Η «Νύχτα των Κρυστάλλων», η οποία ήταν κατά πολλούς η απαρχή του Ολοκαυτώματος, ξεκίνησε με άλλοθι τη δολοφονία του γραμματέα της Γερμανικής Πρεσβείας στο Παρίσι, Ερνστ Φον Ρατ, και εξελίχθηκε το βράδυ της 9ης προς την 10η Νοεμβρίου του 1938. Τα επίσημα κρατικά μέσα και τα όργανα του Ναζιστικού κόμματος υποκίνησαν το πογκρόμ που είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν περιουσίες και χώροι λατρείας που ανήκαν σε Εβραίους σε ολόκληρη την Γερμανία και την Αυστρία. Άγνωστος παραμένει ακόμα ο αριθμός των ατόμων που βρήκαν το θάνατο όσο κράτησε η αναταραχή. Η νύχτα πήρε το όνομα της από τα κομματιασμένα γυαλιά που βρίσκονταν παντού στους δρόμους από τις σπασμένες βιτρίνες των εμπορικών καταστημάτων.
Τί συμβαίνει στην Αθήνα; Τί έχει συμβεί σ’ αυτή τη χώρα; Διαβάζω στο newstoday.gr: «Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από τους 13 αλλοδαπούς που έχουν καταγραφεί ως τραυματίες, αρκετοί άλλοι έχουν τραυματιστεί ή προπηλακιστεί, ενώ παράλληλα έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα φόβου» (Εάλω η πόλη, 12.05.2011). Δεν μπορώ να μην δω το προφανές. Έχουμε κάνει μεταβολή και κατευθυνόμαστε προς άλλες εποχές, που θα θέλαμε να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, όμως να τες εδώ, με όλη την αγριότητα που κουβαλάει η ιστορία τους να μας δείχνουν τα δόντια. Δεν θα είχα φανταστεί ποτέ ότι μέσα στην δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα η άσφαλτος της Αθήνας θα διψούσε για αίμα. Ότι άνθρωποι θα σφάζονταν για κανέναν λόγο στο δρόμο, ότι άνθρωποι θα εκτελούνταν από τις αρχές που συνταγματικά υπάρχουν για να μας προστατεύουν. Και κυρίως δεν θα είχα φανταστεί ποτέ ότι η αντίδραση σε αυτά τα επαίσχυντα περιστατικά θα ήταν περισσότερη βία, περισσότερο αίμα, περισσότερη απελπισία. Μιλάω με γνωστούς μου, συγγενείς και φίλους∙ οι αντιδράσεις τους καλύπτουν όλο το φάσμα των αντιδράσεων που μπορεί κανείς να φανταστεί. Η ψυχραιμία έχει εγκαταλείψει το καράβι∙ κοντεύει να θεσμοθετηθεί ο νόμος της ζούγκλας. Ρώτησα εχθές κάποιον στο τηλέφωνο: «Γιατί δεν μπορείς απλά να πεις ότι δυο καθάρματα άνθρωποι δολοφόνησαν έναν άνθρωπο; Γιατί πρέπει να πεις δυο αλλοδαποί σκότωσαν έναν Έλληνα;». Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβεις ότι αμέσως μόλις διατυπώσεις έτσι την πρόταση ξεκινάς πογκρόμ, ξεκινάς εκκαθαρίσεις, πιάνεις το γαϊτανάκι της τυφλής βίας: όταν ανοίξει αυτός ο κύκλος δεν κάνει διακρίσεις, παίρνει παραμάζωμα ό,τι βρει μπροστά του. Διάβασα στην Καθημερινή πως «η σφαγή του Έλληνα οικογενειάρχη Μανώλη Καντάρη στο κέντρο των Αθηνών από τρεις άγνωστους ληστές δεν είναι ένα απλό αστυνομικό συμβάν. […] Είναι πολιτισμικά σημαντική γιατί δείχνει σε ποιο βαθμό η εισαγόμενη εγκληματικότητα έχει «αναβαθμίσει» σε αγριότητα την πάντα υπάρχουσα γηγενή, καθώς, εδώ στις συνοικίες μας, συνωστίζονται άνθρωποι ξένοι για τους οποίους –λόγω των καταβολών και των αιματηρών εμπειριών στις πατρίδες τους– η ανθρώπινη ζωή δεν έχει αξία» (Μιχάλης Ν. Κατσίγερας, Εκτός πολιτεύματος 11.05.2011).
Πέραν του ότι η πολιτισμική ανάλυση του Κατσίγερα είναι μια αστήρικτη γενίκευση (καταρχάς εντελώς αντικειμενικά δεδομένου ότι δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία σχετικά με την καταγωγή των δραστών), είναι και εντελώς επικίνδυνη. Τραβάει τόσο βίαια τη γραμμή ανάμεσα σε «εμάς» και τους «άλλους» που το αποτέλεσμα μόνο τραγικό μπορεί να είναι. Πρόκειται απλά και ουσιαστικά για μια ρητορική φιοριτούρα που μας χαϊδεύει τ’ αυτιά, ναρκώνει το σοκ και τον πόνο για ένα ειδεχθές έγκλημα του ποινικού, και καταλαγιάζει τη ναυτία που προκαλεί η στυγερότητα της δολοφονίας αποδίδοντας της ιδεολογικό χρώμα. Μεταφράζεται ως εξής: «Είναι κάτι το ξένο, κάτι το «άλλο» η βία αυτή, από αλλού εκπορεύεται και δεν μας αφορά παρά μόνο ως απειλή». Την απειλή μπορείς να την αντιμετωπίσεις, να οπλιστείς απέναντί της. Την πραγματικότητα δύσκολα. Μια ημέρα ύστερα απ’ αυτό το φριχτό περιστατικό, στο κέντρο της Αθήνας, τρεις ή πέντε –ή δεν ξέρω πόσοι και αρνούμαι να δω τα σχετικά βίντεο– Έλληνες, χωρίς σκοτεινές καταβολές και αιματηρές εμπειρίες, χτυπούσαν στο κεφάλι έναν άνθρωπο πεσμένο στο χώμα με γκλομπ και ασπίδες∙ χτυπούσαν για να σκοτώσουν, και ίσως τα κατάφεραν. Τους προκάλεσαν; Εκτελούσαν εντολές; Ήταν ψυχικά διαταραγμένοι; Δεν με αφορά. Ξέρω ότι γι’ αυτή την ανίερη «εξίσωση» μπορεί να πυροβοληθώ. Όμως για να ξεκαθαρίσω τα πράγματα –γιατί αυτή την εποχή διαβάζουμε τα πάντα με θολωμένο μυαλό και βγάζουμε συμπεράσματα που δεν προκύπτουν απ’ τα στοιχεία– αυτό που λέω είναι ότι θεωρώ ταυτόσημο το έγκλημα στην 3η Σεπτεμβρίου και το έγκλημα που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της πορείας την Τετάρτη. Κι αυτό γιατί δεν μπορώ να δω, γιατί αρνούμαι να δω εθνικότητα και χρώμα στο έγκλημα. Σκέφτομαι διαρκώς: αυτοί οι άνθρωποι –όλοι αυτοί οι άνθρωποι– πώς γύρισαν σπίτι τους το βράδυ; Πώς επέστρεψαν στις γυναίκες, στα παιδιά, στις οικογένειές τους εκείνο το βράδυ. Έφαγαν φαγητό; Είδαν τηλεόραση; Κοιμήθηκαν; Κοιμούνται; Πώς μπορείς να κοιμάσαι όταν έχεις τα χέρια σου βαμμένα με αίμα, και μάλιστα αίμα ανυπεράσπιστου κι αθώου ανθρώπου; Συνέχεια →