Τον συνέστησαν ως βιβλιομανή και βιβλιοφάγο. Μόλις πέρασα την πόρτα του σπιτιού του, η φήμη επιβεβαιώθηκε ευθύς. Η γειτονιά του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, πολύ κοντά στις γραμμές του ηλεκτρικού, είναι ήσυχη –παρ’ όλο που η γαλήνη της διακόπτεται συχνά πυκνά από τους διερχόμενους συρμούς– και αναζωογονητικά πράσινη συγκρινόμενη με το κέντρο της Αθήνας. Ο ίδιος, εξαιρετικά πρόσχαρος, μου άνοιξε την πόρτα και με έβαλε μέσα στο βιβλιοβασίλειο του. Το πρώτο πράγμα στο οποίο έπεσε το μάτι μου ήταν ένα αντίτυπο του Φύλακα Στη Σίκαλη, ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, πάνω στο τραπεζάκι· γυρνώντας πίσω δεξιά μου μια ευμεγέθης βιβλιοθήκη άγγιζε το ταβάνι.

Η επιβλητικότητα της βιβλιοθήκης προκαλεί στους μη-μυημένους στον κόσμο του βιβλίου, με εκνευριστική συχνότητα, την ερώτηση «Τα έχετε διαβάσει όλα;». «Δυό φορές το καθένα, τους απαντάω», λέει ο γνωστός συγγραφέας και χαμογελάει σκανταλιάρικα. Η συνέντευξη άρχισε με μια συμβουλή για την τεχνική των συνεντεύξεων, πάνω στο ζήτημα της ποσότητας του υλικού που ηχογραφείται. Εξαιρετικά χρήσιμη αλλά ελάχιστα αποτελεσματική, καθώς η εσοδεία μου ήταν μιάμιση τουλάχιστον κασέτα, πολύ ενδιαφέροντος, αλλά χαοτικού υλικού, γιατί η συζήτηση με το Βαγγέλη Ραπτόπουλο έγινε σύντομα πολύ πιο σαγηνευτική απ’ όσο απαιτείται για το καλό μιας στημένης συνέντευξης, με αποτέλεσμα να χαθεί και το μέτρο και η αυστηρότητα στη δομή της.

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος ξεκίνησε να γράφει στην πολύ νεαρή ηλικία των είκοσι ετών και έχει από τότε εκδώσει δεκαοχτώ βιβλία, που άπτονται διαφόρων ειδών, μυθοπλασίας ως επί το πλείστον αλλά και με συνεντεύξεις και δημοσιογραφικά κείμενα. Τροφή λοιπόν, για την έναρξη της κουβέντας μας υπήρχε, η συζήτηση όμως που ξεκίνησε για τα δικά του βιβλία, τη θεματολογία, τις συγγραφικές εμμονές και τρικ, γρήγορα απλώθηκε και επεκτάθηκε, στον κόσμο του βιβλίου εν γένει. Πώς βλέπει λοιπόν το χώρο της λογοτεχνίας ένας εκ των πολυγραφότερων μοντέρνων ελλήνων συγγραφέων; Μεγάλο ρόλο στην παρούσα λογοτεχνική πραγματικότητα παίζει η εξατομικευμένη, παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας.

Η μετάβαση από τη δεκαετία του 1960, τη γενιά της συλλογικότητας, των συνειδητοποιημένων ανθρώπων και της διεκδίκησης, σε έναν κόσμο πολύ πιο ατομικό και εγωκεντρικό, ασφαλώς επηρέασε και την λογοτεχνική έκφραση. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος βρέθηκε πάνω στη μετάβαση από τη μια γενιά στην άλλη, κι από τη μια πραγματικότητα στην άλλη. «Εμείς πέσαμε και στα δυο κάπως. Νομίζω ότι στα βιβλία μου υπάρχουν και τα δύο, είναι άλλοτε βιβλία τα οποία αφορούν παρέες ή συλλογικότητες, για παράδειγμα Οι Φίλοι, με ήρωες ανθρώπους καθημερινούς και συνηθισμένους και άλλοτε βιβλία-πορτραίτα ακραίων ηρώων όπου εξερευνάται η ατομικότητα ως εφιάλτης». Πράγματι, σε βιβλία του όπως Οι Φίλοι, Τα Διόδια, Τα Τζιτζίκια, αυτό που κυριαρχεί είναι η ομάδα, με τα προβλήματα, τη θλίψη, τις χαρούμενες στιγμές και την αλληλεξάρτηση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα μέλη της –είτε για καλό, είτε για κακό. Σε άλλα βιβλία, όπως Ο Εργένης, Η Λούλα, Ο Μαύρος Γάμος, ψυχογραφείται ένας ήρωας πολύ έξω από την καθημερινότητα, απρόβλεπτος, χολωμένος, αποκομμένος από το περιβάλλον του και στραμμένος στον εαυτό του.

Σε έναν κόσμο λοιπόν, που γίνεται ολοένα και πιο μοναχικός, στο βαθμό του ν’ αγγίζει την παράνοια, βρίσκει θέση και η τρέλα μέσα στη λογοτεχνία. Μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Τζόυς, διοχέτευσαν την δική τους ψύχωση μέσα στη λογοτεχνία τους, η ψύχωση όμως μιας ολόκληρης κοινωνίας εισχωρεί ύπουλα μέσα σε ένα βιβλίο που άπτεται των μοντέρνων θεμάτων. «Το θρίλερ», λέει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, «πάντοτε είχε καλή σχέση με την τρέλα. Γιατί η τρέλα βολεύει να παρουσιάσεις την πραγματικότητα έξω από το μέσο άνθρωπο, έξω από το τετριμμένο της καθημερινότητας». Στα βιβλία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, η τρέλα, η ψύχωση, η κατάθλιψη, η παράνοια, παραμονεύουν πίσω από τα προσωπεία των ηρώων. Η τρέλα γίνεται ένας τρόπος για να επικοινωνήσει ο συγγραφέας με ένα ευρύτερο κοινό, για να γίνουν αποδεκτές καταστάσεις που άλλως θα φάνταζαν τόσο εξωπραγματικές ώστε να αποθαρρύνουν έναν αναγνώστη που δεν αρέσκεται στη λογοτεχνία του φανταστικού. «Η τρέλα είναι η μόνη θεματολογία που κάνει το ρεαλισμό με το φανταστικό συγκοινωνούντα δοχεία», προσθέτει ο συγγραφέας.

Οι πρώτοι διδάξαντες αυτής της τεχνικής ήταν οι Αμερικανοί με τα θρίλερ, η pulp λογοτεχνία, που χρησιμοποίησε ακραίους ήρωες για να εκφράσει αυτό που δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί δραματουργικά από ήρωες καθημερινούς ανθρώπους: «Ο νευρωτικός άνθρωπος σου παρέχει, μες στην ακρότητα του, μια ευχέρεια να διαπραγματευτείς θέματα πολύ μεγαλύτερα». Στο Η Δική Μου Αμερική, ο συγγραφέας κάνει μια παρουσίαση αυτής της pulp κουλτούρας που έχει κατακυριεύσει την παγκόσμια αγορά. Για το πώς οι τεχνικές και η θεματολογία των Αμερικανών συγγραφέων έχουν εισχωρήσει και στην Ελληνική πραγματικότητα. Το θέμα που θέτουν κριτικοί και λογοτέχνες για την αξία της δημοφιλούς λογοτεχνίας και την απήχηση της σε μια μικρή γωνιά του πλανητικού χωριού όπως η Ελλάδα, το σχολιάζει στο βιβλίο του διπλωματικά: «…ανάμεσα στα σκουπίδια ενός φτωχόσπιτου όπως η Ελλάδα, βρίσκεις μόνον αποφάγια και στυμμένες λεμονόκουπες, ενώ ανάμεσα στα σκουπίδια μιας έπαυλης όπως η μητρόπολη της εποχής μας, οι Η.Π.Α., ίσως σου τύχει και κανένα ασημένιο μαχαιροπίρουνο!»[1].

Οι ιδέες αυτές φαντάζουν προκλητικές και θα σκεφτόταν κανείς τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο σαν κάποιον αρτισκληριωτικό ανθέλληνα, που μιλά αφ’ υψηλού, με έπαρση και αλαζονεία. Αντιθέτως, εντύπωση κάνει η μειλιχιότητα του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του, και η ηρεμία με την οποία διατυπώνει τις θέσεις του για τη θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη. Από τον τόνο της φωνής του πηγάζει μια εντιμότητα που σε πείθει ότι οι σκέψεις που εκφράζει είναι καλά χωνεμένες και με υπόσταση, ακόμα κι αν διαφωνείς μαζί του. Το επόμενο ερώτημα, φυσιολογικά ήταν αν είναι η ελληνική λογοτεχνία καταδικασμένη να μένει στον ίσκιο της τεράστιας βιομηχανίας των Αγγλοσαξονικών χωρών. Η Ελλάδα ως μια χώρα της περιφέρειας δεν έχει τη δύναμη να προωθήσει τα έργα της στο πλανητικό σκηνικό, είναι όμως δύσκολο και να γραφούν έργα που να ενδιαφέρουν το παγκόσμιο κοινό. Από την άλλη μεριά, υπάρχει η περίπτωση ένας άνθρωπος της περιφέρειας να δει πολύ πιο καθαρά και ακομπλεξάριστα κάτι που συμβαίνει στην μητρόπολη, όπου η εγγύτητα δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν καθαρά τα κακώς κείμενα.

Μια ενδιαφέρουσα θέση είναι ότι στην Ελλάδα σχηματίζονται τρόπον τινά δυο πόλοι, υπάρχουν συγγραφείς που απευθύνονται σε διεθνές κοινό και συγγραφείς μας, που έχουν τοπική αξία. «Ο Ελύτης, μ’ ένα τρόπο, παρά το Νόμπελ, έχει λιγότερο εύρος απ’ τον Καβάφη. Ο Καβάφης είναι πολύ πιο διεθνής ποιητής. Ο Παπαδιαμάντης έχει πολύ λιγότερο εύρος απ’ αυτό που έχει ο Καζαντζάκης, όμως ο Παπαδιαμάντης είναι πολύ μεγάλο μέγεθος για την Ελλάδα». Μπορεί η αμερικάνικη κουλτούρα να είναι κυρίαρχη, όμως το μέγεθος ενός καλλιτέχνη δεν αποτιμάται μοναχά από το πόσα κομμάτια (βιβλία, δίσκους, κ.λπ.) θα πουλήσει παγκοσμίως. «Εδώ υπήρξανε γενιές και γενιές που μεγαλώνανε με τα τραγούδια του Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη, που μπορεί να μην τ’ ακούσουν ποτέ οι ξένοι. Ο Βαμβακάρης μπορεί να είναι και καλύτερος απ’ τους μπλουζίστες τους μαύρους. Επειδή δεν έχουμε μια παντοδύναμη κουλτούρα σαν την αμερικάνικη να το διασπείρει σε όλο τον πλανήτη, κι έπαιξε ρόλο μόνο για τα δέκα εκατομμύρια των ελλήνων, δεν σημαίνει ότι είναι ανύπαρκτος ή ασήμαντος ή βλάκας ή νάνος».

Τα αριθμητικά μεγέθη μπορεί να μετρούν την πρόσκαιρη επιτυχία, αλλά δεν εξασφαλίζουν την υστεροφημία του συγγραφέα. Λαϊκοί συγγραφείς, όπως ο Κρόνιν, με τρομακτική επιτυχία, ανάλογη του σημερινού Κώδικα Ντα Βίντσι, ύστερα από μια δεκαετία έχουν εξαφανιστεί και τα ονόματα τους δεν λένε τίποτα στο μοντέρνο κοινό. «Τι είναι πιο βαρύνουσας σημασίας; Ο Κρόνιν, ή ο Παπαδιαμάντης;», λέει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος. Μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα, όντας σε μεγάλο βαθμό αναγκασμένη να ανακυκλώνει τα λογοτεχνικά της μεγέθη, τα διατηρεί στο διηνεκές, εκεί που τα διεθνή ξεπερνιούνται και αντικαθίστανται από κάτι νέο. Συχνά η τέχνη των ελλήνων είναι αυτοαναφορική και προς ιδίαν κατανάλωση, αλλά ένας μεγάλος συγγραφέας δεν κρίνεται από την διεθνή απήχηση που επιτυγχάνει ή όχι.

Η συζήτηση πάνω σε τέτοια γενικά και φιλολογικού ενδιαφέροντος ζητήματα είχε ήδη ξεπεράσει τον προσδοκώμενο χρόνο όταν αποφάσισα ότι ήταν καιρός να κλείσω το μαγνητόφωνο. Φυσικά δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να ρίξω μια ματιά στην ονειρεμένη βιβλιοθήκη του Βαγγέλη Ραπτόπουλου που απαρτίζεται από κλασσικά έργα ελλήνων και ξένων λογοτεχνών, αλλά και βιβλία πρόσφατα, μόλις διαβασμένα ή προς ανάγνωση. Δύσκολα θα χαρακτήριζε κανείς την συνέντευξη αυτή τυπική, καθώς συνεντευξιαζόμενος και συνεντευξιάζουσα αμφότεροι, παρασύρθηκαν από μια κουβέντα εξαιρετικής ποικιλίας, μεγάλου εύρους και ελάχιστης στόχευσης. Ο κόσμος του βιβλίου είναι τόσο αχανής που θα μπορούσαμε να μιλάμε ακόμα ώρες πολλές. Για να αποφύγω τον πειρασμό, αποχαιρέτισα ευγενικά και βγήκα στην ζεστή λιακάδα του μεσημεριού.

Δημοσιεύτηκε στο Lapsus Linguae τον Νοέμβριο του 2006


[1] Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Η Δική Μου Αμερική, Αθήνα: Κέδρος, 2004, σσ. 274-275