Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί εργασία που εκπονήθηκε το ακαδημαϊκό έτος 2004-2005 στο πλαίσιο του μαθήματος «Εισαγωγή στη Λογοτεχνία» του Παντείου Πανεπιστημίου, με διδάσκοντα/επιβλέποντα τον Καθηγητή Δημήτρη Δημηρούλη. Η εργασία ασχολείται με το εκδοτικό πρόβλημα όπως εμφανίζεται στο έργο του Διονυσίου Σολωμού, ένα πρόβλημα που έχει απασχολήσει επί μακρόν τους φιλολογικούς κύκλους της χώρας προκαλώντας διαμάχες, διαφωνίες και έντονο προβληματισμό. Κύριος σκοπός αυτής της εργασίας είναι να ορίσει το εκδοτικό ζήτημα, και δη το εκδοτικό πρόβλημα όπως προκύπτει από τα χειρόγραφα του Διονυσίου Σολωμού, με τρόπο σαφή και κατανοητό ώστε να μπορέσουμε σε δεύτερο επίπεδο να δούμε κάποια επιμέρους, σημαντικά και ενδιαφέροντα ζητήματα όπως την κατάσταση του σολωμικού αρχείου, όπως βρέθηκε μετά το θάνατο του ποιητή και την πρώτη εκδοτική προσπάθεια του Πολυλά, να αναστηλώσει ένα έργο που βρισκόταν σε σπαράγματα. Ακολούθως θα εξεταστούν οι δύο θεωρίες που αφορούν στο εκδοτικό ζήτημα, η αναλυτική και η συνθετική. Θα αναλυθεί η διαμάχη σχετικά με τις σολωμικές εκδόσεις που κρατά από τα προπολεμικά χρόνια και τη γενιά του τριάντα. Θα κλείσουμε με μια σύντομη και συνοπτική αναφορά στους εκδότες μετά τον Πολυλά και πώς εκείνοι χειρίστηκαν το εκδοτικό ζήτημα, αναπτύσσοντας τις θεωρίες τους και εξετάζοντας το αποτέλεσμα των κόπων τους. Το εκδοτικό πρόβλημα είναι ένα θέμα ενδιαφέρον γιατί μοιάζει με αποστολή ανεύρεσης χαμένου θησαυρού, ενός θησαυρού που όλο ξεφεύγει κάνοντας την αναζήτηση ολοένα και πιο συναρπαστική. Ίσως μοιράζει επουσιώδες και υπέρ το δέον ειδικού φιλολογικού ενδιαφέροντος, όμως νομίζω ότι το κείμενο μπορεί ν’ αποτελέσει διαφωτιστικό ανάγνωσμα για οποιονδήποτε φίλο των γραμμάτων, της ιστορίας και της λογοτεχνίας. Το ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον προκύπτει απ’ το γεγονός ότι ο Σολωμός αποτελεί τον Εθνικό μας ποιητή, κι όμως ελάχιστοι Έλληνες γνωρίζουν το έργο του σε κάποια έκταση, πόσο μάλλον την βιογραφία του, πόσο μάλλον τις ειδικές συνθήκες που προκύπτουν από την γλωσσική και πολιτισμική του ιδιαιτερότητά. Σήμερα, 25η Μαρτίου 2012, θα μπορούσα να έχω γράψει για την ματαιότητα μιας εθνικής επετείου σ’ αυτά τα χρόνια της φοβέρα και της άγνοιας που διανύουμε. Θα μπορούσα να σας έχω γράψει για την αντίθεσή μου για τις μαθητικές και στρατιωτικές παρελάσεις. Θα μπορούσα να έχω σχολιάσει ένα σωρό σημεία της επικαιρότητας. Αλλά πραγματικά δεν μπορώ να δω την σκοπιμότητα για κάτι τέτοιο σ’ αυτή τη φάση. Ας αναρτήσω εγώ ένα επιστημονικό άρθρο, κι ας διαβάσετε εσείς μια επιστημονική μελέτη. Και ίσως κάποια πράγματα να ξεκαθαρίσουν και κάποια άλλα να μπουν στη θέση τους, κι έτσι να μην χρειαστεί να πω ούτε για την επέτειο, ούτε για τις παρελάσεις, ούτε για τίποτα άλλο απ’ αυτές τις ζοφερές αφορμές για συζήτηση που προσφέρει η επικαιρότητα.

Σημείωση: Καθώς η εργασία αυτή γράφτηκε το 2005, δυστυχώς δεν έχει μελετήσει και άρα δεν έχει καθόλου λάβει υπόψιν την έκδοση του Δημήτρη Δημηρούλη το 2007 από το Μεταίχμιο.


Ορισμός του εκδοτικού προβλήματος

Ένα από τα προβλήματα που ταλανίζουν την φιλολογική επιστήμη επονομάζεται εκδοτικό πρόβλημα, και ορίζεται αλλιώς ως λογοτεχνική κριτική, της οποίας η παράδοση ξεκινά από τον 18ο αιώνα. Το εκδοτικό πρόβλημα προκύπτει όταν χρειαστεί να προσδιορίσουμε ποιο είναι το κείμενο που πρέπει να φτάσει στα χέρια του αναγνώστη και με τι κριτήρια θα επιλεγεί. Ίσως αυτή η συλλογιστική προέκυψε πρώτη φορά όταν κάποιος εκδότης-τυπογράφος θέλησε να τυπώσει τους κλασσικούς συγγραφείς. Τα κείμενα των κλασσικών συγγραφέων δεν υπήρχαν βέβαια σε χειρόγραφα των ιδίων, υπήρχαν όμως οι αναρίθμητες αντιγραφές κυρίως από καλόγερους σε μοναστήρια και επαγγελματίες αντιγραφείς.

            Μέσα στους αιώνες το περιεχόμενο και η μορφή των γραπτών κειμένων αλλοιώνεται, παρατηρούνται διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε διαφορετικά αντίγραφα του ίδιου κειμένου, οι αντιγραφείς ασκούν κριτική στα βιβλία που αντιγράφουν, συχνά λογοκρίνουν αποσπάσματα που δεν πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να ανήκουν σε συγκεκριμένο συγγραφέα, σημαντικό ρόλο παίζουν και τα λάθη κατά την αντιγραφή ή την εναλλαγή από την μεγαλογράμματη στη μικρογράμματη γραφή. Επιπλέον εισάγονται διάφοροι μοντερνισμοί όπως τα σημεία στίξεως.[1]

            Σαν αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών, ο σημερινός εκδότης ενός κλασσικού κειμένου βρίσκεται μπροστά σε μια πληθώρα επιλογών από την οποία καλείται να εκδώσει ένα κείμενο που να πλησιάζει περισσότερο στο αυθεντικό όπως γράφτηκε χιλιάδες χρόνια πριν, απαλλαγμένο από τα λάθη και τις προσθήκες των μεταγενέστερων και ενταγμένο στην σύγχρονη πραγματικότητα. Για την έκδοση των κλασσικών κειμένων είναι λειτουργικό προαπαιτούμενο η εικονική αναβίωση του πολιτισμικού και ιστορικού πλαισίου της εποχής της συγγραφής του αυθεντικού έργου, η εξερεύνηση της εκδοτική ιστορίας του κειμένου και η εκ νέου δημιουργία του έργου για την παρούσα ιστορική συγκυρία.[2] Ο εκδότης καλείται να αποκαταστήσει ένα κείμενο που μέσα στους αιώνες έχει υποστεί αλλοιώσεις καμιά φορά ανυπέρβλητες και ως μόνο σύμμαχο φέρει την τεχνική του κατάρτιση, αυτή που του επιτρέπει να διακρίνει -ή να κατασκευάσει- την έγκυρη εκδοχή του έργου μέσα από πολλές παραμορφώσεις και ει δύναται να προσφέρει ένα οριστικό κείμενο, οριστικό μέχρι την επόμενη εκδοτική προσπάθεια που κατασκευάζει εκ νέου το φιλολογικό οικοδόμημα χρησιμοποιώντας τα διαφοροποιημένα υλικά τα οποία αφειδώς προσφέρει η ιστορία.[3]

Εκτός όμως από τους κλασσικούς συγγραφείς, προβλήματα προκύπτουν και στην έκδοση έργων, συγγραφέων εγγύτερων στο χρόνο όπως των Σαίξπηρ, Μπάιρον, Ντίκινσον, Προύστ και Μπλέικ. Το πρόβλημα σε αυτές τις περιπτώσεις έγκειται, συνήθως, στο ότι για αυτούς τους συγγραφείς εκτός από το τυπωμένο κείμενο που έχουμε στα χέρια μας, υπάρχουν τα χειρόγραφα τους και τα εκδοτικά δοκίμια πάνω στα οποία οι ίδιοι έχουν κάνει σημειώσεις, προσθήκες διαγραφές και αλλαγές. Πολύ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Προύστ ο οποίος πραγματοποίησε άπειρες αλλαγές ακόμα και σε έργα του που είχαν ήδη εκδοθεί προκαλώντας απελπισία στους μελλοντικούς του εκδότες, καθώς το έργο του παραμένει απροσδιόριστο και είναι ουσιαστικά αδύνατο να εντοπίσει κανείς την αρχική ή τελική πρόθεση του συγγραφέα.

Το εκδοτικό πρόβλημα εμπλέκεται με την ερμηνεία του κειμένου και γι αυτό το λόγο θεωρείται τόσο σημαντικό:

Συνδέεται, κατά μοναδικό τρόπο, με τη μετατροπή του υλικού σε έργο, και επομένως θέτει επί τάπητος κρίσιμα ζητήματα της λογοτεχνίας που αφορούν στο έργο της ερμηνείας, στη λειτουργία του νοήματος, στη συμμετοχή της ανάγνωσης στη συγκρότηση της μορφής και τα παρόμοια.[4]

Κατά κάποιον τρόπο, το εκδοτικό ζήτημα εντάσσεται στην ποιητική ανάγνωση ως εσωτερικό της στοιχείο, γίνεται πρόβλημα της λογοτεχνίας με την ευρύτερη έννοια και υπαγορεύει διλήμματα στην λογοτεχνική γραφή. Είναι δυνατό να διαχωριστεί η δουλειά του φιλόλογου από αυτή του ερμηνευτή, με τον έναν να εφαρμόζει ποσοτικές και συγκριτικές μεθόδους, να αξιοποιεί μορφικά και μετρικά δεδομένα, να αναλύει τη μορφή και τα υλικά της θεωρώντας ότι η αποκατάσταση του κειμένου προηγείται κάθε άλλης ερμηνείας, και τον δεύτερο να προσεγγίζει το έργο χωρίς να διαχωρίζει την εξήγηση από την εκδοτική διαδικασία, πιστεύοντας ότι η ερμηνευτική διαδικασία μπορεί να προηγείται των προτάσεων της φιλολογίας, αλλά σε κάθε περίπτωση ανοίγει ένα χάσμα που εμποδίζει το έργο να ολοκληρωθεί και να σταθεί ακλόνητο απέναντι στην ιστορία.[5]

 

Το Εκδοτικό Πρόβλημα στο Διονύσιο Σολωμό

Στην ελληνική γραμματεία ένας ποιητής που παρουσιάζει σημαντικότατο εκδοτικό πρόβλημα και έχει προκαλέσει τεράστια διαμάχη γύρω απ’ αυτό είναι ο Διονύσιος Σολωμός, ο πατέρας της νεοελληνικής ποίησης. Όσο ο ποιητής ζούσε δεν δημοσίευσε παρά ελάχιστα πράγματα, κάποια σονέτα γραμμένα στα ιταλικά και ένα απόσπασμα του Λάμπρου. Ο Ύμνος Εις την Ελευθερίαν εκδόθηκε όχι από τον ίδιο αλλά από κάποιον γάλλο λαογράφο ονόματι Φωριέλ που τον περιέλαβε σε μια ανθολογία ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.

Μετά το θάνατο του Ποιητή, ο φιλικός κύκλος του περίμενε την αποκάλυψη των συγγραφικών του αδαμάντων. Την ανακάλυψη των χειρογράφων του Σολωμού ακολούθησε η απογοήτευση. Ακατάστατα σχεδιάσματα, ανάκατα ελληνικά και ιταλικά, κακογραμμένοι και ανορθόγραφοι στίχοι, κείμενα που μπερδεύονταν μεταξύ τους, και γενικά τίποτα το ολοκληρωμένο και φυσικά, τίποτα που να είναι δημοσιεύσιμο. Ο αδελφός του Διονυσίου Σολωμού, Δημήτριος ανέθεσε στον Ιάκωβο Πολυλά, με τη βοήθεια τριών φίλων του ποιητή, των Καρόλου Μάνεση, Γεράσιμου Μαρκορά και Πέτρου Κουαρτάνου, την έκδοση των χειρογράφων.[6] Ουσιαστικά ο Πολυλάς επιμελήθηκε μόνος του την έκδοση του αρχείου και μάλιστα συναντώντας αρκετές αντιδράσεις από την πλευρά του Δημητρίου.[7] Για τη σημασία της συμβολής του Πολυλά θα μιλήσουμε σε επόμενο κεφάλαιο, είναι όμως σημαντικό να επισημάνουμε ότι ο Πολυλάς ουσιαστικά διέσωσε τον ίδιο το Σολωμό μέσα από τα σπαράγματα της γραφής του.

Η έκδοση των Ευρισκομένων, του Πολυλά προκάλεσε και την εποχή εκείνη μεγάλη αίσθηση ιδιαίτερα σε όσους προσδοκούσαν τα ποιητικά αριστουργήματα του Σολωμού αλλά και σε εκείνους που ήταν ανταγωνιστές ή φανατικοί πολέμιοι του Ποιητή, όπως ο Βαλαωρίτης και ο Ζαμπέλιος, και που βρήκαν την ευκαιρία να απορρίψουν τα κατακερματισμένα έργα του. Στην εποχή του μεσοπολέμου ακολούθησε συζήτηση στους φιλολογικούς κύκλους αλλά η μεγάλη διαμάχη αρχίζει στα χρόνια του εμφυλίου, όταν συγκροτούνται ουσιαστικά δύο στρατόπεδα σολωμιστών και το εκδοτικό πρόβλημα παίρνει διαστάσεις καταιγίδας. Μέχρι τις μέρες μας το εκδοτικό ζήτημα του Σολωμού δεν έχει λυθεί, ούτε και αναμένεται κάτι τέτοιο.

Στην περίπτωση του Σολωμού το εκδοτικό πρόβλημα γιγαντώνεται ιδιαιτέρως, από την στιγμή που ο ίδιος ανάγεται σε εθνικό ποιητή με όλες τις επακόλουθες συνέπειες. Με το να φορέσει τη στολή του εθνικού ποιητή ο Σολωμός αναγκάζεται να χωρέσει μέσα σε καλούπια και το έργο του οφείλει να ακολουθήσει τις προσταγές του έθνους ώστε να εμπνεύσει, να υποβάλει και να υπαγορεύσει μηνύματα που ο ίδιος ο ποιητής ίσως ποτέ να μην είχε κατά νου. Ο Σολωμός που είναι ρευστός και ασυμβίβαστος αναγκάζεται να στριμωχτεί μαζί με τις λαμπρές ιδέες και τους μεγάλους εθνικούς στόχους. Η φιλολογική κριτική σε μεγάλο βαθμό συνεπικουρεί στο να διαμορφωθεί ένας Σολωμός που ίσως ποτέ δεν υπήρξε. Πώς όμως να υπακούσει ο Σολωμός σε πατριωτικά κελεύσματα εφόσον: «διαβάζω Σολωμό σημαίνει διαβάζω απροϋπόθετα, με όλα τα δεδομένα, τις αναμονές και τα αυτονόητα σε αναστολή, εν αμφιβόλω, συχνά εν μέσω μιας βασανιστικής απορίας»;[8] Η προσπάθεια κάποιων να δημιουργήσουν τον μύθο του εθνικού ποιητή μειώνει σε κάποιο βαθμό την λαμπρότητα του ρομαντικού Σολωμού.

Για τους σολωμιστές ο όρος «εκδοτικό πρόβλημα» συνοψίζει τη δυσκολία να καταλήξουμε σε ένα οριστικό κείμενο που να μπορούμε να αποδώσουμε στον Σολωμό. Το εκδοτικό πρόβλημα είναι γι αυτούς ένα πρόβλημα κατ’ εξοχήν τεχνικό και αντιμετωπίζεται με τα εργαλεία που κληρονόμησε η φιλολογική επιστήμη από τις κλασσικές σπουδές, εμπλουτισμένη με νεότερες μεθόδους, που πηγάζουν από την εμπειρία αντιμετώπισης των σύγχρονων ποιητών.[9] Παρότι όμως περνά ο χρόνος, οι διαμάχες πληθαίνουν και το αίτημα για μια επιστημονική έκδοση του Σολωμού γίνεται επιτακτικό, δεν φαίνεται να πλησιάζουμε ούτε καν κοντά σε κάποια λύση.

Αυτό έχει μια λογική εξήγηση που απορρέει από τον χαρακτήρα του σολωμικού αρχείου για το οποίο θα μιλήσουμε αναλυτικότερα. Ο εκδότης των ποιημάτων του Σολωμού δεν έχει στα χέρια του ένα έργο συγκροτημένο αλλά ένα έργο ήδη κατασκευασμένο –ως επί το πλείστον από τον Πολυλά- και σε μεγάλο βαθμό αποτελούμενο από σποραδικούς στίχους που δύσκολα μπορεί κανείς να βρει συνοχή ανάμεσα τους.[10] Ενδεχομένως η μοίρα του έργου του Σολωμού είναι να μείνει αποσπασματικό και διφορούμενο, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει η φιλολογική κριτική να παραιτηθεί από την προσπάθεια να παρουσιάσει ένα έργο κατανοητό και ολοκληρωμένο, πρέπει όμως οι μελετητές να λάβουν σοβαρά υπόψη τους αυτή τη συνθήκη ώστε να αποφευχθούν οι μεγαλοστομίες και η έπαρση που μόνο κακό μπορούν να κάνουν, και να δυσφημίσουν το έργο του ποιητή.[11]

Το Σολωμικό Αρχείο

Σολωμικό αρχείο ονομάζουμε το σύνολο των χειρογράφων που βρέθηκαν μετά το θάνατο του Διονυσίου Σολωμού και στα οποία έχει καταγραφεί ολόκληρο σχεδόν το έργο του ποιητή. Εφόσον ο Σολωμός τίποτε σχεδόν δεν είχε δημοσιεύσει όσο ζούσε, πάνω στα χειρόγραφα αυτά βασίζεται κάθε σολωμική έκδοση από τον Πολυλά και ύστερα.

Όταν ο Σολωμός πέθανε στην Κέρκυρα το 1857, θεωρούνταν ήδη σημαντικός ποιητής, από τα αποσπασματικά δείγματα δουλειάς που είχε δώσει και οι λόγιοι κύκλοι των επτανήσων περίμεναν με ανυπομονησία το άνοιγμα του αρχείου και τη δημοσίευση των άγνωστων αλλά σίγουρα θαυμαστών έργων του. Η κατάπληξη όλων, και η απογοήτευση, ήταν μεγάλη όταν ανοίχτηκε το αρχείο του και διαπιστώθηκε το μέγεθος του χάους που κυριαρχούσε στα γραπτά του και που περιγράψαμε στο πρώτο κεφάλαιο. Τίποτα το ολοκληρωμένο, τίποτα το πλήρες, μόνο ένα πρωτογενές εν πολλοίς αρχείο με «δοκιμές» κειμένων σε κατάσταση μορφικής αστάθειας,[12] σχέδια που αφέθηκαν στην τύχη τους χωρίς οδηγίες για τη μεταχείριση τους, γραπτά που εγκαταλείφθηκαν χωρίς υποστήριξη, δεν προετοιμάστηκαν ποτέ για να κυκλοφορήσουν και που γι αυτό απαιτούσαν η συμμετοχή ενός εκδότη, αυτή που γεννά και το εκδοτικό πρόβλημα.[13]

            Μπορούμε να πούμε ότι ο Σολωμός έπαιξε ένα παιχνίδι τόσο στους συγχρόνους του όσο και στους μεταγενέστερους. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καλλιεργήθηκε η εικόνα του σπουδαίου ποιητή με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι προσδοκίες του κύκλου του για τα φημολογούμενα αλλά άφαντα έργα του.[14] Είναι πιθανό για παράδειγμα ότι ο ποιητής απαγγέλλοντας στίχους του Πόρφυρα κατά διαστήματα άφηνε να καλλιεργείται η εντύπωση μιας μακράς και συστηματικής εργασίας για ένα εκτεταμένο ποίημα.[15] Όμως ο Σολωμός κάθε άλλο παρά συστηματικά εργαζόταν, η προσπάθεια του μπορεί να αναλωνόταν σε πολλές μοναχικές προσπάθειες για να δώσει την τελειότερη δυνατή μορφή σε έναν και μόνο στίχο αλλά ποτέ σε ένα ολοκληρωμένο έργο.[16] Κατά πάσα πιθανότητα, ο Σολωμός ποτέ του δεν στοχάστηκε με συνέπεια, κι ούτε ήταν αυτή η πρόθεση του.[17] Στα κείμενα του κυριαρχεί η απροσδιοριστία που αποτρέπει την συνάντηση με τον αυθεντικό, γνήσιο, ιδεατό ίσως Σολωμό.[18]

            Επιπλέον  σε όλη την πορεία του έργου του βλέπουμε ότι:

ο ποιητής εγκαταλείπει την προσπάθεια στη μέση ή οπισθοχωρεί ή κινείται σε επάλληλους κύκλους, ή μπερδεύει τα ίχνη του ή δρα αυτοκαταστροφικά, καταργώντας κάθε έννοια συνοχής, συνέχειας και ισορροπίας […] Η διαδρομή του Σολωμού έχει ουροβόρο σχήμα: τελειώνει εκεί που άρχισε, δαγκώνοντας την ουρά της –στα ιταλικά ποιήματα.[19]

Το αρχείο λοιπόν του Σολωμού όχι μόνο κακογραμμένο και σκόρπιο, ήταν και δίγλωσσο, μια και ο ποιητής ποτέ δεν κατάφερε να εξοικειωθεί εξ’ ολοκλήρου με την ελληνική γλώσσα. Η σύγχυση που επικρατεί στα ακατάστατα τετράδια του Σολωμού είναι τρομαχτική. Προσχέδια στα ιταλικά, σχεδιάσματα κακογραμμένα, στίχοι που ανακατεύονται μεταξύ τους, παραλλαγές κάτω απ’ το κείμενο ή ανάμεσα στα σημειώματα,[20] όλα μπερδεμένα κι ανάκατα. Ένα έργο πάνω στη στιγμή της δημιουργίας του, ένα έργο αενάως «εν τω γενέσθαι».[21]

Ολόκληρο το αρχείο με τις ατέλειωτες παραλλαγές και τις άπειρες εκδοχές μπορεί να οδηγήσει τον μελετητή του σε απόγνωση με τη μορφική και νοηματική του αστάθεια. Σε κάθε περίπτωση φυσικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις:

Οι παραλλαγές μας κάνουν να νιώθουμε κάποιαν ασφάλεια. Συχνά μας βοηθούν να διαλευκάνουμε τον κύριο στίχο. Όταν δε ο ποιητής επιμένει σε μια λέξη, συμπεραίνουμε για τη βαρύτητα που η λέξη έχει για τον ποιητή. Πράγμα που μαρτυρεί πως ο στίχος δεν έχει τίποτα το τυχαίο, το ενδεχομενικό και το εύκολα αντικαταστατό, όπως έχουν τόσοι στίχοι άλλων ποιητών.[22] […] Αν το ποίημα είναι απόσπασμα λίγο ενδιαφέρει, αφού διαθέτει πνευματική αυτοτέλεια.[23]

Αυτές οι απόψεις βέβαια εντάσσονται σε μια ερμηνευτική κριτική που κρατά αποστάσεις από το εκδοτικό πρόβλημα αυτό καθαυτό και αδιαφορεί για την εσωτερική αποδόμηση του Σολωμού εφόσον μέσα από τις ατελείωτες διαγραφές και παραλλαγές μπορούν να διακρίνουν την μυστική πεμπτουσία του ποιητή.[24]

            Εκείνο που είναι σίγουρο πάντως είναι ότι μέσα στο αρχείο του Σολωμού υπάρχουν τα κλειδιά για να τον ερμηνεύσουμε, και ίσως κάποιες μυστικές οδηγίες για να τον κατανοήσουμε. Δεν είναι μόνο τα γραμμένα αλλά κάθε μικρή λεπτομέρεια παλαιογραφολογικού ενδιαφέροντος, το χρώμα και η ποιότητα της μελάνης και του χαρτιού, οι διαφοροποιήσεις στον γραφικό χαρακτήρα, ενδείξεις που μας καθοδηγούν για να ακροπατήσουμε πάνω στα βήματα του ποιητή και να ακολουθήσουμε την δημιουργική του διαδρομή.[25] Υπάρχει ένας χάρτης ενσωματωμένος στο αρχείο του Σολωμού που θα μπορούσε να σηκώσει κάποιο από το βάρος από της διαδικασία της έκδοσης του.

 

 

Η Συμβολή του Ιάκωβου Πολυλά

Ο Ιάκωβος Πολυλάς ήταν ένας από τους στενούς φίλους του Διονυσίου Σολωμού, μέλος του κύκλου των λογίων επτανήσιων που είχε δημιουργηθεί γύρω από των ποιητή κατά την Κερκυραϊκή περίοδο, ο οποίος ανέλαβε μετά το θάνατο του Σολωμού την έκδοση των χειρογράφων του.[26] Η σημασία της ανάμειξης του Πολυλά με τα σολωμικά χειρόγραφα είναι τεράστια και η δική του δουλειά πάνω στο Σολωμό έχει αφήσει ένα σημάδι ανεξίτηλο στις σολωμικές σπουδές. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Δημηρούλη:

Ο Πολυλάς δεν είναι απλός εκδότης όπως οι άλλοι που ακολούθησαν. Ο Πολυλάς είναι αυτός που έγραψε το έργο με τίτλο Τα Ευρισκόμενα και κατέστησε τον άγνωστο Σολωμό αναγνώσιμο και αναγνωρίσιμο. Ο Πολυλάς δεν μεσολαβεί απλώς αλλά συμπράττει στο σολωμικό έργο, είναι ο εγγυητής της λογοτεχνικής του ύπαρξης. Αυτός που το απέσπασε απ’ το χάος και το παρέδωσε στην ιστορία.[27]

Όταν ο Πολυλάς ανέλαβε την τακτοποίηση και έκδοση των χειρογράφων του Σολωμού ανέλαβε ουσιαστικά μια ευθύνη που ξεπερνούσε τον ίδιο, ξεπερνούσε τον Σολωμό και τα όρια του εθνικού ποιητή, ήταν μια ευθύνη απέναντι στην ίδια την τέχνη και την ιστορία. Αν και «άνθρωπος των γραμμάτων με στέρεη παιδεία στη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, στην αισθητική και στην κριτική, με καλή γνώση του ευρύτερου πολιτισμικού χώρου, του ιστορικού πεδίου και των ξένων γλωσσών»[28], ο  Πολυλάς «δεν είχε καμιά ειδικότερη προπαρασκευή για να γίνει εκδότης κειμένων. Εξέδωσε το Σολωμό γιατί του ανέθεσαν την έκδοση του, που την ανέλαβε με προθυμία και σοβαρότητα».[29]

Με μόχθο και επιμονή έφερε εις πέρας τον ηράκλειο άθλο της αποκρυπτογράφησης του γραφικού χαρακτήρα του ποιητή, αντέγραψε προσεκτικά όλα τα κείμενα τηρώντας ευλαβικά την μορφή που τους είχε δώσει ο ποιητής,  προσπάθησε να βγάλει άκρη από τους μπερδεμένους στίχους και να τους ταξινομήσει τουλάχιστον κατά έργο, έδωσε στα ακατάστατα χειρόγραφα μια στοιχειώδη δομή, τα κατέστησε προσιτά σε μελλοντικούς μελετητές μέσα από ένα σύστημα ταξινόμησης δικής του επινόησης και «παρενέβη δραστικά στην ανάσυρση από το αρχείο εκείνων των στίχων και συνθεμάτων που πίστευε ότι θα μπορούσαν αντάξια να αντιστοιχούν στο όνομα Σολωμός».[30]

            Επιπλέον ο Πολυλάς διέσωσε στίχους που ο ποιητής δεν είχε καταγράψει αλλά είχε απαγγείλει σε ανθρώπους του στενού του περιβάλλοντος, και στον ίδιο.[31] Παρότι υπάρχει η άποψη ότι η εγγύτητα θολώνει την όραση και ότι ο Πολυλάς ήταν προκατειλημμένος λόγο της στενής του σχέσης με τον ποιητή, και ως εκ τούτου όχι η καλύτερη επιλογή για να καταγράψει τα ανέκδοτα του, μια διαδικασία που εξ’ ορισμού, λόγω της φύσης του σολωμικού αρχείου, προϋποθέτει την συναισθηματική εμπλοκή του μεσάζοντα, δεν πρέπει να υποτιμάμε την αξία της μαρτυρίας. Ο Πολυλάς εκτός από φροντιστής του έργου του Σολωμού υπήρξε και μάρτυρας της δημιουργικής του περιόδου, ένα πλεονέκτημα που δεν θα μπορούσε να διαθέτει κανείς από τους μεταγενέστερους εκδότες.[32]

Έτσι λοιπόν, ο Πολυλάς ήταν σε θέση όχι μόνο να αξιολογήσει –πάντα με τα προσωπικά κριτήρια να παρεμβαίνουν- το ποιητικό έργο όπως απλωνόταν μπροστά του σε σπαράγματα αλλά και να συλλάβει την ατμόσφαιρα, ίσως και την ποιητική πρόθεση που διαπερνά εξολοκλήρου το έργο ενός ποιητή χωρίς να λογαριάζει αποσπασματικά και ολοκληρωμένα κείμενα. Με αυτά τα δεδομένα, ο Πολυλάς, «συγκρότησε μια σύνθετη μέθοδο ανάγνωσης η οποία έπρεπε να ανταποκριθεί στο αίτημα της φιλολογικής αποκατάστασης, αλλά έπρεπε ταυτόχρονα να υπηρετήσει και την υπόθεση της ποίησης ως κοινού λόγου».[33]

Η εργασία του Πολυλά πάνω στα χειρόγραφα είναι υποδειγματική δεδομένων των συνθηκών. Η κατάσταση του αρχείου, η πίεση του χρόνου –ολοκλήρωσε την έκδοση των Ευρισκομένων μέσα σε δύο μόλις χρόνια- και πάνω απ’ όλα η παρουσία του αδελφού του ποιητή, Δημήτριου, ο οποίος με φειδώ έδωσε την έγκρισή του για την έκδοση -και πάλι απαγορεύοντας την δημοσίευση κάποιων κειμένων όπως Η Γυναίκα της Ζάκυνθος- μη επιτρέποντας ουσιαστικά στον Πολυλά να «πει την τελευταία λέξη» πάνω στο έργο του Σολωμού.[34]

Ο Πολυλάς στην έκδοση του, προχώρησε με μέθοδο, δεν μπόρεσε βέβαια να κρύψει την συστατική αταξία και την μερικότητα του αρχείου, αλλά προέβη σε μια ταξινόμηση που του έδωσε μια κάποια λογική οντότητα. Ηθελημένα ή όχι τόνισε την αποσπασματικότητα των γραπτών του Σολωμού με την προσθήκη αποσιωπητικών ή με την ανάλογη τιτλοφόρηση.[35] Υπάρχουν κάποιες παραλήψεις που οφείλονται είτε στην προσωπική εκτίμηση του Πολυλά επειδή δεν θεώρησε τα κείμενα άξια για δημοσίευση, όπως το ιταλικό σχεδίασμα του Πόρφυρα, είτε σε άνωθεν πιέσεις από τον Δημήτριο Σολωμό,[36] είτε στο περιεχόμενο, το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει αντίδραση στην κοινωνία της εποχής, δεν δημοσίευσε για παράδειγμα την τολμηρή σκηνή του έρωτα στο νεκροταφείο στον Λάμπρο.[37] Παρόλα αυτά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Πολυλάς «έβγαλε έργο από το χάος και το παρέδωσε στο κοινό».[38]

Αν υπάρχει κάτι όμως που θεωρείται κορυφαία συμβολή του Πολυλά στη μελέτη του Σολωμού, είναι η εισαγωγή στα Ευρισκόμενα, τα περίφημα Προλεγόμενα. Η εισαγωγή του Πολυλά είναι ένα ιστορικό κείμενο η αξία του οποίου έχει αναγνωριστεί από τους μελετητές, μάλιστα ο Λίνος Πολίτης στην έκδοση των απάντων επαναδημοσιεύει την εισαγωγή αυτή χωρίς κανένα δικό του σχόλιο, αποτίνοντας φόρο τιμής στον πρώτο εκδότη του Σολωμού.

Κανείς δεν κρίνει φυσικά τον Πολυλά αλάνθαστο, αν και οι περισσότεροι σολωμιστές αναγνωρίζουν την συμβολή του, υπάρχουν όμως και άλλοι μελετητές που διατυπώνουν ενστάσεις για την σημασία της, συχνά σε πολεμικό τόνο. Ο Στάθης Μάρας κατηγορεί τον Πολυλά αν όχι για δόλο, σίγουρα για «μια συμβιβαστικότητα εντελώς αταίριαστη προς τον ιδεαλισμό του», πιστεύει ότι προσπάθησε να εξιδανικεύσει τον Σολωμό σκόπιμα με αμέτρητες παραλείψεις, θελημένες ανακρίβειες, και παρασιωπήσεις.[39] Σύμφωνα με τον Μάρα ο Πολυλάς επιδίωξε πολύ περισσότερο να ταιριάξει τον ποιητή με το πρότυπο του εθνικού ποιητή ακόμα και με παραποιήσεις γεγονότων, όπως για την εγκατάσταση του Σολωμού στην Κέρκυρα, για την οποία ο Πολυλάς λέει πως έγινε επειδή ο ποιητής ήθελε να αφοσιωθεί στην τέχνη του ενώ ουσιαστικά ο λόγος ήταν οικογενειακές διαφορές.[40]

Στο σύνολο της πάντως η εργασία του Πολυλά όσο κι αν την αμφισβητήσει κανείς παραμένει αξεπέραστη και μόνιμο σημείο αναφοράς για κάθε μελετητή του Σολωμού.

 

Η Διαμάχη για το Εκδοτικό Πρόβλημα

Με την πάροδο των χρόνων και αφού οι κοντινοί συγγενείς του Σολωμού σιγά-σιγά έφευγαν απ’ τη ζωή γεννήθηκε το αίτημα για την επανέκδοση του Σολωμού, κάτω από μια νέα ματιά, την δημοσίευση των ανέκδοτων έργων του, την μετάφραση των ιταλικών του κειμένων και την επιμέλεια της αλληλογραφίας του, καθώς και μια πλήρη βιβλιογραφική παρουσίαση του έργου του.[41] Ονομαστικά αναφέρω στους επτανήσιους μελετητές Σπύρο Δε Βιάζη, ο οποίος ετοίμασε μια νέα έκδοση του Σολωμού στη Ζάκυνθο, και Κώστα Καιροφύλα, που πρώτος μελέτησε τα ζακυνθινά χειρόγραφα, ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την βιογραφία του ποιητή και προχώρησε στη δημοσίευση ανεκδότων όπως Η Γυναίκα της Ζάκυνθος.[42]

            Η επόμενη γενιά ασχολήθηκε περισσότερο με την σύγκριση του Σολωμού με άλλους ποιητές όπως ο Παλαμάς και ο Βαλαωρίτης, και παρόλο που υπήρξε οξεία αντιπαράθεση δεν αφορούσε αυτό καθ’ αυτό το εκδοτικό πρόβλημα. Σύμφωνα με μια άποψη, η διαμάχη της περιόδου εκείνης είχε σκανδαλολογικό χαρακτήρα και περιοριζόταν στη συμφεροντολογική σύγκρουση ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς του τριάντα.[43]

Η έναρξη όμως της διαμάχης με τους σημερινούς όρους τοποθετείται περίπου στην εποχή του μεσοπολέμου, όταν η Ακαδημία Αθηνών αναθέτει στον Ν. Β. Τωμαδάκη την επιμέλεια μιας νέας κριτικής έκδοσης των απάντων του Σολωμού. Ξεσπά τότε στους φιλολογικούς κύκλους μια πρωτοφανής αναστάτωση με αρχηγό τον αρχαιολόγο Λίνο Πολίτη που τελικά ακυρώνει το εγχείρημα. Μια νέα έκδοση πραγματοποιεί τελικά ο ίδιος ο Λίνος Πολίτης, μέσα στον εμφύλιο, μια έκδοση βασισμένη στον Πολυλά, η οποία καλείται «πανομοιότυπη έκδοση»[44].

Ο Πολίτης στην δική του έκδοση επενέβη για να βελτιώσει την έκδοση του Πολυλά που θεωρούσε αξεπέραστη, πιστεύοντας ότι κάθε προσπάθεια για μια κριτική έκδοση του Σολωμού δεν θα ήταν παρά μια δεύτερη έκδοση του Πολυλά.[45] Κράτησε το κείμενο του Πολυλά και το εμπλούτισε με «διορθώσεις, προσθήκες παραλλαγών, διαφωτιστικές σημειώσεις, γενικό και ειδικό λεξιλόγιο, την έκδοση/μετάφραση των ιταλικών και γενικά τη χρήση των αυτογράφων του Σολωμού για τη βελτίωση του παραδομένου σολωμικού κειμένου».[46] Όπως είπαμε παραπάνω δεν προσθέτει ούτε καν δική του εισαγωγή αναπαράγοντας τα Προλεγόμενα του Πολυλά.

Ο Πολίτης χρησιμοποίησε μια «ανάμεικτη» εκδοτική μέθοδο πιστεύοντας ότι το σολωμικό έργο δεν θα μπορούσε να εκδοθεί με παραδοσιακές εκδοτικές πρακτικές, λόγω της ιδιομορφίας του.[47] Αυτό βέβαια έχει σαν αποτέλεσμα να:

αφήνει ανικανοποίητους όλους τους αναγνώστες: και αυτούς που επιθυμούν μιαν απλή και φτηνή χρηστική έκδοση και εκείνους που προσδοκούν  μιαν υπεύθυνη κριτική/φιλολογική. Προσπαθώντας να καλύψει αντιφατικά εκδοτικά προγράμματα, καταλήγει σε ευκαιριακούς συμβιβασμούς και σε εμβαλωματικές λύσεις.[48]

Ο Πολίτης ήταν ο πρώτος που μίλησε με πάθος για μορφολογική συνοχή και νοηματική ενότητα.[49] Η πρόταση του, που έγινε αποδεκτή από πολλούς σολωμιστές, είναι ότι το σκόρπιο έργο του Σολωμού διέπεται από «λυρικές ενότητες» που προσδίδουν συνοχή στο  ακατάστατο έργο. Συγκεκριμένα:

Οι «λυρικές ενότητες» αντισταθμίζουν την αναρχία του υλικού και δημιουργούν την εντύπωση, με τις ισχυρές συνδηλώσεις τους, ότι, τελικά, ακόμη και μέσα στον ορυμαγδό της σολωμικής γραφής, η ποίηση δεν έχασε τον προσανατολισμό και την υπόσταση της. Ο ποιητής, έστω και ανορθόδοξα, επεξεργάστηκε το υλικό του κατά τρόπο διαδοχικό και λογικό, βαδίζοντας από το ένα στάδιο στο άλλο, ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια της σύνθεσης με προγραμματικό τρόπο και στη λογική του γενικότερου σχεδιασμού για την προώθηση του έργου του.[50]

Η συμβολή του Πολίτη είναι τεράστια και το η δουλειά του πάνω στο Σολωμό ολοκληρωμένη όσο κανενός άλλου, με εκδόσεις των απάντων, της αλληλογραφίας του ποιητή και των Αυτόγραφων έργων του ποιητή.[51]

 

Αναλυτικοί και Συνθετικοί

             Το 1964 ο Πολίτης ικανοποιεί ένα αίτημα που υπήρχε ήδη από τη δεκαετία του 1930, παρουσιάζει μια πλήρη, δίτομη έκδοση των Αυτόγραφων κειμένων του Σολωμού. Η έκδοση αυτή αν και ήταν ακριβή και δυσεύρετη έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς μελετητές αλλά και απλούς αναγνώστες να έρθουν σε επαφή με την εν εξέλιξη δουλειά του ποιητή, να μπουν μέσα στο ποιητικό του εργαστήριο και να παρακολουθήσουν –όσο αυτό είναι εφικτό- τις σολωμικές διεργασίες. Μετά την έκδοση των Αυτογράφων άρχισαν οι διαφωνίες ανάμεσα στους «αναλυτικούς» και «συνθετικούς» εκδότες, διαμάχες για θέματα σημαντικά, που είχαν να κάνουν με την ουσία και την κατανόηση του έργου ή και ασήμαντες λεπτομέρειες, γραμματολογικές, γλωσσικές και πραγματολογικές.

            Εφόσον ο Σολωμός δεν δίνει ολοκληρωμένα έργα αλλά απλά παρέχει στον εκδότη το ποιητικό υλικό για να συνθέσει εκείνος την εκδοχή ενός κειμένου,[52] είναι λογικό να υπάρχουν διαμάχες ως προς το ποια είναι η πιο άρτια εκδοχή. Εξετάσουμε πιο προσεκτικά ποιες είναι οι τάσεις που επικρατούν ως προς την έκδοση του Σολωμού. Υπάρχουν σήμερα:

δυο κυρίαρχες φιλολογικο-εκδοτικές προσεγγίσεις του σολωμικού έργου: η αναλυτική και η συνθετική. Η πρώτη πιστεύει ότι μόνο με την πιστή αναπαραγωγή της μορφής των καταλοίπων θα αναδειχθεί ο πραγματικός Σολωμός και θα καταστούν εφικτές αξιόπιστες χρηστικές εκδόσεις στο μέλλον· η δεύτερη ισχυρίζεται ότι κάτι τέτοιο δεν είναι μόνον ανέφικτο αλλά και άσκοπο, οπότε ο εκδότης καλείτε να παρουσιάσει μιαν εκδοχή του έργου με νόημα και συνοχή πριν το παραδώσει στην κοινή χρήση. Η πρώτη προτείνει τη θεώρηση «κατ’ αναλογίαν» και τη γραμματική/φιλολογική ανάγνωση, ενώ η δεύτερη τη θεώρηση «κατ’ ανωμαλίαν» και την αλληγορική ανάγνωση.[53]

Ενδιαφέρον είναι πάντως να παρατηρήσουμε ότι ο Λίνος Πολίτης θεωρείται εμπνευστής και των δυο θεωριών. Ιδρυτική εκπρόσωπος των αναλυτικών θεωρείται η σπουδαία σολωμίστρια Ελένη Τσαντσάνογλου. Η Τσαντσάνογλου χρησιμοποιεί δυο μεθόδους για την εξερεύνηση του σολωμικού κειμένου, αρχικά προσπαθεί να «αναπαραγάγει τα στάδια συνθετικής επεξεργασίας» και κατόπιν να «αποκαταστήσει τη σειρά των ενοτήτων μέσα στο πλαίσιο κάθε σταδίου συνθετικής επεξεργασίας».[54]

Τα «στάδια» της Τσαντσάνογλου είναι οι επίγονοι των «λυρικών ενοτήτων» του Πολίτη, αλλά από μια περισσότερο αυστηρή και ακαδημαϊκή οπτική γωνία, ωστόσο η προσέγγιση αυτή απορρίπτει κάθε αισθητικό κριτήριο με αποτέλεσμα αρκετές φορές να μην είναι εφαρμόσιμη στο ανυπότακτο σολωμικό αρχείο.[55] Επιπλέον, ακόμα κι αν θεωρήσουμε εφικτή την έκδοση του Σολωμού με τη λογική των «σταδίων επεξεργασίας», μιας διαδικασίας που προσιδιάζει στην «χρονολογική αποκατάσταση», δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε αν αυτή η μέθοδος δεν καταδικάζει το σολωμικό corpus να παραμείνει ένα αρχείο, και δεν του στερεί τη δυνατότητα να μετουσιωθεί σε ένα λογοτεχνικό έργο.[56]

Κάθετα αντίθετοι σ’ αυτή την αντίληψη είναι οι συνθετικοί εκδότες. Ο πιο πιστός οπαδός αυτής της άποψης είναι ο Στυλιανός Αλεξίου. Οι συνθετικοί πιστεύουν ότι ο εκδότης πρέπει, με δεδομένη πάντα την γνώση του έργου και της σχετικής βιβλιογραφίας, να καταλήξει σε μια δική του εκδοχή κειμένου, ολοκληρωμένη και το κατά δύναμην κοντά στην πρόθεση του συγγραφέα (αρχική ή τελική).[57] Ο Αλεξίου ειδικά παραπέμπει κατευθείαν στη βούληση του Σολωμού,[58] προκαλώντας έτσι την χλεύη των αντιπάλων του.[59] Ουσιαστικά ο Αλεξίου επιθυμεί μέσα από την έκδοση του να προκύψει ένας καινούριος Σολωμός «λιγότερο αποσπασματικός, περισσότερο κατανοητός, πιο προσιτός στον κοινό αναγνώστη και απαλλαγμένος από ανωμαλίες, αντιφάσεις, κενά και πολυτυπίες».[60]

Εφόσον η θεωρία των συγγραφικών προθέσεων είναι ένας κανόνας που ρυθμίζει την έκβαση της τελικής έκδοσης,[61] ο Αλεξίου επικρίθηκε για το αποτέλεσμα, καθώς η έκδοση του δεν είναι αυτό που θα περίμενε κανείς από μια έκδοση των απάντων, είναι περισσότερο ένα ανθολόγιο σολωμικών κειμένων και όχι μια ολοκληρωμένη εκδοτική πρόταση όπως ισχυρίζεται,[62] και ακόμα η μέθοδος που ακολούθησε θεωρήθηκε αντιεπιστημονική καθώς «επικαλείται αναφανδόν το ατομικό του «αισθητικό» κριτήριο, για το οποίο δεν μπορεί και δεν είναι άλλωστε υποχρεωμένος, ακριβώς όπως και ο λογοτεχνικός κριτικός, να λογοδοτήσει στην επιστημονική του κοινότητα».[63] Φυσικά δεν μπορούμε να υποτιμάμε τη δουλειά του Αλεξίου, που αποτελεί μια νέα πρόταση και μια κριτική ματιά στο έργο του Σολωμού, ακόμα κι αν η αλλοίωση που έχει επιφέρει η μέθοδος της εξομάλυνσης που χρησιμοποιεί είναι τέτοια που σε ορισμένα σημεία ξενίζει τον παραδοσιακό αναγνώστη του Σολωμού.[64]

Η έντονη διαμάχη ανάμεσα στους σολωμιστές, απομακρύνει όλο και περισσότερο την ελπίδα για μια οριστική έκδοση του Σολωμού, ένα αίτημα που ανέκαθεν πλανιόνταν πάνω από τους φιλολογικούς κύκλους αλλά που ποτέ δεν φάνηκε ότι θα μπορούσε να επιλυθεί. Ένας σημαντικός λόγος για την μη πραγματοποίηση μιας κάποιας οριστικής έκδοσης είναι ότι οι μελετητές δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε καν για τον ορισμό αυτής. Άλλοι θέλουν μιαν έκδοση αναγνωρισμένη από όλους, έγκυρη και αναμφισβήτητη που θα εκτοπίσει όλες τις προηγούμενες κι επόμενες, άλλοι οραματίζονται μια πλήρη φιλολογικη/κριτική έκδοση, που δύσκολα θα μπορούσε να ανατραπεί από μια καινούρια.[65]

Εξ’ ορισμού όμως μια οριστική έκδοση θα ήταν ανακόλουθη με το έργο του ποιητή. Ο στόχος του Σολωμού δεν ήταν να αφήσει ένα ολοκληρωμένο έργο, προς έκδοση, όπως για παράδειγμα ο Σεφέρης. Ο Σολωμός στοχάστηκε πάνω στη λέξη, ασπάστηκε την έννοια του αποσπάσματος και κατά πάσα πιθανότητα η ιδέα ενός καλοφροντισμένου, εκδόσιμου έργου τον άφηνε παγερά αδιάφορο. Εκείνο που τον απασχολούσε δεν ήταν να κλείσει το έργο του αλλά να το αφήσει να αναγεννιέται μέσα στην αιωνιότητα. Θεωρούσε ως ευθύνη του:

να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένα προβλήματα μπροστά στα οποία τον έθετε η δημιουργική του φαντασία και οι ποιητικές του συλλήψεις: να δώσει δηλαδή μιαν απάντηση σε ερωτήματα σε απορίες που του δημιουργούσε ο διάλογος ή ο αντίλογος του με την τέχνη του αιώνα του και με τη δική του.[66]

Το αίτημα της οριστικής έκδοσης βρίσκεται πολύ μακριά από τον Σολωμό, και μάλλον θα μείνει αναπάντητο γιατί ουσιαστικά δεν εκφράζει τον δημιουργό του σολωμικού έργου.

 

Καταλήγοντας:

Ο Διονύσιος Σολωμός είναι μια μορφή των γραμμάτων που δεν θα πάψει ποτέ να επηρεάζει την ελληνική λογοτεχνία, οι ποιητές θα συνδιαλέγονται μαζί του και οι μελετητές θα μαλώνουν γι αυτόν όσο υπάρχει φιλολογική μελέτη και δημιουργία στην Ελλάδα. Το εκδοτικό πρόβλημα είναι μια ενδιαφέρουσα θεωρητική διαμάχη, αν και δεν φαίνεται να υπάρχει πρακτικός τρόπος για να επιλυθεί και είναι ίσως πιο ενδιαφέρον και πιο γόνιμο το να πλανάται πάνω από τους φιλολογικούς κύκλους, γιατί πολλές φορές –αν και όχι πάντοτε- η ασυμφωνία γεννά νέες ιδέες και τελικά την πρόοδο. Το αρχείο του Σολωμού είναι γοητευτικό, σαν ένας στρόβιλος, αβέβαιο και διαρκώς μετακινούμενο, και τα μόνα σταθερά του σημεία είναι οι μελέτες των μεταγενέστερων πάνω σ’ αυτό. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι οι εκδοτικές προσπάθειες που αναλύσαμε στο κύριο μέρος της εργασίας αφορούν στον 19ο και τον 20ο αιώνα, σύντομα λοιπόν το θέμα θα ανακινηθεί και πάλι και θα απαιτηθεί μια νέα έκδοση, κατάλληλη για τον 21ο αιώνα. Ο εκδότης που θα αναλάβει αυτό το δύσκολο εγχείρημα πρέπει να λάβει υπόψη του την πραγματικότητα του νέου αιώνα και τα καινούρια μέσα της εποχής. Ενδιαφέρουσα θα ήταν η μεταφορά-«έκδοση» του Σολωμού στο διαδίκτυο, ένα μέσο που διέπεται από τη λογική του υπερκειμένου, μια λογική που είναι συγγενής με το σολωμικό αρχείο. Μέσω των συνδέσμων του δικτύου, μπορούν να συνδεθούν για παράδειγμα τα κείμενα των οποίων τους στίχους ο Σολωμός ανακάτεψε στα χειρόγραφά του. 

Οι λέξεις στο διαδίκτυο είναι άκρες νημάτων, που αν τις τραβήξουμε εξαφανίζουμε τι κείμενο από την οθόνη και το αντικαθιστούμε με ένα δεύτερο, κι αυτό με ένα τρίτο, γνωρίζοντας ότι αυτό το σύμπαν των παραπομπών […] μπορεί να μας οδηγήσει –κάποτε- στη σελίδα απ’ όπου ξεκινήσαμε.[67]

Αν τα χειρόγραφα του Σολωμού είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι, ίσως τα μέσα του 21ου αιώνα μας δίνουν μια ευκαιρία να το ξεμπερδέψουμε.

 

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ

 

  • Jerome J. McGann, A Critique of Modern Textual Criticism, Chicago: University of Chicago Press, 1983
  • Στυλιανός Αλεξίου, Διονυσίου Σολωμού Ποιήματα και Πεζά, Αθήνα: Στιγμή, 1994
  • Γιώργος Βελουδής, Σολωμός και Σολωμιστές ή Κριτική της άκριτης κριτικής, Περίπλους, Έτος 15, Τεύχος 46/47, σσ. 43-56
  • Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», Αθήνα: Μεταίχμιο, 2003
  • Εμμανουήλ Κριαράς, Φιλολογικά Μελετήματα, Αθήνα: Εκδόσεις Φιλιππότη, 1979
  • Χρήστος Μαλεβίτσης, Ο Νεοελληνικός Λόγος, Αθήνα: Αρμός, 1997
  • Στάθης Μάρας, Η Εφτανησιώτικη Σχολή στον Τόπο και την Εποχή της, Αθήνα: Καστανιώτης, 1998
  • Λίνος Πολίτης, Σολωμού: Η Γυναίκα της Ζάκυνθος, Αθήνα: Ίκαρος, 1944
  • Ιάκωβος Πολυλάς, «Προλεγόμενα» στο Άπαντα τα Ευρισκόμενα: Διονυσίου Σολωμού, Αθήνα: Εκδόσεις Μάρη, 1955
  • Στέφανος Ροζάνης, Διονύσιος Σολωμός: Ιστορική Αίσθηση και Πράξη στο Έργο του, Αθήνα: Ύψιλον, 1988
  • Γιάννης Σκαρπέλος, TerraVirtualis: Η Κατασκευή του Κυβερνοχώρου, Αθήνα: Νεφέλη, 1999
  • Ν. Β. Τωμαδάκης, Διονύσιος Σολωμός, Αθήνα: Αετός, 1954
  • Δημήτρης Κ. Ψυχογιός, Τα Έντυπα Μέσα Επικοινωνίας, Αθήνα: Καστανιώτης, 2004
  • Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Διονυσίου Σολωμού (Πανεπιστήμιο Αθηνών, 7-10 Οκτωβρίου 1998), Αθήνα: Έκδοση του συλλόγου «Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων», 2003

 


[1] Δημήτρης Κ. Ψυχογιός, Τα Έντυπα Μέσα Επικοινωνίας, Αθήνα: Καστανιώτης, 2004, σσ.185, 195

[2] Jerome J. McGann, A Critique of Modern Textual Criticism, Chicago: University of Chicago Press, 1983, σσ. 40, 118

[3] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», Αθήνα: Μεταίχμιο, 2003, σσ. 120-123

[4] Αυτόθι, σ. 196

[5] Αυτόθι, σσ. 117-118

[6] Ν. Β. Τωμαδάκης, Διονύσιος Σολωμός, Αθήνα: Αετός, 1954, σ. ρξζ’

[7] «Με την πεποίθησιν ότι η Κριτική, όταν θα αποφασίσει περί Σολωμού, θέλει λογαριάσει την αληθινήν κατάσταση των πραγμάτων, δεν εσυμμερίσθηκα τους δισταγμούς του αδελφού του –ο οποίος μεταβίας έστερξε να δημοσιευθούν τα ανέκδοτα, μάλιστα τα ατελή σχεδιάσματα της υστερινής εποχής- και ανέλαβα την τακτοποίηση των ιδιογράφων και την επιστασία της εκδόσεως των Ευρισκομένων συγγραμμάτων του μακαρίτου, με την εμψύχωση και συνεργίαν των κ.κ. Καρόλου Μάνεσι, Γερασίμου Μαρκορά και Πέτρου Κουαρτάνου, οι οποίοι ευαρεστήθηκαν να αναθέσουν εις εμέ το κυριότερο μέρος του έργου» Ιάκωβος Πολυλάς, «Προλεγόμενα» στο Άπαντα τα Ευρισκόμενα: Διονυσίου Σολωμού, Αθήνα: Εκδόσεις Μάρη, 1955, σ. 31

[8] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ.113

[9] Αυτόθι, σ. 114

[10] Εμμανουήλ Κριαράς, Φιλολογικά Μελετήματα, Αθήνα: Εκδόσεις Φιλιππότη, 1979, σσ. 58-59

[11] Αναφέρομαι στη διαμάχη ανάμεσα στον Γιώργο Βελουδή και τον Στυλιανό Αλεξίου που υπέπεσε στην αντίληψη μου και συγκεκριμένα σε άρθρο του πρώτου που ξεφεύγει από τα όρια της ευπρέπειας καθώς καταφέρεται εναντίον του δευτέρου: Γιώργος Βελουδής, Σολωμός και Σολωμιστές ή Κριτική της άκριτης κριτικής, Περίπλους, Έτος 15, Τεύχος 46/47, σσ. 43-56

[12] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ. 138

[13] Αυτόθι, σ. 145

[14] Βλ. Τα «Προλεγόμενα» του Ιάκωβου Πολυλά στο Άπαντα τα Ευρισκόμενα: Διονυσίου Σολωμού, σχετικά με τη δημοτικότητα του ποιητή στους επτανήσιους λόγιους κύκλους, Αθήνα: Εκδόσεις Μάρη, 1955

[15] Στυλιανός Αλεξίου, Διονυσίου Σολωμού Ποιήματα και Πεζά, Αθήνα: Στιγμή, 1994, σ. 280

[16] Εμμανουήλ Κριαράς, Φιλολογικά Μελετήματα, ό.π., σ. 59

[17] Στέφανος Ροζάνης, Διονύσιος Σολωμός: Ιστορική Αίσθηση και Πράξη στο Έργο του, Αθήνα: Ύψιλον, 1988, σ. 11

[18] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ. 167

[19] Αυτόθι, σ. 163

[20] Λίνος Πολίτης, Σολωμού: Η Γυναίκα της Ζάκυνθος, Αθήνα: Ίκαρος, 1944, σ. 28

[21] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ. 130

[22] Χρήστος Μαλεβίτσης, Ο Νεοελληνικός Λόγος, Αθήνα: Αρμός, 1997, σ.28

[23] Αυτόθι, σ. 30

[24] Αυτόθι, σ. 15

[25] Ν. Β. Τωμαδάκης, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σ. ρογ’

[26] βλ. υποσημείωση 7

[27] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ. 115

[28] Αυτόθι, σ. 138

[29] Εμμανουήλ Κριαράς, Φιλολογικά Μελετήματα, ό.π., σ. 62

[30] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ. 135

[31] Εμμανουήλ Κριαράς, Φιλολογικά Μελετήματα, ό.π., σ. 59

[32] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ. 133

[33] Αυτόθι, σ. 137

[34] Εμμανουήλ Κριαράς, Φιλολογικά Μελετήματα, ό.π σ. 61

[35] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ. 169

[36] Εμμανουήλ Κριαράς, Φιλολογικά Μελετήματα, ό.π σ. 63

[37] Στυλιανός Αλεξίου, Διονυσίου Σολωμού Ποιήματα και Πεζά, ό.π σ. 161

[38] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ. 191

[39] Στάθης Μάρας, Η Εφτανησιώτικη Σχολή στον Τόπο και την Εποχή της, Αθήνα: Καστανιώτης, 1998, σσ. 38-39

[40] Αυτόθι, σ. 40, στην περίπτωση αυτή ο Μάρας δεν φαίνεται να έχει άδικο καθώς οι βιβλιογραφικές αναφορές επιβεβαιώνουν ότι όντως ο Σολωμός πήγε στην Κέρκυρα ανάμεσα σε οικογενειακές διαμάχες, και πριν τη μεγάλη δίκη, ενώ ο ίδιος δεν δίστασε να διώξει την οικογένεια της μητέρας του από το σπίτι που τους είχε παραχωρηθεί. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Δημήτριος Καπαδόχος, Διονύσιος Σολωμός, Μικρή Συμβολή στην Αποκατάσταση της Αλήθειας: Η Νοθογέννηση του Ποιητή και η Μεγάλη Δίκη, από τα πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Διονυσίου Σολωμού (Πανεπιστήμιο Αθηνών, 7-10 Οκτωβρίου 1998), Αθήνα: Έκδοση του συλλόγου «Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων», 2003, σσ. 195-225

[41] Ν. Β. Τωμαδάκης, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σσ. ρξη’-ρξθ’

[42] Ο Καιροφύλας επικρίθηκε για το σύνολο της δουλειάς του από άλλους μελετητές ενδεικτικά βλ.: Λίνος Πολίτης, Σολωμού: Η Γυναίκα της Ζάκυνθος, Αθήνα: Ίκαρος, 1944, εισαγωγή

[43] Στάθης Μάρας, Η Εφτανησιώτικη Σχολή στον Τόπο και την Εποχή της, ό.π. σσ. 41-42

[44] Ν. Β. Τωμαδάκης, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σσ. ρο’-ροα’

[45] Εμμανουήλ Κριαράς, Φιλολογικά Μελετήματα, ό.π σ. 58

[46] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ. 156

[47] Αυτόθι, σ. 157

[48] Αυτόθι, σσ. 157-158

[49] Αυτόθι, σ. 169

[50] Αυτόθι, σ. 170

[51] Ο Στάθης Μάρας φτάνει μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξει ότι «Με το Λίνο Πολίτη μπορούμε να λέμε ότι έχει λυθεί οριστικά το εκδοτικό πρόβλημα του σολωμικού έργου», Στάθης Μάρας, Η Εφτανησιώτικη Σχολή στον Τόπο και την Εποχή της, ό.π. σ. 50

[52] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ. 151

[53] Αυτόθι, σσ. 146-147

[54] Αυτόθι, σ. 172

[55] Αυτόθι, σ. 173

[56] Αυτόθι, σσ. 174-175

[57] Αυτόθι, σ. 182

[58] Αυτόθι, σ. 152

[59] Σχολιάζοντας μια συνέντευξη του Σ. Αλεξίου, ο Γ. Βελουδής διεκτραγωδεί: «…το κύριο «επιχείρημα» του ήταν ότι ο ίδιος, μόνος μεταξύ όλων των σολωμιστών, κατείχε, δίκην θείας δωρεάς, το προνόμιο της πνευματιστικής επικοινωνίας με τον εκλιπόντα Σολωμό, σύμφωνα με το οποίο μπορούσε να συμπληρώνει, να διορθώνει και να ολοκληρώνει τα αποσπασματικά καθότι ανολοκλήρωτα έργα του μεταστάντος, όπως ακριβώς θα τα ολοκλήρωνε — αλλά δεν τα ολοκλήρωσε — ο Σολωμός.» Γιώργος Βελουδής, Σολωμός και Σολωμιστές ή Κριτική της άκριτης κριτικής, ό.π. σ. 44

[60] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ. 158

[61] Jerome J. McGann, A Critique of Modern Textual Criticism, ό.π. σ. 28

[62] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ. 160

[63] Γιώργος Βελουδής, Σολωμός και Σολωμιστές ή Κριτική της άκριτης κριτικής, ό.π. σ. 48

[64] Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», ό.π., σ. 193

[65] Αυτόθι, σ. 153

[66] Στέφανος Ροζάνης, Διονύσιος Σολωμός: Ιστορική Αίσθηση και Πράξη στο Έργο του, ό.π. σ. 11

[67] Γιάννης Σκαρπέλος, Terra Virtualis: Η Κατασκευή του Κυβερνοχώρου, Αθήνα: Νεφέλη, 1999, σ. 100