Θερινό Ηλιοστάσιο
Μίλαγες για πράγματα που δεν τα ‘βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.
Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω στα νερά•
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο–
άφησε κι ας γελούν.
και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ’ αφανισμένο τούτο παρόν–
άφησε τους.
Ο θαλασσινός άνεμος και η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.
Γιώργος Σεφέρης, Τρία Κρυφά Ποιήματα

Η ιστορία μας αυτή είναι για μια πόλη, μια πόλη που βρισκόταν κάποτε πολύ μακριά από ‘δω. Μια πόλη τόσο μεγάλη, πολύβουη και γκρίζα, που οι κάτοικοί της έμοιαζαν μικροί και ασήμαντοι, ανίκανοι να δουν και ν’ ακούσουν πέρα από τον διπλανό τους, πελιδνοί και γκρίζοι κι οι ίδιοι. Τα τεράστια κτίρια που έξυναν τον ουρανό της, ήταν όλα πανομοιότυπα, τετράγωνα, με πολύ-πολύ μικρά παράθυρα και καθόλου μπαλκόνια, και στέγαζαν γραφεία εταιρειών ή άχαρα διαμερίσματα. Οι δρόμοι ήταν επιμελώς ασφαλτοστρωμένοι και στα πεζοδρόμια υπήρχαν τακτικά βαλμένες τετράγωνες πλάκες. Από τις ταράτσες των κτιρίων ξεπετάγονταν άναρχα κεραίες τηλεόρασης και ηλιακοί θερμοσίφωνες, ενώ οι διαφημιστικές γιγαντοαφίσες που έβλεπες όπου κι αν έστρεφες το μάτι σου, φάνταζαν, παραδόξως, εξίσου γκρίζες με το υπόλοιπο τοπίο. Τίποτα σχεδόν δεν υπήρχε σ’ αυτό τον τόπο που να δηλώνει την αλλαγή των εποχών. Ούτε ένα μικρό δεντράκι που τα φύλλα του να κιτρινίζουν, να πέφτουν και να ανθίζει ξανά, ούτε καν μια κατσιασμένη γλάστρα σε κάποιο περβάζι παραθύρου. Τα μόνα αληθινά χρώματα που μπορούσε να δει κανείς σ’ αυτή την πόλη, ήταν καμιά φορά το χειμώνα, όταν έβρεχε, οι ιριδισμοί από χυμένα λάδια αυτοκινήτου στην άσφαλτο.
Αν όμως έλειπαν τα χρώματα, αυτό που δεν έλειπε, κι έτσι μπορούσε ο κόσμος να πει πότε ήταν χειμώνας και πότε καλοκαίρι, ήταν οι αλλαγές στη θερμοκρασία. Οι ενδιάμεσες εποχές –φθινόπωρο και άνοιξη– ήταν μια παλιά λυπητερή ιστορία που στις σπάνιες στιγμές ανάπαυλας διηγούνταν οι γεροντότεροι στους νέους. Το χειμώνα η πόλη κρουστάλλιαζε από το δριμύ ψύχος, και μια γλιτσιασμένη βροχή έπιανε να στάζει από τον μονίμως συννεφιασμένο ουρανό. Το καλοκαίρι όλος ο τόπος ήταν ένα γιγάντιο τηγάνι, όπου οι άνθρωποι τσιτσιρίζονταν, περιμένοντας στωικά τον καιρό να περάσει.

Όπως σας είπα, και ο θόρυβος στην πόλη μας ήταν πάντα τρομερός. Ένα διαρκές βουητό από μαρσαρίσματα αυτοκινήτων, κόρνες, κουδουνίσματα τηλεφώνων, ειδοποιήσεις φαξ, γουργουρητά ηλεκτρονικών υπολογιστών και διάφορων ηλεκτρικών συσκευών, μίξερ, φούρνοι μικροκυμάτων, αποχυμωτές, και το χειρότερο; Το πολύ, πολύ, ΠΟΛΥ χειρότερο; Η ασταμάτητη μουρμούρα της τηλεόρασης, από το πρωί έως το βράδυ, σε σπίτια, μαγαζιά, αίθουσες αναμονής. Ακόμα και σε κάποια γραφεία που οι κάτοχοι τους είχαν πλήρως εθιστεί στη βουή της συσκευής και περιέργως μπορούσαν να εκτελέσουν περίπλοκες λογιστικές πράξεις, να οργανώσουν συσκέψεις πολυεθνικών εταιρειών και να συγκεντρωθούν σε όποια τέλος πάντων ήταν η δουλειά που έκανε ο καθένας τους, παρά την ατελεύτητη πάρλα της τηλεόρασης.
Τα ενδιαφέροντα πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς σ’ αυτή την πόλη είναι ανύπαρκτα σχεδόν. Ξυπνάμε το πρωί, πηγαίνουμε στη δουλειά, επιστρέφουμε το βράδυ στο σπίτι και παρακολουθούμε ώρες ολόκληρες ψυχαγωγικά προγράμματα στο χαζοκούτι, μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Οι μεγάλες αίθουσες μαζικής ψυχαγωγίας που υπήρχαν κάποτε, έχουν τώρα κλείσει, μια και κανένας δεν είχε το χρόνο για να τις επισκεφθεί, κι έτσι η λειτουργία τους κρίθηκε ασύμφορη. Καμιά φορά, πάνω στην κουβέντα μπορεί κάποιος να διατυπώνει την άποψη ότι αυτό είναι μια έλλειψη, όμως η επίθεση από τους συνομιλητές του είναι δριμεία, και σύντομα το θέμα αυτό πέφτει στη λήθη, όπου του άρμοζε να βρίσκεται. Και κάπως έτσι κυλά η ζωή στην μεγάλη μας πόλη. Χωρίς διαφοροποίηση, χωρίς χρώμα, χωρίς εναλλαγή των εποχών. Με πυκνό νέφος πάνω από τα κεφάλια μας και μια απέραντη γκρίζα θέα όπου κι αν στρέψει κανείς το βλέμμα του. Οι άνθρωποι σκυφτοί, ασθενικοί, χλωμοί και κουρασμένοι βλέπουν τις μέρες τους να περνούν, τη μια μετά την άλλη, χωρίς να τις αισθάνονται.
Έτσι λοιπόν είχαν τα πράγματα, ώσπου μια γκρίζα μέρα σαν όλες τις άλλες, ένα μικρό παιδί πάτησε το πόδι του στις αλφαδιασμένες πλάκες ενός τυχαίου πεζοδρομίου της πόλης. Ένα παιδί που δεν θα μπορούσε παρά να είναι ο ήρωας της ιστορίας μας. Η παρουσία του έκανε αμέσως εντύπωση μιας κι ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι είχαν δει οι άνθρωποι εδώ και πολύ καιρό. Κάποιοι δεν είχαν δει τέτοιο θέαμα ποτέ στη ζωή τους. Ο μπόμπιρας ήταν λεπτούλης και μικροκαμωμένος, όμως περιέργως δεν έμοιαζε, όπως όλοι εμείς οι άλλοι, κολλημένος στην γκρίζα άσφαλτο, αλλά έδειχνε ν’ ανήκει στον ουρανό, και να εκτείνεται πάνω από τα επιβλητικά κτίρια που τον περιτριγύριζαν. Στα πόδια του φορούσε σχοινένια σανδάλια, και μια χαχόλικη βερμούδα σε εκτυφλωτικά χρώματα που κανένας μας δεν μπορούσε να προσδιορίσει, μια και κανείς δεν τα είχε ξαναδεί τόσο φωτεινά και τόσο έντονα. Τα μαλλιά του ήταν μακριά ως τους ώμους, ξανθά και μπερδεμένα, αλλά αυτό που προκαλούσε μια βαθιά ακατανόητη αναστάτωση δεν ήταν άλλο από τα μάτια του. Μάτια τόσο γαλανά όσο δεν είχε ποτέ υπάρξει ο ουρανός της πόλης μας, τόσο φωτεινά όσο δε θα μπορούσαν οι λάμπες μας ποτέ να γίνουν, και ζεστά, όχι όπως η άσφαλτος που καίει το καλοκαίρι, αλλά όπως φαντάζομαι πως πρέπει να είναι οι φλόγες σε ένα παλιό πέτρινο τζάκι, μια χειμωνιάτικη νύχτα.

«Νεαρέ! Νεαρέ! Εεεε, εσύ εκεί, μικρέ! Πού πάς; Τί βρωμιά είναι αυτή; Γέμισες τον τόπο σκόνες! Τώρα δα είχα σκουπίσει!», ακούστηκε μια υστερική φωνή από κάποιο ισόγειο κατάστημα. Ο υπάλληλος έσφιγγε τα μάγουλα του με απελπισία. Γύρω από τα σανδάλια του μικρού βρίσκονταν χοντροί σβόλοι κοκκινόχωμα, που όσο εκείνος περπατούσε κατά μήκος του δρόμου, τόσο αυτοί πολλαπλασιάζονταν. Το παιδί δεν του έδωσε καμία σημασία και συνέχισε το δρόμο του ατάραχο με χοροπηδητό βήμα. Ενώ προχωρούσε οι άνθρωποι έβγαιναν, άθελα τους σχεδόν, από τις δουλειές και τα σπίτια τους και κοιτούσαν παραξενεμένοι. Ύστερα έστρεφαν τη μύτη τους προς το μικρούλη και οσμίζονταν αναστατωμένοι μια μυρωδιά που ποτέ δεν είχε φτάσει μέχρι τα ρουθούνια τους, ήταν όμως αλλόκοτα γνώριμη και θελκτική. Μια μυρωδιά απερίγραπτη. Έφερνε στο νου κελαηδήματα πουλιών, και τις ταραγμένες φυλλωσιές το βράδυ στο δάσος. Μύριζε βρεγμένο χώμα και θάλασσα, μύριζε τόσα πολλά πράγματα που οι κάτοικοι της πόλης δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν, και να προσδιορίσουν, ούτε να καταλάβουν γιατί τους έκανε να θέλουν να παρατήσουν όλες τους τις δουλειές και να ακολουθήσουν το μικρόσωμο αγόρι όπου κι αν εκείνο επέλεγε να πάει.
Ένα ή δυο από τα γκρίζα ανθρωπάκια μας άρχισαν να ακολουθούν το παιδί, χωρίς και οι ίδιοι να ξέρουν το γιατί, σκοντάφτοντας κάθε λίγο και λιγάκι σε σβόλους χώμα, αυτοί που ήταν μαθημένοι να πατούν στην λεία άσφαλτο, εκεί όπου τίποτα δεν ξεχώριζε, ούτε εμπόδιζε το βήμα τους. Αργά αλλά σταθερά η συνοδεία του μεγάλωσε κι άλλο, περισσότερο ακόμη, και μετά ακόμα πιο πολύ, τόσο που στο τέλος εκείνος πήγαινε μπροστά κι από πίσω του πλήθος κόσμου, που δεν γνώριζε πού κατευθύνεται κι αδυνατούσε να καταλάβει το λόγο αυτής της μυστήριας βόλτας. «Τ’ ακούτε; Τ’ ακούτε;», ψιθύριζαν ο ένας στον άλλον. «Μα… τί είναι αυτοί οι ήχοι;». και πραγματικά, ένα γύρω είχαν σιγά-σιγά αρχίζει ν’ ακούγονται μυστήριοι θόρυβοι, σαν κελάρυσμα νερού και θρόισμα φύλλων και γουργουρητά αιλουροειδών.
Περπατώντας έφτασαν σε μια πλατεία, χαρακτηριστική της γκρίζας μας πόλης, έναν τετράγωνο ανοιχτό, πλακόστρωτο χώρο, στο κέντρο του οποίου δέσποζε, υπερυψωμένο ένα όχι ιδιαίτερα περίτεχνα φτιαγμένο σιντριβάνι. Ένας συμπαγής τσιμεντένιος όγκος, με κοιλότητες και πίδακες νερού, ένα γλυπτό, όχι πραγματικά εμπνευσμένο, αντιπροσωπευτικό όμως της τέχνης της δικής μας πόλης. Το θολό νερό που εκτοξευόταν, σε καμιά περίπτωση δεν αρκούσε για να δροσίσει την καλοκαιρινή κάψα. Ο μικρός μας σταμάτησε στο κέντρο της πλατείας. Γύρω του ένα ομοιογενές, απορημένο πλήθος, κοιτούσε χάσκοντας και κουνώντας τα κεφάλια σαν να προσπαθούσαν οι άνθρωποι να ξυπνήσουν από έναν μπερδεμένο εφιάλτη. Το αγόρι πήρε να σκαρφαλώνει πάνω στο τσιμέντο, αγνοώντας την προειδοποιητική ταμπέλα που έγραφε με κεφαλαία γράμματα: «ΠΡΟΣΟΧΗ! ΜΗΝ ΠΛΗΣΙΑΖΕΤΕ ΤΟ ΝΕΡΟ, ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΗΛΕΚΤΡΟΠΛΗΞΙΑΣ». Μόλις έφτασε στην κορυφή του τεράστιου κύβου στάθηκε με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στη μέση και κοίταξε το αποσβολωμένο πλήθος.

«Τί με κοιτάτε; Γιατί με κοιτάτε όλοι σας; Γιατί μ’ ακολουθείτε;», ρώτησε τον κόσμο που είχε αρχίσει να στριμώχνεται και να δυσανασχετεί. Κοίταξε και ο ίδιος γύρω του, την γκρίζα πολιτεία. Τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Την χαοτική κίνηση από τα αυτοκίνητα γύρω στην πλατεία. Η ατμόσφαιρά σε όλη την πόλη ήταν αποπνικτική. Το νέφος είχε καλύψει ολόκληρο τον ουρανό, και πουθενά δεν μπορούσε να δει κανείς ούτε γαλάζιο, ούτε μπαμπακένια σύννεφα. Ο κόσμος στα πόδια του είχε ήδη αγριέψει. «Τί κάνουμε εδώ;», φώναξε κάποιος, «Έχουμε αφήσει τις δουλειές μας στη μέση».
«Ναι! Έχω αφήσει το μαγαζί ανοιχτό κι έφυγα!», ακούστηκε μια άλλη φωνή.
«Περίμενα τηλεφώνημα από τον πρόεδρο!», μια άλλη.
«Θεέ μου! Ξέχασα αναμμένο το φούρνο».
«Δεν έχω κλειδώσει την πόρτα! Κι αν έρθουν λωποδύτες;».
«Έχω να κλείσω ισολογισμό! Θα με κυνηγάει η εφορία!».
«Θα με απολύσει το αφεντικό μου!».
«Μα και το αφεντικό σου είναι εδώ…».
«Αφεντικό;».
«Πες μας επιτέλους παιδί μου! Γιατί μαζευτήκαμε εδώ πέρα;», κατέληξε ένας κοντούλης κύριος, που έδειχνε να τον σφίγγει η γραβάτα του πολύ άσχημα.
Το αγόρι, που τόσην ώρα φαινόταν να διασκεδάζει με τις στιχομυθίες που εκτυλίσσονταν μπροστά του, και είχε καθίσει χαλαρά πάνω στον τσιμεντένιο όγκο, με τα σανδαλοφορεμένα πόδια του να κρέμονται παιχνιδιάρικα, κοίταξε τον κοντό ανθρωπάκο. «Δεν ξέρετε γιατί είστε εδώ; Σας ζήτησα εγώ να έρθετε μαζί μου; Γιατί με ακολουθείτε; Ναι… πείτε μου, γιατί;». Το πλήθος κοιτάχτηκε έκπληκτο… «Μα…», όλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν, κανείς δεν καταλάβαινε γιατί. Μόνο που δεν μπορούσαν να πάρουν τα μάτια τους από το μικρούλι αγοράκι, που έμοιαζε να ακτινοβολεί όλα τα χρώματα που τους είχαν λείψει τόσον πολύ καιρό. Πάνω από την πλατεία πλανιόταν μια ευωδιά, σαν από έλατα και πεύκα του βουνού κι αγριολούλουδα του κάμπου μαζί. Και όπως κοιτούσαν, απορημένοι και άλαλοι, κάτι περίεργο άρχισε να συμβαίνει. Κάτι πιο περίεργο από όλα τα προηγούμενα περίεργα μαζί. Πάνω στον τσιμεντένιο κύβο, χωρίς να το παρατηρήσει κανείς είχαν αρχίσει να σκάνε μικρά φυλλαράκια.

Κι όσο η ώρα περνούσε τόσο τα φυλλαράκια θέριευαν και ξεπετιόνταν, και βλάσταιναν, και σιγά-σιγά άρχισε να μη φαίνεται σχεδόν το γκρίζο, και το νερό του σιντριβανιού να ξεχύνεται μέσα από την πυκνή βλάστηση τραγουδώντας έναν ασυνήθιστο μα χαρούμενο σκοπό. «Ποιος είσαι;» άρχισαν να ρωτούν τρεμάμενες φωνές. Τί ήταν αυτό το αγόρι; «Εγώ;», είπε ο μικρός, «Εγώ είμαι ο Αλκιφάνης. Είμαι μόνο ο Αλκιφάνης». Οι άνθρωποι κοιτάχτηκαν για μια φορά ακόμη απορημένοι. Εν τω μεταξύ, από τις φυλλωσιές είχαν ξεδιπλωθεί μεγάλοι μίσχοι νυχτολούλουδου, παραδόξως ανθισμένοι μέρα μεσημέρι, που ευωδίαζαν ένα υπνωτιστικό άρωμα, το οποίο τύλιξε αργά ολόκληρη την πλατεία.
Ξαφνικά, από τη μιαν άκρη της πλατείας ακούστηκαν πανικόβλητες φωνές, και το πλήθος άρχισε να χωρίζεται στα δυο, με θεαματικό τρόπο, σαν δυο τεράστιοι μαγνητικοί πόλοι να τράβηξαν τους μισούς στα δεξιά και τους άλλους μισούς στ’ αριστερά, ανοίγοντας δρόμο για κάτι που στην αρχή μόνο οι άνθρωποι που ήταν πολύ κοντά κατάλαβαν τί ήταν. Και δεν θα μπορούσαν να μην το έχουν καταλάβει, αφού η γη άνοιξε αναπάντεχα κάτω απ’ τα πόδια τους και από το σχίσμα άρχισε να αναβλύζει δροσερό νερό, που γρήγορα έγινε ένα μικρό ρυάκι και επεκτάθηκε μέχρι εκεί που μπορούσε να φτάσει το βλέμμα τους κι ακόμα παραπέρα. Τώρα πια οι άνθρωποι ήταν σαστισμένοι για καλά και σα να μην έφτανε αυτό, πάνω από τα κεφάλια τους ακούστηκε ο πρώτος άσχημος μηχανικός θόρυβος, από ένα ελικόπτερο καναλιού της ιδιωτικής τηλεόρασης που πετούσε πάνω από την πλατεία προσπαθώντας να προσφέρει ζωντανή κάλυψη των συμβάντων στους τηλεθεατές του.
«Κυρίες και κύριοι, σε ζωντανή σύνδεση από την Πλατεία Γαλήνης, όπου μια σειρά από παράξενα γεγονότα λαμβάνουν χώρα την τελευταία ώρα, και έχουν προκαλέσει αναστάτωση στους περίοικους και έντονα κυκλοφοριακά προβλήματα σ’ ολόκληρη την πόλη».
«Οι αστυνομικές δυνάμεις προσπαθούν να προσεγγίσουν το κέντρο της πλατείας, κάτι που ως τώρα έχει αποδειχθεί αδύνατο λόγο του μεγάλου πλήθους που έχει συνωστιστεί και εμποδίζει το έργο των αρχών. Ο αρχηγός της αστυνομίας μας μίλησε αποκλειστικά, για το ρήγμα που αναφέρθηκε πλησίον της πλατείας: “Έσπασε ο αγωγός ομβρίων υδάτων. Η ζημιά είναι εκτεταμένη, αλλά οι τεχνικοί της Εταιρείας Αποχέτευσης προσπαθούν να την αντιμετωπίσουν. Το συγκεντρωμένο πλήθος δυσχεραίνει όμως τις προσπάθειες μας, γι’ αυτό κάνουμε έκ-κλη-ση στους συμπολίτες μας που βρίσκονται στην πλατεία να απομακρυνθούν το συντομότερο δυνατόν”».

«Η ανησυχία μας εδώ είναι μεγάλη, καθώς στα πλάνα από το ελικόπτερο είναι δυσδιάκριτη η αιτία του συνωστισμού, κάτι που κάθε άλλο παρά μας καθησυχάζει. Στα αποκλειστικά πλάνα που λαμβάνουμε από το ελικόπτερο του καναλιού, αγαπητοί τηλεθεατές, μπορείτε να διακρίνεται ένα άτομο μικρού αναστήματος πάνω στο σιντριβάνι της Γαλήνης. Οι κινήσεις του δε μοιάζουν απειλητικές, όμως οι πολίτες γύρω του παρακολουθούν ακίνητοι, εντείνοντας την ανησυχία της αστυνομίας και των Ειδικών Δυνάμεων».
«Κάποιου είδους οργανισμός μοιάζει να κινείται στο κέντρο της πλατείας, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει περί τίνος πρόκειται, εξετάζεται η πιθανότητα βιολογικών όπλων μαζικής καταστροφής, παρακαλούνται όλοι οι παριστάμενοι να αποχωρήσουν, οι αρχές κάνουν έκκληση να εκκενωθεί η περιοχή: “Ζητούμε από τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους προσωρινά μέχρι να απομακρυνθεί ο ύποπτος και να ερευνήσουμε την προέλευση του άγνωστου αυτού οργανισμού”, δηλώνει ο αρχηγός της Ομάδας Αντιμετώπισης Απρόσμενων Καταστροφών».
Εν τω μεταξύ, στο κέντρο της πλατείας, οι παρευρισκόμενοι παρέμεναν εντελώς αποκομμένοι από τον τηλεοπτικό πυρετό που είχε καταλάβει ολόκληρη την πόλη. Οι άνθρωποι που είχαν οπτική επαφή με τον Αλκιφάνη και το ανθισμένο σιντριβάνι θαύμαζαν τους πολύχρωμους ανθούς• οι άνθρωποι που βρίσκονταν κοντά στο ποταμάκι είχαν βγάλει τα παπούτσια και τις κάλτσες τους και τσαλαβουτούσαν μέσα στο γάργαρο νερό• οι υπόλοιποι –θες η μυρωδιά του νυχτολούλουδου, θες που σουρούπωνε και ο ήλιος είχε πάψει να καίει τους σβέρκους τους– σιγομουρμούριζαν χαρούμενες μελωδίες, που είχαν μόλις συνθέσει, και χαλαρώνοντας το κορμί τους έπιαναν ψιλοκουβεντούλα με τον διπλανό τους, ή κάθονταν οκλαδόν στο έδαφος και κοιτούσαν τα σύννεφα, που είχαν ξεπροβάλει κατά μυστήριο τρόπο μέσα από το νέφος ή χάζευαν τους άλλους γύρω-τριγύρω που έδειχναν να έχουν πια ξεχάσει εντελώς και μαγαζιά, και σπίτια, και αφεντικά, και ισολογισμούς, και όλα. Ο Αλκιφάνης από την άλλη μεριά τους κοιτούσε με απορία και αθωότητα, μέχρι που κουράστηκε και τα μάτια του πήραν να κλείνουν από τη νύστα.
«Θέλω να κοιμηθώ», είπε. Κανείς όμως δεν του έδινε πια σημασία, γιατί όλοι είχαν μεθύσει από μια πρωτόγνωρη ελευθερία, να αφεθούν και να ονειρευτούν και να χαζολογήσουν άσκοπα. «Θέλω να κοιμηθώ!», φώναξε δυνατά. Το πλήθος στράφηκε απότομα προς το μικρούλη που όσο τα βλέφαρά του βάραιναν, τόσο έμοιαζε να χλομιάζει το δέρμα του, και το περίγραμμα του κορμιού του να γίνεται πιο αχνό, και το φως που εξέπεμπε να σβήνει. Οι άνθρωποι σώπαιναν, και κανείς δεν φαινόταν να έχει ιδέα τί να κάνει. Όλοι αισθάνονταν μια ανεξήγητη τρυφερότητα για τον μικρό Αλκιφάνη, σα να τους είχε δώσει ένα μεγάλο δώρο, τόσο μεγάλο που δεν ήξεραν ούτε πώς να το δεχτούν, ούτε πώς να το ανταποδώσουν. Μια τροφαντή γυναίκα, με μακριά μαύρη φούστα και μαλακή κόκκινη μπλούζα ξεχώρισε απ’ το πλήθος, προχώρησε προς το σιντριβάνι και απευθυνόμενη στο πιτσιρίκι είπε: «Έλα μικρέ μου, έλα Αλκιφάνη, πήδα στην αγκαλιά μου, θα σε νανουρίσω εγώ».
Από μακριά, πίσω από το γαληνεμένο πλήθος ακούγονταν σειρήνες περιπολικών και μια αναταραχή, που ολοένα και πλησίαζε. Οι άνθρωποι της πλατείας έφτιαξαν μεγάλες σπείρες γύρω από το ανθισμένο σιντριβάνι και τη γυναίκα που στεκόταν στη βάση του, κρατώντας στα χέρια της ένα μισοκοιμισμένο παιδί. «Κοιμήσου μικρέ μου», του είπε απαλά, και άρχισε να λέει το πιο γλυκό νανούρισμα. Η φωνή αυτή, αυτή η μελωδία ερχόταν από χιονισμένα βουνά και σπαρμένους λόγγους, και γαλήνεψε όλους όσους την άκουσαν. Ο μικρός Αλκιφάνης έκλεισε τα μάτια του, και αργά-αργά το κορμί του έγινε πιο διάφανο, και πιο ελαφρύ, και μέχρι η γυναίκα να τελειώσει το τραγούδι, στην αγκαλιά της πια δεν κρατούσε τίποτα. Πάνω στον τσιμεντένιο κύβο όμως είχε ανθίσει το πιο όμορφο, το πιο ευωδιαστό νυχτολούλουδο απ’ όλα.

Τη στιγμή εκείνη η αστυνομία κατάφερε να σπάσει τον κλοιό των ανθρώπων που είχαν αποκλείσει την πλατεία. Οι άντρες των ειδικών δυνάμεων φορούσαν ολόσωμες πορτοκαλί φόρμες και κουκούλες στο κεφάλι, και έσερναν μαζί τους μάνικες με απολυμαντικό. Αμέσως περικύκλωσαν το σιντριβάνι με κίτρινη ταινία και άρχισαν να ρίχνουν το γκριζωπό υγρό που έφερνε φτέρνισμα και τσούξιμο στα μάτια, πάνω στο ευωδιαστό νυχτολούλουδο. Γρήγορα έφτασαν κι άλλα αυτοκίνητα με κόκκινα και μπλε φώτα που αναβόσβηναν, για να πάρουν όσους βρέθηκαν κοντά στα γεγονότα για ανάκριση και μεγάλα δημοσιογραφικά βαν, με καλοχτενισμένους ρεπόρτερ που έχωναν αδιάκριτα τα μικρόφωνά τους στα πρόσωπα όλων.
Η ιστορία αυτή έγινε πρώτο θέμα στις ειδήσεις της μεγάλης μας πόλης για πολλές μέρες. Το σιντριβάνι απολυμάνθηκε. Το ποταμάκι σκεπάστηκε με καινούριο τσιμέντο και αλφαδιασμένες πλάκες, η γυναίκα με την κόκκινη μπλούζα, και άλλοι άνθρωποι, πέρασαν πολλές ώρες στα γραφεία του ανακριτή. Όσο όμως κι αν προσπάθησαν οι αστυνομικοί, οι ρεπόρτερ, οι συγγενείς και οι φίλοι των ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί, δεν βρήκαν ανταπόκριση και επεξήγηση για την ερώτηση: «Τί συνέβη στην Πλατεία Γαλήνης;». Η απόκριση που έλαβαν; «Ήταν μόνο ο Αλκιφάνης».
