν άνθρωπος με πολύ στιβαρή άποψη. Έτσι κι αλλιώς με τον περισσότερο κόσμο μονίμως διαφωνώ∙ είτε επί της ουσίας είτε επί της μεθοδολογίας. Νιώθω ξένη σε πράγματα που θα έπρεπε να είναι δικά μου. Και ταυτόχρονα, ενώ είμαι πολύ μακριά όλα με φτάνουν, μ’ αγγίζουν και με πονάνε. Αυτή η καθημερινότητα που δεν την βιώνω είναι η καθημερινότητά μου. Την ίδια στιγμή βλέπω τα πάντα σαν εξωτερικός παρατηρητής. Ίσως αυτό μου εξασφαλίζει μια πιο αντικειμενική ματιά της πραγματικότητας, ίσως απλώς μ’ αλλοτριώνει, και γι’ αυτό –επειδή νιώθω ευθύνη γι’ αυτά που διατυπώνω– έχω επιλέξει μέχρι τώρα να σιωπώ. Σιωπώ ακόμα γιατί δεν έχω πρόταση∙ δεν έχω τη λύση, νιώθω μικρή κι ανίκανη να συμμετέχω. Να υιοθετήσω έτοιμες απόψεις δεν το μπορώ∙ και δεν έχω ακούσει ούτε μια απ’ τις υπάρχουσες «προτάσεις» που να την θεωρώ εφαρμόσιμη ή έστω βιώσιμη ή έστω οριακά λογική. Δεν είμαι οικονομολόγος, δεν είμαι πολιτική επιστήμων και δεν πιστεύω ότι ο καθένας δικαιούται να διαφημίζει τη γνώμη του για πράγματα που δεν γνωρίζει και δεν κατανοεί. Έχω όμως δυο πτυχία ανθρωπιστικών επιστημών, και νομίζω ότι μπορώ –και θέλω– να μιλήσω για τον άνθρωπο. Κι ας είναι αυτή η συνεισφορά μου, το λιθαράκι για να χτιστεί κάτι κι όχι η πέτρα που θα τσακίσει –τζάμια, κεφάλια, ζωές, μια κοινωνία ολόκληρη.

Πριν από μερικά χρόνια παρακολούθησα στο θέατρο Τζένη Καρέζη την «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, παρουσία του συγγραφέα, ανεβασμένη από τα μέλη της Κοινωνικής Επανένταξης του ΚΕ.ΘΕ.Α Εν Δράσει (είχα και τότε γράψει σχετικά, διαβάστε εδώ). Η παράσταση ήταν απολύτως καθηλωτική για δυο λόγους. Καταρχάς γιατί μιλούσε για την Ελλάδα των γονιών και των παππούδων μας, μια Ελλάδα που θέλαμε να πιστεύουμε ότι την είχαμε αφήσει για πάντα πίσω μας. Για τις εποχές της άμετρης φτώχειας, της ξενιτιάς, της απελπισίας∙ για μια κόλαση επί της γης που όμως αποτελεί μια βουβή πτυχή της εθνικής μας ιστορίας. Δεύτερον γιατί στην παράσταση συμμετείχαν όχι επαγγελματίες ή ερασιτέχνες φιλότεχνοι ηθοποιοί, αλλά άνθρωποι που πήγαν στην κόλαση, την είδαν να ζωγραφίζεται ανεξίτηλα στο πετσί τους κι επέστρεψαν ζωντανοί για να πουν την ιστορία τους. Και την ιστορία τους την είπαν μέσα απ’ το έργο του Καμπανέλλη, όχι με τις υποκριτικές τους ικανότητες, αλλά με το σώμα τους που κουβαλούσε όλα τα χρόνια, όλα τα σημάδια, όλες τις πληγές και τα εξέθετε εκεί, μπροστά στα μάτια μας∙ στα μάτια ενός κοινού που είχε προσπεράσει αυτή την εποχή και δεν κοιτούσε πια πίσω. Και ύστερα η εποχή έκανε κύκλο και δείχνει τώρα να μας την έχει στημένη στη γωνία, έτοιμη να μας ξαναβυθίσει στην ίδια απελπισία, απόγνωση και μιζέρια που οι γονείς και οι παππούδες μας νόμισαν ότι είχαν αποχαιρετίσει για πάντα.

Πώς αντιμετωπίζεται ένα τόσο θλιβερό πισωγύρισμα; Πώς παρηγορείται ο γέροντας που στα χρόνια του εκείνα που τα λεν τα ήσυχα δεν μπορεί να βρει αναπαμό; Ο μεσήλικας που όλη του τη ζωή πάλεψε για την εξασφάλιση του παιδιού του και τώρα βλέπει ένα μαύρο σύννεφο που απειλεί να μας καταπιεί όλους; Πώς παρηγορείται ο νέος που του υποσχέθηκαν αναγνώριση, καταξίωση, εξασφάλιση κι ένα καλό αύριο και τώρα βλέπει κόπους, σπουδές, θυσίες, χρόνια να έχουν πάει χαμένα; Μα δεν παρηγορείσαι. Η παρηγοριές είναι άλλωστε για τα μικρά παιδιά. Δεν παρηγορείσαι λοιπόν∙ αγανακτείς. Έτσι «μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια» βράζει η αγανάκτηση στο κέντρο της Αθήνας και των άλλων πόλεων. Αγανάκτηση: ο θυμός που ξεχείλισε κι έγινε ποτάμι∙ και το χειμαρρώδες ποτάμι δεν μπορεί παρά να πνίξει κάποιον ή κάποιους. Να καταστρέψει. Θα μου πείτε να καταστρέψει τί; Τα ήδη διαλυμένα; Τα ερείπια; Δεν έχω απάντηση. Δεν έχω πρόταση. Αυτό που ξέρω είναι ότι μπροστά πας μόνο θέλοντας να χτίσεις∙ και τα θυμωμένα ποτάμια δεν χτίζουν. Ζούμε τις πιο σκοτεινές στιγμές της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας. Οι δικαιολογίες τελείωσαν, τα ψέματα ξεσκεπάστηκαν, οι προφάσεις δεν πείθουν πια κανέναν. Πώς μπορούμε να μετουσιώσουμε την οργή σε έργο; Ρωτάω, δεν έχω την απάντηση. Αλλά πιστεύω ότι ρωτάω τη σωστή ερώτηση. Στα δύσκολα πρέπει να κρατάς γερά. Να κρατάς την ακεραιότητά σου, τη συνοχή σου, να είσαι ολόκληρος για να μπορείς να αξιολογήσεις, να κρίνεις και να δώσεις. Και σε κάποιο βαθμό να κάνεις και την αυτοκριτική σου.

Βασική μου αντίρρηση για όλες τις μέχρι τώρα κινητοποιήσεις και εκδηλώσεις οργής είναι ότι στον πυρήνα τους κυριαρχεί το τσιτάτο: «αυτοί μας έφεραν ως εδώ∙ αυτοί να πληρώσουν». Όχι μόνο διαφωνώ κάθετα με τη συνθηματολογία, αλλά πιστεύω ακράδαντα ότι όσο αυτή διατηρείται και γίνεται λαϊκή κραυγή αγωνίας τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε απ’ τη λύση. Όχι, δεν «τα φάγαμε μαζί», ή τουλάχιστον δεν φάγανε όλοι την ίδια ποσότητα. Όλοι όμως ανεξαιρέτως γνωρίζαμε ότι το φαγοπότι λαμβάνει χώρα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό∙ κι όμως, όσο ο καθένας βολευόταν με την κατάσταση κανένας δεν μίλαγε. Και σ’ αυτό είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Δυστυχώς. Για πάνω από τριάντα χρόνια ζούμε σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, και οι σάπιοι κυβερνήτες ήταν πάντα δημοκρατικά εκλεγμένοι κυβερνήτες. Σημαίνει αυτό πως πρέπει συλλογικά να σκύψουμε το κεφάλι και να δεχτούμε μια τιμωρία δυσβάσταχτη για το σύνολο του πληθυσμού; Όχι. Σημαίνει όμως πως προς όποια κατεύθυνση προχωρήσουμε οφείλουμε να προχωρήσουμε με αυτογνωσία. Γιατί μόνο έτσι θα αποφευχθεί η εκ νέου δόμηση μιας κοινωνίας κι ενός πολιτειακού συστήματος σε σαθρά θεμέλια. Αυτά είναι τα δύσκολα και εκεί πρέπει να δείξει ο καθένας το διαμέτρημά του.

Με ρωτούν συχνά και με επιτιμητικό ύφος πώς μπορώ να μην είμαι κι εγώ «αγανακτισμένη». Μα αγανακτισμένη (και χωρίς εισαγωγικά) είμαι χρόνια. Αγανακτισμένη με τον δημόσιο υπάλληλο που δεν με εξυπηρετεί∙ με τον ψευτόμαγκα που μαρσάρει κάτω απ’ το σπίτι μου, με «φτιαγμένο» αυτοκίνητο και τα σκυλάδικα στη διαπασών∙ αγανακτισμένη με τον γάιδαρο που παρκάρει πάνω στο πεζοδρόμιο∙ αγανακτισμένη με τον ανάγωγο που θεωρεί κάθε δημόσιο χώρο κάδο απορριμάτων∙ αγανακτισμένη μ’ αυτόν που καίει τα δάση∙ ακόμα πιο αγανακτισμένη μ’ αυτόν που χτίζει/αγοράζει/νοικιάζει αυθαίρετα στις καμένες περιοχές∙ αγανακτισμένη με τον εργοδότη που πληρώνει «μαύρα»∙ αγανακτισμένη με τους γελοίους των φοιτητικών παρατάξεων∙ αγανακτισμένη με τον γιατρό που θέλει «φακελάκι» για να κάνει τη δουλειά για την οποία πληρώνεται∙ αγανακτισμένη και μ’ αυτόν που του το δίνει∙ αγανακτισμένη με τον κάθε τραμπούκο, ωχαδερφιστή που επεμβαίνει στη ζωή και την καθημερινότητά μου με το έτσι θέλω. Μα πάνω απ’ όλα είμαι αγανακτισμένη με τον εαυτό μου, γιατί κι εγώ, όπως όλοι μας ανέχτηκα και ανέχομαι όλα τα παραπάνω κι ακόμα περισσότερα. Για καθένα απ’ τα κακώς κείμενα που υπέπεσε στην αντίληψή μου και δεν το αντιμετώπισα, δεν το πάλεψα, δεν το άλλαξα, νιώθω υπεύθυνη. Και γι’ αυτό δεν θεωρώ ότι έχω δικαιοδοσία να γιαουρτώσω κανέναν. Γιατί στα δύσκολα το γιαούρτι είναι η εύκολη λύση. Αγανακτήστε λοιπόν, είναι αναπόφευκτο∙ αλλά μετουσιώστε (όπως είπε και η φίλη μου η Ελεάνα) την αγανάκτηση σε δημιουργική ενέργεια.

Δεν χρειαζόμαστε ένα νέο Πολυτεχνείο. Δεν χρειάζεται αίμα, δάφνες και γαρίφαλα. Δεν παλεύουμε ενάντια σε τανκς και απολυταρχικά καθεστώτα. Παλεύουμε ενάντια σε ένα διεφθαρμένο, σάπιο, εγωκεντρικό σύστημα. Μα κυρίως παλεύουμε ενάντια στους εαυτούς μας. Αν κάτι μου έμαθε η εμπειρία του εξωτερικού: το γεγονός πως  είναι όχι μόνο εφικτό, μα λογικό κι αναμενόμενο, να περνάς την διάβαση των πεζών και τ’ αυτοκίνητα να κοκαλώνουν με το που απλώνεις το πόδι σου να προχωρήσεις. Ότι μπορείς να περπατήσεις στο πάρκο χωρίς να χρειάζεται διαρκώς να κοιτάς το χώμα για να μην πατήσεις ακαθαρσίες σκύλων –οι ιδιοκτήτες τους θεωρούν δεδομένο ότι υποχρεούνται να τις μαζέψουν οι ίδιοι. Ότι κανείς δεν οφείλει μέσα σε κλειστό χώρο ν’ αναπνέει τον καπνό απ’ το τσιγάρο του καπνιστή. Ότι η εφορία δεν είναι τιμωρία του κράτους προς εσένα, αλλά η συνεισφορά σου για την διατήρηση των υπηρεσιών και της ευνομίας. Ότι ο δημόσιος χώρος ανήκει σε όλους και γι’ αυτό όλοι οφείλουν να τον φροντίζουν και να τον σέβονται. Και άλλα πολλά. Είναι η ζωή στο εξωτερικό τέλεια; Όχι. Αλλά στο εξωτερικό ζεις με τη βεβαιότητα ότι δικαιούσαι να έχεις ποιότητα ζωής και ταυτόχρονα πως είναι δική σου η ευθύνη να την διεκδικείς. Στην Ελλάδα αυτή η φιλοσοφία δεν υπάρχει, και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε σε όλα τα επίπεδα. Θα μου πείτε τώρα εδώ ο κόσμος χάνεται κι εσύ ασχολείσαι με τις ακαθαρσίες των σκύλων. Αν σ’ αυτό το συμπέρασμα οδηγηθήκατε τότε δεν καταλάβατε τί προσπαθώ να πω.

Οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι εξ ορισμού πολιτικές κατασκευές. Αν πάσχει ο πολιτικός κόσμος είναι γιατί πάσχει η κοινωνία. Για να μεταμορφώσουμε την πολιτική μας ζωή πρέπει να αλλάξουν οι κοινωνικές μας νόρμες. Εκεί και μόνο εκεί θα κερδηθεί ο πόλεμος. Σε κάθε άλλη περίπτωση κερδίζεται πρόσκαιρα μια μάχη∙ κάτι που απλά μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στο Βατερλό. Αγανακτήστε λοιπόν∙ αλλά αγανακτήστε για τους σωστούς λόγους. Προχωρήστε σε διαμαρτυρίες και συνελεύσεις∙ αλλά πάρτε τις σωστές αποφάσεις. Γιατί τώρα, στα δύσκολα, πρέπει να κρατήσουμε γερά: την αξιοπρέπειά μας, την κεκτημένη κοινωνική ειρήνη, τη δημοκρατία μας.

UPDATE: Το κείμενο μεταδόθηκε ραδιοφωνικά από την εκπομπή Ράδιο Άγριο του Κωνσταντίνου Μπογδάνου στον Flash96.

http://www.flash.gr/audio/3768