Ζούμε σε άγριους καιρούς, και το γνωρίζουμε. Διαβάζοντας για το προχθεσινό μακελειό στο Ντένβερ θυμήθηκα αυτό το πολύ παλιό κείμενο, μίνι εργασία για το μάθημα του Γιώργου Βέλτσου, πρώτο έτος, 2003-2004. Δεν άλλαξαν και πολλά. Δεν άλλαξε τίποτα. Το παραθέτω λοιπόν χωρίς αλλαγές κι εγώ.
Ελέφαντας, ΗΠΑ, 2003
Μια μέρα σαν όλες τις άλλες… στην τάξη, στους διαδρόμους, στο προαύλιο. Μόνο που όταν αυτή η μέρα τελειώσει, τίποτε δεν θα είναι πια το ίδιο. Η νέα ταινία του Γκας Βαν Σαντ θριάμβευσε στις Κάνες (Χρυσός Φοίνικας, βραβείο Σκηνοθεσίας) και δίχασε κοινό και κριτικούς. Η ταινία πραγματεύεται την βία και την οπλοχρησία στα αμερικάνικα σχολεία που έχει ως τώρα οδηγήσει σε μια σειρά από πολύνεκρες τραγωδίες. Με έναυσμα την σφαγή στο λύκειο Columbine των Η.Π.Α. τον Απρίλιο του 1999 το φιλμ παρουσιάζει ένα θέμα σκληρό που αφορά την παγκόσμια κοινότητα στον βαθμό που η βία γίνεται τελικά μέρος της καθημερινότητας μας. Γιατί η παράλογη βία είναι βέβαια μέρος της αμερικανικής κουλτούρας, είναι όμως απ’ ότι φαίνεται και είδος εξαγώγιμο. Παρότι το θέμα είναι ξεκάθαρο και λίγο ως πολύ δεδομένο, ο Βαν Σαντ επιχειρεί μια πρωτότυπη προσέγγιση που τον διαφοροποιεί από άλλους σκηνοθέτες που ασχολήθηκαν με το ίδιο ζήτημα.
Στον Ελέφαντα η κάμερα δεν εστιάζει στην τραγωδία ή στα πρόσωπα των νεαρών δολοφόνων. Αντίθετα η καταστροφή περνάει σε δεύτερο πλάνο σαν μέρος της πλοκής, σαν να έχει την ίδια αξία με τις παραδόσεις ή τα διαλείμματα και όχι σαν το σημείο όπου ο θεατής πρέπει να εστιάσει. Η ζωή των δύο αγοριών που προκάλεσαν το μακελειό δεν δίνεται πιο εμφατικά απ’ ό,τι των άλλων παιδιών, δεν υπάρχουν οι περιττές εξάρσεις και εντάσεις όπως μας έχει συνηθίσει η φιλοσοφία του Χόλυγουντ. Με λιτό, ευρωπαϊκό ύφος καταγράφεται μια κατάσταση στυγνή και άσχημη όχι όμως εξωπραγματική. Ο σκηνοθέτης επέλεξε να μην χρησιμοποιήσει επαγγελματίες ηθοποιούς, αλλά αληθινούς μαθητές και η ταινία γυρίστηκε χωρίς σενάριο. Ο χαρακτήρας που το κάθε παιδί υποδύεται σκιαγραφήθηκε με βάση την προσωπικότητα καθενός και αντλώντας στοιχεία από την καθημερινή ζωή.
Αυτό είναι ένα αφηγηματικό εργαλείο εξαιρετικά σημαντικό. Στην ταινία παρουσιάζονται πολλοί τύποι παιδιών, όλοι συνυπάρχουν σε μια σχολική κοινότητα ενός δυτικού καπιταλιστικού κράτους οποιασδήποτε ηπείρου, ίσως με κάποιες διαφοροποιήσεις. Το παιδί που μεγαλώνει σε μια προβληματική οικογένεια με αλκοολικό πατέρα και μάλιστα αισθάνεται υπεύθυνος γι’ αυτόν. Ο ευαίσθητος καλλιτεχνικός τύπος που επιλέγει μέχρι και την τελευταία του στιγμή να υπηρετεί την τέχνη του. Το άσχημο και δειλό κορίτσι που απομονώνεται από τους συμμαθητές του και δεν βρίσκει κατανόηση από τους καθηγητές. Οι «ωραίες» του σχολείου, κλασσικά δείγματα αμερικάνικης μαζορέτας, ανόητες, ανώριμες και βουλιμικές.
Είναι γεγονός ότι καθένα από αυτά τα παιδιά θα μπορούσε να έχει διαπράξει μια εγκληματική πράξη και μάλιστα με δικαιολογία τον ταραγμένο συναισθηματικό τους κόσμο και ως αντίδραση στην ελάχιστη κατανόηση που βρήκαν στο σχολείο και την κοινωνία τους. Τα παιδιά που τελικά τέλεσαν αυτή την πράξη δεν ήταν λιγότερο κατατρεγμένα από τον περίγυρό τους, τόσο στην ταινία, όσο και στην πραγματικότητα, αυτό όμως που τρομάζει δεν είναι τόσο αυτό που έκαναν όσο η πλήρης έλλειψη συναισθημάτων σχετικά. Ο σχεδιασμός και η εκτέλεση του εγκλήματος έγινε με απόλυτη ψυχρότητα. Παρήγγειλαν τα όπλα, κατάρτισαν λίστα με τα άτομα που ήθελαν να δολοφονήσουν και ετοιμάστηκαν για την επίθεση σαν να ετοιμάζονταν για μια εκδρομή. Ανατριχιαστικά είναι τα λόγια που είπαν ο ένας στον άλλο πριν αρχίσουν: «Προσπάθησε να διασκεδάσεις».
Στην πραγματική επίθεση στο Columbine σκοτώθηκαν δώδεκα μαθητές και ένας καθηγητής ενώ δεκάδες άλλοι τραυματίστηκαν βαριά. Ήταν αυτό το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν για το βαρύ σύστημα, τους άδικους καθηγητές και την απέραντη σκληρότητα των εφήβων; Σε μια κοινωνία όπου δεν υπάρχει σεβασμός στην ετερότητα υπάρχουν άτομα που βρίσκονται στο περιθώριο. Τί θα συμβεί αν κάποια από αυτά αντιδράσουν με αυτό τον βίαιο τρόπο διεκδικώντας με τα όπλα την ετερότητα που τους αρνούνται; Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια ενός από τους δυο νεαρούς δολοφόνους προς τον διευθυντή του σχολείου λίγο πριν τον πυροβολήσει: «Γιατί υπάρχουν κι άλλοι σαν εμάς κύριε Λους, κι αν τους γαμήσεις δεν θα στην χαρίσουν». Βέβαια, ούτε εκείνος του τη χάρισε. Για την περίπτωση του Columbine κατηγορήθηκαν οι βίαιες ταινίες, τα videogames, η ροκ μουσική και ιδίως ο τραγουδιστής Μέριλιν Μάνσον. Ο Βαν Σαντ δεν υπέδειξε τίποτε από αυτά σαν αίτιο· η σκηνή όπου τα παιδία παίζουν ένα παιχνίδι με όπλα λειτουργεί περισσότερο σαν προοικονομία παρά σαν οτιδήποτε άλλο. Η ταινία έχει για μουσική επένδυση κομμάτια του Μπετόβεν. Αντ’ αυτού, ο σκηνοθέτης θέλησε να εστιάσει κυρίως στη σχέση ανάμεσα στους ίδιους τους δολοφόνους, η ταινία συνδέει τη βία με τη κοινωνική δομή στο σχολείο.
Αν και το θέμα της ταινίας ταυτίζεται με το Columbine, ο σκηνοθέτης δηλώνει: «Δεν ήταν μια ταινία για το Columbine, το θέμα της βίας είναι παγκόσμιο» (σε συνέντευξη του στον Νίνο Φένεκ-Μικελίδη για το Έψιλον της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας) Άλλωστε η εταιρία παραγωγής του δήλωσε ότι δεν μπορούσαν να γυρίσουν το Columbine, μπορούσαν όμως να γυρίσουν τον Ελέφαντα. Και ο τίτλος έχει την σημασία του, σύμφωνα με τον Βαν Σαντ: «Ένα τεράστιο ζώο που σε πιέζει, όπως το σύστημα πιέζει τους μαθητές. Θα έλεγα πως είναι ένα πολύ βαρύ σύστημα. Ένα μεγάλο πρόβλημα με το οποίο κάποιος φοβάται να καταπιαστεί για να μην διαταραχθούν οι ισορροπίες». Ο Ελέφαντας δεν δίνει απαντήσεις, το τέλος του μάλιστα είναι μάλλον απότομο. Φιλοδοξία του σκηνοθέτη: «Το κοινό να προβληματιστεί, να κάνει κάποιες σκέψεις για όσα συνέβησαν ή συμβαίνουν». Και όπως έγραψε και ο κριτικός των Los Angeles Times: «Είναι ασυνήθιστο ένας αμερικανός σκηνοθέτης να θέτει μεγάλα ερωτήματα. Είναι ακόμα πιο ασυνήθιστο να έχει τα κότσια να αφήσει αυτά τα ερωτήματα αναπάντητα».
Στον Ακήρυχτο Πόλεμο (BowlingforColumbine, 2002) ο Μάικλ Μουρ επιχειρεί να δώσει απαντήσεις, βασικά επιρρίπτοντας ευθύνες στην Κυβέρνηση, την Πολιτεία, το Κράτος, την εκστρατεία τρομοκράτησης, όπως την αποκαλεί, από τα media, και πάνω απ’ όλα στην τόσο ελεύθερη διακίνηση όπλων στις ΗΠΑ. Κατά τον Βαν Σαντ: «Η βία αποτελεί σήμερα μέρος της κουλτούρας της αμερικανικής κοινωνίας, όπως αυτή εκφράζεται τόσο στο εσωτερικό όσο και στην εξωτερική πολιτική της». Και πράγματι, εσωτερική βία και εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α. δεν μπορούν παρά να είναι αλληλένδετες. Δεν είναι τυχαίο μα συμβολικό το ότι την ημέρα της επίθεσης στο Columbine οι Η.Π.Α. έκαναν στο Κόσοβο τον μεγαλύτερο βομβαρδισμό κατά την διάρκεια του πολέμου.
Η βία λοιπόν μέρος κι όχι αποτέλεσμα της αμερικανικής κουλτούρας. Αυτό μας δείχνει και ένας underground λογοτεχνικός χαρακτήρας του J. D. Salinger από την μοναδική του εκδοτική επιτυχία Ο Φύλακας στη Σίκαλη. Ο δεκαεξάχρονος αφηγητής-ήρωας βιώνει τα ίδια συναισθήματα απόγνωσης και σκληρότητας, το ίδιο αδιέξοδο. Έχει συχνά την φαντασίωση ότι έχει δεχθεί μια σφαίρα στην κοιλιά κι αιμορραγεί, κατατρέχετε από την ανάμνηση ενός παιδιού που, αρνούμενο να υποκύψει στους νταήδες της κλίκας του σχολείου, προτίμησε να πηδήξει από το παράθυρο της κάμαρας του, και να διαλυθεί στο έδαφος, για να γλιτώσει από τα βασανιστήρια που το υπέβαλλαν. Τί άλλο μπορεί να είναι αυτές οι εικόνες αν όχι επίκαιρα παραδείγματα ωμής βίας, ενσωματωμένα στον αμερικανικό τρόπο ζωής, γραμμένα πίσω στο 1951.
Και πάλι ο Salinger, από τότε, δίνει μια τρομερή, αλληγορική εικόνα της κατάστασης της Αμερικής σήμερα και της πτώσης της, που έχει αρχίσει από το εσωτερικό της: «…είναι ένα ξεχωριστό είδος πτώσης, τρομερό. Ο άνθρωπος που πέφτει δεν μπορεί να νιώσει, ούτε να ακούσει τον εαυτό του να γκρεμίζεται. Μόνο πέφτει, ολοένα πέφτει. Κι αυτή η μοίρα περιμένει τους ανθρώπους που, σε κάποια στιγμή της ζωής τους, γύρευαν κάτι που δεν μπορούσε να τους το προσφέρει το περιβάλλον τους. Ή που πίστευαν ότι δεν μπορούσε να τους το προσφέρει. Που έπαψαν να το γυρεύουν. Που παραιτήθηκαν πριν καλά-καλά ξεκινήσουν».