«Λίγο περίμενε τώρα δα/ο άντρας με τα μαύρα είναι κοντά/με τον μπαλτά χωρίς να χάσει καιρό/θα σε πετσοκόψει ζωντανό! –Βγαίνεις!».

[Εισαγωγή στην ταινία «M», του Φριτς Λανγκ, 1931]

Ύστερα από μια μακρά παρένθεση, και περιπλάνηση στον κόσμο των εννοιών και τον ιδεών (όχι με τον Πλατωνικό τρόπο βέβαια), επιστρέφουμε στο ταξίδι που ξεκινήσαμε πριν από εννέα μήνες, από αυτή τη στήλη, μέσα στο χωροχρόνο της κινηματογραφικής παραγωγής. Αυτό το μήνα θα αναφερθούμε κατ’ αποκλειστικότητα σε μια και μόνο ταινία. Ένα φιλμ που σήμερα θεωρείται κλασσικό. Ένα φιλμ καινοτόμο. Ένα φιλμ δημιουργημένο μέσα σε μια πολιτικά ταραγμένη περίοδο. Πρόκειται για την πρώτη ομιλούσα ταινία του Φριτς Λανγκ, το «Μ», που γυρίστηκε το 1931 και μέχρι σήμερα ο θεατής το παρακολουθεί με ολοένα και αυξανόμενη αγωνία καθ’ όλη τη διάρκειά του, με πάθος και αφοσίωση που ένας σκηνοθέτης μπορεί να εκμαιεύσει απ’ το κοινό του μόνο με κόπο και ταλέντο. Ένα δείγμα –αν και όχι από τα πιο χαρακτηριστικά– του Γερμανικού εξπρεσιονισμού, μια ταινία που εισήγαγε πολλά από τα στοιχεία του φιλμ νουάρ –μολονότι απουσιάζει εδώ χαρακτηριστικά η γυναίκα αράχνη– και είναι από τις πρώτες που υιοθέτησαν –με μεγάλη επιτυχία– τη χρήση του λάιτμοτίφ, συνδέοντας με τρομακτικούς ψυχολογικούς χειρισμούς το «In The Hall Of The Mountain King» του Πέερ Γκιντ, με τον αποτρόπαιο δολοφόνο. Η ατμόσφαιρα του «Μ» σπάει κόκαλα, και το υποβλητικό ύφος του, το οποίο πηγάζει εκτός των άλλων και από την Γερμανική γλώσσα που υποστηρίζει πλήρως το μυστήριο και την τραχύτητα του θέματος και προσθέτει στο φιλμ, σχεδόν ως δομικό στοιχείο. Η σεναριακή δομή του έργου είναι αυτό που το ανασύρει από το βάθρο των κλασσικών ταινιών και το φέρνει ως κεντρικό θέμα ενός σύγχρονου κειμένου, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι η αξία ενός έργου είναι έννοια άχρονη, και πηγάζει μεταξύ άλλων και από τη δύναμη του θέματός του, και επίσης ότι το σύγχρονο, είναι έννοια σχετική.

Η Αναζήτηση

Σε αντίθεση με την τυπική ευρωπαϊκή Αναζήτηση του Ιερού Γκράαλ, μια παράδοση που έχει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο περάσει σε όλες τις μορφές της ευρωπαϊκής τέχνης μέχρι τον εικοστό αιώνα, έχουμε εδώ την αντιστροφή της από τον Φριτς Λανγκ, στην αναζήτηση του αποτρόπαιου και σατανικού δολοφόνου μικρών παιδιών, που έχει τρομοκρατήσει το Βερολίνο. Η ταινία, γυρισμένη πριν ραγίσει το αυγό της Έχιδνας, και πριν ο ναζισμός κάνει παγκοσμίως γνωστά τα αποτρόπαια οράματά του, προοιωνίζει όχι την πολιτική διάσταση της νέας τάξης πραγμάτων, αλλά την κοινωνική, το φόβο που απλώνεται πάνω απ’ την πόλη. Το φιλμ οπωσδήποτε δεν είναι πολιτικό, καθώς δεν είναι αυτή, αλλά η επόμενη ταινία του Λανγκ, το «Das Testament Des Doktor Mabuse» (1933) που τον έβαλε σε μπελάδες με την ναζιστική κυβέρνηση, και τον οδήγησε να αυτομολήσει πρώτα στην Γαλλία και κατόπιν στις Η.Π.Α., αρνούμενος να στρατευτεί από το καθεστώς και φοβούμενος ότι θα υποφέρει τις συνέπειες μιας μακρινής εβραϊκής του καταγωγής.

Η ταινία ξεκινά με το πλάνο κάποιας εργατικής πολυκατοικίας, όπου πολλά παιδάκια μαζεμένα τα «βγάζουν» τραγουδώντας ένα δημοφιλές, απ’ όσο φαίνεται, παιδικό τραγουδάκι: «Λίγο περίμενε τώρα δα/ο άντρας με τα μαύρα είναι κοντά…». Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας άλλος ήχος δεν έχει πέσει, όλα εκτυλίσσονται στην απόλυτη σιωπή που σπάει από τις παιδικές φωνές. Ο δολοφόνος κάνει την εμφάνιση του σαν μια σκιά, και ορίζει αμέσως ως ταυτότητά του, σφυρίζοντας τις πρώτες νότες από το «In The Hall Of The Mountain King». Η δολοφονία της μικρής Έλσυ, βυθίζει την πόλη σε πένθος, και ένα κύμα υστερίας σαρώνει. Ένα τέλειο ψυχογράφημα της ψυχολογίας του πλήθους, μιας κοινωνίας όπου ο Μεγάλος Αδελφός ήταν ακόμα βρέφος, όμως είχε ήδη εισάγει τις θλιβερές αρχές του, σαν τον αποτρόπαιο σπόρο της αμφιβολίας και του αυτοπεριορισμού, στο σώμα των πολιτών. Η αναζήτηση της αστυνομίας αποβαίνει άκαρπη και στείρα. Όσο κι αν περιπολούν, όσο κι αν ψάχνουν, όσο κι αν ερευνούν, ο δολοφόνος είναι ένα βήμα μπροστά. Πάντα ένα βήμα μπροστά. Τους εμπαίζει, τους χλευάζει, τους αποδιοργανώνει και αποκαρδιώνει. Η κατάσταση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, και η αστυνομία επιτίθεται στον υπόκοσμο, ψάχνοντας για το φοβερό τέρας, και διαλύοντας την αιώνια συμμαχία που υπάρχει ανάμεσα στις οργανωμένες αρχές και το οργανωμένο έγκλημα. Τα συνδικάτα του υποκόσμου αντιμετωπίζουν κρίση. Μείζονα κρίση. Και έτσι λοιπόν αντιδρούν… προκειμένου να σταματήσει η εισβολή της αστυνομίας στα λημέρια τους αποφασίζουν να κυνηγήσουν και να βρουν οι ίδιοι το δολοφόνο. Ένας στρατός από ζητιάνους τίθεται στην υπηρεσία της έρευνας και ξεκινά εικοσιτετράωρη παρακολούθηση κάθε σπιθαμής της τεράστιας πολιτείας. Η αναζήτηση του κακού, φωτίζει το σκηνικό με μια μαγεία που λείπει από έναν ήρωα ο οποίος θα αναζητά τη λύση και τη σωτηρία. Εδώ, ο υπόκοσμος, ο βούρκος της κοινωνίας ξεκινά μια εκστρατεία ανακάλυψης ενός δολοφόνου, ο οποίος είναι χειρότερος από τους ίδιους. Η κοινωνία του υποκόσμου είναι αυστηρά ιεραρχικά και άψογα οργανωμένη. Γι’ αυτό και η δική τους αναζήτηση δεν παραμένει ατελέσφορη, αλλά αποφέρει καρπούς. Με ένα θαυμάσιο σκηνοθετικό εύρημα, ο δολοφόνος προδίδεται από το ίδιο σφύριγμα που έγινε σήμα κατατεθέν του, και το οποίο αναγνωρίζεται από έναν τυφλό ζητιάνο. Όλος ο μηχανισμός τίθεται σε συναγερμό, με έναν και μόνο στόχο: να μην χάσουν τον δολοφόνο από τα μάτια τους. Σπουδαία αντίθεση του πώς ο τυφλός «είδε», και μια ανθρώπινη αίσθηση κατάφερε να νικήσει και να ξεπεράσει μια ολόκληρη κρατική μηχανή, και συλλογισμούς επί συλλογισμών, οι οποίοι παρέμειναν άκαρποι σχεδόν μέχρι την τελευταία στιγμή. Η αναζήτηση του δολοφόνου πέρασε στην δυτική κουλτούρα και σημάδεψε τον 20ο αιώνα, όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και ως στάση ζωής, ως κοινωνική και πολιτική τάση. Το κακό το αναζητούμε. Με βέβαιη πρόφαση την ειλικρινή μας θέληση να το εξοντώσουμε. Όμως ταυτόχρονα προσπαθώντας να χορτάσουμε αυτή την μύχια πείνα που πηγάζει από ένστικτα ζωώδη. Η αγωνία των ανθρώπινων κοινωνιών είναι να κατανικήσουν, όχι το κακό, αλλά την ενστικτώδη τάση τους προς το ίδιο αυτό κακό που καταδιώκουν με λύσσα.

Η Καταδίωξη

Ο ένοχος βρέθηκε. Οι διώκτες του δεν πρέπει να τον χάσουν απ’ τα μάτια τους. Το «αφεντικό» προστάζει να τον στριμώξουν, και να τον πιάσουν ζωντανό, να τον φέρουν ενώπιον όχι του νόμου, αλλά της βιβλικής δικαιοσύνης. «Οφθαλμός αντί οφθαλμού…». Για να μην ξεφύγει, ο δολοφόνος πρέπει να σημαδευτεί. Με ένα έξυπνο κόλπο, ο ζητιάνος που τον παρακολουθεί τελευταίος αποτυπώνει ένα Μ (από την γερμανική λέξη murder, που σημαίνει δολοφόνος) με κιμωλία στην πλάτη του τέρατος. Ο Πίτερ Λορ, που υποδύεται τον αρρωστημένο δολοφόνο δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας σε έναν ρόλο που τον σημάδεψε σχεδόν για το υπόλοιπο της καριέρας του. Το τέρας της φύσης, ο άθλιος δολοφόνος μικρών παιδιών, γίνεται το θήραμα, όχι της ευνομούμενης πολιτείας, αλλά του πιο βάναυσου προσώπου αυτής. Οι ρόλοι αντιστρέφονται, και οι λύσσα των διωκτών σφραγίζει αυτή την αλλαγή ρόλων. Το κυνηγητό συνεχίζεται επί μακρών, με τη δράση να ξεχειλίζει και την αγωνία να χτυπάει κόκκινο. Αγωνία όμως για ποιον; Υπέρ των εξαγριωμένων διωκτών ενός πιστοποιημένου καθάρματος; Ή υπέρ ενός ανθρώπου, που βρίσκεται υπό το κράτος του πανικού, καθώς τον κυνηγούν ορδές βαρβάρων, έτοιμες να τον κατασπαράξουν χωρίς έλεος, για ανομήματα που αναμφίβολα έχει διαπράξει; Ο θεατής διχάζεται, δυσκολεύεται να ταυτιστεί, δυσκολεύεται να διαλέξει πλευρές. Η αυτονόητη πλευρά, ενάντια στο δολοφόνο, που φέρει πάνω του μαρτυριάρικο, σαν πυρωμένο σημάδι το Μ, της φριχτής του ιδιότητας, δεν είναι πια αυτονόητη, όταν κοιτάξει κανείς τα πυρωμένα μάτια του όχλου που τον καταδιώκει, φλεγόμενος και εμπνεόμενος από μια δίκαιη οργή. Η δίκαιη οργή, εμπνέει φόβο. Γιατί η δίκαιη οργή δικαιολογεί τα πάντα, επιτρέπει τα πάντα, ανοίγει την πόρτα διάπλατη σε κάθε βαναυσότητα. Τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας δρομολογήθηκαν μέσα από μια διαδικασία απόδοσης ευθυνών, για τις οποίες ξυπνούσε η αγία και ιερά οργή του πλήθους. Η μεγάλη αδικία, το μεγάλο έγκλημα, προοιωνίζει την μεγάλη τιμωρία, αυτήν που θα μετατρέψει τους δίκαιους σε ενόχους. Αυτή που θα μπορούσε να κάνει τους άσπιλους να στιγματιστούν για πάντα, από την ενοχή μιας σωστής τιμωρίας. Κι αν μέσα σε μια κοινωνία, άσπιλοι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν, και είναι όλοι συλλογικά ένοχοι για τις πληγές που την ταλανίζουν, η τιμωρία ενός εξιλαστήριου θύματος δεν κάνει άλλο τίποτα από το να μετατοπίζει την ενοχή, να διαμοιράζει τη φρίκη και να τροφοδοτεί νέα κύματα μίσους και φόβου, υστερίας, πανικού και απέχθειας προς τον διπλανό, τον πλησίον. Η καταδίωξη κάποια στιγμή τελειώνει. Ο ένοχος συλλαμβάνεται. Η δίκαιη οργή, πρέπει να εκτονωθεί.

Η Δίκη

Ο στυγνός δολοφόνος οδηγείται μπροστά στο αλλόφρων πλήθος του υποκόσμου, που απαιτεί το κεφάλι του επί τάπητος. Ένα άθλιο ανθρώπινο κουρέλι, ένας άνθρωπος στα όρια της προσωπικής εξαθλίωσης. Γουρλωμένα μάτια, ιδρωμένο πρόσωπο, λαχανιασμένη αναπνοή. Λέει: «Θέλω να με παραδώσετε στο νόμο, τα δικαιώματά μου». Μια πόρνη από το πλήθος απαντά: «Ένα τέρας σαν εσένα δεν έχει δικαιώματα». Μια άλλη απευθύνει παγωμένη ερώτηση προς τον μεθύστακα που όρισε το δικαστήριο των παρανόμων για δικηγόρο υπεράσπισης: «Ποτέ δεν είχες παιδιά, έτσι; Δεν ξέρεις πώς είναι να χάνεις ένα παιδί. Αλλά αν ήξερες… Ρώτα τις μάνες!». Η παρωδία δίκης αρχίζει. Και το ερώτημα. Ένας στυγνός δολοφόνος δικαιούται δίκαια δίκη; Αξίζει την προστασία του νόμου; Η λαχανιασμένη, σε υστερικούς τόνους ομολογία του εξόφθαλμα ενόχου για τις αποτρόπαιες πράξεις, ταράζει. Είναι ένα ανθρώπινο ράκος χτυπημένο από την παράνοια. Η τρέλα να ορίζει κάθε του πράξη, και υποχθόνιες φωνές μέσα στο κεφάλι του τον οδηγούν στην μεγαλύτερη βλασφημία κατά της ζωής. Όμως, η τρέλα, αν και παθολογικά εντοπίζεται σε ορισμένους ασθενής, είναι συλλογικό φαινόμενο. Ναι, η παραφροσύνη του δολοφόνου είναι όλη δική του. Όμως δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι η τρέλα, η αρρώστια δεν χτυπά ποτέ μεμονωμένες περιπτώσεις. Πέφτει σαν κατάρα πάνω από μια κοινωνία που λησμόνησε τις αρχές που την έβγαλαν από τη ζούγκλα, της φόρεσαν παπούτσια και της έδωσαν πολιτισμό. Οι τόνοι δεν πέφτουν. Η παθιασμένη υπεράσπιση από τον μεθυσμένο δικηγόρο δεν μπορεί να εμφυσήσει λογική στο μανιασμένο πλήθος, που απαιτεί να πληρωθεί με αίμα το αίμα των αθώων που χύθηκε. Η απόφαση είναι συλλογική. «Θάνατος στο δολοφόνο». Το πλήθος ορμά να ξεσκίσει το θύτη. Σταματά υπό τον ήχο μιας σφυρίχτρας. Ο νόμος έχει καταφθάσει. Η αστυνομία σώζει το δολοφόνο. Οξύμωρο σχήμα. Κι όπως η ταινία οδεύει προς τα τελευταία της δευτερόλεπτα, ξεκινά η κανονική δίκη. Αυτή που υπακούσει στους θεσμούς και το ορισμένο από τον άνθρωπο δίκιο. Η επισημότητα όμως του τυπικού της νομοθεσίας έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα λόγια μιας, από τις πολλές μαυροφορεμένες μάνες: «Αυτό δε θα φέρει πίσω τα παιδιά μας. Έπρεπε κι εμείς να προσέξουμε περισσότερο τα παιδιά μας».

Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Μάιο του 2008