W. H. Auden, 1939

Μετάφραση απ’ τ’ Αγγλικά: Εβίτα Λύκου

Τα Μπλουζ της Προσφυγιάς

Πες πως η πόλη κουβαλά δέκα εκατομμύρια ψυχές,
Κάποιοι που ζουν σ’ αρχοντικά, κάποιοι που ζουν σε τρύπες:
Μα δεν υπάρχει χώρος για μας, αγαπημένη μου, δεν υπάρχει χώρος για μας.

Κάποτε είχαμε μια πατρίδα που τήνε βλέπαμε όμορφη,
Τον χάρτη αν θέλεις άνοιξε και θα τη βρεις εκεί:
Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε πια, αγαπημένη μου, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε.

Στον αυλόγυρο της εκκλησιάς ένα πεύκο φυτρώνει παλιό,
Και κάθε άνοιξη απ’ την αρχή ανθίζει:
Τα ληγμένα διαβατήρια δεν ξανανθίζουν, αγαπημένη μου, τα ληγμένα διαβατήρια δεν ξανανθίζουν.

Ο πρόξενος χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και είπε,
«Χωρίς διαβατήριο είστε επισήμως νεκροί»:
Μα είμαστε ακόμα ζωντανοί, αγαπημένη μου, είμαστε ακόμα ζωντανοί.

Πήγα σε μια επιτροπή, μου πρόσφεραν κάθισμα•
Μου ζήτησαν ευγενικά να επιστρέψω την επόμενη χρονιά:
Αλλά πού θα πάμε σήμερα, αγαπημένη μου, πού θα πάμε σήμερα;

Ήρθα σε μια δημόσια συνέλευση• ο ομιλητής σηκώθηκε και είπε•
«Αν τους αφήσουμε να ‘ρθουν, θα κλέψουν το ψωμί μας»:
Μιλούσε για σένα και για μένα, αγαπημένη μου, μιλούσε για σένα και για μένα.

Νόμισα πως άκουσα τον κεραυνό να βροντά στον ουρανό•
Ήταν ο Χίτλερ πάνω απ’ την Ευρώπη που έλεγε «Πρέπει να πεθάνουν»:
Έλεγε για μας, αγαπημένη μου, έλεγε για μας.

Είδα ένα σκυλάκι με παλτό, πιασμένο με παραμάνα,
Είδα μια πόρτα ν’ ανοίγει για να περάσει η γάτα.
Γιατί δεν ήταν Γερμανοί Εβραίοι, αγαπημένη μου, γιατί δεν ήταν Γερμανοί Εβραίοι.

Κατέβηκα στο λιμάνι και στάθηκα στην προκυμαία,
Είδα τα ψάρια να κολυμπούν λες κι ήταν λεύτερα:
Τρία μέτρα μόνο μακριά, αγαπημένη μου, τρία μέτρα μόνο μακριά.

Περπάτησα σ’ ένα δάσος, είδα τα πουλιά στα δέντρα•
Δεν είχαν πολιτικούς και τραγουδούσαν όπως ήθελαν:
Δεν ήταν το ανθρώπινο γένος, αγαπημένη μου, δεν ήταν το ανθρώπινο γένος.

Είδα στ’ όνειρό μου ένα κτίριο με χίλια πατώματα,
Χίλια παράθυρα και χίλιες πόρτες:
Καμία τους δεν ήταν δικιά μας, αγαπημένη μου, καμία τους δεν ήταν δικιά μας.

Στάθηκα σ’ ένα μεγάλο κάμπο με το χιόνι να πέφτει•
Δέκα χιλιάδες στρατιώτες προέλαυναν πάνω και κάτω:
Έψαχναν για σένα και για μένα, αγαπημένη μου, έψαχναν για σένα και για μένα.

Refugee Blues 

Say this city has ten million souls,
Some are living in mansions, some are living in holes:
Yet there’s no place for us, my dear, yet there’s no place for us.

Once we had a country and we thought it fair,
Look in the atlas and you’ll find it there:
We cannot go there now, my dear, we cannot go there now.

In the village churchyard there grows an old yew,
Every spring it blossoms anew:
Old passports can’t do that, my dear, old passports can’t do that.

The consul banged the table and said,
«If you’ve got no passport you’re officially dead»:
But we are still alive, my dear, but we are still alive.

Went to a committee; they offered me a chair;
Asked me politely to return next year:
But where shall we go to-day, my dear, but where shall we go to-day?

Came to a public meeting; the speaker got up and said;
«If we let them in, they will steal our daily bread»:
He was talking of you and me, my dear, he was talking of you and me.

Thought I heard the thunder rumbling in the sky;
It was Hitler over Europe, saying, «They must die»:
O we were in his mind, my dear, O we were in his mind.

Saw a poodle in a jacket fastened with a pin,
Saw a door opened and a cat let in:
But they weren’t German Jews, my dear, but they weren’t German Jews.

Went down the harbour and stood upon the quay,
Saw the fish swimming as if they were free:
Only ten feet away, my dear, only ten feet away.

Walked through a wood, saw the birds in the trees;
They had no politicians and sang at their ease:
They weren’t the human race, my dear, they weren’t the human race.

Dreamed I saw a building with a thousand floors,
A thousand windows and a thousand doors:
Not one of them was ours, my dear, not one of them was ours.

Stood on a great plain in the falling snow;
Ten thousand soldiers marched to and fro:
Looking for you and me, my dear, looking for you and me.