Από μικρό παιδί τρέφω έναν παθολογικό φόβο για το τέλος. Η προοπτική του οριστικού με παραλύει και μ’ αφήνει εντελώς αμήχανη. Ούτε με τις αλλαγές τα πάω πολύ καλά. Τις τρέμω. Δεν μπορώ σχεδόν τίποτα να κάνω αυθόρμητα, χωρίς επίμονη σκέψη και προσεκτικό σχεδιασμό. Αδυνατώ. Και δεν μπορώ επ’ ουδενί ν’ αντεπεξέλθω στις αιφνίδιες μεταβολές. Είμαι παντελώς ανίκανη. Γι’ αυτό το λόγο προσέχω πολύ τα λόγια μου. Δεν ξεστομίζω ποτέ τίποτα που δεν νιώθω εκατό τοις εκατό σίγουρη ότι θα είμαι σε θέση να τηρήσω όχι μόνο στο παρόν αλλά και στο μέλλον, και αισθάνομαι ότι ο λόγος μου με δένει ακόμα κι αν όλοι οι άλλοι γύρω μου έχουν ξεχάσει τί  υποσχέθηκα και σε ποιον. Πολύ συχνά φτάνω στο άκρο του να μην λέω σε κάποιον αυτό που νιώθω από φόβο ότι δεν θα το νιώθω αργότερα. Βρίσκομαι υπό το κράτος μιας διαρκούς αυτολογοκρισίας που μου έχει τελικά κοστίσει. Κατά πάσα πιθανότητα όλο αυτό είναι η συμπτωματολογία μιας εκτεταμένης νεύρωσης που θέλει καμιά δεκαριά χρόνια ψυχανάλυση για να λυθεί. Όσο κι αν ψάχνω την «πρωταρχική σκηνή» που θα μου δείξει -τουλάχιστον- το γιατί ο χαρακτήρας μου διαμορφώθηκε έτσι, δεν καταφέρω να ποτέ να βρω κάποιο στοιχείο. Απλά φοβόμουν το τέλος ανέκαθεν. Για μένα κάθε είδους τέλος είναι ένας θάνατος, και ως θάνατο το αντιμετωπίζω. Ακόμα και πράγματα μικρά, καθημερινά. Όταν φερ’ ειπείν παρακολουθώ για καιρό μια τηλεοπτική σειρά, και ύστερα  αυτή τελειώσει, νιώθω ότι έχω χάσει δικούς μου ανθρώπους, φίλους, όλους αυτούς τους χαρακτήρες με τους οποίους δέθηκα και τους οποίους δεν θα ξαναδώ σε νέες περιπέτειες. Χαζομάρα, το ξέρω. Το ξεπερνάω σε κάνα μισάωρο, αλλά για μένα εκείνη τη στιγμή του τέλους το τέλος είναι οριστικό, και άρα αβάσταχτο.

Συνέχεια