Το τέλος κάθε χρονιάς και η έναρξη της νέας εμπεριέχει κάποια στοιχεία ρουτίνας, από μια ηλικία κι έπειτα. Καταρχάς ένα εορταστικό τελετουργικό που μεταφέρεται από χρόνο σε χρόνο, εμπλουτίζεται ίσως, όμως κατά βάση δεν αλλάζει. Οι φίλοι που θα δούμε, οι συγγενείς, εορταστικά τραπέζια, γκρίνια για τα παιδιά που χτυπούν το κουδούνι στις επτά το πρωί για να πουν τα κάλαντα –αν κι αυτά λιγόστεψαν πια κι όλο λιγοστεύουν ακόμα. Και μετά φτάνουμε στις ατομικές συνήθειες του καθενός. Στις διεκπεραιωτικές εργασίες που πρέπει να γίνουν για να θεωρήσουμε ότι ο παλιός χρόνος έληξε και μπαίνουμε στον νέο χωρίς χρωστούμενα. Ο καθένας «κλείνει τα βιβλία του» στο τέλος κάθε χρόνου, πληρώνει σε ψυχικό κόστος μια περαίωση για να πιστέψει ότι ξεκινά καινούριος μαζί με το καινούριο έτος. Ορισμένοι άνθρωποι είναι πράγματι τυχεροί και τους ζητείται να πληρώσουν ελάχιστα∙ άλλοι για να ξεχρεώσουν ζητάνε και παίρνουν ψυχικό δάνειο που θα πρέπει να εξοφλήσουν καταβάλλοντας βαρύ τίμημα με όλο και υψηλότερα επιτόκια όσο περνάει ο καιρός.

Στα μέσα περίπου κάθε Δεκέμβρη αγοράζω ένα καινούριο ημερολόγιο για να με συνοδέψει στον νέο χρόνο. Προτιμώ πάντα να μοιάζει το καινούριο ημερολόγιο με το παλιό. Διαφορετικό εξώφυλλο, διαφορετικές ημερομηνίες, όμως η ίδια διαρρύθμιση στις  σελίδες, κατά προτίμηση τα ίδια χρώματα, οι ίδιες γραμματοσειρές. Είναι ένα βιβλίο πάντα δεμένο, με μια σελίδα αφιερωμένη στην κάθε ημέρα του χρόνου∙ αναγράφει τις ονομαστικές εορτές και τις φάσεις της σελήνης∙ είναι χωρισμένο σε γραμμές και ώρες απ’ την ογδόη πρωινή έως την ογδόη απογευματινή, και τρεις σειρές κενές κάτω-κάτω ώστε να χωρέσουν να σημειωθούν και νυχτερινές δραστηριότητες άπαξ κι αυτές προκύψουν. Έχω αυτό το συνήθειο χρόνια, από τότε που έγινε σαφές ότι δεν υπήρχε τρόπος να συγκρατήσω μέσα στο κεφάλι μου και μόνο τις καθημερινές μου υποχρεώσεις που όλο αυξάνονταν. Με την πάροδο του καιρού το ημερολόγιο μού έγινε απαραίτητο, επέκταση του μυαλού μου, ένας χώρος αποθήκευσης του άμεσου μέλλοντος χωρίς τον οποίο θα ήμουν πραγματικά χαμένη. Κι όσο περνούν τα χρόνια, το ημερολόγιο, η έννοια του ημερολογίου, φορτώνεται με σημασία πέραν της καθαρά χρηστικής. Δεν είναι μόνο προς γενική εποπτεία του καθημερινού προγράμματος, είναι πια ένα μέσο καταγραφής του πρόσφατου παρελθόντος. Σημειώνω εκεί τις συναντήσεις μου, τις υποχρεώσεις, τις γιορτές και τα γενέθλια των φίλων και συγγενών μου, τις περιόδους μου και τις ημερομηνίες ταξιδιών, επισκέψεων στο σινεμά και στο θέατρο, όλη την μικροϊστοριά μου με λίγα λόγια, αυτή που συνήθως ξεχνιέται, σκεπασμένη απ’ τα μεγάλα γεγονότα της ζωής του καθενός. Γι’ αυτό ίσως με το τέλος κάθε χρονιάς δεν το πετάω το ημερολόγιό μου, παρά το φυλάω προσεκτικά στο κουτί με τα επώδυνα και το αφήνω εκεί να κάθεται, σαν υπενθύμιση του ότι έζησα μια ζωή κανονική, με μαθήματα, εξόδους για καφέ, επισκέψεις στον γιατρό και εργάσιμες ημέρες.

Το φετινό μου ημερολόγιο είναι μπλε-γκρι, το χρώμα αυτό που έχει η θάλασσα τον χειμώνα, όταν είναι λίγο ανταριασμένη, με μια λωρίδα πιο σκούρο μπλε και με το ίδιο χρώμα να γράφει στο εξώφυλλο «2011». Μέσα οι σελίδες όπως πάντα να μετράνε από Γενάρη σε Δεκέμβρη, λευκές, προσφερόμενες, έτοιμες να δεχθούν την καθημερινότητά μου. Κάθε χρόνο, εκεί, στα μέσα του Δεκέμβρη αντιγράφω στο καινούριο ημερολόγιο τα στοιχεία μου –όνομα, διεύθυνση, ομάδα αίματος–, αριθμούς τηλεφώνου που δεν θέλω να ξεχάσω, αλλά δεν μου χρειάζεται και να τους αποθηκεύσω σε κάποια άλλη συσκευή, και τις γιορτές και τα γενέθλια των δικών μου ανθρώπων, στην κορυφή της σελίδας που τους αντιστοιχεί, με ένα πενάκι με μαύρο μελάνι και μεγάλα γράμματα. Κάθε χρόνο χάνω κάποιους στην αντιγραφή. Ανθρώπους που δεν είναι πια στη ζωή μου, ανθρώπους που δεν έχει πια νόημα να θυμάμαι τα γενέθλια και την γιορτή τους, ανθρώπους που τελείωσαν για μένα, με την συγκατάθεσή μου ή χωρίς. Κάθε χρόνο κάποιοι καινούριοι έχουν προστεθεί, σαν να ήθελαν λες να αντισταθμίσουν αυτούς που έφυγαν. Μια διαρκής κοινωνική κινητικότητα δεν σ’ αφήνει ν’ αφήσεις τις σελίδες άδειες, αλλά και δεν αλλάζει ότι αυτοί που χάθηκαν στην αντιγραφή έχουν χαθεί∙ μάλλον για πάντα. Καθώς περνάω τις σελίδες του παλιού ημερολογίου κοντοστέκομαι στις ημερομηνίες εκείνες που στο νέο θα μείνουν κενές, κάποιες μέρες του Νοέμβρη, του Μάη, του Αυγούστου, και κολλάω για λίγο, σαν να κολλάνε τα δάχτυλά μου, σαν να μην θέλουν να γυρίσουν το φύλλο και να πάνε παρακάτω, μα χωρίς να υπάρχει πραγματική επιλογή ως προς αυτό. Κι έτσι συνεχίζω, φυλλομετρώ ακόμα, στέκομαι κι αντιγράφω όπου χρειάζεται, προσπερνώ ό,τι δεν έχει πια σημασία και συνεχίζω μέχρι να φτάσω στις τελευταίες σελίδες του Δεκέμβρη. Ύστερα κλείνω και τα δυο βιβλία, το ένα πάει στην άκρη για αποθήκευση και το άλλο μπαίνει στην τσάντα μου προσεκτικά, έτοιμο να αναλάβει τα καθήκοντά του από πρώτη πρώτου.

Εφέτος έχασα στην αντιγραφή κάποιον που αγαπούσα πολύ. Δεν είμαι σίγουρη ότι κατάλαβα πώς έγινε, και με πονάει αφόρητα ο κενός χώρος εκεί που θα έπρεπε να είναι γραμμένο το όνομά του∙ εκεί που ήταν γραμμένο για χρόνια, λες και το ημερολόγιο ερχόταν μαζί με τ’ όνομά του, σαν να μην είχε καν χρειαστεί να το γράψω εγώ. Όπως είναι ίσως εμφανές δεν έχω καταφέρει ακόμα να αντιμετωπίσω το γεγονός με την δέουσα ψυχραιμία∙ προσπαθώ όμως και αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία, μια και αυτό είναι το μόνο που μπορώ να κάνω. Δεν ξέρω τί να γράψω άλλο μετά απ’ αυτό. Όλες αυτές οι σκέψεις κλωθογύριζαν στο μυαλό μου τις τελευταίες δυο μέρες. Δεν μπορώ να πάψω να σκέφτομαι τα δάχτυλά μου που έτρεμαν καθώς έπιαναν το πενάκι, ούτε τις κενές σελίδες∙ ούτε να σταματήσω τον εαυτό μου που με ψέγει αν στιγμιαία κι αφελώς πιστέψω ότι η συμβολική κίνηση της μη αντιγραφής μπορεί να με κάνει να ξεχάσω πραγματικά την σημασία της κάθε ημερομηνίας, μπορεί να με κάνει να πάψω να εύχομαι να υπήρχε τρόπος να επιστρέψει το όνομα στην καθορισμένη του θέση και να μείνει εκεί για πάντα. Είναι ένας μακρύς δρόμος η λησμοσύνη, και τον περπατάω με κόπο και χωρίς καθόλου όρεξη. Αν το γεγονός ότι θ’ αφήσω στην Ελλάδα ένα ημερολόγιο γεμάτο απ’ την ζωή μου και θα πάρω πίσω στην Αγγλία ένα ημερολόγιο κενό έχει κάποια σημασία δεν την έχω εκτιμήσει ακόμα. Ίσως αργότερα. Ίσως όσο χάνω ανθρώπους στην αντιγραφή να με πονάει λιγότερο, όλο και λιγότερο. Ίσως να συνηθίζεις με τον καιρό. Μπορεί η λέξη «αγαπώ» να ακούγεται ολοένα και πιο ψεύτικη όσο μεγαλώνεις. Σαν καθένας που χάνεται απ’ τη ζωή σου να έχει πάρει κάτι απ’ τη σημασία της μέχρι που να μείνεις στο τέλος εσύ, κάτοχος μιας χάρτινης λέξης, χωρίς βάρος, βάθος, νόημα. Ίσως. Θα δούμε.

by Evita Lykou on Thursday, 16 December 2010 at 16:36