Έπεσα πάνω σ’ αυτό το κείμενο στο New Yorker προχθές, και μου τράβηξε την προσοχή. Βρήκα την αφήγηση πολύ ειλικρινή, και πολύ ουσιαστική και αρκετά σημαντική. Ο ποιητής Donald Hall έχει γράψει κι άλλα κείμενα για την άκαιρα χαμένη σύζυγό του, επίσης ποιήτρια Jane Kenyon και τη ζωή τους -αυτή που έζησαν κι αυτή που δεν έζησαν. Έχει γράψει και αρκετά ποιήματα για ‘κείνη. Κάποτε η συμβίωσή τους, ένα κομμάτι της, το ωραίο κομμάτι, πριν το θάνατο, καταγράφηκε σε ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής εκπομπής Bill Moyers Journal. Δεν ξέρω να σας πω γιατί το μετέφρασα, αλήθεια, αν και μια εξήγηση είναι ότι εκείνη την ώρα δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Νομίζω όμως ότι άξιζε τον κόπο να υπάρχει στα Ελληνικά.
Διπλή Μοναχικότητα
Στα ογδόντα επτά μου είμαι μοναχικός. Ζω μόνος σε έναν όροφο του αγροτόσπιτου του 1803, που ανήκει στην οικογένειά μου από την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου. Αφού πέθανε ο παππού μου, η γιαγιά μου η Κέιτ έζησε εδώ μόνη. Οι τρεις κόρες της την επισκέπτονταν. Το 1975 η Κέιτ πέθανε, σε ηλικία ενενήντα επτά χρόνων, και το παρέλαβα εγώ. Περίπου σαράντα χρόνια αργότερα περνάω τις μέρες μου μόνος σε μια απ’ τις δυο μου καρέκλες. Από μια παραγεμισμένη μπλε καρέκλα στο σαλόνι κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο τον άβαφτο παλιό αχυρώνα, χρυσαφένιο και άδειο από τις αγελάδες του και τον Ράιλι, το άλογο. Κοιτάζω μια τουλίπα. Κοιτάζω το χιόνι. Στην καρέκλα μου στο σαλόνι γράφω αυτές τις παραγράφους και υπαγορεύω γράμματα. Βλέπω επίσης τις ειδήσεις στην τηλεόραση, συχνά χωρίς ν’ ακούω και αναπαύομαι στην μεγάλη παρηγοριά της απομόνωσης. Κάποιοι θέλουν να με επισκεφθούν, αλλά συνήθως αρνούμαι, διαφυλάσσοντας την διαρκή ηρεμία μου. Η Λίντα έρχεται δυο φορές την εβδομάδα. Οι δυο καλύτεροί μου φίλοι από το Νιού Χαμπσάιρ, που ζουν στο Μέιν και στο Μανχάταν, σπάνια περνούν από ‘δω. Μερικές ώρες τη βδομάδα η Καρολάιν κάνει την μπουγάδα μου, και μού μετράει τα χάπια, και με συμμαζεύει. Περιμένω με κάποια λαχτάρα τον ερχομό της και νιώθω ανακούφιση όταν φεύγει. Μια στο τόσο, ειδικά τις νύχτες, η μοναχικότητα χάνει αυτή την ήρεμη δύναμη και παίρνει το πάνω χέρι η μοναξιά. Είμαι ευγνώμων όταν η μοναχικότητα επιστρέφει.
Γεννημένος το 1928, ήμουν μοναχοπαίδι. Κατά τη διάρκεια της Παγκόσμιας Οικονομικής Ύφεσης υπήρχαν ένα σωρό σαν κι εμένα, και το Δημοτικό Σχολείο του Σπρινγκ Γκλεν είχε οκτώ τάξεις παιδιών χωρίς αδέλφια. Από καιρό σε καιρό έκανα φίλους στην παιδική μου ηλικία, αλλά οι φιλίες αυτές ποτέ δεν κρατούσαν. Στον Τσάρλι Άξελ άρεσε να φτιάχνει μοντέλα αεροπλάνων από ξύλο μπάλσα και πανί. Το ίδιο κι εμένα, αλλά ήμουν αδέξιος κι έσταζα τσιμέντο στο χαρτί για τα φτερά τους. Τα δικά του μοντέλα πετούσαν. Αργότερα ξεκίνησα συλλογή από γραμματόσημα, το ίδιο και ο Φρανκ Μπένεντικτ. Βαρέθηκα τα γραμματόσημα. Στην εβδόμη και στην ογδόη υπήρχαν τα κορίτσια. Θυμάμαι να είμαι ξαπλωμένος με την Μπάρμπαρα Πόουπ στο κρεβάτι της, εντελώς ντυμένοι και χώρια, ενώ η μητέρα της μας κοιτούσε αγχωμένη. Τις πιο πολλές φορές ήθελα να μένω μόνος μετά το σχολείο, καθισμένος στο σκιερό σαλόνι. Η μητέρα μου πήγαινε για ψώνια ή έπαιζε μπριτζ με τις φίλες της. Ο πατέρας μου έκανε λογαριασμούς στο γραφείο του· εγώ ονειροπολούσα.
Το καλοκαίρι άφησα το προάστιο του Κονέκτικατ, όπου έμενα, για να βοηθήσω τον παππού μου στο θερισμό σ’ αυτήν εδώ τη φάρμα στο Νιού Χαμπσάιρ. Τον παρακολουθούσα πρωί και βράδυ να αρμέγει επτά αγελάδες Χόλσταϊν. Για μεσημεριανό έφτιαχνα μόνος μου ένα σάντουιτς με κρεμμύδι –μια χοντρή φέτα κρεμμύδι ανάμεσα σε δυο φέτες ψωμί του τοστ. Έχω ξαναμιλήσει γι’ αυτό το σάντουιτς.
Στα δεκαπέντε πήγα στο Έξετερ για τα τελευταία δυο χρόνια του λυκείου. Το Έξετερ ήταν ένα σχολείο ακαδημαϊκά δύσκολο, που έκανε το Χάρβαρντ να μοιάζει παιχνιδάκι, αλλά το μισούσα –πεντακόσια πανομοιότυπα αγόρια που έμεναν δυο-δυο σε κάθε δωμάτιο. Η απομόνωση ήταν σπάνια και μοχθούσα για να την βρω. Έκανα μακρινούς περιπάτους μοναχός μου, καπνίζοντας πούρα. Κατάφερα να εξασφαλίσω ένα σπάνιο μονόκλινο δωμάτιο, και έμενα εκεί όσο περισσότερο μπορούσα, διαβάζοντας και γράφοντας. Τα βράδια του Σαββάτου το υπόλοιπο σχολείο καθόταν στο γήπεδο το μπάσκετ και παρακολουθούσε ταινία σαν σε παροξυσμό. Εγώ έμενα στο δωμάτιό μου με μια μοναχική ευχαρίστηση.
Στο κολλέγιο τα διαμερίσματα της εστίας ήταν είτε μονόκλινα είτε δίκλινα. Για τρία χρόνια έζησα σε ένα υπνοδωμάτιο γεμάτο με οτιδήποτε είχα στην ιδιοκτησία μου. Στο τελευταίο έτος κατάφερα να εξασφαλίσω μια ατομική σουίτα: υπνοδωμάτιο, καθιστικό και μπάνιο. Στην Οξφόρδη είχα δυο δωμάτια ολόδικά μου. Όλοι είχαν. Μετά είχα υποτροφίες. Μετά έγραφα βιβλία. Μετά, με μεγάλη δυσφορία, έπρεπε να ψάξω για δουλειά. Με την πρώτη μου γυναίκα –οι άνθρωποι τότε παντρεύονταν νέοι: είκοσι κι είκοσι τρία– εγκατασταθήκαμε στο Ανν Άρμπορ όπου δίδασκα Αγγλική Λογοτεχνία, στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Λάτρευα να περπατάω πάνω-κάτω στο αμφιθέατρο μιλώντας για τον Γέιτς και τον Τζόυς ή διαβάζοντας δυνατά ποιήματα του Τόμας Χάρντυ και του Άντριου Μάρβελ. Αυτές οι απολαύσεις ήταν σπάνια μοναχικές, αλλά στο σπίτι περνούσα την ημέρα σε μια μικροσκοπική σοφίτα, γράφοντας ποιήματα. Η εξαιρετικά έξυπνη σύζυγός μου ήταν περισσότερο των μαθηματικών παρά της λογοτεχνίας. Ζώντας μαζί απομακρυνθήκαμε. Τότε ήταν η μόνη περίοδος της ζωής μου που εκτίμησα τις κοινωνικές εκδηλώσεις: τα διάσημα κοκτέιλ πάρτυ του Ανν Άρμπορ. Έπιασα τον εαυτό μου να ανυπομονεί να έρθει το Σαββατοκύριακο, τα πολύβουα πάρτυ, που μου επέτρεπαν να πάρω αποστάσεις απ’ το γάμο μου. Υπήρχαν δυο τρεις τέτοιες εκδηλώσεις τις Παρασκευές και περισσότερες τα Σάββατα, επιτρέποντας στα ζευγάρια να μεταναστεύουν από σαλόνι σε σαλόνι. Φλερτάραμε, πίναμε, κουβεντιάζαμε –χωρίς να θυμόμαστε την Κυριακή τι είπαμε το Σάββατο το βράδυ.
Μετά από δεκαέξι χρόνια γάμου η γυναίκα μου κι εγώ χωρίσαμε.
Για πέντε χρόνια ήμουν πάλι μόνος, αλλά χωρίς την παρηγοριά της μοναχικότητας. Αντάλλαξα τη μιζέρια ενός κακού γάμου με τη μιζέρια του μπέρμπον. Έβγαινα με κάποια που έπινε δυο μπουκάλια βότκα τη μέρα. Έβγαινα με τρεις ή τέσσερις γυναίκες την εβδομάδα, καμιά φορά τρεις την ημέρα. Τα ποιήματά μου μειώθηκαν, κι ύστερα σταμάτησα να γράφω. Προσπάθησα να σκεφτώ ότι ζω μια χαρούμενη σύμβαση. Δεν ζούσα.
Η Τζέιν Κένυον ήταν φοιτήτριά μου. Ήταν έξυπνη, έγραφε ποίηση, ήταν αστεία και ετοιμόλογη στην τάξη. Ήξερα ότι μένει σε μια εστία κοντά μου, κι έτσι ένα βράδυ της ζήτησα να μου προσέχει το σπίτι όσο θα έλειπα για μια ωριαία συνάντηση. (Στο Ανν Άρμπορ ήταν τότε η χρονιά των διαρρήξεων). Όταν γύρισα σπίτι πήγαμε στο κρεβάτι. Απολαύσαμε ο ένας τον άλλο, μια ελευθεριάζουσα ελευθερία όσο και απόλαυση της σάρκας. Αργότερα την κάλεσα σε δείπνο, που στη δεκαετία του 1970 πάντα περιελάμβανε και πρωινό. Βλεπόμασταν μια φορά την εβδομάδα, βγαίνοντας ακόμα και με άλλους, μετά δυο φορές την εβδομάδα, μετά τρεις-τέσσερις, και δεν βγαίναμε με κανέναν άλλο πια. Ένα βράδυ μιλήσαμε για γάμο. Γρήγορα αλλάξαμε θέμα, γιατί εγώ ήμουν δεκαεννιά χρόνια μεγαλύτερός της και αν παντρευόμασταν θα έμενε πολλά χρόνια χήρα. Παντρευτήκαμε τον Απρίλη του 1972. Ζήσαμε στο Ανν Άρμπορ για τρία χρόνια, και το 1975 μετακομίσαμε από το Μίσιγκαν στο Νιου Χαμπσάιρ. Λάτρευε αυτό το παλιό, οικογενειακό σπίτι.
Επί σχεδόν είκοσι χρόνια ξυπνούσα πριν την Τζέιν, και της έφερνα τον καφέ στο κρεβάτι. Όταν σηκωνόταν έβγαζε βόλτα τον Γκας, το σκύλο. Τότε ο καθένας μας αποσυρόταν στο γραφείο του, σε αντίθετες πλευρές του δίπατου σπιτιού μας, για να γράψουμε. Το δικό μου γραφείο ήταν στο ισόγειο, στην μπροστινή μεριά, πλάι στην Τέταρτη Οδό. Το δικό της ήταν στον πρώτο όροφο προς τα πίσω, απέναντι απ’ το παλιό βοσκοτόπι του Ραγκντ Μάουντεν. Χώρια, στην διπλή μας μοναχικότητα έγραφε ο καθένας μας ποίηση τα πρωινά. Γευματίζαμε, τρώγοντας σάντουιτς και τριγυρνώντας χωρίς να μιλάμε ο ένας στον άλλο. Ύστερα παίρναμε έναν εικοσάλεπτο υπνάκο, για να μαζέψουμε ενέργεια για το υπόλοιπο της ημέρας και ξυπνούσαμε για το καθημερινό μας γαμήσι. Εγώ ύστερα ήθελα αγκαλιές, αλλά ο οργασμός της Τζέιν την γέμιζε ενέργεια. Έτρεχε απ’ την κρεβατοκάμαρα στο γραφείο.
Για πολλές ώρες έπειτα επέστρεφα να δουλέψω στο γραφείο μου. Αργά το απόγευμα διάβαζα στην Τζέιν για περίπου μια ώρα. Της διάβαζα το Πρελούδιο του Γουόρντσγουορθ, τους Πρέσβεις του Χένρυ Τζέιμς δυο φορές, την Παλαιά Διαθήκη, Γουίλιαμ Φώκνερ, περισσότερο Χένρυ Τζέιμς, ποιητές του 17ου αιώνα. Πριν το δείπνο έπινα μια μπύρα και χάζευα το New Yorker, ενώ η Τζέιν μαγείρευε, αργοπίνοντας ένα ποτήρι κρασί. Με την ησυχία της έφτιαχνε ένα υπέροχο δείπνο –ίσως μοσχαρίσιες κοτολέτες με σάλτσα μανιταριών και σκόρδου, ίσως καλοκαιρινά σπαράγγια απ’ το παρτέρι απέναντι– ύστερα μου ζητούσε να μεταφέρω τα πιάτα μας στο τραπέζι όσο εκείνη άναβε τα κεριά. Κατά τη διάρκεια του δείπνου μιλούσαμε για τη χωριστή μέρα μας.
Τα καλοκαιρινά απογεύματα τα περνούσαμε δίπλα στο Ιγκλ Ποντ, σε μια τοσοδούλα παραλία, ανάμεσα σε βατράχια, μινκ και κάστορες. Η Τζέιν ξάπλωνε στον ήλιο να μαυρίσει όσο εγώ διάβαζα βιβλία σε μια σεζλόνγκ από καραβόπανο. Μια στο τόσο ρίχναμε και μια βουτιά στη λίμνη. Καμιά φορά, για ένα γρήγορο βραδινό ψήναμε λουκάνικα στα κάρβουνα. Μετά από είκοσι χρόνια σ’ αυτόν τον καταπληκτικό γάμο, όπου ζούσαμε και γράφαμε μαζί σε διπλή μοναχικότητα, η Τζέιν πέθανε από λευχαιμία στα σαράντα επτά της, στις 22 Απριλίου του 1995.
Είναι τώρα 22 Απριλίου του 2016 και η Τζέιν είναι πεθαμένη πάνω από δυο δεκαετίες. Νωρίτερα εφέτος, στα ογδόντα επτά μου, την πένθησα μ’ έναν τρόπο που δεν την είχα πενθήσει νωρίτερα. Ήμουν άρρωστος και πίστεψα πως θα πέθαινα. Κάθε μέρα, όσο εκείνη πέθαινε, έμεινα στο πλάι της –επί ενάμιση χρόνο. Ήταν άθλιο, που η Τζέιν έπρεπε να πεθάνει τόσο νέα, και ήταν λυτρωτικό που μπορούσα να είμαι μαζί της κάθε ώρα της κάθε μέρας. Τον προηγούμενο Γενάρη πένθησα ξανά, αυτή τη φορά επειδή εκείνη δεν θα βρίσκεται πλάι μου όσο εγώ θα πεθαίνω.