Σήμερα έπρεπε να πλύνω τα πιάτα. Δεν συμπαθώ καθόλου τις δουλειές του σπιτιού και τείνω να τις αναβάλλω μέχρι το μη παρέκει: μέχρι τα ρούχα να γίνουν βουνό για πλύσιμο και μετά στοίβα για σιδέρωμα, και τα πιάτα πύργοι και κάστρα πλάι στο νεροχύτη· αναβάλλω το ξεσκόνισμα μέχρι να μπορείς να γράψεις έκθεση με το δάχτυλο πάνω στα έπιπλα και το σκούπισμα μέχρι να καταστεί εφικτό να μαζέψεις απ’ τη μοκέτα μπάλες σκόνης, σαν αυτές που βλέπουμε σε ταινίες της άγριας δύσης όταν φυσάει στον έρημο δρόμο μπροστά απ’ το σαλούν πριν αρχίσει το πιστολίδι. Σήμερα όμως έπρεπε να πλύνω τα πιάτα και έτσι το κατάπια, το χώνεψα, το πήρα απόφαση τέλος πάντων, και ξεκούνησα να κατέβω στην κουζίνα. Σε έναν αγγλικό νεροχύτη θα βρει κανείς πολύ συχνά ένα σύστημα απίστευτης ανοησίας που και οι περισσότεροι Άγγλοι ακόμα δεν μπορούν να κατανοήσουν τη σήμερον ημέρα. Οι βρύσες της κουζίνας (καμιά φορά και του μπάνιου για πολύ μερακλήδες σπιτονοικοκύρηδες) είναι χωριστές. Διαφορετική για το ζεστό νερό και διαφορετική για το κρύο, χωρίς μίκτη· από τη δεξιά πλευρά του νεροχύτη παγώνεις και απ’ την αριστερή σε αρπάζουν οι φλόγες της κολάσεως (το ζεστό νερό είναι μόνιμη παροχή στο σπίτι και δεν χρειάζεται ν’ ανάψεις θερμοσίφωνα). Είμαι εδώ τόσα χρόνια που έμαθα να πλένω μόνο με το ζεστό νερό, μάλλον αναισθητοποιήθηκε το δέρμα μου ή ανέπτυξα κάποια αριστοτεχνική επιδεξιότητα στο να μην έρχομαι σ’ επαφή με το τρεχούμενο νερό καθώς ξεπλένω πιάτα, μαχαιροπίρουνα και σκεύη. Η αλήθεια είναι πως η βρύση μου σ’ ετούτη εδώ την οικία είναι κάπως ελαττωματική και το νερό είναι συνήθως οριακά ανεκτά καυτό με σπάνιες εκρήξεις λάβας (οπότε και αναγκάζομαι ν’ ανοίξω το κρύο για να περισώσω ό,τι μπορώ απ’ τα χέρια μου). Σε έναν μικρό νεροχύτη σαν τον δικό μου (και έχοντας να πλύνω πιάτα δυο-τριών ημερών) πρέπει να εφαρμόζεις επιχειρησιακό πλάνο: βάζω μέσα στη γούρνα τα πιάτα (τα υπόλοιπα στον πάγκο, πλάι), σαπουνίζω πρώτα ποτήρια και μαχαιροπίρουνα, τα ξεπλένω, τα τοποθετώ στο στραγγιστήρι, σαπουνίζω τα πιάτα, μεταφέρω τα κατσαρολικά στη γούρνα (όπου δεν χώραγαν πριν), ξεπλένω τα πιάτα, τα βάζω στο στραγγιστήρι, σαπουνίζω και ξεπλένω τα υπόλοιπα σκεύη. Νομίζω ότι έτσι κάνω κάποια οικονομία στο νερό και το σαπούνι γιατί ενώ ξεπλένω τα μεν μουλιάζουν τα δε, και τέλος πάντων αυτός ο τρόπος μου φαίνεται πιο πρόσφορος απ’ την ελαφρώς αηδιαστική αγγλική μέθοδο: τα βάζω όλα μέσα στη γούρνα, την γεμίζω νερό, σαπουνίζω και τα βγάζω να στεγνώσουν χωρίς ξέπλυμα. Όπως και να ‘χει, αυτό το σύστημα εφαρμόζω.


Σήμερα εκτός απ’ όλα τ’ άλλα είχα κι ένα σωρό μικρά πλαστικά μπολάκια να πλύνω πράγμα που για έναν εμμονικό άνθρωπο σαν εμένα προκαλεί μείζων πρόβλημα στην αυστηρά καθορισμένη διαδικασία και πρέπει να βρει τρόπο να τα εντάξει στο πλάνο χωρίς να χαλάσει σημαντικά την ισορροπία. Τα μπολάκια λοιπόν έπρεπε να πλυθούν μετά τα μαχαιροπίρουνα και πριν τα πιάτα. Τα σαπούνισα με φροντίδα (τα λάδια βγαίνουν δύσκολα απ’ το πλαστικό) αλλά έχοντας το μυαλό μου αλλού γιατί ήταν αργά και ήμουν κουρασμένη, κι ύστερα άνοιξα το καυτό νερό για να τα ξεπλύνω πριν περάσω στο επόμενο στάδιο. Συνέχισα να κοιτάζω τη μαυρίλα έξω απ’ το παράθυρο –το τίποτα δηλαδή, γιατί τίποτα δεν μπορούσες να δεις με την αντανάκλαση του ηλεκτρικού φωτός απ’ την κουζίνα στο τζάμι– και να ξεπλένω προσεκτικά γιατί σήμερα η βρύση ήταν ιδιαιτέρως φλογερή και με είχε δυο φορές ήδη κάψει επώδυνα. Γυρίζοντας το κεφάλι μου στ’ αριστερά για να τακτοποιήσω το μπολ που κρατούσα στο στραγγιστήρι αιφνιδιάστηκα, απότομα βλέποντας πάνω σ’ ένα πλυμένο πιρούνι ένα μεγάλο, πράσινο, τρομακτικό μαμούνι που δεν μπορώ να καταλάβω από πού στο καλό μπορεί να μπήκε μια και όλα ήταν κλειστά. Η αυθόρμητη αντίδρασή μου ήταν να το τινάξω απ’ το πιρούνι, κι όπως ήταν βαρύ και μάλλον όχι φτερωτό (ένα πλακουτσωτό πράγμα με σκληρό κέλυφος ίδιο ελληνική βρωμούσα) έπεσε μ’ ένα σπλατς μέσα στη γούρνα με το καυτό νερό. Δεν πρόλαβε καν να κουνήσει απελπισμένα τα κάμποσα πόδια του, που μαζεύτηκαν αμέσως στα πλευρά του, και το νεκρικό τσόφλι του συνέχισε να κολυμπάει στη γούρνα γύρω απ’ άπλυτα όσο εγώ ξέπλενα τα μπολάκια, κι όσο μετά σαπούνιζα ένα-ένα τα πιάτα, βγάζοντάς τα απ’ το νεροχύτη και αφήνοντάς τα στον πάγκο, να περιμένουν να ξεπλυθούν κι αυτά με τη σειρά τους. Το έβλεπα εκεί να κλυδωνίζεται, και σκεφτόμουν τί φρικτό θάνατο βρήκε αυτό το πλάσμα μέσα στο καυτό νερό, κι αν πρόλαβε να νιώσει πόνο, κι αν έστω στιγμιαία κατάλαβε ότι πέθαινε μέσα σε μια γούρνα λιγδιασμένη σαπουνάδα. Έχει συνείδηση μια βρωμούσα; Καταλαβαίνει πως υπάρχει; Πως η ύπαρξή της έχει χρονικό όριο; Κάτι τέτοια σκεφτόμουνα, και όσο πέρναγε η ώρα –δεν μπορούσα να το βγάλω απ’ το κεφάλι μου– τόσο με ενοχλούσε η σκέψη αυτού του ηλίθιου, άχρηστου, αχρείαστου, ασήμαντου θανάτου που άρχισα να θυμώνω· θύμωσα με το έντομο που ήρθε να με ταράξει, γιατί εγώ δεν του ζήτησα να βρεθεί μπροστά μου, και τέλος πάντων, αυτό το βρωμερό, μαλακισμένο πλάσμα ήταν πάνω στο φρεσκοπλυμένο πιρούνι μου, που τώρα έπρεπε να ξαναπλύνω γιατί αυτό το σίχαμα περπατούσε εκεί που δεν το σπείρανε. Κι ύστερα συνέχισα να θυμώνω, κι όταν έβγαλα και το τελευταίο πιάτο απ’ τη γούρνα, το νερό ρουφήχτηκε απότομα στην αποχέτευση, μα αυτές οι τρυπούλες του νεροχύτη –πώς στο διάολο τις λένε– είναι στενές, και τούτο το πεθαμένο το πράγμα έμεινε σουρωμένο και έπρεπε να το πιάσω με τα χέρια μου, έπρεπε να πιάσω το πτώμα του με τα δάχτυλά μου για να το πετάξω στα σκουπίδια όπου ανήκε. Και που το πέταξα καλό δεν έκανε, γιατί συνέχισα να το βλέπω πίσω απ’ τις τρύπες του νεροχύτη, καταπράσινο και πεθαμένο, ένα στοιχειό κανονικό –εντάξει, δεν ήταν αυτό, ήταν κάτι σκουριασμένες μεταλλικές ενώσεις μέσα στο σιφόνι, αλλά χρειάστηκε να σκύψω πάνω απ’ το νεροχύτη και να κοιτάξω πολύ προσεκτικά για να καταλάβω τί στ’ αλήθεια πρασίνιζε εκεί κάτω και δεν έχει σημασία τέλος πάντων, γιατί εγώ συνέχισα να το βλέπω, και πάνω απ’ όλα να ξέρω ότι είχε πεθάνει, εξαιτίας μου, μ’ έναν φριχτό θάνατο μέσα σε μια γούρνα καυτό βρωμόνερο. Έκαψα το χέρι μου πάλι. Αυτό φταίει. Αυτό φταίει για όλα. Και κυρίως που εμφανίστηκε απότομα μπροστά μου και μ’ έκανε ν’ ασχοληθώ με τη μιζέρια του, ενώ είχα ήδη κάμποση δική μου να μ’ απασχολεί. Σιχαίνομαι να πλένω τα πιάτα.

Ο νοών νοείτο.

Σημείωση: Δεν ανήκω στους ανθρώπους που «δεν έχουν σκοτώσει ούτε ένα μυρμήγκι» στη ζωή τους και η οικολογική τους συνείδηση καθιστά μια τέτοια κίνηση ισοδύναμη τεράστιας αμαρτίας. Δεν θα το επιδιώξω, και θα το αποφύγω όποτε είναι εφικτό, αλλά η αλήθεια είναι πως σκοτώνω έντομα όλη την ώρα· νομίζω ότι έχω ξεκληρίσει όλες τις αποικίες κουνουποειδών του Γιόρκ. Ωστόσο αυτές οι απρόσκλητες σκέψεις σήμερα ήταν τελείως αληθινές και τελείως αυθόρμητες, και βέβαια απολύτως σχετικές με την επικαιρότητα που βιώνουμε.