«Α, δεν υπάρχει νοσταλγία πιο οδυνηρή απ’ αυτή των πραγμάτων που ποτέ δεν υπήρξαν!».

[Μπερνάρντο Σοάρες (Φερνάρντο Πεσσόα), «Το Βιβλίο της Ανησυχίας», σ. 143]

Με το δωδέκατο αυτό κείμενο, η στήλη κλείνει ένα χρόνο παρουσίας στο Διαδίκτυο, χρόνος που ελπίζω να υπήρξε όμοια εποικοδομητικός για τους αναγνώστες όσο και για την υπογράφουσα. Το περιεχόμενο των άρθρων που δημοσιεύτηκαν υπό τη σκέπη του ΑνεμοΔέκτη τη χρονιά που μας πέρασε αποκλείεται να έλυσε υπαρκτά προβλήματα οποιουδήποτε αναγνώστη, μια και ο σκοπός ήταν πάντα να δημιουργηθούν προβληματισμοί και όχι οι συνθήκες της επανάπαυσης που αφειδώς τείνουν να προσφέρουν τα σύγχρονα μέσα. Το αν ο στόχος επετεύχθη ή όχι βρίσκεται στην διακριτική σας ευχέρεια να το αποφασίσετε, όμως στο πλαίσιο αυτής της «εορταστικής» περίστασης, θα ήθελα για μισή παράγραφο να μου επιτρέψετε να μιλήσω στο πρώτο ενικό. Δεδομένου ότι οι συνθήκες της ζωής μου πρόκειται ν’ αλλάξουν δραματικά στους προσεχείς δυο μήνες είναι εξαιρετικά πιθανό να αλλάξει και το περιεχόμενο της στήλης, όπως και η παρουσίασή της. Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να ορίσω τον τρόπο με τον οποίο θα προκύψουν αυτές οι αλλαγές, αλλά δεδομένων των εξελίξεων είναι μάλλον αναπόφευκτες. Δεν θα μπω εδώ σε λεπτομέρειες, σχετικά με το τι αφορούν οι εξελίξεις αυτές, είναι κάτι που θα γίνει γνωστό εν καιρώ, ένιωσα όμως πως σας όφειλα αυτή την προειδοποίηση. Στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν δεν προέκυπταν οι εξαιρετικές συνθήκες που προκύπτουν, και πάλι η αλλαγή είναι κάτι το αναπόφευκτο, για τα περισσότερα πράγματα. Η αλλαγή είναι αυτό που ουσιαστικά δικαιώνει τη λειτουργία της μνήμης, και θέτει τα θεμέλια για μια σειρά εγκεφαλικών διεργασιών κατασκευής και αποδόμηση της πραγματικότητας, μια πραγματικότητα που απ’ όσο φαίνεται δεν είναι απαράλλακτη για όλους τους ανθρώπους και όλες τις καταστάσεις.

Οι διεργασίες της μνήμης ενός υγιούς εγκεφάλου είναι ένας χώρος που οι θετικές επιστήμες προσεγγίζουν με δυσκολία. Η τέχνη και η λογοτεχνία, καθώς και η ψυχανάλυση, παρουσιάζουν με μεγαλύτερη άνεση, εκθέτουν κατά μια έννοια, την διαδικασία αποθήκευσης και επαναφοράς αναμνήσεων με έναν τρόπο που πολύ απέχει από τις μηχανιστικές μεθόδους που προσπαθεί να εφαρμόσει η τεχνητή νοημοσύνη. Ένα καλοκαίρι πέρασε. Η καθημερινότητα πάγωσε, για λίγο έστω, και μέσα της παρείσφρησε μια παράλληλη πραγματικότητα. Ο εαυτός στο γραφείο, στο θρανίο, στο νοικοκυριό. Ο εαυτός στην παραλία και τον ήλιο. Ο εαυτός στην πόλη, στο καυσαέριο, στο τρέξιμο. Ο εαυτός να κοιμάται ως αργά το μεσημέρι ή να βουτά νωρίς το πρωί στην κρύα θάλασσα. Μια παρενθετική πραγματικότητα, εξορισμού δημιουργημένη για να γίνει ανάμνηση. Το υλικό που προκύπτει από δεκαπέντε μέρες διακοπών λειαίνεται πάνω στα βότσαλα της μνήμης, πλάθεται, επανατοποθετείται και χρησιμεύει για τη δημιουργία μιας εντύπωσης ως προς το δεδομένο χρονικό διάστημα, μια εντύπωση που βοηθούντων των συνθηκών μπορεί να μετατεθεί, να εισχωρήσει και να μπλεχτεί με άλλες εντυπώσεις, προγενέστερες και επόμενες, και να σφραγίσει αποτιμήσεις παλαιότερων καταστάσεων και μελλοντικές συμπεριφορές. Η μνήμη λειτουργεί με αυτό τον τρόπο, ενίοτε παράγει εικόνες που δεν υπήρξαν ποτέ, ξεχνάει άλλες και μεταθέτει χρονικά τα συμβάντα έτσι ώστε να ταιριάξει η ανάμνηση σε μια επιθυμητή κατάσταση. Μια αξιοπρόσεχτη παρουσίαση αυτών των μηχανισμών δίνει ο Σίγκμουντ Φρόυντ στην ενδιαφέρουσα μελέτη του «Η Ψυχοπαθολογία της Καθημερινής Ζωής», όπου ο επιδέξιος τρόπος με τον οποίο ο ανθρώπινος ψυχισμός χρησιμοποιεί τις αναμνήσεις για να εκπληρώσει ασυνείδητες επιθυμίες θέτει σε νέα βάση την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό και για τις εμπειρίες μας. Σύγχρονες βιολογικές θεωρίες που υποστηρίζουν ότι η επίδραση του παρατηρητή επί της παρατηρούμενης κατάστασης ή αντικειμένου παίζει θεμελιώδη ρόλο στο πως ο εν λόγω παρατηρητής θα προσλάβει την εν λόγω κατάσταση, προσυπογράφουν το συμπέρασμα σχετικά με την υποκειμενικότητα της μνήμης. Συμπέρασμα; Η ζωή και η ύπαρξη του καθενός βασίζεται σε επιμελώς κατασκευασμένες αλήθειες, μια πραγματικότητα που ο κάθε άνθρωπος έχει δημιουργήσει με μεράκι, σαν μικρός θεός, που όντας ανίκανος να ελέγξει τις καταστάσεις και τα πράγματα, ελέγχει τουλάχιστον την οριστική εντύπωση που αφήνουν τα πράγματα αυτά στο μυαλό του, και αναπαράγει την δημιουργημένη εικόνα του, επηρεάζοντας μ’ αυτήν το μέλλον τόσο το δικό του όσο και των γύρω του.

Παράλληλα με την ψυχανάλυση, αυτό το φαινόμενο εντόπισε και εκμεταλλεύτηκε σε ένα βαθμό το Θέατρο του Παραλόγου, μέσα από διαλόγους κοφτούς, ασυνεχείς ως προς το νόημά τους, αποκομμένους από κάθε πλοκή και συνοχή. Με αφορμή το θεατρικό ανέβασμα της πιντερικής «Προδοσίας», ο σκηνοθέτης Νίκος Διαμαντής μου είχε πει το 2005: «Οι βασικοί νοηματικοί άξονες [του έργου] είναι η επιλεκτική μνήμη, η μνήμη με την οποία χτίζει ένας άνθρωπος τη ζωή του, την ιστορία του, αυτός ο τρόπος δημιουργεί διαδοχικές προδοσίες, διότι αυτόματα επιλέγουμε ένα γεγονός από ένα άλλο. […]. Είμαστε χτισμένοι από στιγμές που έχουμε επιλέξει εμείς οι ίδιοι να θυμόμαστε. Είμαστε πονηρά όντα, πολύ πονηρά όντα, κρυφά όντα, κατά βάθος σ’ αυτές τις επιλογές μας δημιουργούμε στρατηγικές. Στρατηγικές με τις οποίες συμπεριφερόμαστε ακόμα και προς τον ίδιο μας τον εαυτό». Στο έργο του Πίντερ η έννοια της μνήμης και η δόμηση της ιστορίας μέσα από τις διαφορετικές αναμνήσεις διαφορετικών χαρακτήρων είναι πολύ προφανής. Στην «Προδοσία» καθένας από τους τρεις ήρωες θυμάται το ίδιο γεγονός με διαφορετικό τρόπο, δημιουργώντας διαφορετικά σημεία αναφοράς για τον καθένα. Τρεις άνθρωποι που έζησαν τα ίδια γεγονότα, όταν όμως έρχεται το πλήρωμα του χρόνου αποδεικνύεται ότι ο καθένας έζησε μια διαφορετική ζωή, έως και μη αναγνωρίσιμη από τον διπλανό του, εκείνον που έλεγε πως υπήρξε ο άνθρωπος του. Στην ταινία «Αμαρτωλός Γάμος» («The Pumpkin Eater») του 1964, σε σενάριο Χάρολντ Πίντερ (διασκευή από βιβλίο της Πενέλοπε Μόρτιμερ) και σκηνοθεσία Τζακ Κλέιτον, ο ίδιος μηχανισμός εφαρμόζεται και κινηματογραφικά, με βασικό εργαλείο το φλας μπακ υπό συγκεκριμένη κάθε φορά οπτική γωνία. Την οπτική γωνία του προδομένου, που έχει κατασκευάσει άψογα το σενάριο της προδοσίας. Κάνοντας τον απολογισμό μιας ολόκληρης ζωής ή και μιας περιόδου μοναχά που έχει περάσει ανεπιστρεπτί όλοι αυτοί οι μηχανισμοί μπαίνουν σε κίνηση. Ο Χένρυ Μίλερ επινοεί τον ίδιο του τον εαυτό «και μάλιστα απ’ τη μεριά της ελευθερίας, της ανιδιοτέλειας, της ευτυχίας», γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στο επίμετρο για τις «Ήσυχες Μέρες Στο Κλισί», ένα αυτοβιογραφικό οδοιπορικό στους δρόμους του Παρισίου, σε μια εποχή ευτυχίας και ανεμελιάς για τον συγγραφέα. Τα αυτοβιογραφικά αφηγήματα είναι ευτυχείς υπάρξεις στον λογοτεχνικό κόσμο, δεδομένου ότι καθιστούν πιο κατανοητό το μηχανισμό της μνήμης η οποία στην πραγματικότητα λειτουργεί για κάθε άνθρωπο όπως για τον συγγραφέα που πρέπει να επιλέξει τα γεγονότα στα οποία θα αναφερθεί, να τα οριοθετήσει μέσα στη γλώσσα, να δώσει χρονική συνέχεια και αιτιακές σχέσεις προκειμένου να αποδώσει λογοτεχνικά τα βιώματά του.

Προφανές και ενδεικτικό της παραπάνω πρότασης είναι το «εικονογραφημένο μυθιστόρημα» –ένα κόμικ δηλαδή– του αμερικανού Γκρεγκ Τόμσον, «Blankets». Ο Τόμσον στον ογκώδη τόμο του βιβλίου του παρουσιάζει ένα είδος εικονογραφημένης αυτοβιογραφίας. Η στατική εικονογράφηση (περισσότερο από την φρενιτιώδη κίνηση του σινεμά) βοηθά στην καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας του εγκεφάλου, όχι μόνο ως μηχανισμού που επιλέγει και λογοκρίνει την ανάμνηση, αλλά που επιπλέον προσθέτει διαφόρων ειδών «εφέ» στην μνημονική αναπαράσταση των γεγονότων. Ο φόβος για τη σκοτεινή ντουλάπα που μετατρέπεται σχεδιαστικά σε ένα πραγματικό θηρίο έτοιμο να κατασπαράξει το μικρό παιδί, η αγγελική μορφή ενός αγαπημένου προσώπου, οι σπίθες που φωτίζουν όλο το δωμάτιο στο πρώτο εφηβικό φιλί. Μέσα από την εικαστική παρουσίαση της ιστορίας τα στοιχεία αυτά προβάλουν αρκούντως έντονα ώστε να γίνουν επιτέλους αντιληπτά ως στοιχείο της πραγματικότητας του ήρωα. Κάπου εδώ δε, προστίθεται ένα επιπλέον στοιχείο, η παρουσία του ονείρου ως ανάμνηση που με την πάροδο του χρόνου έχει πάρει τις διαστάσεις πραγματικού γεγονότος. Το όνειρο θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι αντικείμενο κάποιου άλλου ΑνεμοΔέκτη, εξολοκλήρου αφιερωμένου σ’ αυτό, αξίζει όμως να αναφέρουμε εδώ την σεκάνς του ονείρου από την ταινία «Spellbound» («Νύχτα Αγωνίας») του 1945 από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ.

Το «Spellbound» είναι η ιστορία μιας αμνησίας. Ο ήρωας (Γκρέγκορι Πεκ) έχει χάσει τη μνήμη του κι αυτό έχει οδηγήσει στο να χάσει και την ταυτότητά του, παίρνοντας τη θέση ενός άλλου. Το παιχνίδι με τη μνήμη –όχι μια, αλλά δυο τραυματικές αναμνήσεις είναι αυτές που τον οδήγησαν στην πλήρη απώλεια της συνείδησής του συγκροτημένου ατόμου– πλαισιώνεται από τις διαδικασίες κατασκευής σασπένς του δαιμόνιου Χίτσκοκ και η σημασία της εξαίρεται εδώ, ως κάτι το θεμελιώδες, το καθοριστικό ενός ανθρώπινου όντος. Το κλειδί για την αναζήτηση της χαμένης ανάμνησης βρίσκεται σε ένα σουρεαλιστικό όνειρο του πρωταγωνιστή (τα σκηνικά του ονείρου σχεδιάστηκαν από τον Σαλβαδόρ Νταλί) που ερμηνεύει σωστά η ψυχολόγος Δρ. Κονστανς Πίτερσεν (Ίνγκριτ Μπέργκμαν). Οι αναμνήσεις βρίσκονται κρυμμένες πίσω από έναν καταιγισμό εικόνων και παραστάσεων. Είναι όμως αυτό συνεπές με όσα είπαμε παραπάνω, σε σχέση με την κατασκευή των αναμνήσεων; Πιστεύω πως είναι, γιατί με τις δεδομένες αναμνήσεις, όπως παρουσιάστηκαν και όπως εντοπίστηκαν από την Δρ. Πίτερσεν –που όντας ερωτευμένη με τον ασθενή της έχει έννομο συμφέρον να τον απαλλάξει από κάθε είδους κατηγορία– εκπληρώθηκε η διπλή επιθυμία και της αθώωσης του κατηγορουμένου και της ευτυχούς κατάληξης του ειδυλλίου. Η αθωότητα στην προκειμένη περίπτωση βέβαια ισχύει και στην πραγματικότητα, αυτό όμως κάνει ακόμα πιο έντονο το γεγονός ότι ακόμα και υπό το βαρύ πέπλο της αμνησίας, οι αναμνήσεις που μπορούσαν να δώσουν τη λύση ξέφυγαν από τον έλεγχο του κλειδωμένου μυαλού του ήρωα και αναδύθηκαν μέσα απ’ το όνειρο για να φωτίσουν το μυστήριο.

Το θέμα της αμνησίας έχει πάντα υπάρξει πολύ γοητευτικό για το σινεμά, μολονότι με ιατρικούς όρους η απόδοση δεν είναι πάντα επιτυχημένη. Το θέμα όμως της μνήμης που χάνεται, που είναι εύθραυστη και ευάλωτη στις εξωτερικές καταστάσεις, ο ίδιος ο άνθρωπος ως ευάλωτος στο εξωτερικό του περιβάλλον, φαίνεται να προκαλεί τους δημιουργούς. Ένα ωραίο παράδειγμα είναι το φιλμ του Μάικλ Γκόντρι, «Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού» (2004) που τραβάει τη θεματολογία της χαμένης μνήμης στα άκρα, με τους ήρωες να διαγράφουν ο ένας τον άλλο από το μυαλό τους με τεχνικές μεθόδους. Το πολύτιμο των αναμνήσεων γίνεται πολύ προφανές σ’ αυτή την τρυφερή και μελαγχολική ταινία. Το ερώτημα είναι «αν ήξερες ότι όλα θα πάνε κατά διαόλου, θα προτιμούσες να μην το έχεις ζήσει ποτέ;». Η απάντηση που δίνουν οι ήρωες εν θερμώ είναι «ναι», όμως η ίδια η ζωή τους διαψεύδει, και οι εξελίξεις ακυρώνουν ουσιαστικά τις προσπάθειές τους. Στην προσπάθεια να ξεφύγεις από το παρελθόν μπορεί να χάσεις τον εαυτό σου. Αυτά που επιλέγει το ασυνείδητό σου να ξεχάσει σε διαμορφώνουν όσο και αυτά που θυμάσαι και κουβαλάς ως προσωπική σου ιστορία.

Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Σεπτέμβριο του 2008