Έχει ήδη σχεδόν ξημερώσει, αν και η συννεφιά δεν αφήνει την ανατολή να λούσει τον ουρανό με φως. Τα πάντα είναι σκούρο μπλε. Τί κάνω ξύπνια τέτοια ώρα; Το έχω ξαναδεί το έργο. Αυτή η αδυναμία, ή ανικανότητα, να κοιμηθώ, που αρνήθηκα να παλέψω με χημικά μέσα το 2009, και το άγχος στα όρια της κρίσης πανικού που νόμισα ότι κατάφερα να ξεπεράσω το 2010 φαίνεται να μου χτυπάνε ξανά την πόρτα –αρκετά δυνατά ώστε να με κρατούν με τα μάτια ορθάνοιχτα στις τέσσερις και μισή το πρωί, χωρίς ν’ απολαμβάνω την αγρύπνια μου όπως συνήθως συμβαίνει όταν με βρίσκει το ξημέρωμα ξύπνια. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Με ανοιχτά ή κλειστά μάτια το μόνο που σκέφτομαι επιτακτικά είναι πώς θα μαζέψω όλη τη σαβούρα μου –το βιός μου δηλαδή– πώς θα την πακετάρω για να την αφήσω πίσω. Το μυαλό μου φτιάχνει λίστες με το τί πρέπει να πάει πού, που αμέσως τις ξεχνώ και ξεκινώ την καταμέτρηση πάλι απ’ την αρχή. Μια ατέρμονη μονομαχία εγώ κι οι ανύπαρκτες κούτες. Το σιχαίνομαι. Σιχαίνομαι αυτές τις χαμένες ώρες που η κούραση δεν κερδίζει, αλλά στέκεται αποκαμωμένη σε μια γωνία όσο το κεφάλι μου παλεύει με ανεμόμυλους. Δεν μπορώ να βρω κούτες πουθενά. Πού θα τα χωρέσω όλ’ αυτά τα πράγματα; Πρέπει να βάλω σίδερο. Πρέπει να ξεδιαλέξω σημειώσεις και χαρτούρα. Και τέλος πάντων να μια θαυμάσια ευκαιρία να πετάξω όλα μου τα τρύπια βρακιά. Μα αυτό δε φτάνει. Πρέπει να ξεθάψω αυτά που είχαν στριμωχτεί, συμπιεστεί μέσα σε ντουλάπες, ντουλάπια, αποθήκες, κάτω απ’ το κρεβάτι, μέσα σε τσάντες και κουτιά· όλ’ αυτά που δεν ενόχλησαν κανέναν για χρόνια μέσα στις τρύπες τους, και τώρα θα τα ξεράσει το σπίτι στην επιφάνεια για να αναγκαστώ να βρω εγώ τρόπο να τα ξαναστριμώξω μέσα στις κούτες που δεν έχω. Όσο περισσότερο κοιτάζω γύρω μου τόσο πιο αδύνατο μου φαίνεται το εγχείρημα. Ανόητη· κακομαθημένη· ηλίθια. Μια μετακόμιση σου είπαμε να κάνεις, όχι να βρεις το μποζόνιο του Χιγκς. Δεν σου ζητήσαμε να τα πετάξεις στα σκουπίδια δα. Θα τα μαζέψεις ωραία-ωραία. Θα τα τακτοποιήσεις μέσα σε κούτες –κάπου θα βρεις κούτες. Κι ύστερα θα χώσεις όλη τη ζωή σου σε μια αποθήκη μέχρι νεοτέρας. Σταμάτα λοιπόν τη γκρίνια και πήγαινε για ύπνο. Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου.
Μα ήρθε. Ένα τέλος. Ενός κόσμου. Για όλ’ αυτά που μάζευα σαν μικρός ιδιόρρυθμος ρακοσυλλέκτης, ή ένα απ’ αυτά τα πουλιά που χτίζουν τη φωλιά τους με βρωμιές που μαζεύουν στο δρόμο: για τη λάμπα και το σκαμπό και το πουφ της Ελένης, τη βιβλιοθήκη του Τομ, τον καθρέφτη του Τσάρλι, τη μεταμοντέρνα κουνιστή πολυθρόνα εκείνης της κυρίας που αγόρασα απ’ το e-bay για ψίχουλα, τη θερμάστρα που έκλεψα από… δε σας λέω από πού, για το ναργιλέ που μου πήρε δώρο ο Άγγελος τα Χριστούγεννα, την ονειροπαγίδα που μου χαρίσανε η Σοφία κι η Μαριάννα, τη φωτογραφία της μαμάς μου με μένα μωρό στην αγκαλιά, και το μικρό καθολικό αγαλματάκι της προγιαγιάς μου με την Παναγιά και το θείο βρέφος, για το μαντίλι που κέντησα και το ‘κανα μετά σεμέν για το έπιπλο και τη ραγισμένη λάμπα Τίφανι, για τα βιβλία μου, και τα καπέλα μου, για τα ηλίθια αρκουδάκια, και την κακοζωγραφισμένη αυτοπροσωπογραφία μου… Όλ’ αυτά ήταν το σπιτικό μου, ο κόσμος που έφτιαξα για μένα τέσσερα χρόνια τώρα, χωρίς ευκολίες, και χωρίς ανέσεις, τον περισσότερο καιρό με πολύ κόπο και φοβερή προσπάθεια· αλλά ήταν ο δικός μου κόσμος, και το δικό μου σπίτι. Και τώρα πρέπει να το αφήσω πίσω, και να επιστρέψω μετά από τόσο καιρό στο σπίτι ενός άλλου. Εντάξει, της μάνας μου το σπίτι, το σπίτι που μεγάλωσα, ναι. Αλλά όχι το σπίτι που έφτιαξα, και που ήταν εντελώς δικό μου, και κανείς δεν το όριζε εκτός από ‘μένα. Στα εικοσιεπτά μου, πίσω στο σπίτι ενός άλλου. Στο μονό κρεβάτι που μου αγόρασαν όταν έκλεισα τα τρία. Στο κοινό δωμάτιο που θα αναγκαστεί να μοιραστεί μαζί μου μια διόλου χαρούμενη γι’ αυτό δεκαπεντάχρονη αδελφή. Πονάει το κεφάλι μου. Κι όσο κι αν καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ και δεν πρέπει να μουλαρώσω σε μια γωνιά και να τα βάλω με το σύμπαν, το πεντάχρονο μέσα μου αντιδρά άσχημα και στ’ αρχίδια του οι καλοί τρόποι, και το savoir faire, θέλει ν’ αρχίσει να κλωτσάει τους τοίχους και να ουρλιάζει μέχρι να ξυπνήσει όχι μόνο τον προβληματικό γείτονα, αλλά όλη τη γειτονιά, κι ολόκληρο το Γιόρκ αν γίνεται.
Εντάξει, ψυχραιμία. Δεν με περιμένουν καταναγκαστικά έργα στην Αθήνα. Κάθε άλλο. Αλλά ήταν ξαφνικό, και αρκετά αδιάλλακτο, και δεν κατάλαβα από πού μου ‘ρθε, ακόμα δεν το έχω καταλάβει μάλλον, αλλιώς θα είχα ήδη μαζέψει όλο αυτό το χάος αντί να το κοιτάζω και να περιμένω να πακεταριστεί μόνο του, χορεύοντας ίσως μια καντρίλια πριν σβουριχτεί μέσα στις κούτες που δεν έχω. Θεέ μου, πώς θα πακετάρω τα ποτήρια της σαμπάνιας; Όχι, ξέρω. Ξέρω τί φταίει. Δεν αφήνω τα πράγματα να φύγουν εύκολα. Μεγάλο πρόβλημα, και το είχα ανέκαθεν. Τί νόημα έχει τώρα που γραπώθηκα από το μαυρισμένο τζάκι που δεν άναψα ποτέ, και κοντεύω να ματώσω τα χέρια μου για να μην αφήσω να μου το πάρουν; Απεχθάνομαι· απεχθάνομαι, μισώ, σιχαίνομαι τις μετακομίσεις. Σιχαίνομαι ν’ αφήνω το σπίτι μου. Να γκρεμίζω το σπίτι μου. Να θάβω το σπίτι μου σε χαρτονένιες κούτες –που δεν κατάφερα καν να τις προμηθευτώ ακόμα. Πού θα χωρέσουν τόσα βιβλία; Μην παρανοήσετε, γνωρίζω πολύ καλά πως δεν είναι το τέλος του κόσμου. Και κάποια στιγμή πρέπει ν’ αντιμετωπίσω αυτή την εξάρτηση που έχω απ’ τα υλικά αγαθά. Δεν πρέπει; Δεν μπορεί να με απασχολούν περισσότερο οι ζωγραφιές στους τοίχους, το κουτί με τα κραγιόν, η αλατιέρα σε σχήμα cupcake και οι μπλε μολυβοθήκες, απ’ οτιδήποτε άλλο αφήνω πίσω. Η αλατιέρα ήταν η ζωή μου στην Αγγλία; Αστεία πράγματα. Δεν έχει λογική, το ξέρω. Και φυσικά δεν είναι το τέλος του κόσμου. Μα είναι λιγάκι το τέλος του κόσμου που έχτισα για μένα με τα χέρια μου απ’ το τίποτα. Όπως και να ‘χει δεν έχω ύπνο, κι ας ξημέρωσε πια εντελώς.