Για κάποιο λόγο στην συνείδηση του κόσμου η σούπα είναι καταγεγραμμένη ως «εύκολο φαγητό», που γίνεται στο πόδι, δεν χορταίνει ιδιαίτερα, παρηγοριά στον άρρωστο, χειμερινό πιάτο, και άλλα πολλά που δεν ευσταθούν αν πραγματικά κανείς εντρυφήσει στην κουλτούρα της. Απ’ τις μπελαλίδικες βελουτέ, που λερώνεις έναν σκασμό τσουμπλέκια, μέχρι τις γαλλικές κρεμμυδόσουπες που πέρα απ’ την κατσαρόλα πρέπει να τις ψήσεις και στον φούρνο (κι αν είσαι μάγκας κατάφερε να το κάνεις μέσα σ’ ένα καρβέλι ψωμί –δεν αστειεύομαι, ψήνουν την σούπα μέσα σ’ ένα κούφιο καρβέλι ψωμί σε ρόλο μπολ), τις πλούσιες πατατόσουπες με τα μπέικα και τις εξωτικές ασιατικές σούπες με τα φιδογυριστά νουντλς, η σούπα είναι τέχνη από μόνη της, και θέλει μεράκι και διάθεση για να μην καταλήξεις εσύ και η οικογένειά σου να την ταυτίσετε με τις αψιές ψευτόσουπες με κοφτό μακαρονάκι ή τις διάφανες κοτόσουπες του πυρετού.
Πιστεύω ότι μπορώ να αφιερώσω όχι ένα κείμενο, αλλά ένα μπλογκ ολόκληρο στο να υμνώ την ομορφιά της σούπας, αλλά προφανώς και δεν σκοπεύω να το κάνω, και σίγουρα όχι αυτή τη στιγμή. Σήμερα θα σας δώσω την συνταγή μιας επαναστατικής κοτόσουπας με πάστα βασιλικού και κριθαράκι που έφτιαξα προχθές, κι έξω απ’ την πόρτα. Ένα ποστ στο οποίο θα αναφερθώ εκτεταμένα στην παρασκευή βασικών ζωμών, στο δέσιμο και στα μυρωδικά υλικά ίσως θα ήταν χρήσιμο, αλλά ειλικρινά πιστεύω ότι αυτές είναι πληροφορίες που μπορείτε να βρείτε κι αλλού, πιο εμπεριστατωμένες, και επιπλέον αν θέλω να είμαι εντελώς ειλικρινής μαζί σας βασικά βαριέμαι. Όχι ότι αποκλείεται να ξεβαρεθώ κάποια στιγμή και να το κάνω, αλλά σίγουρα αυτό δεν θα γίνει ετούτο το ξημέρωμα.
Η συνταγή είναι μια ελαφριά διασκευή (δηλαδή σχεδόν ταυτόσημη) από αυτό το blog, αλλά εγώ θα σας τα πω πιο χαριτωμένα, οπότε μείνετε μαζί μου. Η συγκεκριμένη σούπα όντως, για να επιβεβαιώσει το στερεότυπο, είναι πάρα πολύ απλή και χρειάζεται ελάχιστη προετοιμασία, όμως η γεύση της είναι αρκετά πρωτότυπη και έξω απ’ τις κλασσικές προσδοκίες, οπότε αξίζει να την δοκιμάσετε. Δεν έχει καμία σχέση με την κλασσική κοτόσουπα, με το αυγολέμονο, και αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το πιο ενδιαφέρον, μια και καμιά φορά κολλάμε στις ήδη γνωστές γεύσεις και δεν μας περνάει καν απ’ το μυαλό να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό.
Η κλασσική κοτόσουπα μ’ αρέσει βέβαια πολύ, στην ενήλικη ζωή μου τουλάχιστον, γιατί ως παιδί η σούπα ήταν διατροφική αγγαρεία που ενίοτε κατέληγε σε βασανιστήριο. Στο σπίτι που μεγάλωσα η φιλοσοφία του φαγητού ήταν «όλοι τρώμε αυτό που μαγειρεύτηκε, δεν φτιάχνουμε ποτέ ξεχωριστό φαγητό για κανέναν, και τελειώνουμε ό,τι έχουμε μέσα στα πιάτα μας, γιατί τα παιδάκια στην Αφρική πεινάνε». Επιπλέον τον καιρό εκείνο τον παλιό το εβδομαδιαίο μενού περιελάμβανε απαραίτητα όσπρια, λαδερά, λαχανικά, ένα μακαρόνι, μια φορά τη βδομάδα κρέας (την Κυριακή) αν και ίσως μια μέρα ακόμα μέρα να έπαιζε κάτι σε κιμά ή κοτόπουλο, και στη χάση και στη φέξη κάνα ψαράκι. Η μαμά μου είναι καλή μαγείρισσα, αλλά σχετικώς αμετακίνητα εμμονική με την υγιεινή διατροφή. Δεν μπορώ να πω ότι κρατάω γινάτι γι’ αυτό, γιατί νομίζω ότι διατροφικά τουλάχιστον μεγάλωσα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και σίγουρα αυτό είχε μακροπρόθεσμα οφέλη. Κυρίως νομίζω ότι είναι σημαντικό ότι έμαθα πως το φαγητό μας το σεβόμαστε και το τρώμε γιατί κάποιος έκανε έναν κόπο να το φτιάξει, και κάποια υλικά καταναλώθηκαν για να μαγειρευτεί. Δεν αισθάνομαι καταπιεσμένη απ’ αυτό (αν και φαντάζομαι πως μικρή δεν μου άρεσε ιδιαίτερα αυτή η πολιτική) και νομίζω ότι με βοηθάει και στο να σέβομαι τα υλικά μου καθώς μαγειρεύω.
Πάντως θυμάμαι και μερικές νίλες, συμπτωματικά δυο απ’ αυτές έχουν να κάνουν με σούπες, που κατέληξαν ελαφρώς σε βασανιστήριο· και δεν θέλω να το τραβήξω στα άκρα, αλλά πού είναι η πρόνοια όταν την χρειάζεσαι; Ήταν τότε, γύρω στα πέντε με έξι μου, που ξεκίνησα να εξερευνώ τις εναλλακτικές προσεγγίσεις και τα διάφορα καρυκεύματα. Νομίζω τότε έγινε πολύ της μόδας το ταμπάσκο, τουλάχιστον στο σπίτι μου ήρθε σαν την (καυτερή) πνοή του τρέντυ –τώρα που το σκέφτομαι δεν καταλαβαίνω τον λόγο, καθώς κανείς μας ποτέ δεν ήταν φαν του πικάντικου φαγητού. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να πω ότι γνωρίζω ακριβώς με ποιο φαγητό υποτίθεται ότι ταιριάζει το ταμπάσκο, αλλά εμείς το χρησιμοποιούσαμε σε σούπες ως επί το πλείστον, αν όχι αποκλειστικά. Εκείνο το βροχερό μεσημέρι ίσως από περιέργεια, ίσως από κακό υπολογισμό, ίσως σκόπιμα γιατί ανέκαθεν απεχθανόμουν τις φακές έριξα μέσα στο πιάτο μου πολύ, πολύ παραπάνω απ’ όσο οποιοσδήποτε εχέφρων άνθρωπος θα σκεφτόταν να βάλει στο φαγητό του. Νομίζω πως πρέπει να πήραν φωτιά και τα μπατζάκια μου. Επίσης νομίζω ότι υποχρεώθηκα να φάω κάμποσο, μέχρι να συνειδητοποιήσει η μάνα μου ότι αυτό το πράγμα ήταν εκρηκτικό κι επικίνδυνο, οπότε και αμυδρά έχω την υπόνοια ότι ενδεχομένως, μάλλον, ίσως, έφαγα ένα βρωμόξυλο όλο δικό μου. Η δεύτερη βαριά ήττα έχει να κάνει με μια κοτόσουπα, στην ίδια περίπου ηλικία, ίσως έξι-επτά αυτή τη φορά, μέσα στην οποία θεώρησα σωστό να προσθέσω περίπου μισό βάζο μαγιονέζα για αδιευκρίνιστους αυτή τη στιγμή λόγους. Το ίδιο σκηνικό εξεβιασμένης κατάποσης ακολούθησε, αλλά αυτή τη φορά θυμάμαι καθαρά πως τελικά κατέληξα με τη μούρη μέσα στο πιάτο με το ολόπηχτο μείγμα κοτόσουπας-μαγιονέζας. Τί ωραιές εποχές.
Δεν ξέρω αν αυτά τα περιστατικά έπαιξαν ρόλο στο ότι κρατώ το φτιάξιμο της σούπας σε πολύ υψηλά στάνταρντς. Μάλλον δεν θα ήθελα ποτέ να φέρω κανέναν στην θέση να καταφύγει σε φτηνά τρικ για να αποφύγει να φάει το φαγητό μου. Όπως και να ‘χει πιστεύω ότι η συγκεκριμένη συνταγή είναι ορεκτική για μικρούς και μεγάλους. Οι ποσότητες που δίνω παρακάτω είναι για περίπου τρία μέτρια μπολ, διπλασιάστε για το οικογενειακό τραπέζι. Ετούτη η σούπα είναι μια θαυμάσια ιδέα για να χρησιμοποιήσετε ήδη ψημένο κοτόπουλο που έχει ξεμείνει από την προηγούμενη ημέρα, αν δεν σας βρίσκετε αλλά θέλετε να δοκιμάσετε άμεσα απλά ψήστε για κανένα εικοσάλεπτο δυο στηθάκια σκέτα στους 200 βαθμούς, με σκέτο αλάτι και πιπέρι –ούτε λάδι δεν χρειάζεται. Ας σημειώσω ότι αναφέρομαι σε «πάστα» κι όχι «πέστο» βασιλικού. Η πάστα είναι ουσιαστικά συμπυκνωμένος πολτοποιημένος βασιλικός σε λάδι, ενώ συνήθως πέστο αποκαλούμε μια σάλτσα που συμπεριλαμβάνει πάστα, σκόρδο, κουκουνάρι ή καρύδι και παρμεζάνα (υπάρχουν και άλλοι συνδυασμοί, αυτός είναι ο πιο τυπικός). Την πάστα μπορούμε να την πούμε και πέστο, αλλά το πέστο δεν μπορούμε να το πούμε πάστα, οπότε έχετε το νου σας να χρησιμοποιήσετε το σωστό προϊόν (αν δεν μπορείτε να το προμηθευτείτε απ’ τα καταστήματα μπορείτε να το φτιάξετε εύκολα αλέθοντας στο μούλτι μεγάλες ποσότητες φρέσκου βασιλικού με λίγο λάδι). Α, και κάτι ακόμα. Όταν μιλώ για «ζωμό κοτόπουλο», εγώ προσωπικά χρησιμοποιώ σπιτικό ζωμό που φτιάχνω σε ποσότητες και αποθηκεύω στην κατάψυξη. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε αντ’ αυτού ζωμό φτιαγμένο από κύβο κοτόπουλου, αλλά το ξέρετε κι εσείς κι εγώ ότι δεν είναι το ίδιο.
Κοτόσουπα με Πάστα Βασιλικού και Κριθαράκι
- ¾ μιας μεγάλης κούπας κοτόπουλο, μαγειρεμένο και ξεφτισμένο σε λωρίδες ή κομμένο σε κύβους
- 3 κούπες ζωμό κοτόπουλο
- ½ κούπα κριθαράκι (άβραστο)
- ½ πράσο ψιλοκομμένο
- 2 γεμάτες κουταλιές της σούπας πάστα βασιλικού
- Τον χυμό μισού λεμονιού
- Αλάτι-πιπέρι (φρεσκοτριμμένο)
- Λίγο λάδι για το τσιγάρισμα
- Τυρί για το σεβίρισμα (κάτι σκληρό και αλμυρό κατά προτίμηση)
Εκτέλεση
Σε ένα μικρό κατσαρολάκι τσιγαρίζουμε ελάχιστα το πράσο, ίσα-ίσα να μαραθεί λιγάκι. Ρίχνουμε το κοτόπουλο και του κάνουμε μια γυροβολιά να λαδωθεί. Προσθέτουμε τον ζωμό και μόλις αρχίσει να βράζει ρίχνουμε το κριθαράκι, το πέστο και το λεμόνι. Αλάτι και πιπέρι κατά βούληση, και το αφήνουμε να μαγειρευτεί σε χαμηλή φωτιά με ανοιχτό καπάκι ώσπου να γίνει το κριθαράκι al dente (ανάλογα με τις οδηγίες του πακέτου αλλά περίπου 8-10 λεπτά να υπολογίζετε). Σερβίρουμε με τριμμένο τυρί. Είναι πραγματικά τόσο εύκολο που σχεδόν ντρέπομαι να το αναρτήσω.
Και πείνασα πάλι.
1 Trackback or Pingback for this entry:
[…] στον ΑνεμοΔέκτη στις […]