Κανόνας Όρθρου Μεγάλου Σαββάτου (Μεγάλη Παρασκευή εσπέρας-Ακολουθία του Επιταφίου)
Ἔκστηθι φρίττων οὐρανέ, καὶ σαλευθήτωσαν τὰ θεμέλια τῆς γῆς· ἰδοὺ γὰρ ἐν νεκροῖς λογίζεται, ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν, καὶ τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται· ὃν Παῖδες εὐλογεῖτε, Ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Ὢ τῶν θαυμάτων τῶν καινῶν! ὢ ἀγαθότητος! ὢ ἀφράστου ἀνοχῆς! ἑκὼν γὰρ ὑπὸ γῆς σφραγίζεται, ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν, καὶ πλάνος Θεὸς συκοφαντεῖται· ὃν Παῖδες εὐλογεῖτε, Ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Ξεκίνησα να γράφω το κείμενο αυτό πέρυσι την Μεγάλη Εβδομάδα. Για πάρα πολλούς λόγους δεν μπόρεσα να το τελειώσω τότε: το παράτησα το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου· κι εφέτος δυσκολεύομαι πάρα πολύ να το ξαναρχίσω. Το περιτριγυρίζω μέρες τώρα, ανοίγω το αρχείο, το κλείνω πάλι, έχω σκεφτεί άπειρα πράγματα που θέλω να πω, αλλά είναι πολύ μεγάλα για να χωρέσουν σε μια ανάρτηση και πολύ δύσκολα για να τα εκθέσεις με την απαιτούμενη απλότητα. Κρατάω τον τίτλο που έδωσα όταν ξεκίνησα να γράφω το κείμενο, αν και δεν τον αισθάνομαι πλέον ως αντιπροσωπευτικό. Κρατώ αυτά που έγραψα πέρυσι το Μεγάλο Σαββάτο αυτούσια, αν και η πρώτη μου σκέψη ήταν να τ’ αλλάξω και να τα αφομοιώσω σε ένα ενιαίο κείμενο χωρίς να αναφέρω καν την μεταχρονολόγηση του.
Μεγάλο Σάββατο, 23 Απριλίου 2011
Εχθές είχα ολημερίς μια διάθεση δακρύβρεχτη. Ξέρω ποια ήταν η αφορμή, ένα τραγούδι που άκουσα την προηγούμενη μέρα και μου εντυπώθηκε πολύ έντονα, ως αίσθηση περισσότερο, εντελώς βιωματικά και επώδυνα. Ο τίτλος του τραγουδιού είναι Μεγάλη Πέμπτη, τραγουδισμένο από τον Αλκίνοο Ιωαννίδη σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Χρήστου Τσιαμούλη. Η μουσική του είναι εντελώς λιτή και ύστερα από μια σύντομη εισαγωγή ακούγονται τα πρώτα λόγια: «Αυτός που κρέμασε τον ήλιο/στο μεσοδόκι τ’ ουρανού/κρεμάται σήμερα στο ξύλο». Για μένα αυτοί οι τρεις στίχοι αναδεικνύουν την πιο επιβλητική εικόνα της Μεγάλης Εβδομάδας, τη στιγμή που ο πλάστης, ο δημιουργός του κόσμου, ο εν ύδασοι τη γη κρεμάσας κρεμάται επί ξύλου, πραγματικά προδομένος από τους συνανθρώπους του και καταδικασμένος απ’ τον συν-θεό στο μαρτύριο. Γι’ αυτό πάντα το Ορθόδοξο Πάσχα μου φαινόταν ως ένα πολύ ανθρώπινο, όχι θείο, δράμα. Και κάτω απ’ το σταυρό, η εμβληματική φιγούρα όχι της Θεομήτορος, απλά της μάνας που χάνει το παιδί της με τον πλέον φριχτό τρόπο ∙ η εικόνα αυτή πάντα μου έφερνε δάκρυα στα μάτια και ένα δυσάρεστο σφίξιμο. Το να ακούσω τον Ιωαννίδη να τραγουδά, μ’ αυτή την γήινη, καθησυχαστική φωνή: «Και στ’ ασπαλάθια της ερήμου/μια μάνα φώναξε, παιδί μου», ήταν αρκετό για να με βάλει ολοκληρωτικά στο κλίμα της Μεγάλης Εβδομάδας. Όλη την Μεγάλη Παρασκευή σιγομουρμούριζα τους στίχους του τραγουδιού, στο δρόμο, στη δουλειά, καθώς σέρβιρα τυρόπιτες και ντόνατς και καφέδες και σάντουιτς, και στο λεωφορείο και στο σουπερμάρκετ. Και μόλις έφτανα σ’ αυτούς τους στίχους βούρκωναν τα μάτια μου.
Έτσι μπήκα σε σκέψεις. Σκεφτόμουν ότι το Ορθόδοξο Πάσχα το αγαπώ πάρα πολύ. Δεν είμαι θρησκευόμενη εδώ και πολλά χρόνια, και η αγάπη μου αυτή δεν είναι θρησκευτικής φύσης. Αγαπώ αυτή την πολιτισμική κατασκευή που είναι το Πάσχα, την εκδήλωση της άπειρης αγάπης, της αδιαμαρτύρητης θυσίας. Και ταυτόχρονα με καταρρακώνει η χαμένη προοπτική της ανάστασης. Μερικές ημέρες πριν μια συνάδελφός μου, πεντηκοστιανή στο θρήσκευμα, μου έπιασε κουβέντα περί θρησκείας. Με ρώτησε τί πιστεύω, κι όταν της είπα πως ΔΕΝ πιστεύω διατύπωσε τις συνήθεις απορίες που διατυπώνουν οι ευσεβείς σε αντίστοιχες καταστάσεις: «Μα πώς αντέχεις να ζεις χωρίς να πιστεύεις στον Θεό; Σε τί ελπίζεις; Πώς περνάς τα δύσκολα αν δεν έχεις την δυνατότητα να κρατηθείς από την προσευχή; Πώς μπορείς να ζεις πιστεύοντας ότι δεν θα υπάρχει τίποτα από σένα μετά το θάνατο;». Αυτές οι ερωτήσεις πάντα με καταθλίβουν. Κυριολεκτικά με καταθλίβουν, γιατί αντικειμενικά η απάντηση είναι –για μένα τουλάχιστον– ότι η ζωή ενός άθεου βιώνεται σε ένα επίπεδο ως πολύ πιο σκληρή και δύσκολη, πολύ πιο απελπισμένη απ’ τη ζωή του θρησκευόμενου ανθρώπου. Και κυρίως η ζωή του εκπεσόντα άθεου, αυτού που γαλουχήθηκε με συγκεκριμένες αξίες, και προσδοκίες, και έφτασε κάποια στιγμή στη ζωή του να μην πιστεύει σε τίποτα όχι από αντίδραση και θυμό (για παράδειγμα μετά από το σοκ ενός θανάτου) αλλά απλά γιατί πραγματολογικά δεν είναι σε θέση να πιστέψει σ’ αυτό το υπερφυσικό «κάτι» που απαιτεί η θρησκεία. Είναι όμως πράγματι αβάσταχτο το να μην έχεις πού να στραφείς, το να μην έχεις να ελπίζεις, και κυρίως το να είσαι υποχρεωμένος να επικεντρώνεις όλη σου τη σκέψη και ενέργεια στο εδώ και στο τώρα, γιατί ξέρεις –πιστεύεις τέλος πάντων, κι αυτό είναι περίπου το ίδιο– ότι για σένα, και για όλους τους άλλους δεν υπάρχει μετά.
Δεν νομίζω ότι θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που καταστάλαξε μέσα μου το ότι δεν πιστεύω πια στην θεία αφήγηση, τον βιωμένο Λόγο. Ήταν ένα ζεστό και ταραγμένο καλοκαίρι όταν άνοιξε ξαφνικά μια απύθμενη άβυσσος μπροστά μου, η άβυσσος του αναπότρεπτου, δίχως γυρισμού τίποτα. Έγιναν όλα σχεδόν σε μια στιγμή, και τη στιγμή εκείνη άρχισα να κλαίω με λυγμούς, από παράπονο περισσότερο και για πολύ ώρα∙ μια εικόνα είχε σχηματιστεί στο μυαλό μου, οι εξαθλιωμένες μητέρες της Αφρικής, με τ’ αποστεωμένα παιδιά τους να κρέμονται απ’ το στήθος τους, σε μια απέλπιδη προσπάθεια να τα θρέψουν. Και σαν σε λούπα έπαιζε ξανά και ξανά και ξανά μια πρόταση στο κεφάλι μου «Τόσες μανάδες, τόσα παιδιά∙ τόσες μανάδες, τόσα παιδιά». Μου ήταν αβάσταχτη η σκέψη ότι αυτοί οι άνθρωποι που πέρασαν μια ζωή στην κόλαση επί γης δεν θα βίωναν ποτέ τη γαλήνη, ότι απλά θα εξαφανίζονταν στο τίποτα, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Μα ακόμα πιο αβάσταχτη μου ήταν η ιδέα αυτής της Αφρικανής μάνας –της όποιας μάνας– που χάνει το παιδί της και δεν θα το συναντήσει ποτέ, ποτέ, ποτέ ξανά, ούτε καν στην άλλη ζωή, γιατί η άλλη ζωή δεν υπάρχει, και δεύτερη ευκαιρία δεν υπάρχει, και λύτρωση δεν υπάρχει. Η μάνα αυτή που ξεσκίζεται η ψυχή της στ’ ασπαλάθια της ερήμου για το παιδί που χάνει είναι για μένα η ύψιστη εικόνα της τραγικότητας. Η εικόνα αυτή σφράγισε την εξέλιξή μου σαν άνθρωπο λιγάκι. Ή ίσως ήταν η γνώση ότι βαθιά μέσα μου θα προτιμούσα να είμαι σε θέση να πιστεύω σε κάτι, και πως αυτό που έχανα εκείνη τη στιγμή είχε ένα δυσβάσταχτο κόστος και δεν είχε επιστροφή. Νομίζω ότι μετά απ’ αυτό αγάπησα το Πάσχα ακόμα περισσότερο. Το αγάπησα όπως αγαπάς κάτι που χάνεις, κάτι όμορφο που το βλέπεις από μακριά και ξέρεις ότι δεν μπορείς να το πιάσεις ποτέ ξανά. Και έχουν γίνει από τότε οι αντιδράσεις μου πολύ πιο συναισθηματικές απέναντι στην τυπολογία της γιορτής και στο θρησκευτικό τελετουργικό. Για μια εβδομάδα το χρόνο, χωρίς να ξεχνάω σε τί δεν πιστεύω, με απορροφά το κλίμα της κατάνυξης που έχει επενδυθεί με τον πόνο της απώλειας και έχει φορτωθεί με όλες τις παιδικές μου αναμνήσεις και όσα αυτές συνεπάγονται. Θυμάμαι την Μεγάλη Τετάρτη τη γιαγιά μου να κλαίει με την περιφορά του Εσταυρωμένου στην εκκλησία. Θυμάμαι να μου φαίνεται αστείο να της τραβάω το μανίκι και να της λέω: «Έλα ρε γιαγιά, ρεζίλι μας κάνεις!» και να μου απαντάει «Δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω. Κοίτα τον στο Σταυρό. Εκείνος μας αγαπούσε κι εμείς οι άνθρωποι τον σταυρώσαμε». Σήμερα η ίδια εκείνη εικόνα είναι η εικόνα της μητέρας καταρρέει και η ανάμνησή της και μόνο μου προκαλεί αβάσταχτη συγκίνηση. Μιλώ για την εικόνα του ανθρώπου που γραπώνεται απ’ την πίστη και βιώνει την εκκλησιαστική τελετουργία με την ψυχή του. Για τη γιαγιά μου ο Θεάνθρωπος που σταυρώθηκε για τις αμαρτίες μας είναι μια υπαρκτή πραγματικότητα και αυτό μιλάει μέσα της με τον πιο θαυμαστό τρόπο. Την ζηλεύω και την αγαπώ γι’ αυτό ακόμα περισσότερο. Η γιαγιά μου κρατιέται από αυτό που προαναγγέλλουν οι τελευταίοι στίχοι του τραγουδιού: «Θα ξανασπείρει καλοκαίρια/στην άγρια παγωνιά του νου/Αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια/στην άγια/σκέπη τ’ ουρανού/κι εγώ κι εσύ, και εμείς κι οι άλλοι/θα γεννηθούμε τότε πάλι». Κρατιέται απ’ αυτό που εγώ έχασα. Νιώθει ένα άπιαστο μεγαλείο και βιώνει την ελπίδα κατάσαρκα.
Μεγάλο Σάββατο, 14 Απριλίου 2012
Η εκκλησιαστική παράδοση της Μεγάλης Εβδομάδας αποτελεί ένα ζωντανό δρώμενο υπέρτατης ομορφιάς. Σπουδαία ποίηση, καταπληκτική μουσική και μια σκηνοθετική τυπολογία που κουβαλάει αιώνες, την καθιστούν σημαντικό πολιτιστικό αγαθό. Και ανεξαρτήτως της πίστης και της ευλάβειας, είναι μια ευκαιρία για σκέψη και στοχασμό πάνω σε μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα. Δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους που με αφορμή ή δικαιολογία την αθεΐα τους απορρίπτουν το εκκλησιαστικό τελετουργικό (υπάρχουν πάντα περιπτώσεις εκτεταμένου ψυχικού τραύματος που πρέπει να ληφθούν υπόψιν φυσικά, αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση χρειάζεται να υπάρξει κατανόηση της κατάστασης πριν υπάρξει λύση). Κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος οφείλει να προβεί σε στοιχειώδεις διαχωρισμούς και να αξιολογήσει τα πράγματα σύμφωνα με την πραγματική τους διάσταση. Είναι άλλο πράγμα η πίστη, άλλο πράγμα το τελετουργικό και άλλο πράγμα η Εκκλησία ως θεσμός. Μπορείς να παίρνεις τις αποστάσεις σου απ’ την πίστη, να επικρίνεις τον θεσμό, αλλά δεν μπορείς να μην εκτιμήσεις το τελετουργικό σε αισθητικούς όρους (φυσικά μπορείς να το απορρίψεις με βάση το αισθητικό σου κριτήριο, αλλά αυτό απαιτεί να έχεις καταφέρει πρώτα να ξεκαθαρίσεις πλήρως τους παραπάνω όρους). Η θρησκευτική πίστη και η εκκλησιαστική παράδοση έχουν υπάρξει από ενάρξεως του ανθρώπινου πολιτισμού η βασική αφετηρία της τέχνης σε όλους τους τομείς (εικαστικά, μουσικά, λογοτεχνικά) και αν απαξιώνεις συλλήβδην οτιδήποτε έχει να κάνει με την θρησκεία ουσιαστικά απαξιώνεις το σύνολο του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο πολιτισμός έχει μια συνέχεια –χωρίς την οποία δεν δύναται άλλωστε να υπάρξει– και σε μεγάλο βαθμό πιστεύω ότι αποτελεί το αποτέλεσμα της σύμπλευσης ή της σύγκρουσης με κάποιο θρησκευτικό κατεστημένο. Η ύπαρξη της έννοιας του Θείου υπήρξε η κινητήρια μορφή της ανθρώπινης πνευματικής εξέλιξης και θα έλεγα ότι υπήρξε η βάση πάνω στην οποία εξελίχθηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε εδώ ότι δεν μιλώ για την Εκκλησία ως θεσμό, που πολύ συχνά καταδίωξε ή φίμωσε την τέχνη και την επιστήμη, αλλά για το φιλοσοφικό υπόβαθρο που εμπεριέχει η ίδια η έννοια της θρησκείας.
Κάθε σύστημα σκέψης, είτε θρησκευτικό, είτε φιλοσοφικό (που είναι ουσιαστικά δυο όψεις του ίδιου νομίσματος) είναι υποχρεωτικά αυταρχικό. Απαιτείται μια μερική «τύφλωση» όχι απλά για να γίνεις αποδεκτός από τους εκπροσώπους του συστήματος (γεγονός που άπτεται της θεσμικής διάστασης ενός κινήματος) αλλά για να μπορέσεις να απολαύσεις αυτό που στην Ορθοδοξία λέγεται «θέωση», και είναι ουσιαστικά η πνευματική σου ένταξη σε έναν τρόπο σκέψης ψυχή τε και σώματι. Για να βιώσεις με πλήρη αγαλλίαση την προοπτική της Αναστάσεως (την ασφάλεια της Αναστάσεως) οφείλεις να δεχτείς άκριτα κι αδιαμαρτύρητα τις αρχές που διέπουν το θρησκευτικό σύστημα, να δεχτείς τον εξόφθαλμο παραλογισμό των θέσεων της (όποιας) εκκλησίας, να απορρίψεις ή ν’ αμφισβητήσεις προφανείς επιστημονικές ανακαλύψεις και να κλείσεις τα μάτια στην επιστημονική πρόοδο. Με τον ίδιο τρόπο για να βιώσεις πλήρως την εκστατική και ηδονική ελευθερία που σου προσφέρει η έλλειψη θρησκευτικών δεσμών, πρέπει να εγκαταλείψεις το ευλογημένο αποκούμπι και την θαλπωρή της πεποίθησης ότι κάποιος εκεί πάνω φροντίζει για σένα και μπορείς να στραφείς σ’ Αυτόν, να καταφύγεις στην ασφάλειά της παρουσίας του και να αφήσεις τα βάρη σου στην δική του πλάτη.
Κατά την διάρκεια της Βρετανικής Μεγάλης Εβδομάδας (εφέτος το Πάσχα με το Νέο Ημερολόγιο έπεσε μια εβδομάδα νωρίτερα απ’ το Ορθόδοξο Πάσχα) μας έριξαν στην πόρτα ένα φυλλάδιο τοπικής εκκλησίας που έγραφε: «Σε περίπτωση που δεν το ξέρεις, είσαι ανεπιφύλακτα αγαπημένος. Απολύτως αποδεκτός. Ολοκληρωτικά συγχωρεμένος. Έγινε! Βίωσέ το». Εγώ δεν έχω την ανάγκη να βιώσω την συγχώρεση, γιατί δεν πιστεύω στο Προπατορικό Αμάρτημα, ούτε πως γεννήθηκα κουβαλώντας μια κοσμική αμαρτία. Νιώθω καλά με τον εαυτό μου και η ηθική μου δεν έχει την ανάγκη της θρησκευτικής ηθικολογίας. Είναι όμως γεγονός ότι μάλλον δεν θα ξεπεράσω ποτέ τα βιώματα της παιδικής μου ηλικίας, και στις πιο αδύναμες στιγμές μου πάντα θα ξεπετάγεται με την μορφή του Υπερεγώ η φωνή της Ορθόδοξης Εκκλησίας για να με ψέξει για το ένα ή το άλλο και ταυτόχρονα να μου θυμίσει ότι μαζί μ’ όλα τ’ άλλα έχασα και την άνευ όρων «αγάπη» που βιώνει ο Χριστιανός. Είναι κάτι που έχω αποδεχθεί ως ασυνείδητη ψυχική διεργασία στην οποία δεν έχω ευθεία πρόσβαση· και ξέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν με τ’ απομεινάρια τέτοιων δαιμόνων για όλη τους τη ζωή. Ο τρόπος που βρήκα εγώ για να τ’ αντιμετωπίσω είναι με το να μην καταπιέζω αυτά τα συναισθήματα όταν μου γεννιούνται, να μην γίνομαι δηλαδή ανάποδα αυταρχική προσπαθώντας για χάρη της αθεΐας μου να καταπιέσω ένα κομμάτι του εαυτού μου το οποίο έστω και χωρίς να πιστεύει συγκινείται και ενθουσιάζεται σε περιπτώσεις όπως αυτή του Πάσχα. Πιστεύω αντίθετα ότι το ν’ ανοίξεις το μυαλό σου σε διαφορετικούς τρόπους σκέψης –ακόμα κι αν δεν τους υιοθετήσεις ολοκληρωτικά– είναι πνευματικό και διανοητικό κέρδος.
Η εξέλιξη της θρησκείας από την ειδωλολατρεία στον μονοθεϊσμό κι από ‘κει στην τριαδική θεότητα είναι ένα προς ένα βήματα της ανθρωπότητας προς την πνευματική της ωρίμανση. Το κάθε στάδιο που ανέφερα αποτελεί θεμελιώδη αλλαγή παραδείγματος, που μας έφερνε κάθε φορά ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση του κόσμου, στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Θα επιμείνω να υπενθυμίζω ότι δεν μιλάω για την εκκλησιαστική εξουσία που αποτέλεσε αντίθετα τροχοπέδη για την εξέλιξη των παραπάνω. Ούτε υπονοώ την πραγματική ύπαρξη κάποιας θεότητας, μιλάω αποκλειστικά για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της ανθρωπότητας ανά τους αιώνες. Ουσιαστικά η μεταβολή σ’ αυτές τις θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούσε κάθε φορά ένα στάδιο ωρίμανσης της ανθρωπότητας εν γένει, που η «Εκκλησία» (οποιαδήποτε θεσμοθετημένη αρχή) προσπαθούσε πάντα να καλουπώσει και να χρησιμοποιήσει για ίδιον όφελος (για να εδραιώσει και να επεκτείνει την εξουσία της). Όμως αν βγάλουμε την Εκκλησία λιγάκι απ’ τη μέση, και τους επίσημους λειτουργούς της, αν δούμε τον κορμό της θρησκευτικότητας καταλαβαίνουμε ότι αν αυτά τα στάδια δεν είχαν προηγηθεί ο άνθρωπος δεν θα είχε πάει στο φεγγάρι, και δεν θα είχε ανακαλύψει την πενικιλίνη και δεν θα είχε προχωρήσει τέλος πάντων πολύ πιο πέρα απ’ τις πρώτες ανθρώπινες κοινότητες στις σπηλιές και τις καλύβες. Ο «θεός» ήταν κάτι που ερχόταν μαζί και μέσα στον άνθρωπο απ’ την στιγμή που αυτός ανέπτυξε τον λόγο και το λογικό (πρβλ το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Μιχάλη Σιάτη, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος…). Θα επιχειρηματολογήσει κανείς ότι αν δεν είχε υπάρξει ποτέ κανενός είδους θρησκεία, πνευματική εξάρτηση και επαγωγικά εκκλησία, αυτές οι ανακαλύψεις θα είχαν μάλλον προκύψει πολύ συντομότερα στην ανθρώπινη ιστορία. Δεν έχω σοβαρές αντιρρήσεις γι’ αυτό, μάλλον το ασπάζομαι, ωστόσο παραμένει στην σφαίρα μιας υποθετικής φαντασίωσης, και εκτιμώ ότι θα ήταν αδύνατο να έχει εξελιχθεί διαφορετικά η ιστορία του ανθρώπινου είδους (που είναι κατά βάθος μια ιστορία του ανθρώπινου φόβου).
Η θρησκεία γεννήθηκε μέσα απ’ την αμφιβολία και τον φόβο ενός όντος που ξαφνικά μπορούσε να δημιουργήσει μέσα στο μυαλό του κόσμους. Που μπορούσε να υπάρξει έξω απ’ τον εαυτό του υπό την έννοια ότι είχε την δυνατότητα να αναστοχάζεται, να παίρνει αποστάσεις, να κάνει συνδέσεις και ερμηνείες. Ο άνθρωπος είναι ένα απαράμιλλα θαυμαστό φαινόμενο, και κατανοώντας το δεν θα μπορούσε να μην έχει νιώσει την ανάγκη να ψάξει κάπου πέρα απ’ τον ίδιο για τις απαντήσεις στα ερωτήματα που του γεννούσε ο κόσμος. Κι επειδή αυτό το «πέρα» δεν υπάρχει, τις απαντήσεις τις γέννησε μόνος του, και μαζί τους γέννησε και τη θρησκεία που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια διανοητική άσκηση διεύρυνσης των πνευματικών οριζόντων. Φεύγοντας από την ειδωλολατρεία και κατασκευάζοντας τον Μοναδικό Θεό ο Άνθρωπος πέρασε στην επόμενη πίστα, η νόησή του εξελίχθηκε σε επίπεδο σύνθεσης, κατανόησε την περιπλοκότητα του γύρω του κόσμου, την αξία της Δημιουργίας, της αγριότητας των συναισθημάτων, της αγριότητας του εαυτού και της ανάγκης να τιθασευτούν τα ένστικτα. Με την εισαγωγή της τριαδικότητας στον Δυτικό κόσμο η ανθρώπινη σκέψη πέρασε ένα σημείο πιο πέρα. Πέρασε σε ένα στάδιο ύστερης ωριμότητας από την οποία γεννήθηκαν τελικά τα μεγάλα δυτικά φιλοσοφικά κινήματα και οδηγηθήκαμε στις σπουδαίες επιστημονικές ανακαλύψεις. Όταν θέτεις ως πνευματική άσκηση την ανάγκη να κατανοήσεις πώς ο Θεός είναι τρία πρόσωπα και ταυτόχρονα ένα, δεν ανοίγεται μπροστά σου η δυνατότητα να καταλάβεις αργότερα τον κόσμο; Είναι ίσως λίγο παρόμοιο με την κατανόηση της κοσμολογίας και πώς δημιουργήθηκε το Σύμπαν μέσα από μια πυκνή και θερμή κατάσταση που δεν ήταν ακριβώς ύλη αλλά δεν ήταν και Θεός.
Θα μπορούσα να συνεχίσω να γράφω με τις ώρες, κάνοντας κύκλους, αν και είχα υποσχεθεί να μην σας κουράσω. Το έχω όμως ήδη παρακάνει και γι’ αυτό θα σταματήσω τώρα. Δεν θα επικρίνω ποτέ κανέναν γι’ αυτό που νιώθει –και η πίστη είναι συναίσθημα– κι ας έχω επικριθεί εγώ γι’ αυτό που (δεν) πιστεύω. Η παραίτηση απ’ τα θεία είναι η επόμενη πίστα, και κανείς δεν μπορεί να κάνει level up με το ζόρι, ούτε θα είχε και κανένα νόημα. Εγώ λέω μόνο: σκεφτείτε, διαβάστε, κατανοείστε, αγαπάτε αλλήλους και προχωράτε. Κανείς δεν χαρακτηρίζεται απ’ την θρησκευτικότητα, την θρησκεία ή το θρήσκευμά του. Ό,τι κι αν πιστεύει ο καθένας όμως, σαν φιλολογική άσκηση, απόψε το βράδυ που θα βρεθείτε στην εκκλησία με το ζόρι, προσπαθήστε ν’ ακούσετε τα λόγια και να νιώσετε την μουσική: «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός, και δοξάσατε Χριστόν τον Αναστάντα εκ νεκρών». Δείτε από πόσο μακριά έρχονται αυτοί οι στίχοι. Πόσα κουβαλάνε. Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση.
Γράφεις πολύ όμορφα και η σκέψη σου είναι πολύ ψαγμένη αν και αρκετά μπερδεμένη. Διαφωνώ με πολλά από όσα γράφεις σε αυτή την ανάρτηση αλλά τα γράφεις ωραία. Η άποψή μου για την βυζαντινή μουσική και γενικότερα την βυζαντινή τέχνη είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την δική σου, την θεωρώ μια πολύ πρωτόγονη μορφή τέχνης και δεν μου μιλάει καθόλου.
Πάντως σχετικά με την «αγάπη» (του Θεού εννοείς;) που βιώνει ο ορθόδοξος χριστιανός, αυτό είναι πολύ σχετικό. Είτε την βιώνει είτε δεν την βιώνει, η αγάπη του Θεού υπάρχει για όλα τα ανθρώπινα πλάσματα, αλλοίμονο αν κατευθυνόταν μόνο στους χριστιανούς και δει στους ορθόδοξους..
Ευχαριστώ για το σχόλιο. Διευκρινιστικά: επ’ ουδενί δεν είπα ότι την αγάπη του Θεού την βιώνει μόνο ο Χριστιανός. Καταρχάς εγώ δεν πιστεύω, επομένως δεν θεωρώ ότι κανείς βιώνει την αγάπη του Θεού. Σχολίαζα την συγκεκριμένη θρησκευτική παράδοση μέσα στην οποία μεγάλωσα και την οποία γνωρίζω καλά, και μου προκαλεί συγκίνηση γιατί κουβαλάει μνήμες και ιστορίες απ’ τα παιδικά μου χρόνια, γι’ αυτό και αναφέρθηκα μόνο σ’ αυτήν. Κατά τ’ άλλα δεν επιθυμώ να κάνω καμιά διάκριση σε καμιά θρησκεία, δόγμα, έθνος ή φυλή. Η καλοσύνη και η πληρότητα της ζωής (που αποτελούν για μένα το αντίστοιχο της «αγάπης του Θεού») δεν κάνουν διακρίσεις. Με άπειρο σεβασμό θ’ άκουγα μια αντίστοιχη αφήγηση ενός Ισραηλίτη για το Εβραϊκό Πάσχα ή ενός μουσουλμάνου για το Ραμαζάνι και το Κχιντ-αλ-φιτρ. Εμένα ιστορίες μ’ αρέσει ν’ ακούω και ιστορίες μ’ αρέσει να λέω.