Από πολύ μικρή θεωρώ την μαγειρική τέχνη και τρόπο έκφρασης ιδιαιτέρως αισθαντικό, γι’ αυτό απολαμβάνω να μαγειρεύω ακόμα κι αν κουράζομαι πολύ, και μ’ αρέσει να κοκορεύομαι για το αποτέλεσμα των πειραμάτων μου. Τις περισσότερες φορές ακόμα κι αν ξεκινήσω με βάση κάτι που είδα, οι συνταγές είναι εμπνεύσεις της στιγμής, τις οποίες σύντομα ξεχνάω και αδυνατώ να θυμηθώ είτε για να τις επαναλάβω, είτε για να τις μοιραστώ –πράμα που επίσης απολαμβάνω να κάνω. Το σκεφτόμουν έντονα εχθές, και αποφάσισα ότι οφείλω στον εαυτό μου και στην ανθρωπότητα να μην αφήσω αυτά τ’ αριστουργήματα της κουζινικής τέχνης να χάνονται ξεχασμένα στον πάτο του καμπινέ έπειτα από κάθε ξεκοίλιασμα. Το κουβέντιασα με τον εαυτό μου και προς στιγμήν μου φάνηκε ωραία ιδέα ν’ ανοίξω ένα food blog και να αναρτώ εκεί τις συνταγές καθώς προκύπτουν ώστε να ωφεληθούν διάφοροι περιπετειώδεις ιντερνετοναύτες και φυσικά να κρατήσω κι εγώ αρχείο ώστε να μην πρέπει κάθε φορά να επανεφεύρω ένα πιάτο που μου άρεσε εκ νέου. Την ιδέα την απέρριψα γιατί παραδέχτηκα γρήγορα ότι μια που η ασυνέπειά μου είναι παροιμιώδης, το πιο πιθανό είναι δημιουργούσα άλλο ένα τσόφλι του Διαδικτύου, ένα ιστολόγιο με δυο-τρεις αναρτήσεις που γρήγορα θα πάψω να τροφοδοτώ και θα έχει πάει κι ο κόπος μου χαμένος. Ύστερα σκέφτηκα: «Για μισό λεπτό, διατηρώ ήδη ένα μπλογκ!» (αν και πολλοί θα νόμιζαν ότι το έχω ξεχάσει έτσι που το παραμελώ τελευταία). Κατέληξα λοιπόν ότι η καλύτερη ιδέα είναι να δημιουργήσω μια καινούρια κατηγορία στο παρόν ιστολόγιο και να προσπαθήσω να διατηρήσω μια κάποια πειθαρχεία –πράγμα αγρίως απίθανο. Φοβήθηκα ότι μπορεί τα μαγειρέματα να μην ταιριάζουν με το ύφος του ιστολογίου και να καταλήξει το αποτέλεσμα γκροτέσκο, αν όχι αποτρόπαιο, μα ύστερα θυμήθηκα ότι ο υπότιτλος του ιστολογίου καλύπτει όλες τις πιθανότητες: «Ιστολόγιο αυτοπροβολής και κυνικού διαλογισμού». Τί να κάνουμε, αυτή είμαι. Σχολιάζω την επικαιρότητα, φιλοσοφώ, λογοτεχνίζω, και στον ελεύθερο χρόνο μου μαγειρεύω. Δεν βλέπω γιατί το ιστολόγιο μου πρέπει να είναι πιο σοβαροφανές από εμένα την ίδια –όχι ότι θεωρώ την μαγειρική ασόβαρη. Έτσι λοιπόν εγκαινιάζω σήμερα την πρώτη συνταγή επίσημα καταγεγραμμένη για τον ΑνεμοΔέκτη, κι αν δεν βαρεθώ πολύ ίσως το πρότζεκτ να κρατήσει στο διηνεκές.
Ομολογουμένως τα μελομακάρονα δεν είναι μια πρωτότυπη συνταγή, και φυσικά δεν την δημιούργησα εγώ. Δεν την βρήκα όμως και πουθενά γραμμένη όπως την εξετέλεσα: η συνταγή αυτή είναι το μπλέξιμο δυο διαφορετικών συνταγών που βρήκα στο Ίντερνετ, με κάποιες δικές μου επεμβάσεις που είχε φοβερή επιτυχία, οπότε και πιστεύω πως αξίζει να αναπαραχθεί. Και πάνω στην ώρα. Αρχές Δεκεμβρίου γαρ, πιστεύω ότι προλαβαίνω να επηρεάσω τις νοικοκυρές που θα επιχειρήσουν να γλυκάνουν την οικογένεια.
Μελομακάρονα
Δόση για 50-60 μελομακάρονα
Υλικά για την ζύμη:
- 6 φλιτζάνια μαλακό αλεύρι
- 1 φλιτζάνι φαρίνα
- 1 φλιτζάνι ψιλό σιμιγδάλι
- 1 βιτάμ (250 γρ)
- 1 φλιτζάνι ελαιόλαδο
- 1 φλιτζάνι ζάχαρη (αναμείξτε άσπρη, καστανή και μουσκοβάντο σε ό,τι αναλογία προτιμάτε, εγώ γενικώς στα γλυκά αποφεύγω τη λευκή)
- 1 φλιτζάνι χυμός πορτοκαλιού
- Ξύσμα από ένα πορτοκάλι
- 1/3 του φλιτζανιού κονιάκ
- 2 κουταλάκια του γλυκού μπέικιν πάουντερ
- 1 κουταλάκι του γλυκού σόδα
- 1 κουταλάκι του γλυκού κανέλα
- 1 κουταλάκι του γλυκού κοπανισμένο γαρύφαλλο (να έχει γίνει σκόνη)
Υλικά για το μέλωμα:
- 2 φλιτζάνια ζάχαρη (και πάλι όσο ανάμικτη προτιμάτε)
- 2 φλιτζάνια μέλι
- Ένα μικρό πορτοκάλι
- Ένα κομμάτι κανελόξυλο
Σε μια μεγάλη λεκάνη ανακατεύουμε τα αλεύρια, το σιμιγδάλι και το μπέικιν πάουντερ. Χτυπάμε στο μίξερ (ή με μιξεράκι χειρός, ή στην ανάγκη με το χέρι κάποιος χειροδύναμος, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση καλό είναι να έχουμε λιώσει το βούτυρο σε μπεν μαρί) το βούτυρο και το λάδι με την ζάχαρη μέχρι να γίνουν μια λεία κρέμα· προσθέτουμε τον χυμό και το ξύσμα του πορτοκαλιού, το κονιάκ, τη σόδα και το κανελογαρύφαλλο. Όταν γίνει ένα πηχτό, μυρωδάτο, ομοιογενές μείγμα ρίχνουμε μέσα σιγά-σιγά το αλεύρι ώσπου να έχουμε μια αφράτη ζύμη (ούτε σφιχτή, ούτε υδαρή). Επειδή η χωρητικότητα διαφέρει από φλιτζάνι σε φλιτζάνι έχετε το νου σας στην υφή της ζύμης και όχι στο να χρησιμοποιήσετε όλο το αλεύρι, αν δείτε ότι σφίγγει σταματήστε να ρίχνετε κι ας περισσέψει (το λέω γιατί έτσι την πάτησα πρόπερσι κι αντί για μελομακάρονα έψησα μελότουβλα). Μην παραζυμώσετε το μείγμα, γιατί τα μελομακάρονα για κάποιο λόγο που μου τον λέει η μαμά μου κάθε χρόνο και κάθε χρόνο τον ξεχνάω δεν θέλουν πολύ πασπάτεμα (τη συμβουλή τη θυμάμαι πάντως). Απλώνουμε σ’ ένα μεγάλο ταψί (η δόση φτάνει για να γεμίσει τα δυο μεγάλα ταψιά του φούρνου) λαδόχαρτο χωρίς να λαδώσουμε –είναι η ζύμη αρκετά λιπαρή από μόνη της με τόσα λάδια μέσα. Πλάθουμε τα μπισκοτάκια (μην χρησιμοποιήσετε περισσότερη ζύμη από το μέγεθος ενός καρυδιού) σε ό,τι σχήμα θέλουμε, εγώ τα προτιμώ οβάλ και πλακουτσωτά και τα τοποθετούμε σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο γιατί φουσκώνουν κιόλας. Θυμηθείτε όπως τα πλάθετε μπήξτε τα ακροδάχτυλά σας στο κάτω μέρος (προσεκτικά να μην φαίνεται από πάνω) ώστε να γίνουν τέσσερις γουβίτσες που θα επιτρέψουν αργότερα να απορροφηθεί καλύτερα το σιρόπι. Όταν τα έχετε πλάσει όλα τρυπήστε τα από πάνω με ένα πιρούνι ή το πραγματάκι αυτό που καθαρίζουν τα ψάρια –και πάλι για να ρουφήξουν καλύτερα το σιρόπι, αλλά και για ομορφιά. Ψήνετε στους 170 ̊C για 20-25 λεπτά (μετά τα 20 λεπτά έχετε το νου σας να ροδίσουν ωραία αλλά να μην καούν).
Όσο ψήνονται ετοιμάστε το σιρόπι: σε μια κατσαρόλα προσθέτουμε το νερό, τη ζάχαρη το μέλι, το πορτοκάλι καλά πλυμένο και κομμένο στα δυο (με τη φλούδα) και το κανελόξυλο. Βράζουμε για μερικά λεπτά με προσοχή γιατί μόλις γυρίσεις μια στιγμή το κεφάλι σου το καταραμένο αφρίζει, ξεχύνεται και κάνει όλο τον κόσμο σύχρηστο. Βγάζουμε τους αφρούς με μια κουτάλα, πετάμε το πορτοκάλι και το κανελόξυλο και το σιρόπι είναι έτοιμο. Τώρα το μέλωμα είναι μόνο του μια επιστήμη οπότε πριν το επιχειρήσετε πρέπει να ξέρετε καλά τί σας αρέσει. Αν σας αρέσουν πολύ μελωμένα τα μελομακάρονα πρέπει να τα μελώσετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε ενώ είναι ακόμα ζεστά, ενώ αν τα προτιμάτε πιο στεγνά πρέπει να περιμένετε να κρυώσουν λιγάκι πρώτα. Η βασική οδηγία είναι να τα βάζει κανείς λίγα λίγα μέσα στην κατσαρόλα με το σιρόπι και να τα αφήνει εκεί 2 έως 5 λεπτά ανάλογα με την προτίμησή του. Εγώ ξεπατίκωσα το κόλπο της μαμάς μου: όπως βγαίνει το ταψί ζεστό απ’ το φούρνο περιχύνω τα μπισκοτάκια σιρόπι με μια κουτάλα της σούπας και τα αφήνω να το ρουφήξουν όπως είναι στο ταψί (ύστερα τα γυρίζω και ανάποδα και τα αφήνω να μελωθούν καλά κι από πάνω). Βρίσκω αυτή τη μέθοδο γρήγορη και αποδοτική, αφού γλιτώνεις το να κάθεσαι μια ώρα πάνω απ’ την κατσαρόλα με τους σατανάδες να διαλύονται.
Αφού τ’ αφήσουμε να μελώσουν όσο μας αρέσει τα στρώνουμε ωραία-ωραία σε στιβάδες σε μια καλή πιατέλα και πασπαλίζουμε τριμμένο καρύδι πάνω από κάθε στρώση. Ύστερα τα βγάζουμε φωτογραφία, την ανεβάζουμε στο FB και κάνουμε τους καμπόσους.
Καλή τύχη και καλές γιορτές!
1 Trackback or Pingback for this entry:
[…] Δημοσιεύτηκε στον ΑνεμοΔέκτη στις 06/12/2012 […]