«You know the old saying? Never return a favour, pass it on».

[Από την ταινία «It’s A Free World» του Κεν Λόουτς, 2007]

Κάποιο μεσημεράκι, πριν από ενάμιση περίπου μήνα, βρέθηκα να περιδιαβαίνω τους δρόμους των Βρυξελλών, κάτω από έναν ουρανό βαρύ, μελαγχολικό και συννεφιασμένο. Αυτός ο δακρυσμένος καιρός έμοιαζε ιδανικός για να περάσει κανείς τη μέρα του στο σπίτι, κλεφτοκοιτάζοντας από την τραβηγμένη κουρτίνα –με ένα φλιτζάνι τσάι να του ζεσταίνει τα χέρια– τους ήσυχους φαρδύς δρόμους και τις γραμμές του τραμ, που περνά κάθε δέκα λεπτά, τα σιωπηλά δέντρα, που ακόμα και ο κορμός τους έχει πρασινίσει απ’ την υγρασία, και τα κτίρια με τις γραφικές λεπτομέρειες που δίνουν στην πόλη ένα άρωμα εξόχως γοητευτικό για κάποιον που έχει συνηθίσει να ξυπνά το πρωί και ανοίγοντας το παράθυρό του να βλέπει γκρίζα κουτιά της δεκαετίας του ‘60. Μολαταύτα, αν και το κλίμα ευνοούσε τη ραθυμία και την οικιακή περισυλλογή, βρέθηκα, αγνοώντας τις επιταγές της διάθεσής μου, στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας της Ευρώπης, σε μια βόλτα-ξενάγηση –εξ ανάγκης λόγω του περιορισμένου χρόνου της διαμονής μου– αστραπή.

Η πόλη αναμφίβολα ζωντανή, κόσμος πολύς να περπατά, χρώματα στους δρόμους που προσπαθούσαν να κατανικήσουν τον μόνιμα καταθλιπτικό καιρό και τη σκοτεινιά της ατμόσφαιρας. Στα μαγαζιά είχαν αρχίσει εκπτώσεις και οι βιτρίνες διαλαλούσαν τις ακαταμάχητες προσφορές σε δυο τουλάχιστον γλώσσες –το Βέλγιο είναι μια χώρα γλωσσικά διχοτομημένη, στα βόρεια ομιλείται η Φλαμανδική, στα νότια η Γαλλική και η πρωτεύουσα είναι επισήμως δίγλωσση. Το όμορφο πλήθος αγνοούσε το αλλόκοτο ψιλόβροχο και πορευόταν στις μεγάλες εμπορικές οδούς, ανάμεσα από αγάλματα, μουσεία, και προς την Grand-Place, την ιστορική Μεγάλη Πλατεία των Βρυξελλών. Η ζωηρότητα και η ζεστασιά των τόσο παράταιρων μεταξύ τους ανθρώπων, που από κάποια άσκοπη συγκυρία βρέθηκαν να περπατούν τους ίδιους δρόμους, πάλευε με τη μουντάδα του καιρού, και δεν θα μπορούσα να πω με σιγουριά τι απ’ τα δυο επικρατούσε. Εντελώς τυχαία όμως, κατά τη διάρκεια του υγρού εκείνου περιπάτου, έπεσε το μάτι μου στην διαφημιστική αφίσα κάποιου κινηματογραφικού έργου. Κεντρική φιγούρα της διαφήμισης μια χυμώδης ξανθιά γυναίκα. Μια γυναίκα που «φοράει» ένα ύφος στο οποίο συνδυάζονται μαγκιά και αμφιταλάντευση, χυδαιότητα και αβεβαιότητα, εγωπάθεια και ανασφάλεια. Μπροστά και κάτω από το πρόσωπό της, σε μια θέση με σημειολογική σημασία ανεμίζουν, σκοπίμως φλουταρισμένα, τα χέρια κάποιων, απρόσωπων αιτούντων.

Η εικόνα μου ήταν γνώριμη, όμως δεν κατάφερε να ανακινήσει συγκεκριμένη θύμηση. Την πρώτη φορά την κοίταξα χωρίς να την βλέπω, δεν προβλήθηκε παρά μόνο στο ασυνείδητό μου. Την δεύτερη χτύπησε κάποιο καμπανάκι, αλλά γρήγορα καταπνίγηκε από κάποια άλλη δραστηριότητα. Την τρίτη όμως φορά που την συνάντησα, το βλέμμα μου προσπέρασε την εικόνα και μπήκα επιτέλους στον κόπο να διαβάσω τον τίτλο της ταινίας, που μου ήταν βέβαια οικείος, αλλά δεν έφερε τον κατακλυσμό από μνήμες που κατάφερε να προκαλέσει το όνομα του σκηνοθέτη της. Σε κλάσματα μόλις δευτερολέπτου απ’ τη στιγμή που προχώρησα στην ανάγνωση του ονόματος, η σύνδεση με το παρελθόν είχε επανέλθει και το database του μυαλού μου τροφοδοτούσε συναφείς και περιφερειακές πληροφορίες για το εν λόγω φιλμ. Επρόκειτο για την αφίσα της τελευταίας ταινίας του εβδομηνταδυάχρονου Κεν Λόουτς, «It’s A Free World» («Ένας Ελεύθερος Κόσμος»), την οποία είχα παρακολουθήσει τον Οκτώβρη που μας πέρασε στην τελετή λήξης του 20ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου της Ελευθεροτυπίας.

«Α, μα την έχω δει αυτή την ταινία», αναφώνησα ευτυχής, με την ώθηση που σου δίνει η συνειδητοποίηση ότι ακόμα κι αν βρίσκεσαι πολύ μακριά απ’ τον τόπο που αποκαλείς σπίτι σου, και ενώ σε έχει καταβάλει μια κατανοητή-ακατανόητη μελαγχολία και νοσταλγία για κάτι που δεν μπορείς να προσδιορίσεις ακριβώς, μπορεί να βρεθεί μια σωτήρια σανίδα που να θυμίζει αυτά που άφησες πίσω, και που νιώθεις ότι μπορείς ν’ αποκαλείς δικά σου. Όσο κι αισθάνεσαι να αιωρείσαι σε έναν άγνωστο χώρο, μάλλον ανίκανος να πιαστείς από οτιδήποτε γιατί όλα είναι ρευστά, ξαφνικά σε διαπερνά μια αδιόρατη συγκίνηση, αταίριαστη ίσως με την περίσταση, αληθινή όμως και αδύνατο να την αρνηθείς και να την υποτιμήσεις. Την έχω δει αυτή την ταινία. Ο φίλος που με φιλοξενούσε στις Βρυξέλλες με ρώτησε αν το έργο ήταν καλό, εύλογη απορία δεδομένου του ενθουσιασμού μου. Η απάντησή μου δεν νομίζω ότι θα ικανοποιούσε κανέναν: «Μμμ… δεν μπορώ ν’ απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση». Και πραγματικά το εννοούσα. Η επεξήγησή μου θα πρέπει να έπεισε ακόμη λιγότερο: «Δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε. Αλλά δεν αισθάνομαι ότι έχω το δικαίωμα να την αποκαλέσω κακή ταινία». Αν αναλογιστεί κανείς ότι για την ίδια ταινία έχω συνυπογράψει την κριτική που δημοσιεύτηκε στο Movieworld στο πλαίσιο του σχολιασμού της λήξης του Πανοράματος  η απάντηση μου γίνεται ακόμα πιο ακατανόητη. Ειλικρινής όμως.

Το βράδυ εκείνο του Οκτωβρίου, που προβλήθηκε το «Ένας Ελεύθερος Κόσμο» στον κινηματογράφο Ιντεάλ, γινόταν στην Αθήνα χαλασμός κυρίου. Επρόκειτο ίσως για την πιο δυνατή μπόρα του φετινού χειμώνα, τόνοι νερού να χτυπούν με βία την οροφή του Ιντεάλ, έτσι που η δική μας κακοκαιρία επένδυε ταιριαστά την κακοκαιρία που επικρατούσε στις ψυχές των χαρακτήρων του Λόουτς. Όταν το έργο τελείωσε, κανείς δεν βγήκε από το σινεμά έχοντας ψυχαγωγηθεί. Η κριτική ματιά του βρετανού σκηνοθέτη κόβει σαν μαχαίρι τον ιστό της Βρετανικής κοινωνίας, φτάνει στα ζέοντα σπλάχνα της και τα αδειάζει στην ποδιά των θεατών, αφήνοντάς τους άφωνους και τρομοκρατημένους από την αποκάλυψη μιας κοινωνικής πραγματικότητας που οι περισσότεροι υποψιάζονται, αλλά δεν παραδέχονται με ευκολία. Φεύγοντας από την αίθουσα, δεν γνωρίζω τι ένιωθαν οι περισσότεροι θεατές, όμως εγώ είχα για τα καλά αφήσει την καλή μου διάθεση κάπου ανάμεσα στα βυσσινή καθίσματα. Στην έξοδο μας περίμενε η συνέχεια του κατακλυσμού. Μετά από την δική μου πεισματάρικη επιμονή αφήσαμε την Πανεπιστημίου ελπίζοντας να βρούμε ταξί στην παράλληλη Σταδίου. Την τύχη μας φυσικά είχε πάρει μαζί της η νεροποντή, και έτσι εκτός από τον εκνευρισμό που γιγαντωνόταν, αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο και η ποσότητα νερού που απορροφούσαν τα ρούχα και τα παπούτσια μας. Δεν έχει μεγάλη σημασία το πώς φτάσαμε τελικά στο δικό μας αυτοκίνητο και στη σίγουρη ζεστασιά που προσφέρει το clima στους βολεμένους αστούς των δυτικών πόλεων. Ενώ βρισκόμασταν στο δρόμο της επιστροφής, άρχισα να κλαίω με τη σφοδρότητα της βροχής που χτυπούσε τα τζάμια. Δεν πρόκειται να επικαλεστώ υπερβολική ευαισθησία απέναντι στην δραματική ταινία που είχα παρακολουθήσει λίγη ώρα πριν. Οι λόγοι ήταν καθαρά προσωπικοί. Στολισμένοι όμως με την ματαιότητα ενός κόσμου που πηγαίνει στον διάβολο με βήμα ταχύ.

Εκείνο το βράδυ ο κοινωνικός ρεαλισμός του Λόουτς ήρθε σε σύγκρουση με τον μαγικό ρεαλισμό του προσωπικού μου δράματος. Σε σύγκρουση και σύγκριση. Δεν θα μπορούσα πια να πω αν η ταινία ήταν καλή ή κακή, γιατί η ταινία δεν ήταν πια ταινία. Σε ένα θεματικό πλαίσιο παντελώς διαφορετικό από αυτό του φιλμ, συγκέντρωσα όλη την ατμόσφαιρα της καταιγίδας, της ήττας, της προσωπικής συντριβής, της κοινωνικής απομόνωσης, της αδικίας, της πεισματικής προσπάθειας για επικράτηση με όποιο τίμημα. Το παράδειγμα της αδιάλλακτης μπροστά στο προσωπικό της συμφέρον ηρωίδας του Λόουτς έγινε ο φάρος που καθοδήγησε τη συμπεριφορά μου για το υπόλοιπο της νύχτας. Όμως χωρίς την απερίσπαστη αφοσίωση σε έναν και μοναδικό σκοπό, η αδιαλλαξία μου γύρισε πίσω για να χτυπήσει κι εμένα το ίδιο σφοδρά όσο και το πρόσωπο προς το οποίο κατευθυνόταν. Ας μην τα πολυλογώ. Το βράδυ εκείνο κατέληξα σε ένα δημοτικό πάρκο, κάτω απ’ τη βροχή χωρίς μπουφάν, να καταριέμαι –ασκόπως– θεούς και δαίμονες. Και δεν μπορώ να πω αν η ταινία ήταν καλή ή κακή. Φυσικά αυτή είναι μια ιστορία που δεν μπορείς να δώσεις ως απάντηση όταν σε ρωτούν την άποψή σου για ένα κινηματογραφικό έργο. Ούτε είναι σκέψεις αυτές που δικαιολογείσαι να κουβαλάς πάνω σου για πολύ. Ορισμένα πράγματα καλύτερα να αφήνονται πίσω. Νόμιζα ότι επιστρέφοντας στην Ελλάδα πέταξα αυτές τις σκέψεις πάνω από τις Άλπεις. Δεν περίμενα να τις συναντήσω ξανά. Όμως όπως θα μπορούσε να σας πει ο Προυστ καλύτερα από μένα, μια μαντλέν αρκεί για να επιστρέψουν οι σκέψεις από όποιο κι αν είναι το μέρος της εξορίας τους.

Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Μάρτιο του 2008