«Μπαρμπ, γλυκιά μου… είμαστε νεκροί. Δε νομίζω ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που να μας απασχολούν πια».

[Από την ταινία «Σκαθαροζούμης» του Τιμ Μπάρτον, 1988]

Αν πάρουμε την ελευθερία να παρομοιάσουμε το έτος με μια σιδηροδρομική ταχεία, σίγουρα μπορούμε να πούμε ότι με το που φτάνει ο Δεκέμβρης, πλησιάζουμε με σταθερή ταχύτητα στον τερματικό σταθμό, όπου το τρένο θα ανεφοδιαστεί για να ξεκινήσει και πάλι το δωδεκάμηνο ταξίδι του. Αναπόφευκτα μήνας ενδοσκόπησης λοιπόν, ο δωδέκατος του χρόνου, αφού δε μπορεί κανείς να αποφύγει να προβεί σε ένα απολογισμό, να δει πόσους στόχους απ’ αυτούς που είχε με αισιοδοξία θέσει την 1η Ιανουαρίου έχει πετύχει, σε πόσους στάθηκε ο ίδιος, ή οι συνθήκες τον ανάγκασαν να σταθεί, ασυνεπής, τί κέρδισε και τί έχασε μέσα στη χρονιά που πέρασε. Η είσοδος στο σταθμό του Δεκεμβρίου μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Να γίνει με τυμπανοκρουσίες, πυροτεχνήματα και χαρούμενα ξεφωνητά του συναγμένου πλήθους. Να γίνει στα μουλωχτά, μέσα σε ένα σκοτεινό και βρώμικο σταθμό, όπου ούτε ο σταθμάρχης δε θα περιμένει για να παραλάβει το φορτίο των περασμένων μηνών. Να γίνει σαν πάντα, ήσυχα και συνηθισμένα, όπως έγινε για κάθε έναν από τους σταθμούς που πέρασε το τρένο του καθενός τους προηγούμενους μήνες και χρόνια. Με αφορμή την άφιξη του δικού μου τρένου στον τερματικό σταθμό του 2007, διάφορες απολογιστικές και μη σκέψεις με κατακλύζουν, τις οποίες θα προσπαθήσω να αποφύγω τον πειρασμό να διατυπώσω εν είδη αφορισμών. Δε μπορώ όμως να συγκρατήσω τον εαυτό μου από την απεγνωσμένη ανάγκη να διαλαλήσει ότι η ζωή είναι το πιο σουρεαλιστικό πράγμα που μου έχει συμβεί ποτέ, κάτι που μέσα στο 2007 επικυρώθηκε με κερί και βούλα, και μου άφησε μια ανεξίτηλη εντύπωση για τον κόσμο και τα πράγματα (και τις λέξεις, ναι, και τις λέξεις).

Ευλόγως τώρα θα με ρωτήσετε ποια είναι η περίφημη αυτή εντύπωση που αποκόμισα για τη ζωή και τον Άνθρωπο. Θα σας απαντήσω σε όρους artistic. Σε αντίθεση με το σινεμά, η πίστη στο ρεαλισμό είναι για την αληθινή ζωή η μεγαλύτερη απάτη. Δε μπορείς να εφαρμόσεις τις επιταγές του Actors Studio στην καθημερινότητα σου. Η εξορθολογισμένη αντίληψη για το βίο, που προκύπτει μετά το Διαφωτισμό, μέσα σε ένα διαλεκτικό πλαίσιο, και που επιβάλλεται κατά τη βιομηχανική και μετα-βιομηχανική εποχή, ως απαραίτητη συνθήκη για την πλήρωση των παραγωγικών υποχρεώσεων των ανθρώπων-εργατικών μηχανών, δημιούργησαν μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας στους ανθρώπους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν πια τη ζωή σαν κάτι που μπορεί να υπακούσει σε κανόνες και όρια, χωρίς να ξεφύγει από το πλαίσιο του «φυσιολογικού», όπως αυτό έχει καθοριστεί και επιβληθεί από την ποπ κουλτούρα και ιδίως από τη σαρωτική παντοδυναμία του εμπορικού σινεμά. Μερικά γεγονότα όμως, στις ζωές κάποιον ανθρώπων –και οπωσδήποτε όχι όλων, γιατί αν ήταν έτσι, ο μύθος της «κανονικότητας» θα είχε προ πολλού καταρρεύσει– έρχονται να χτυπήσουν ανελέητα μια σειρά από πεποιθήσεις με τις οποίες οι περισσότεροι γαλουχούμαστε απ’ τα μικράτα μας, ή επιλέγουμε να υιοθετήσουμε ως κοσμοθεωρία σε μεγαλύτερη ηλικία.

Πρώτος και καλύτερος μύθος που καταρρέει όταν η αληθινή ζωή αποφασίσει να εισβάλει την πλαστική καθημερινότητά σου, η γλυκερή ατάκα του Πάολο Κοέλο: «Όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις». Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι το σύμπαν δε θα μπορούσε να αδιαφορήσει περισσότερο για τις επιθυμίες οποιουδήποτε ανεξαιρέτως ανθρωπίνου ή άλλου όντως. Δεύτερος μύθος: «Κάθε εμπόδιο για καλό». Και αυτή η αντίληψη οφείλεται σε απαρχαιωμένες αντιλήψεις για τον κόσμο, που έχουν πεισματικά εγκατασταθεί στο συλλογικό φαντασιακό της κοινωνίας και θα χρειαστεί κάποια σαρωτική αλλαγή παραδείγματος για να επιτευχθεί οποιαδήποτε δραστική μετάβαση στη σκέψη μας. Πρόκειται για μια λανθασμένη εκτίμηση του σύμπαντος ως φυσικού συστήματος που λειτουργεί γραμμικά, που έχει μεταγραφεί στο ασυνείδητο εν πολλοίς της ανθρωπότητας, ως μια συνθήκη που αναγκάζει όλα τα φαινόμενα να είναι αλληλένδετα, και το ένα να εξαρτάται ή να απορρέει από το άλλο. Σε όρους σύγχρονης φυσική όμως, αυτό δεν ισχύει. Σε κβαντικούς όρους «κάθε εμπόδιο» μπορεί να είναι για καλό, για κακό, ή για το τίποτα απολύτως.

Ο τρίτος και φαρμακερός μύθος που μοιάζει να κυριαρχεί στο νου των περισσότερων ανθρώπων που γνωρίζω –και στο δικό μου μέχρι αρκετά πρόσφατα–  είναι ότι η υπάρχει η «θεία δίκη» που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα φροντίσει στο τέλος να τιμωρηθούν οι κακοί και να δικαιωθεί ο παθών, όποιος κι αν είναι αυτός. Μια ματιά στην παγκόσμια κατάσταση αποδεικνύει εύκολα το άτοπον του πράγματος, εκτός κι αν επιλέξει κανείς να θεωρήσει πως η «θεία δίκη» περιορίζει τις δραστηριότητές της στους καλοταϊσμένους αστούς των δυτικών κοινωνιών. Το résumé είναι πως αν πράγματι κάποιος που σας πλήγωσε ή σας αδίκησε σε κάποιο πεδίο, όπου δε μπορεί να επέμβει ο νόμος, τιμωρηθεί τελικά και χωρίς τη δική σας ανάμειξη, αυτό δεν είναι γιατί «πληρώνει» τις αμαρτίες που διέπραξε απέναντί σας, αλλά είτε γιατί κάποιος άλλος παθών έδρασε ενεργητικά, σε αντίθεση με εσάς, είτε από καθαρή σύμπτωση. Και έτσι, αφού αφορίσαμε όλη τη σύγχρονη θετική σκέψη, και απαξιώσαμε κάθε ψήγμα ελπίδας και αισιοδοξίας, τί μένει; Μένουν πολλά όμορφα πράγματα νομίζω. Το να μην πιστεύει κανείς σε υπεραισιόδοξους αστικούς μύθους δεν τον κάνει απαραιτήτως πεζό άνθρωπο, ή κάτι συναφές. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι η ζωή δε μπαίνει σε κουτάκια, ούτε ακολουθεί κανόνες και κατευθυντήριες γραμμές. Είναι ένα σύστημα δυναμικό και θεοπάλαβο, και εν τέλει, εξαιρετικά θλιβερό για όποιον το αντιλαμβάνεται σε όρους Χόλυγουντ.

Έτσι, μέσα στο βάθος της ενδοσκοπικής κατάθλιψης στο οποίο βυθίστηκα αμά τη αλλαγή του μηνός, και προσπαθώντας να βρω ένα σύστημα στο οποίο θα αισθάνομαι άνετα και οικεία, για να εντάξω τη σκέψη μου μέσα στο 2008 έτυχε να πέσει το μάτι μου σε ένα μικρό βιβλιαράκι ακουμπισμένο στη βιβλιοθήκη μου, με τον τίτλο «The Melancholy Death Of Oyster Boy & Other Stories» («Ο Μελαγχολικός Θάνατος Του Στρειδάκη»), μια ποιητική συλλογή που έχει εκδοθεί εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, και η οποία αποτελεί μια ετεροχρονισμένη εισαγωγή στο εντυπωσιακό πάντως, σύμπαν του συγγραφέα της. Οι δημιουργίες του εν λόγω κυρίου –τόσο εικαστικά, όσο και μυθοπλαστικά– έχουν σε τέτοιο βαθμό ξεφύγει από τη μικροαστική μας κοσμοθεωρία, ώστε να αποτελούν ένα ολοκληρωμένο σύμπαν, από άποψη φιλοσοφικής αντίληψης. Η απογοήτευση, ο πόνος, η προδοσία, όλα τα αρνητικά στοιχεία από τα οποία αναπόφευκτα αποτελείται η αληθινή ζωή, παρουσιάζονται στο «Μελαγχολικό Θάνατο Του Στρειδάκη», αλλά και στην πλούσια κινηματογραφική παραγωγή του συγγραφέα του, όχι σκοτεινά και αποτρόπαια, αλλά ως μέρος της ύπαρξης, γεγονότα και συναισθήματα που μπορούν να περιγραφούν με χρώματα και γοητευτικά λεκτικά σχήματα, χωρίς να χάνουν τίποτα από τη σφοδρότητα τους. Για να μην τα πολυλογούμε, και καθώς δεν υπάρχει λόγο να κατασκευάζουμε τεχνητό σασπένς, ο ποιητής περί ου ο λόγος δεν είναι άλλος από τον Τιμ Μπάρτον, έναν πολύ ιδιαίτερο δημιουργό, στα έργα του οποίου ξεχωρίζουν η σκηνοθετική άποψη, η αισθητική πληρότητα και η ιδεολογική αρτιότητα.

Ο δημιουργός ταινιών που ακροβατούν ανάμεσα στην παιδικότητα και τη φρίκη, την αθωότητα και την αμαρτία, τη ζαβολιά και την ενοχή, ο Τιμ Μπάρτον διοχέτευσε τη δική του μελαγχολία στο έργο του, σκιτσάροντας απίθανους χαρακτήρες όπως τον Ψαλιδοχέρη Έντουαρτ, τον Σκαθαροζούμη, τη Νεκρή Νύφη και τον Τζακ Σκέλινγκτον. Ομοίως και οι χαρακτήρες του από το «Μελαγχολικό Θάνατο Του Στρειδάκη» κουβαλούν ως αξεχώριστα χαρακτηριστικά τη φρίκη και την αθωότητα. Από το Αγόρι-Ρομπότ, που γεννήθηκε από τη συνεύρεση της μητέρας του με το μίξερ της κουζίνας, και το κορίτσι με τα πολλά μάτια που όταν κλαίει μουσκεύει τα πάντα, μέχρι τον άδικο χαμό του Στρειδάκη, τον οποίο καταβρόχθισε ο πατέρας του ως αφροδισιακό για να ανακτήσει τη σεξουαλική του ρώμη, και το Τοξικό-Αγόρι, που άφησε την τελευταία του πνοή όταν εκτέθηκε στον καθαρό αέρα, ολόκληρο το βιβλίο κουβαλά κάτι από την διεστραμμένη αλήθεια του σύμπαντος του Μπάρτον.

Κάπως έτσι είναι και η αληθινή ζωή. Πικρή, απρόσμενη, προδοτική, απογοητευτική, γι’ αλλού ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, σαν μια βάρκα που δεν ελέγχεις μέσα στο χείμαρρο του χρόνου που ξοδεύεται. Αυτό όμως δεν είναι λόγος για να είμαστε απαισιόδοξοι. Αντιθέτως, είναι λόγος για να εκτιμήσουμε ακόμα παραπάνω τις μικρές στιγμές ευτυχίας, που ακόμα κι αν αποδειχθούν ψεύτικες εκ των υστέρων, κάποια στιγμή υπήρξαν για μας αληθινές. Μπήκαμε στον τελευταίο μήνα του χρόνου. Στην τελική ευθεία για το 2008. Αν πρόκειται να έχουμε κέρδος από την ενδοσκόπηση που θα πραγματοποιήσουμε, ας είναι αυτό η συνειδητοποίηση του ότι όλα τα πράγματα είναι ρευστά. Και μεταβάλλονται από στιγμή σε στιγμή.

Δημοσιεύτηκε στο Movieworld.gr τον Δεκέμβριο του 2007