Διαβάζω την τραγική είδηση για τα περιστατικά της Νίκαιας, όπου νεαροί με μαύρα ρούχα και ελληνικές σημαίες, καβάλα σε μηχανές απροσδιόριστου κυβισμού απαιτούν από αλλοδαπούς καταστηματάρχες να εγκαταλείψουν τις επιχειρήσεις τους και να φύγουν (εδώ). Η είδηση μου θύμισε κάτι που διάβαζα πρόσφατα, και γι’ αυτό μετέφρασα ορισμένα κύρια σημεία για να δείτε κι εσείς τις ομοιότητες. Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο The Escape of Sigmund Freud του David Cohen (JR Books, Λονδίνο: 2009) που αναφέρεται στη διαφυγή του Φρόυντ από την Βιέννη, μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γερμανικό Ράιχ στις 12 Μαρτίου του 1938. Υποχρεωτικά η βιογραφία του Φρόυντ, και ιδιαίτερα τα τελευταία του χρόνια, εμπλέκονται με την Ευρωπαϊκή ιστορία και κυρίως την ιστορία του Τρίτου Ράιχ και της ναζιστικής Γερμανίας. Αναπόφευκτα κάθε έργο που αναφέρεται στην τελευταία περίοδο της ζωής του πατέρα της ψυχανάλυσης, θα ασχοληθεί με την προσάρτηση της Αυστρίας και την αντιμετώπιση των Εβραίων από το καθεστώς. Τα ίδια μπορεί κανείς να διαβάσει σε οποιοδήποτε βιβλίο που πραγματεύεται την ίδια περίοδο, και με τρόμο μπορεί να διαπιστώσει τις ομοιότητες και να κάνει όλους τους δυσοίωνους συσχετισμούς. Έχω μεταφράσει μερικά πολύ μικρά αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Η Άνοδος των Ναζί». Δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι άλλο γιατί το κείμενο τα λέει όλα μόνο του.
Διαδηλώσεις
Μια από τις πιο αναπάντεχες συνέπειες της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, ήταν ότι ο Σίγκμουντ Φρόυντ άρχισε να διαβάζει τον Manchester Guardian, καθώς οι Γερμανικές εφημερίδες δεν κατέγραφαν τα πραγματικά γεγονότα. Οι πληροφορίες ήταν αποσπασματικές και πολλά θέματα δεν παρουσιάζονταν καν, έγραψε ο Φρόυντ στον Σαμ [ανιψιός του, κάτοικος Μάντσεστερ Αγγλίας], ενώ ο Manchester Guardian προσέφερε καλή ειδησεογραφική κάλυψη. Καμιά εφημερίδα στην Γερμανία δεν είχε αναφερθεί, για παράδειγμα, σε περιστατικό όπου εκατόν πενήντα Ναζί διέρρηξαν το σπίτι που γεννήθηκε ο Μαρξ. Την Παρασκευή 10 Μαρτίου 1933 η εφημερίδα αναφέρει ότι οι Ναζί είχαν αρχίσει να περιπολούν έξω από μεγάλα καταστήματα που ανήκαν σε Εβραίους. Το άρθρο συνέχιζε:
«Μέσα στην ώρα αιχμής το ίδιο απόγευμα, μπορούσε κανείς να γίνει μάρτυρας της παρακάτω σκηνής έξω απ’ το Kadewe, το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο του West End. Μια ομάδα αποσπασμένη από τα Τάγματα Εφόδου συντάχθηκε μπροστά απ’ το κατάστημα, σχημάτισε μια ζώνη περιφρούρησης μπροστά απ’ την είσοδο και τοποθέτησε μια μεγάλη επιγραφή, ‘Γερμανοί! Μην ψωνίζεται από Εβραίους’. Οι άνθρωποι μέσα στο κατάστημα έφυγαν βιαστικά και δεν επετράπη η είσοδος σε άλλους. Η αστυνομία κοιτούσε με προφανή αδιαφορία. Πολλοί άνθρωποι που είχαν μαζευτεί απ’ έξω έμοιαζαν θετικά εντυπωσιασμένοι απ’ αυτή την επίδειξη, και απευθύνονταν εύθυμα προς τα Τάγματα Εφόδου, τα οποία τους διαβεβαίωσαν ότι θα βάλουν ένα τέλος στα Εβραϊκά καταστήματα».
Ο Manchester Guardian περιγράφει παρόμοιες σκηνές μπροστά απ’ το Rosenheim στο Κούρφιρστενταμ, ένα μαγαζί που εμπορευόταν δερμάτινα προϊόντα υψηλής ποιότητας. Καθώς επρόκειτο για ένα τόσο ιδιαίτερο μαγαζί, δύσκολα θα μπορούσε να κατηγορηθεί για αθέμιτο ανταγωνισμό. «Το έκλεισαν απλά και μόνο γιατί ανήκε σε Εβραίους», αναφέρει η εφημερίδα. Τέτοιες εκδηλώσεις είχαν ιδιαίτερη αξία ως προπαγάνδα για το Ναζιστικό Κόμμα, συμπληρώνει. Ο αντί-Σημιτισμός δεν ήταν μόνο στα λόγια· μικροί μαγαζάτορες συχνά υποστήριζαν τον Χίτλερ και καλωσόριζαν τις επιθέσεις σε μεγάλα εμπορικά κέντρα.
Οι επιθέσεις στα εμπορικά κέντρα ήταν η αρχή μιας μακράς εκστρατείας μίσους. Η Άννα Φρόυντ κι ο Τζόουνς είχαν κι οι δυο νέα από τον Ολλανδό αναλυτή Γιαν βαν Οπχάουζεν, που επισκέφθηκε το Βερολίνο και τους πληροφόρησε, «Η Γερμανία αυτή τη στιγμή είναι κόλαση για τους Γερμανούς Εβραίους». Μόνο τέσσερις ή πέντε αναλυτές έμειναν στο Βερολίνο. Ο Τζόουνς έγραψε στον αναλυτή Σμιθ Έλι Τζέλιφ, στην Νέα Υόρκη, «Οι διώξεις είναι πολύ χειρότερες απ’ όσο φαίνεται να πιστεύεις και πραγματικά κοντεύει να φτάσει τον Μεσαίωνα στη φήμη». Η Αυστρία δεν έμεινε ανέπαφη απ’ την κατάσταση στην Γερμανία… [σσ. 85-86].
[…].
Στις 19 Ιουνίου, ο Ντόλφους [Αυστριακός Καγκελάριος] έθεσε το Γερμανικό Εθνικό-Σοσιαλιστικό ή Ναζιστικό Κόμμα εκτός νόμου. Η αντίδραση των Ναζί ήταν ν’ αρχίσουν μια εκστρατεία τρόμου. Έξι μέρες αργότερα προσπάθησαν να δολοφονήσουν δέκα ανώτερους Αυστριακούς αξιωματούχους. Πλήθη Ναζί φοιτητών μαζεύτηκαν μπροστά απ’ το πανεπιστήμιο· έφιπποι αστυνομικοί τους κυνήγησαν στην Ρίνγκστρασε. Έτσι άρχισαν οι μέρες της οχλοκρατίας. Συνήθως οι Ναζί στοχοποιούσαν Εβραίους.
Μια τεράστια βόμβα ξέσκισε το εσωτερικό ενός απ’ τους αγαπημένους στόχους των Ναζί, ένα εμπορικό κέντρο που ανήκε σε Εβραϊκή οικογένεια. Μια ηλικιωμένη Εβραία κυρία σκοτώθηκε σε διαφορετικό σημείο της πόλης. Το περιοδικό Time κάλυψε την είδηση καλά. Η φράου Φούτερβεϊτ στεκόταν στην είσοδο του μικρού κοσμηματοπωλείου της όταν κάποιος επιβαίνων σε αυτοκίνητο της πέταξε μια παλιά μεταξωτή κάλτσα γεμάτη εφημερίδες και μια χειροβομβίδα. Με μεγάλη ευστροφία, η φράου Φούτερβεϊτ προσπάθησε να την πετάξει πίσω, αλλά η χειροβομβίδα εξερράγη στα χέρια της σκοτώνοντάς την ακαριαία. Οκτώ περαστικοί τραυματίστηκαν, ο ένας εξέπνευσε αργότερα στο νοσοκομείο. [σ. 87].
[…].
6 Μαΐου 1933 και ο Αϊνστάιν του Σεξ
Στις 6 Μαΐου 1933 ο Φρόυντ γιόρτασε τα εβδομηκοστά έβδομα γενέθλιά του. Θα αποδεικνυόταν μια κοσμοϊστορική ημέρα –και ιδιαιτέρως στενάχωρη.
Την μέρα εκείνη οι Ναζί έκλεισαν ένα ακόμα ινστιτούτο, κάποια απ’ τα μέλη του οποίου διατηρούσαν δεσμούς με τον Φρόυντ. Πιστεύουμε συνήθως ότι ο Άλφρεντ Κίνσεϊ ήταν ο πρώτος επιστήμονας που μελέτησε την ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά. Από το 1919 κι ύστερα όμως, στο Σεξουαλικό Ινστιτούτο Μάγκνους Χίρτσφελντ και στο Μουσείο του Σεξ στο Βερολίνο ζητούνταν απ’ τους συχνούς επισκέπτες να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια για τη σεξουαλική τους συμπεριφορά. Ο Χίρτσφελντ ήταν Εβραίος και έχοντας μελετήσει σεξολογία για τριάντα χρόνια είχε πάρει το προσωνύμιο Αϊνστάιν του Σεξ. Διατηρούσε διεθνή φήμη. Ο Τζαουαχαρλάλ Νεχρού είχε επισκεφθεί το μουσείο του, όπως και μια επιτροπή του Ρωσικού Υπουργείου Υγείας το 1923. Ο ποιητής Γ. Χ. Όντεν το επισκέφθηκε κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στο Βερολίνο το 1929. Ο Χίρτσφελντ μάλιστα εξέδωσε βιβλίο πάνω στην ομοφυλοφιλία στην υψηλή Γερμανική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων των ενόπλων δυνάμεων.
Το ινστιτούτο διατηρούσε επίσημους δεσμούς με το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Διέθετε μια τεράστια βιβλιοθήκη με είκοσι χιλιάδες τόμους, τριάντα πέντε χιλιάδες εικόνες και σαράντα χιλιάδες βιογραφίες, καθώς και μητρώα ασθενών και πληθώρα σπανίων αντικειμένων και έργων τέχνης.
Το πρωινό της 6ης Μαΐου, ανοιχτά φορτηγά κατεύθασαν και περίπου εκατό φοιτητές, όλοι τους αφοσιωμένοι Ναζί, πήδηξαν έξω. Τότε, παραδόξως, μια μπάντα χάλκινων και πνευστών παρέλασε μπροστά απ’ το κτήριο. Οι φοιτητές όρμησαν μέσα και πήραν πολλά έγγραφα ενώ η μπάντα συνέχισε να παίζει. Το προσωπικό κρατήθηκε κλειδωμένο, όσο οι φοιτητές μάζευαν τα έγγραφα, πολλά απ’ τα οποία αφορούσαν «διαφυλικές» και ομοφυλοφιλικές υποθέσεις. Η μπάντα συνέχισε να παίζει. Αυτή η επίθεση μετά μουσικής σύντομα προσέλκυσε ένα μεγάλο πλήθος.
Το μεσημέρι ο αρχηγός των φοιτητών έβγαλε ένα μακρύ λόγο και μετά έφυγαν, τραγουδώντας ένα ιδιαιτέρως χυδαίο άσμα, και το Horst-Wessel, τον ύμνο των Ναζί. Το απόγευμα μια δεύτερη ομάδα φοιτητών επέστρεψε για να κάνει πλιάτσικο σε περισσότερα αρχεία ασθενών. Υπήρξε πυρά όπως συνήθως. Κάποιοι απ’ το προσωπικό στο Ινστιτούτο υποπτεύθηκαν πως η υπόθεση πήγαινε πέρα από τον απλό αντί-Σημιτισμό και την ομοφοβία. Οι Ναζί φοβούνταν πως το Ινστιτούτο «ήξερε πολλά» για αξιωματούχους του κόμματος που είχαν έρθει για να λάβουν θεραπεία για το μη-Άρειο πρόβλημά τους· ήταν ομοφυλόφιλοι. Περισσότερα αρχεία, «εβραϊκή βρωμιά», κάηκαν στην Πλατεία της Όπερας.

Πλατεία Bebelplatz (πρώην Opernplatz) Μνημείο για την Καύση των Βιβλίων που έλαβε χώρα στις 10 Μαΐου 1933. Από τον Μίχα Ούλμαν. Το μνημείο αποτελείται από ένα γυάλινο σκέπαστρο πάνω στο λιθόστρωτο της πλατείας, που βλέπει σε άδεια ράφια βιβλιοθήκης.
Στις 7 Μαΐου, με τις ευλογίες του Φρόυντ, ο Μαξ Έιτινγκον παραιτήθηκε από πρόεδρος του Ινστιτούτου του Βερολίνου. Τρεις μέρες αργότερα, φοιτητές από το Πανεπιστήμιο Βίλχελμ Χούμπολτ πήραν βιβλία από τη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου τους στην Φρανς Τζόζεφ Πλατς. Κι αυτοί ανάψαν μια πυρά και, για άλλη μια φορά, μια μπάντα έπαιζε. Ανάμεσα στους συγγραφείς των οποίων τα βιβλία κάηκαν στις φλόγες ήταν οι: Χ. Τζ. Γουέλς, Έρνστ Χέμινγουεϊ, Καρλ Μαρξ, Σίγκριντ Ούντσετ, Άλμπερτ Αϊνστάιν, Τόμας Μανν, Τζακ Λόντον, Έρικ Μαρία Ρεμάρκ και, φυσικά, ο ίδιος ο Φρόυντ. Υπήρξε κάποια τελετή καθώς οι φοιτητές παρέδιδαν τα βιβλία του στις φλόγες ένα προς ένα. Ο Φρόυντ τόλμησε να δει μέσα στο μυαλό τους, και ήταν ένας απ’ τους πιο απεχθείς απ’ αυτούς τους συγγραφείς.
Το περιστατικό με δυσκολία θα χαρακτηριζόταν αυθόρμητο, καθώς ο Υπουργός Προπαγάνδας, Τζόζεφ Γκέμπελς, βρέθηκε διαθέσιμος για να βγάλει λόγο. Οι φοιτητές τραγούδησαν ναζιστικά τραγούδια γύρω απ’ τη φωτιά. Μέσα στις επόμενες μέρες, κι άλλες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες λεηλατήθηκαν και περισσότερα βιβλία κάηκαν σε όλη τη Γερμανία. Ο διεθνής τύπος ήταν έξω φρενών· οι πολιτικοί διεθνώς έμειναν σιωπηλοί.
«Εκατοντάδες χιλιάδες [άνθρωποι] προχώρησαν σε εξάωρη διαμαρτυρία για τις τακτικές των Ναζί», είναι ο τίτλος των New York Times στις 11 Μαΐου. Με ανατριχιαστική ακρίβεια το Newsweek αποκαλεί το περιστατικό «ένα ολοκαύτωμα βιβλίων». Πολλές εφημερίδες παραθέτουν μια προειδοποίηση από τον Γερμανοεβραίο ποιητή του 19ου αιώνα Χέινριχ Χάιν, έναν από τους αγαπημένους συγγραφείς του Φρόυντ. Στο θεατρικό του έργο Almansor (1821) για την Ισπανική Ιερά Εξέταση, ένας από τους ήρωες του Χάιν λέει, «Αυτό δεν είναι παρά ο πρόλογος. Εκεί που καίγονται βιβλία, στο τέλος θα καούν και άνθρωποι». Κατ’ ασυνήθη τρόπο οι New York Times επέτρεψαν στον ανταποκριτή τους στο Βερολίνο να σχολιάσει: «Αυτό το απόγεμα ένα σημαντικό κομμάτι του Γερμανικού φιλελευθερισμού –αν ακόμα αυτός υπήρχε– κάηκε μαζί με τα βιβλία».
Ο Γουόλτερ Λίπμαν, κορυφαίος δημοσιογράφος της εποχής κατάλαβε, όπως ο Χάιν, πως αυτό ήταν η αρχή κι όχι το τέλος. Έγραψε:
«Οι Ναζί σκοπίμως και συστηματικά προσπαθούν να στρέψουν το μυαλό των Γερμανών στον πόλεμο. Αυτές οι πράξεις συμβολίζουν τον ηθικό και πνευματικό χαρακτήρα του ναζιστικού καθεστώτος. Γιατί αυτή η πυρά δεν είναι το έργο σχολιαρόπαιδων ή της μάζας αλλά της κυρίαρχης Γερμανικής Κυβέρνησης που δρα μέσω του Υπουργού Προπαγάνδας και Δημόσιου Διαφωτισμού. Ο δυσοίωνος συμβολισμός αυτής της πυράς είναι ότι υπάρχει μια κυβέρνηση στην Γερμανία που σκοπεύει να διδάξει στους ανθρώπους πως η σωτηρία τους βρίσκεται στη βία».
Κάνοντας χιούμορ παρά τη σφοδρότητα της κατάστασης, ο Φρόυντ παρατήρησε ότι οι πράξεις των Ναζί αποτελούν ηθική πρόοδο. Τον Μεσαίωνα θα είχαν κάψει και τον ίδιο, τώρα αρκούνταν να κάψουν τα βιβλία του. [σσ. 89-91].
[…].