Τις προπαραμονές, κάθε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στο εξωτικό Κερατσίνι, τα πρωινά που περνάει το σκουπιδιάρικο, ανακράζουν οι σκουπιδιαραίοι: «Χρόνια πολλά! Τα σκουπίδια σας!». Σ’ όλο το μήκος της διαδρομής, καθώς εκτελούν το δρομολόγιό τους, ξανά και ξανά ένας βραχνός τελάλης φέρνει ένα αμφίβολα γιορτινό μήνυμα στις γειτονιές και τους ανθρώπους. Πρόκειται για έναν πολύ χαρακτηριστικό ήχο, ένα μαντρά που έχω συνδέσει άρρηκτα με τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, και που για χρόνια αποτελούσε ένα μυστηριώδες αίνιγμα: γιατί αυτοί οι άνθρωποι κάνουν το δρομολόγιό τους φωνάζοντας, και τί βαθύτερο κρύβεται κάτω απ’ την κραυγή τους; Τί θέλει να πει ο ποιητής τέλος πάντων. Ο σκουπιδιάρης, έστω, στην προκειμένη περίπτωση.
Μικρή (παιδούλα πάει να πει) είχα προβεί σε μια αλά Ντίκενς δραματική ερμηνεία· μου ακουγόνταν σαν την παραδοχή (ή απόδοση κατηγορίας) ότι οι ίδιοι οι καθαριστές είναι τα σκουπίδια της κοινωνίας μας, παραπεταμένοι και αδιάφοροι, και ως «τα σκουπίδια μας» μάς εύχονταν υποτακτικά «Χρόνια πολλά!», αλλά μας θύμιζαν κιόλας ότι για κάθε γιορτινή στιγμή που εμείς περνούσαμε πάνω στα παχιά χαλιά μας —δίπλα στο αναμμένο τζάκι ανοίγοντας δώρα— αυτοί παραπεταμένοι στις χωματερές περίμεναν να πιάσουν ξανά βάρδια, πάνω σ’ ένα λερό φορτηγό, φορτώνοντας ολημερίς βρωμερούς κουβάδες απορρίματα. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η φαντασία μου κάλπαζε από νηπιακή ηλικία.
Αργότερα η πρώτη ερμηνεία μου φάνηκε λιγουλάκι τραβηγμένη, και το είδα από μια πιο σκωπτική σκοπιά: σκέφτηκα πως ίσως να μας εύχονται περιπαικτικά χρόνια πολλά εκ μέρους των σκουπιδιών, χλευάζοντας την μικροαστική, καταναλωτική, εορταστική υπερβολή μας. Ας διευκρινίσω ξανά πως μιλώ για τα 1990s, μην πάει και παρεξηγηθώ από κανέναν επαναστάτη, κοινωνικό αγωνιστή. Αυτή η ιδέα μου άρεσε πολύ περισσότερο και έτσι την κράτησα για αρκετό καιρό, και δεν προχώρησα άμεσα στην ανασκευή της· ούτε όταν συνειδητοποίησα ότι μαζί με τις φωνές, οι σκουπιδιάρηδες βροντούσαν και τα κουδούνια, σκούζοντας στα θυροτηλέφωνα: «Χρόνια πολλά! Τα σκουπίδια σας!».
Κάποια στιγμή αναγκάστηκα να χωνέψω ότι ο πρακτικός λόγος της φωνασκίας ήταν η διόλου ρομαντική αποκομιδή ενός άτυπου εορταστικού μποναμά, που όταν βαρούσαν τα κουδούνια κατέληγε εκβιασμένο ρεγάλο, σπάνια συνοδευόμενο από τις αντίστοιχες θερμές ευχές. Μετά μεγάλωσα κι άλλο, τα πράγματα έγιναν περίπλοκα, μπήκαν κι άλλες έννοιες στην κουβέντα: απεργίες, σκουπιδοβουνά, συνδικαλιστές, διορισμοί απ’ τα παράθυρα και τα συναφή που χαλάσαν λίγο την αμπελοφιλοσοφική μου διάθεση. Ωστόσο η σύνθεση της φράσης, «Χρόνια πολλά! Τα σκουπίδια σας!», δεν έπαψε ποτέ να με απασχολεί, καθώς είναι σημασιολογικά λειψή, κι ως τέτοια, ανοιχτή σε άπειρες ερμηνείες. Ακόμα κι αν ξέρω τον σκοπό της κίνησης αυτής με απασχολούσε πάντα η καταγωγή της φράσης κι η βαθύτερη σημασία της.
Δεν αισθάνθηκα διόλου υπερήφανη όταν σήμερα το πρωί καθώς με ξυπνούσε η γκαροφωνάρα —»Χρόνια πολλά! Τα σκουπίδια σας!»— σκέφτηκα για πρώτη φορά καθώς ξεκαθάριζε ο ύπνος από το κεφάλι μου (στα εικοσιοκτώ μου και βάλε) ότι η παράδοση πρέπει να ξεκινά από έναν καιρό που οι καθαριστές του δήμου φώναζαν στις γειτονιές να κατεβάσει ο κόσμος τα σκουπίδια, μια και ακολουθούσε αργία και δεν θα είχαν την ευκαιρία να τα ξεφορτωθούν για αρκετές μέρες. Δεν παίρνω όρκο πως αυτή είναι η εξήγηση, αλλά επιτέλους κατέληξα σε μια ερμηνεία που βγάζει ένα μη σουρεαλιστικό νόημα. Αναρωτιέμαι τί να σκέφτεται ένα πεντάχρονο σήμερα για το ίδιο θέμα. Σήμερα που ο σκουπιδιάρης μόνο φωνάζει (δεν χτυπούν τα κουδούνια πια, το πήρανε απόφαση ότι δεν περισσεύει για ρεγάλο), «Χρόνια πολλά! Τα σκουπίδια σας!», σαν απομεινάρι άλλων εποχών —χάσαμε το λογαριασμό στις εποχές.