Στην εποχή μου ακόμα τα παραμύθια ήταν άγρια, μελαγχολικά, με όλες αυτές τις ιδιότητες φοβερής έκπληξης και θλίψης που αναλύει ο Μπετελχάιμ, και τείνουν να εξαφανιστούν στις μέρες μας από τα παιδικά αναγνώσματα. Τότε ακόμα κάτι κρατούσαν. Μερικά ήταν αληθινά αβάσταχτα, γέμιζαν μια παιδική καρδιά με λύπη πελώρια και καμιά φορά τρόμο, αλλά μάλλον αποτελούσαν χρήσιμα μαθήματα για το μέλλον. Πριν από λίγο μια περαστική ανάρτηση στο FB μου θύμισε ένα απ’ αυτά τα καθόλου αγαπημένα μου παραμύθια, την ιστορία της Μικρής Γοργόνας του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, που στο δικό μου εικονογραφημένο βιβλίο από τις εκδόσεις Χρυσή Πένα –χωρίς ημερομηνία– είχε αποδοθεί ως «Η Μικρή Νεράιδα». Παραδόξως αυτό το παιδικό βιβλίο, μαζί με ελάχιστα άλλα, το διέσωσα όταν εκπαραθυρώθηκα από το πατρικό μου σπίτι, και έτυχε να βρίσκεται εδώ δίπλα μου, στη βιβλιοθήκη μου, λίγο ταλαιπωρημένο, με τις σελίδες του πού και πού μουτζουρωμένες και να κρέμονται από το σχοινένιο τους δέσιμο, αλλά ολόκληρο και ευανάγνωστο.

Το διάβασα για να δω αν θα μου προκαλέσει την ίδια θλίψη που είχα στην ανάμνησή του, εκείνη τη θλίψη που με έκανε να το κλείνω χωρίς σχεδόν ποτέ να καταφέρνω να διαβάσω το τέλος. Η ίδια ήταν. Η μικρή νεράιδα που μεγάλωσε στο βυθό της θάλασσας, αγαπημένη από τον βασιλιά πατέρα της, τη γιαγιά και τις πέντε βασιλοπούλες αδερφές, και που ήταν πάντα λίγο περίεργη, λίγο απόμακρη, μέχρι που συνάντησε το πριγκιπόπουλο που έμελλε να διασώσει απ’ το ναυάγιο· που του κράτησε το κεφάλι έξω από το νερό για να μην πνιγεί· που μαλακά το απόθεσε σε μια ασφαλή παραλία, «τον φίλησε στο μέτωπο και ευχήθηκε να ζήσει». Και μετά άρχισε το μαρτύριο. Το να μην μπορεί να ξεχάσει τον πρίγκιπα, τον τόσο αλλιώτικο και τόσο μακριά απ’ τη δική της ζωή και πραγματικότητα, τον ξένο κόσμο της. Όπως σε όλα τα παραμύθια το πράγμα, σαφώς, δεν έμεινε εδώ. Η μικρή νεράιδα κουβέντιασε με τη γιαγιά της, και έμαθε πως ενώ οι νεράιδες ζουν για τριακόσια χρόνια κι ύστερα γίνονται αφρός στη θάλασσα, οι άνθρωποι ζουν πολύ λιγότερο, μα έχουν αθάνατη ψυχή που «ανεβαίνει στα ουράνια όπου κατοικεί αιώνια». Και ζήτησε κι εκείνη ν’ αποκτήσει αθάνατη ψυχή. «Δε γίνεται, παιδί μου. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος, αλλά δεν είναι εύκολος». Θέλησε να τον μάθει. «Μόνο αν σ’ αγαπήσει ένας άνθρωπος, περισσότερο από τον πατέρα του και τη μητέρα του και σου υποσχεθεί να σου μείνει πιστός στην αιωνιότητα. Τότε η ψυχή του θα ποτίσει και το κορμί σου και θα μοιραστείς την ευτυχία με τους ανθρώπους. Αλλ’ αυτά δεν γίνονται». Γίνονται, θα σκέφτηκε η μικρή νεράιδα.

Και μάνι-μάνι βρέθηκε στο κατώφλι της κακιάς μάγισσας της θάλασσας, γυρεύοντας έναν τρόπο να ξεφορτωθεί την ψαρίσια ουρά της και να διεκδικήσει έτσι το μερτικό της στην ευτυχία, που το παραμύθι ονομάζει «αθανασία», αλλά εμείς ξέρουμε καλύτερα. Η μάγισσα της έδωσε το μαγικό της φίλτρο που θα μετέτρεπε την ουρά της σε πόδια ανθρώπινα, προειδοποιώντας την πως όταν το πιεί, «την ώρα που η ουρά σου θα χωριστεί στα δυο εκείνα μέλη του σώματος που οι άνθρωποι τα λένε πόδια, θα αισθανθείς δυνατό, όσο ποτέ, πόνο, λες και θα σε κόβει κάποιος με σπαθί» και πως «σε κάθε βήμα που θα κάνεις θα αισθάνεσαι πόνο σα να περπατάς πάνω σε λεπίδα σπαθιού. Μπορείς να υποφέρεις τόσο πόνο; Αποφάσισε». «Ναι. Το θέλω», είπε η μικρή νεράιδα. Και από πάνω πλήρωσε τη μάγισσα με την υπέροχη φωνή της, καταδικασμένη να μείνει βουβή και πονεμένη, διατεθειμένη, τέλος πάντων, για κάθε τίμημα, και για το ρίσκο ακόμα: «Να θυμάσαι επίσης, ότι αν γίνεις άνθρωπος, δεν μπορείς να ξαναγίνεις νεράιδα. Θα αποχωριστείς για πάντα τις αδερφές σου και την οικογένειά σου και δε θα ξαναγυρίσεις στο σπίτι σου, κάτω στο βυθό. Και αν δεν κερδίσεις την καρδιά του πρίγκιπα, δεν θα κερδίσεις και την αθάνατη ψυχή. Κι αν παντρευτεί μια άλλη, η καρδιά σου θα ραγίσει και θα γίνεις αφρός στα κύματα». «Και πάλι, το θέλω», είπε η μικρή νεράιδα. Και το πήρε.

Βγαίνοντας στη στεριά όλα έγιναν όπως τα είπε η μάγισσα. Και οι φρικτοί πόνοι προηγούνταν και έπονταν κάθε βήματος. Και η όμορφη φωνή της χάθηκε για πάντα. Κι εκείνη το άντεξε. Και βρέθηκε με τον πρίγκιπα, και κάνανε βόλτες, και ίσως της κρατούσε το χέρι στο δρόμο, δε μας το λέει ο παραμυθάς.

«Δε ν’ αγαπάς περισσότερο απ’ τους άλλους;», τον ρωτούσαν συχνά τα μάτια της.

«Ναι», απαντούσε ο πρίγκιπας, παίρνοντάς την τρυφερά στην αγκαλιά του. «Σ’ αγαπώ περισσότερο από κάθε άλλον, γιατί είσαι καλή και ξέρω ότι μ’ αγαπάς. Σ’ αγαπώ γιατί μοιάζεις μ’ ένα κορίτσι που το είδα μια φορά και μπορεί να μην το ξαναδώ. Ήμουνα σ’ ένα καράβι που ναυάγησε με μια ξαφνική καταιγίδα, και, καθώς τα κύματα με ρίξανε στην ακρογιαλιά, κοντά σε μια εκκλησία, ένα κορίτσι με βρήκε και μου έσωσε τη ζωή. Το είδα  μια φορά και για λίγο, αλλ’ είναι το μόνο, σ’ όλο τον κόσμο, που θα το έκανα γυναίκα μου. Καθώς όμως αυτό είναι αδύνατο, η καλή μου τύχη μού έστειλε εσένα και δε θα χωρίσουμε ποτέ».

Αλλοίμονο, η μικρή νεράιδα δεν είχε φωνή για να του πει ότι εκείνη ήταν το κορίτσι που τον έσωσε απ’ τα κύματα. Κι αν με ρωτάτε, δεν είχε και κανένα νόημα, αφού ο ίδιος δεν το καταλάβαινε μοναχός του. Και κάπως έτσι πρέπει να περνούσαν οι μέρες τους, μέχρι που οι γονείς του πρίγκιπα στήσανε ένα βασιλικό συνοικέσιο για το γιό τους. «Οι γονείς μου θέλανε να δω την όμορφη πριγκίπισσα, αλλά δεν με υποχρεώνουν και να την πάρω. Αν δεν συναντήσω το κορίτσι της εκκλησίας, τότε θα σε παντρευτώ, γιατί του μοιάζεις πολύ». Μαντέψτε. Το κορίτσι της εκκλησίας θεώρησε πως συνάντησε ο πρίγκιπας. Πάντα βοηθάει αν το «κορίτσι της εκκλησίας» είναι βασιλοπούλα όμορου βασιλείου, και σ’ αυτή την περίπτωση οι βουβές νεράιδες με τα πονεμένα πόδια δεν έχουν ποτέ καμία ελπίδα. «Πρέπει να χαρείς για την ευτυχία μου, γιατί μ’ αγαπάς περισσότερο απ’ τον καθένα», γύρισε να της πει. Κι εκείνη «φίλησε το χέρι του, αλλά της φάνηκε πως η καρδιά της θα σταματούσε». Και χόρεψε στο γάμο του, κι «ο πόνος των ποδιών της ήταν ελάχιστος σε σύγκριση με κείνον που αισθανόταν στην καρδιά της».

Σε άλλες εκδόσεις συνήθως κάπου εδώ τελειώνει το παραμύθι. Στη δική μου συνέχιζε μέσα στη νύχτα εκείνη του βασιλικού γάμου: «Ήταν η στερνή φορά που θα ‘βλεπε τον άνθρωπο, για χάρη του οποίου παράτησε το σπίτι της και την οικογένειά της, έχασε τη γλυκιά της φωνή και υπέφερε καθημερινά την πιο μεγάλη αγωνία. Απόψε θα ενέπνεε για τελευταία φορά, τον ίδιο αέρα με κείνον και θα ‘βλεπε τη θάλασσα να τη φωτίζει το φεγγάρι, και τον ουρανό με τ’ άστρα ψηλά. Ήταν το τελευταίο βράδυ της ζωής της και μετά την περίμενε μια αιώνια νύχτα». Αυτά σκεφτόταν η μικρή νεράιδα, όταν απ’ το παραπέτο του καραβιού όπου γινόταν η γιορτή είδε τις αδερφές τις, που είχαν φτάσει με νέα βοήθεια από τη μάγισσα, ένα μαχαίρι κοφτερό, που αν η μικρή νεράιδα διάλεγε να βυθίσει στην καρδιά του πρίγκιπα θα κέρδιζε πίσω την ουρά της και τα τρακόσια χρόνια ανέμελης ζωής στα βάθη της θάλασσας. Πήρε το μαχαίρι στα χέρια της. Πήγε ως εκεί που κοιμόταν ο πρίγκιπας. «Έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο. Πέταξε το έπειτα το μαχαίρι στη θάλασσα και, με μάτια που έσβηναν, κοίταξε για τελευταία φορά την αγαπημένη μορφή του πρίγκιπα, προτού γυρίσει και πέσει στη θάλασσα» και η ίδια.

Σε αυτή την εκδοχή του παραμυθιού, η μικρή νεράιδα δε γίνεται αφρός και δε σβήνει στη θάλασσα. Πριν προλάβει να χαθεί για πάντα έρχονται οι κόρες του ανέμου, την παίρνουν μαζί τους και της προτείνουν μια συμφωνία, να ζήσει τρακόσια χρόνια κάνοντας το καλό, δίνοντας ανιδιοτελώς χαρά και ευτυχία στους ανθρώπους, για να αποκτήσει μετά αθάνατη ψυχή και να γλιστρήσει στο βασίλειο των ουρανών. Αυτό το τέλος με έκανε πάντα πιο δυστυχισμένη από όλο το υπόλοιπο παραμύθι. Αν με ρωτάτε, καλύτερα θα ήταν όλα να τελείωναν εκείνο το πρωινό. Αλλά ποτέ κανείς δε με ρωτάει.

Υ.Γ. Ξέρω ότι έγραψα ολόκληρο κατεβατό για να καταλήξω πρακτικά ότι η νεράιδα ήταν κορόιδο κι ο πρίγκιπας μαλάκας, όμως έπρεπε να το τεκμηριώσω, αλλιώς θα μπορούσε κανείς να πει πως είμαι προκατειλημμένη, κι αυτό δε το θέλουμε.