Δεν έχω διάθεση. Μετά απ’ το τελευταίο εκτός εαυτού κι υπερβολικό, πύρινο κείμενό μου τα πάντα μου φαίνεται ότι απλά επαναλαμβάνονται. Απ’ όσα θα μπορούσα να γράψω όλα έχουν ήδη ειπωθεί, τα αντεπιχειρήματα έχουν διατυπωθεί, αντεπιχειρήματα επί αντεπιχειρημάτων έχουν συζητηθεί, και οι περισσότερες συνομιλίες έχουν λήξει με τον καθένα να φεύγει κουβαλώντας την ίδια άποψη μ’ αυτή που είχε όταν ήρθε στην κουβέντα. Περίεργη αυτή η εποχή που ούτε σάλιο χαλάς για να καυγαδίσεις, ούτε μελάνι. Ίσως αυτή η φτήνια φταίει που κανένας διάλογος δεν καταλήγει πουθενά. Δεν ξέρω τί νόημα θα είχε να γράψω για την επικαιρότητα. Τόσος κόσμος γράφει, ακριβώς την άποψή μου ή ακριβώς την αντίθετη και εγώ δεν βλέπω τί έχω να προσθέσω στην κουβέντα. Παλιά πίστευα ότι ακόμα κι αν ένας άνθρωπος μπορεί να δει τα πράγματα λιγάκι αλλιώς διαβάζοντάς με, όχι ν’ ασπαστεί ολόψυχα την άποψή μου, απλά να σκεφτεί ένα κλικ πιο πέρα, τότε άξιζε τον κόπο να γράψω το κείμενο. Σήμερα βλέπω ότι κανείς δεν επηρεάζεται από κανέναν, τουλάχιστον όχι με θετικό τρόπο. Όσοι ήδη συμφωνούσαν μαζί μου θα μου κάνουν like και οι υπόλοιποι θ’ αδιαφορήσουν. Το τεστάρω καθημερινά σε μικρότερη κλίμακα στο Facebook, και νομίζω πως έχω καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα με σχετική ασφάλεια. Δεν νομίζω ότι έχω δει ποτέ σε όλη την ζωή μου τέτοια επίπεδα πόλωσης στην ελληνική κοινωνία. Και με τρομάζει το γεγονός ότι είναι πιθανό να είμαι κι εγώ εξίσου πολωμένη με όλους τους υπόλοιπους.

Έστω, είμαι. Είμαι εντελώς πολωμένη σε μια κατά της βίας, της καφρίλας και του τραμπουκισμού άποψη. Δεν γουστάρω σινεμά να καίγονται και δεν γουστάρω καλλιτέχνες να γιαουρτώνονται, διάολε, δεν γουστάρω να γιαουρτώνεται κανένας. Και όχι μόνο δεν ψάχνω να βρω εξηγήσεις για το πώς και γιατί έφτασε ο κατατρεγμένος μας λαός να πιστεύει ότι τα γιαούρτια είναι η απάντηση σε όλα του τα προβλήματα, αλλά αξιωματικά δεν δέχομαι την άποψη κανενός που το κάνει. Πιστεύω ότι η αναζήτηση των αιτίων είναι δουλειά του ιστορικού του μέλλοντος. Ο ενεργός πολίτης του παρόντος οφείλει να υψώσει το ανάστημά του απέναντι σ’ αυτή την φασιστική δικτατορία της πλέμπας και να αρνηθεί κάθε συζήτηση στην οποία πλασματικά δημιουργείται έστω και η εντύπωση δίκαιας αντίδρασης εκ μέρους των χουλιγκάνων. Σε περιπτώσεις σαν κι αυτή η άποψη των συνανθρώπων μου μού δημιουργεί θλίψη. Απόγνωση δηλαδή. Κανένας κοινός τόπος. Ακόμα και το «ναι μεν, αλλά…»· κυρίως το «ναι μεν, αλλά…». Γράφει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος στην Lifo: «Δεν αισθάνομαι ότι πρέπει να πάρω απαραίτητα το μέρος του τραγουδιστή ή του αγριεμένου πλήθους. Διότι αυτό ήδη επιτείνει την ατμόσφαιρα της αρένας, που γίνεται ολοένα πιο πολεμοχαρής. Και διότι αυτός ο πόλεμος που πάει να ξεσπάσει είναι τυφλός και οι περισσότεροι δεν ξέρουν ακόμα ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός τους. Συλλήβδην επιτίθενται σε όποιον τους πλησιάζει χωρίς μονοσήμαντα λόγια και οικείες κραυγές. Πολλοί πάνε από φίλια πυρά. Τσαλαβουτάμε στη σύγχυση. Και όλα τα σύμβολα του παλιού κόσμου είναι ένοχα μέχρι να αποδείξουν ότι είναι αθώα». Δεν θα εξετάσω τους λόγους που οδηγούν τον κύριο Τσαγκαρουσιάνο να ασπαστεί τη συγκεκριμένη άποψη, μολονότι θεωρώ ότι είναι λιγότερο ιδεολογικοί και περισσότερο συμφεροντολογικοί. Η άποψη αυτή καθ’ αυτή όμως είναι το λιγότερο χυδαία. Λυπάμαι κύριε Εκδότα. Σε μια τέτοια περίπτωση οφείλετε να λάβετε θέση. Ο καθένας οφείλει να λάβει θέση ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα κονταροχτυπηθεί με μια μερίδα του αναγνωστικού του κοινού, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα το χάσει. Διαφορετικά απλά ας μην το αγγίξει το θέμα.


Η δική μου θέση είναι η εξής: καμία βίαιη ή συμβολικά βίαιη πράξη δεν είναι αποδεκτή στο πλαίσιο μιας οργανωμένης, δημοκρατικής κοινωνίας. Τελεία. Δεν υπάρχει δικαιολογία, δεν υπάρχει υποσημείωση, δεν υπάρχουν ψιλά γράμματα. Μου φαίνεται γελοίο και μόνο το γεγονός ότι πρέπει να επιχειρηματολογήσω υπέρ αυτής της άποψης. Μου φαίνεται αδιανόητο. Και ανόητο. Τραγικό. Έχουμε χάσει την μπάλα. Ο κύριος Νταλάρας είναι ένας τραγουδιστής που έχει διαγράψει μια πολύ συγκεκριμένη πορεία στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Όποιος έχει μουσικολογικές γνώσεις μπορεί να τον κρίνει, οι υπόλοιποι μπορούν να αποφασίσουν με βάση το προσωπικό τους γούστο αν τους αρέσει ή όχι η δουλειά του. Για μένα το πράγμα τελειώνει εκεί. Αλλά ας πάμε ένα βήμα παραπέρα, σ’ αυτούς που κρίνουν και επικρίνουν την προσωπικότητα του τραγουδιστή. Εγώ θεωρώ ότι η προσωπικότητα κι ο βίος ενός ανθρώπου δεν πρέπει να μελετάται συναρτήσει του έργου του παρά μόνο για ερμηνευτικούς-βιογραφικούς λόγους. Υπήρξαν καλλιτέχνες εγκληματίες, ναρκομανείς, φοροφυγάδες, τρισάθλιοι χαρακτήρες· για μένα τίποτα απ’ αυτά δεν επηρεάζει την αντίληψή μου για το έργο, και θεωρώ ότι η όποια εγκληματική δραστηριότητα είναι αντικείμενο της δικαιοσύνης. Αν η δικαιοσύνη δεν κάνει σωστά τη δουλειά της τότε αυτή είναι υπόλογη. Μπορώ όμως να δεχτώ τη θέση κάποιου που σου λέει «Ρε παιδί μου, σπάζομαι, δε θέλω να τον ακούω, ο άνθρωπος είναι κάθαρμα». Απολύτως κατανοητό, και αυτό πρέπει να κάνεις σ’ αυτή την περίπτωση: να μην τον ακούς. Να μην τον ενισχύσεις με παρουσία σου στις συναυλίες του, να μην αγοράζεις τους δίσκους του, να μην παρακολουθείς τη δουλειά του. Μέχρι εκεί είναι το δικαίωμά σου στην αντίδραση. Επομένως κάθε επιχείρημα υποστηρικτικό της προχθεσινής χυδαιότητας είναι απαράδεκτο. Παραθέτω μια σειρά από σχόλια που έγιναν σε ανάλογη συζήτηση εχθές κάτω από δικές μου αναρτήσεις στο FB.

  • Α.Μ.: «Δεν υπάρχει μεγαλυτερος φραγκοφονιάς από τον Νταλάρα,το ξέρω από πρώτο χέρι!!!!Τώρα ξαφνικά ενδιαφέρθηκε για τον απλό κοσμάκη??Βρε ουσττττττττττ!!!!!!!!!!!!!!!!!»
  • S.Th.: «ναι αλλα ειναι φραγκοφονιας ο Νταλαρας μπορει να εχει ιστορια μαι χ ιστορια με φοβερους συνθετες στιχουργος … αλλα δεν παυει να εναι μεσα στο συστημα»
  • Y.S.: «Ἐχει πρἀγματι τερἀστια δισκογραφἰα και αμἐτρητες παρουσἰες σε κἀθε τὐπου συναυλἰες. Εἰναι λἰγο απὀ «μαιντανὀς», κατἀ τη γνὠμη μου. Ἐχω φἰλους μουσικοὐς που τον γνωρἰζουν. Ἐχει πολὐ κακὀ ὀνομα ως προσωπικὀτητα σε αυτοὐς τους κὐκλους. Επἰσης δεν εἰναι δημιουργὀς αλλἀ ερμηνευτἠς. Παραδεἰγματα σαν αυτὀ του Νταλἀρα μου φἐρνουν κἀτι αιρετικἐς και αναπὀδεικτες σκἐψεις του στυλ ὀτι δεν εἰναι τυχαἰο πως πολλοἰ μεγἀλοι καλλιτἐχνες δεν αφομοιὠνονται απὀ το σὐστημα, εἰτε επειδἠ πεθαἰνουν νωρἰς, εἰτε γιατἰ τελικἀ ζουν και φεὐγουν φτωχικἀ. Εἰναι τιμωρἰα για το Νταλἀρα να φἀει γιαοὐρτι επἰ σκηνἠς. Τραμπουκισμὀς μεν, αλλἀ συμβολικὀς, ὀχι ρεαλιστικἀ βἰαιος. Εἰναι και δροσερὀ το γιαουρτἀκι».
  • Ν.Κ.: «Προλαβε και «Τραμπουκισε» ο Γιωργάκης με τις δηλώσεις του. Χιλιάδες τα λουκέτα σε μαγαζια, εκατοντάδες αυτοκτονίες, κλεινουν σχολεια και νοσοκομεια, αυξάνονται οι ανεργοι δραματικά και ο Νταλάρας δηλώνει οτι δεν υπήρχε άλλος δρομος εκτος απο τα μνημονια… εν βρασμώ ψυχής μπορεις να φτάσεις και σε δολοφονία Evita μου… Ασε που τώρα, να μου το θυμηθεις, θα γίνει και ήρωας…»

Ακολουθεί μια μεγάλη συγκεντρωτική απάντηση από εμένα, σύνθεση όσων έγραψα πάνω στη φούρια του διαλόγου εχθές το βράδυ:

«Σε ποιόν παραλογισμό να πρωτοαπαντήσεις; Έχει κάποιο νόημα να εμπλακείς τελικά σε μια συζήτηση που γίνεται υπ’ αυτούς τους όρους; Αλήθεια; ‘Δροσερό το γιαουρτάκι’; Γιατί εγώ είδα και αυγά. Είδα και μια καρέκλα που από τύχη δεν χτύπησε άνθρωπο. Κι ύστερα κάτι αλήτες ανέβηκαν στη σκηνή με άγριες διαθέσεις και τους κατεβάσανε. Δικαιολογημένοι κι αυτοί; Από πού κι ως πού; Με ποιο δικαίωμα; Τί είδους εγκεφαλική βλάβη έχει πάθει αυτή η χώρα κι αρέσκεται στο να δικαιολογεί τ’ αδικαιολόγητα; Αν τον είχαν σκοτώσει στο ξύλο τότε θα ήταν κατακριτέο αλλά για το γιαουρτάκι μωρέ δεν τρέχει τίποτα; Απ’ τα γιαουρτάκια ξεκινάει η αθλιότητα κι άμα ξεκινήσει δεν μπορείς να ξέρεις πού θα σταματήσει, γιατί η αθλιότητα είναι ανεξέλεγκτη. Οτιδήποτε άλλο λέει κανείς για τον Νταλάρα δεν με αφορά στο ελάχιστο. Δεν με νοιάζει τί λένε οι συνάδελφοί του, δεν με απασχολεί η προσωπικότητά του, δεν κοιμάμαι μαζί του. Με νοιάζει και κρίνω αποκλειστικά και μόνο το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα –μ’ αρέσει; δεν μ’ αρέσει;– και αναλόγως αποφασίζω αν θα τον παρακολουθήσω ή όχι. Με ποιο δικαίωμα και ποια αρμοδιότητα αποφασίζεις ότι ‘Είναι τιμωρία για τον Νταλάρα να φάει γιαούρτι επί σκηνής’; Για ποιο έγκλημα; Ο καλλιτέχνης είναι άνθρωπος κι όχι είδωλο. Η τέχνη του μας αρέσει ή όχι. Δεν είναι υποχρεωμένος να ικανοποιεί και τις ιδεολογικές μας προτιμήσεις. Η κρίση και η κριτική είναι θεμιτές, οι αντιδράσεις τέτοιου τύπου όχι. Και σας πείραξε που υποστήριξε το μνημόνιο; Πόσο πιο μεγάλος τραμπουκισμός υπάρχει απ’ το να αρνείσαι σε κάποιον το δικαίωμα της γνώμης του; Πιάστε με κι εμένα στα γιαούρτια λοιπόν, γιατί κι εγώ τα ίδια λέω. Η διαφορά είναι πως δεν επιθυμώ να γιαουρτώσω αυτόν που λέει τ’ αντίθετα. Εν βρασμώ ψυχής αντιδράς άμα πιάσεις τη γυναίκα σου να πηδιέται. Άμα σε σπάσουν στο ξύλο. Άμα σου χέσουν την είσοδο του σπιτιού σου και βρεις τον άλλον να το κάνει ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ. Δεν υφίσταται εν βρασμώ ψυχής στο συγκεκριμένο επεισόδιο. Μόνο ατελείωτη ελληνική καφρίλα για την οποία ντρέπομαι, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και μου έρχεται εμετός. Πραγματικά δεν είχα καταλάβει ότι στήσαμε κρεμάλες κιόλας. Ήλπιζα ότι δεν έχει φτάσει η κοινωνία μας σ’ αυτό το σημείο. Δεν με νοιάζει αν είναι κάφρος ο Νταλάρας. Ο καθένας έχει δικαίωμα να είναι ό,τι θέλει. Αν δεν σ’ αρέσει είτε η μουσική του είτε η στάση του έχεις δικαίωμα να μην πας στη συναυλία του. Να παίξει σε άδειο θέατρο, αυτή είναι η καλύτερη ‘τιμωρία’, αν τόσο πολύ θέλετε να αποδώσετε μια».

Σ’ αυτή μου τη στάση παραμένω αμετακίνητη και γι’ αυτό την περιλαμβάνω σ’ αυτό το κείμενο, όσο κι αν φαίνεται κονσέρβα, γιατί δεν θα είχε νόημα να καθίσω να γράψω με τα άλλα λόγια τα ίδια πράγματα. Θέλω όμως να προσθέσω κάτι που δεν το έφερε η κουβέντα εχθές και είναι ίσως το πιο σημαντικό. Ο Γιώργος Νταλάρας διέγραψε μια πορεία από τις φτωχογειτονιές του Πειραιά στις «επαύλεις» της Φιλοθέης. Εκπλήρωσε στο εκατό τοις εκατό το Greek Dream. Με ποιους τρόπους; Δεν είναι αρμοδιότητά μου να το ξέρω. Μπορώ να υποθέσω πως υπήρξαν αρκετά σκοτεινά σημεία στην οικονομική του πορεία, όπως και σε κάθε Έλληνα που διαθέτει Α.Φ.Μ. Ξέρω όμως με σιγουριά ότι ο Νταλάρας για δεκαετίες γεμίζει στάδια, θέατρα, μαγαζιά. Με διαφορετικό αντίτιμο εισιτηρίου για το Ηρώδειο, και διαφορετικό για το Κατράκειο της Νικαίας (τον έχω δει να τραγουδά και στα δυο) το κοινό ήταν πάντα πολυπληθές και παθιασμένο. Από το οικονομικό σκάνδαλο με τον ΣΔΟΕ το 2003 έχουν περάσει εννέα χρόνια. Δεν προέκυψε κανείς εξοστρακισμός τότε, δεν άδειασαν οι σκηνές που τραγουδούσε ως αντίποινα για την «λαμογιά» του, ούτε και έφαγε γιαούρτια βέβαια σ’ όλο αυτό το διάστημα. Είναι σαφές λοιπόν πως η αντίδραση του κόσμου δεν έχει να κάνει με μια εκτίμηση του καλλιτέχνη ως φοροφυγά και οικονομικού εγκληματία. Επομένως οι προχθεσινές αντιδράσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με γνώμονα την όποια ύπουλη εξαπάτηση του λαού από τον τραγουδιστή.

Με την Άννα Νταλάρα είναι παντρεμένος απ’ το 1983 κι εκείνη βουλευτής απ’ το 2009. Ο ίδιος δεν έχει ποτέ εμπλακεί με την πολιτική. Όταν ζητήθηκε σε τηλεοπτική εκπομπή η γνώμη του σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση την διατύπωσε. Δεν έχει ενεργά συμμετάσχει σε καμιά απόφαση που να επηρεάζει τη χώρα με οποιονδήποτε τρόπο. Άρα και απ’ αυτή την οπτική γωνία το επιχείρημα μπάζει νερά. Ο λόγος για τις αντιδράσεις και την υποστήριξη των αντιδράσεων (δεν τα διαχωρίζω ιδιαίτερα) οπωσδήποτε είναι άλλος. Μου έγραψε ο Y.S.: «Για εμἐνα δεν εἰναι τυχαἰο πως το γιαοὐρτι δεν το τρὠει η Αλεξἰου, οὐτε η Αρβανιτἀκη, οὐτε ο Παπἀζογλου, αλλἀ ο Νταλἀρας. Εἰναι κατἀ κἀποιο τρὀπο νομοτελειακὀ. Γι αυτὀ λἐω πως εἰναι μια μορφἠ τιμωρἰας για το Νταλἀρα. Ο λαὀς ἐχει κρἰση και αξιοπρἐπεια. Το πως εκφρἀζει την κριτικἠ του ο καθἐνας εἰναι συζητἠσιμο». Ναι, δεν είναι τυχαίο πως το γιαούρτι δεν το τρώνε η Αλεξίου, η Αρβανιτάκη ή ο Παπάζογλου (και πώς θα μπορούσε άλλωστε ο άνθρωπος να φάει γιαούρτι απ’ τον τάφο). Αλλά έχει να κάνει με την έλλειψη κρίσης και αξιοπρέπειας του λαού. Ο Νταλάρας γιαουρτώνεται γιατί πέτυχε εκεί που όλοι ήθελα να πετύχουν, και όχι μόνο δεν το κατάφεραν, αλλά δεν υπάρχει πια περιθώριο για να τα καταφέρουν. Γιατί ανόητα πιστεύουν ότι η επιτυχία του είναι κάτι που θα μπορούσαν να έχουν πετύχει κι οι ίδιοι αν τους είχε δοθεί η ευκαιρία. Γιατί δεν ξέρουν ή δεν ενδιαφέρονται να μάθουν πώς ήταν να μεγαλώνεις στον Πειραιά το 1950· να δουλεύεις παγοπώλης απ’ τα επτά σου γιατί ο πατέρας είναι απών· γιατί δεν καταλαβαίνουν πως είτε το αναγνωρίζουν είτε όχι, είτε εκφράζει το προσωπικό τους γούστο είτε όχι, ο Νταλάρας είχε φοβερό ταλέντο κι έκανε εξαιρετικές επιλογές. Αν τον ευνόησε η τύχη κι η συγκυρία αυτό είναι δευτερεύον. Είναι ο φθόνος που όπλισε το χέρι του τραμπούκου, όχι η απελπισία. Είναι η γνώση ότι υπό τις ίδιες συνθήκες ο ίδιος ο γιαουρτορίπτης θα είχε κάνει τα ίδια και πιθανώς πολύ χειρότερα για ν’ αναρριχηθεί, και τώρα πια δεν υπάρχουν οι ίδιες συνθήκες. Δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο, οι επιλογές είναι ανάμεσα σ’ αυτό και στην εθνική παράνοια. Σε κάθε περίπτωση είναι επικίνδυνο.

Υστερόγραφο: Το έγραψαν κι άλλοι, αλλά θα το πω κι εγώ. Θέλει μεγάλη μαγκιά για να κάτσεις να τραγουδάς την ώρα που σου έρχονται γιαούρτια και αυγά στο στήθος. Θέλει μεγάλη μαγκιά για να πετάγονται καρέκλες στη σκηνή κι εσύ να μην χάνεις νότα. Θέλει μαγκιά για να συνδιαλέγεσαι με ένα μαινόμενο πλήθος και να επιμένεις να παίζεις τιμώντας αυτούς που ήρθαν να σ’ ακούσουν. Όποιος δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει ούτε καν αυτό έχει πολύ σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα.