Αποφεύγω να βλέπω blockbusters και φιλμ προορισμένα για μεγάλη εμπορική επιτυχία σαν το διάολο. Καταρχάς γιατί βαριέμαι. Έπειτα γιατί σπανίως έως ποτέ δεν εκπληρώνουν καλλιτεχνικά τις προσδοκίες που έχει γεννήσει η μεγάλη οικονομική και διαφημιστική επένδυση. Τρίτον γιατί συνήθως δεν παίρνω πρέφα ότι κυκλοφόρησαν παρά μόνο αφού έχουν γίνει αντικείμενο αναφοράς σε κάθε πιθανή συζήτηση∙ και τότε είναι που με πιάνει η αλλεργία μου σε κάθε τί πολυσυζητημένο, οπότε απλά αποκλείεται να επιθυμήσω, πόσο μάλλον να επιδιώξω να τα παρακολουθήσω. Έτσι έγινε και με τους Πειρατές της Καραϊβικής: Η Κατάρα Του Μαύρου Μαργαριταριού. Το 2003 ούτε που κατάλαβα ότι κυκλοφόρησε μια ταινία προορισμένη να γίνει τριλογία (και βάλε) με τεράστιο μπάτζετ και ηχηρότατα ονόματα. Υπέπεσε πρώτη φορά στην αντίληψή μου το 2006, λίγο πριν βγει στους κινηματογράφους η δεύτερη ταινία, Οι Πειρατές Της Καραϊβικής: Το Σεντούκι Του Νεκρού, όταν η Αλίκη ξετρελαμένη με τον Τζόνι Ντεπ είχε ήδη από τα μέσα του καλοκαιριού αρχίσει να περιμένει την προβολή της με ανυπομονησία. Επέμεινε λοιπόν ότι πρέπει οπωσδήποτε να δω την πρώτη ταινία σε DVD ώστε να είμαι έτοιμη να πάμε όλοι μαζί στο σινεμά και να απολαύσουμε την δεύτερη.
Θα είμαι ειλικρινής. Ό,τι θυμάμαι από την πρώτη ταινία είναι ένα αυγουστιάτικο βράδυ στην Νέα Ερυθραία∙ θυμάμαι την κουζίνα του Μανώλη, όπου βρισκόταν η τηλεόραση. Νομίζω ότι φάγαμε πίτσα, και αφού η ταινία τελείωσε βγήκαμε στο μεγάλο μπαλκόνι για να πιούμε το αψέντι που μερικές ημέρες πριν είχα φέρει απ’ την Πράγα. Θυμάμαι ότι μέχρι το τέλος της βραδιάς έκανα οχτάρια (βαρύ το αψέντι) αλλά απ’ το φιλμ ως πλοκή δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα. Μου έκανε εντύπωση ο Τζόνι Ντεπ, τον οποίο εκτιμώ ιδιαίτερα ως ερμηνευτή, και που ως Τζακ Σπάροου, στην πρώτη φάση της τριλογίας, κέντησε έναν ιδιόρρυθμο χαρακτήρα, τον ζωγράφισε σχεδόν τον ντύθηκε ολόκληρος και τον παρέδωσε στο κοινό με τρόπο πραγματικά απολαυστικό. Μέσα στον επόμενο μήνα μαζευτήκαμε, μεγάλη παρέα, για να δούμε στο σινεμά την δεύτερη ταινία. Αν δεν κάνω φοβερό λάθος η προβολή έλαβε χώρα στα Odeon Cineplex στο Μαρούσι, σε μια στριμόκωλη αίθουσα όπου βρεθήκαμε καθισμένοι πίσω-πίσω, καταλαμβάνοντας δυο σειρές, καθότι επτά άτομα. Ο Μανώλης κι εγώ φτάσαμε ελαφρώς καθυστερημένοι όταν οι άλλοι είχαν ήδη βγάλει τα εισιτήρια και κάτι έτρωγαν σε ένα από τα φαγάδικα του συγκροτήματος. Είχα κάπως αγχωθεί γιατί σιχαίνομαι να φτάνω καθυστερημένη και δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη για φαγητό. Φορούσα ένα μαύρο παντελόνι που σούρωνε στους αστραγάλους, αγαπημένο μου τότε, μια αμάνικη μαύρη μπλούζα ζιβάγκο, με ένα σχεδιάκι με πούλιες μπροστά και μαύρη ζακέτα. Πρέπει να ήταν κάπως συννεφιασμένο και το πρόσωπό μου, όταν μια γάτα εμφανίστηκε γύρω απ’ το τραπέζι ζητιανεύοντας φαγητό: «Άμα δεις μαύρη Εβίτα είναι γρουσουζιά», είπε ο Παναγιώτης, κοιτώντας εμένα διαγώνια του τραπεζιού καθώς το γατί κλαψούριζε. Μεγάλη γρουσουζιά φίλε μου∙ για την Εβίτα κυρίως.
Και σ’ αυτή την περίπτωση το έργο έχει εξαϋλωθεί απ’ τη μνήμη μου. Θυμάμαι την Ειρήνη που λαγοκοιμόταν σ’ όλη την ταινία, τον Δημήτρη που μάλλον βαριόταν, την Αλίκη που ενθουσιάστηκε για άλλη μια φορά με τον γοητευτικό πρωταγωνιστή, θυμάμαι την επιστροφή στην Λασκάρεως στο πίσω κάθισμα μιας αρχαίας BMW, και έπειτα απ’ αυτό τίποτα. Την τρίτη ταινία, Οι Πειρατές Της Καραϊβικής: Στο Τέλος Του Κόσμου την είδα τον Μάιο του 2007 στο ίδιο σινεμά, μόνο με την Αλίκη πια, υπό τρομερά διαφορετικές συνθήκες. Η πρώτη σκηνή με το μικρό αγόρι που τραγουδάει θλιμμένα λίγο πριν κρεμαστεί, που το ανεβάζουν σ’ ένα βαρέλι για να φτάσει το βρόχο, το τραγούδι των καταδικασμένων, έχει χαραχτεί στη μνήμη μου. Ξεκίνησα να κλαίω εκείνη τη στιγμή κι έκανα ένα διάλειμμα μόνο προς το τέλος, όταν η δράση κορυφώθηκε και η πλοκή όντως μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Όταν η ταινία τελείωσε θεώρησα πως τελείωσε.
Και η μακρά αυτή αφήγηση μας φέρνει στο σήμερα. Για άλλη μια φορά δεν είχα καθόλου καταλάβει ότι υπάρχει προοπτική να γυριστεί και τέταρτη ταινία, γιατί στο μυαλό μου την είχα κατατάξει ως τριλογία κι εκεί είχε μείνει. Δεν είχα ιδέα ότι η καινούρια ταινία είχε βγει, μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα, όταν η συγκάτοικός μου με ρώτησε αν θέλω να πάμε σινεμά. Όταν έπεσε η πρόταση για τους Πειρατές της Καραϊβικής: Σε Άγνωστα Νερά η απάντηση ήταν «Why not?». Κι έτσι βρεθήκαμε αυτό το απόγευμα οι δυο μας, στο φθηνότερο σινεμά της πόλης, ασφυκτικά γεμάτο, να δούμε την μαγνητοσκοπημένη κατάρρευση ενός μύθου. Δεν μιλάω για το μύθο της ταινίας, για την οποία είχα εξαρχής παγιωμένες αμφιβολίες, μιλάω δυστυχώς για την κατάρρευση του μύθου του Τζακ Σπάροου. Δεν έχει νόημα να γράψω πόσο αναμενόμενη ήταν η πλοκή της ταινίας, καθώς αυτό ήταν αναμενόμενο. Το γεγονός ότι ήταν εντελώς τετριμμένη δεν την κάνει λιγότερο διασκεδαστική αν έχει καταφέρει κανείς να μηδενίσει τις προσδοκίες του από ένα κινηματογραφικό έργο σε καλλιτεχνικό και ουσιαστικό επίπεδο.
Οι χαρακτήρες ίδιοι κι απαράλλακτοι, οι περιπέτειές τους πανομοιότυπες με τις προηγούμενες (το ξέρω κι ας μην θυμάμαι λεπτομέρειες απ’ τις πρώτες ταινίες), η φωτογραφία πράγματι εξαιρετική, η σκηνοθεσία να ακολουθεί πιστά την πεπατημένη. Όμως ο Τζόνι Ντεπ έχει μεγαλώσει. Ο Τζακ Σπάροου δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει. Το αποτέλεσμα είναι αυτός ο ιδιόρρυθμος, διασκεδαστικός, ολοκληρωμένος χαρακτήρας να εμφανίζεται σ’ αυτή την ταινία σαν μια συλλογή από μανιερισμούς και επιτήδευση, όλο πόζα και σκέρτσο, αλλά χωρίς την αύρα που του έδινε ζωή στις προηγούμενες ταινίες. Σαν μια μαριονέτα κινείται στο χώρο αυτή τη φορά ο Τζακ Σπάροου, και η τραγικά αποτυχημένη επιλογή της Πενέλοπε Κρουζ ως Αντζέλικα απλά επιτείνει την αίσθηση του μάταιου. Μια ματιά στην Wikipedia θα σας ενημερώσει ότι η Πενέλοπε Κρουζ έχει γεννηθεί το 1974, στην ταινία όμως φαίνεται τουλάχιστον σαραντάρα, μια σαραντάρα που παίζει την παιδούλα με ελάχιστη επιτυχία. Το ζευγάρι δεν έχει καμιά χημεία, δεν δημιουργεί καμιά σπίθα, φαίνεται μάλλον σαν να περιττεύει μέσα στον καταιγισμό της τυποποιημένης δράσης. Μοναδικό πικ της ταινίας η εμφάνιση των γοργόνων (από τις πιο ωραίες κινηματογραφικές γοργόνες που έχω δει), και το τρυφερό love-story ανάμεσα στην γοργόνα Σειρήνα (Αστρίντ Μπερζέ-Φρισμέ) και τον γοητευτικό ιεραπόστολο (Σαμ Κλάφλιν). Εντάξει, το παραδέχομαι, είμαι κι εγώ κάπου εκεί βαθιά μια ρομαντική ψυχή που αναζητάει σε κάθε χολιγουντιανή παραγωγή να βρει μια τοσοδούλα δόση ρομάντζου. Στους Πειρατές της Καραϊβικής: Σε Άγνωστα Νερά, δεν θα βρείτε το ρομάντζο, αν το ψάχνετε, στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι.
Ανακεφαλαιώνοντας, το έργο δεν είναι κακό, είναι απλά μια απ’ τα ίδια και χωρίς καν την ιδιαίτερη γοητεία που στο παρελθόν θα της είχε προσδώσει ο ιδιαίτερος και καλοπαιγμένος χαρακτήρας του Τζακ Σπάροου. Το χειρότερο είναι πως στο τέλος της φαίνεται να προετοιμάζεται ο δρόμος για πέμπτη (και όχι μόνο) ταινία, πράγμα που ειλικρινά δεν νομίζω ότι μπορώ ν’ αντέξω. Εν είδει υστερόγραφου θα ήθελα να κάνω μια τελευταία παρατήρηση. Πραγματικά αντιλαμβάνομαι ότι το φιλμ είναι τύπου «εποχής», αλλά δεν θεωρώ ότι υπήρχε αντικειμενικός λόγος για να εκτεθούν επί της οθόνης με τέτοια λεπτομέρεια τα οδοντικά ήθη της περιόδου. Πραγματικά αν δω άλλο ένα σάπιο/χρυσό/λερό δόντι απόψε νομίζω ότι θα χάσω με βίαιο τρόπο το περιεχόμενο του στομάχου μου, και δεν το θέλω. Καλή η εμμονή στη λεπτομέρεια, αλλά όλα έχουν και τα όριά τους!