Σήμερα πρώτη φορά απ’ όταν ξεκίνησε αυτός ο τραγέλαφος, αισθάνθηκα μίσος. Έχω νιώσει παλιά αηδία, θυμό, αγανάκτηση, μεγάλη στεναχώρια, αλλά απόψε το συναίσθημα που κυριάρχησε ήταν ένα παθιασμένο, ασίγαστο μίσος. Λέω σήμερα για μια μέρα που είναι κιόλας χθες, μα δεν έχω κόψει ακόμα τη συνέχειά της μέσω του ύπνου, και γι’ αυτό την βιώνω ακόμα σαν να συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Δεν μπορώ να βγάλω απ’ το μυαλό μου τις φωτογραφίες της φλεγόμενης Αθήνας, και αυτή η ίδια η πράξη της συγγραφής μιας ηλεκτρονικής ανάρτησης μου φαίνεται τόσο φαιδρά περιττή που μ’ απελπίζει ακόμα περισσότερο. Θα έπρεπε πιστεύω να μην έχω λόγια, και μάλλον πρέπει να χαίρομαι που αυτό δεν συμβαίνει, γιατί όταν τα λόγια μ’ εγκαταλείψουν θα μ’ έχει εγκαταλείψει οριστικά κι η ελπίδα –κι αυτό προτιμώ να μην μου συμβεί. Όμως πέρα απ’ τα λόγια και τις ελπίδες, έχουν περάσει ώρες, κι εγώ ακόμα δεν ξέρω πώς να διαχειριστώ το μίσος μου. Δεν με τυφλώνει, και δεν μεταβάλει την εν γένει άποψή μου για τα πράγματα, αλλά μου καίει το στήθος και με αποσυντονίζει, μου δημιουργεί ένα πρόβλημα συγκέντρωσης και μια σωματική υπερδιέγερση που εναλλάσσεται με ατονία ανά μισάωρο. Μισώ ανεξέλεγκτα τους υπεύθυνους για το αποψινό μακελειό, μισώ ανεξέλεγκτα αυτούς που το επέτρεψαν και μισώ ανεξέλεγκτα αυτούς που το δικαιολογούν με οποιονδήποτε τρόπο.
Θυμάμαι την Αθήνα που βάδισα τα πρώτα μου φοιτητικά χρόνια. Τους θορυβώδεις δρόμους που ήξερα όπως δεν έμαθα ποτέ την δική μου γειτονιά στο Κερατσίνι. Την πλατεία στο Σύνταγμα, και τα μαγαζιά απ’ όπου ποτέ δεν άντεχε το βαλάντιό μου να ψωνίσω στην Ερμού, και τα στενά πίσω απ’ την Αθηνάς που μύριζαν μπαχάρια. Τότε που κατέβαινα χωρίς φόβο στην Ομόνοια, κι ας ήταν εννιά η ώρα το βράδυ, και περπατούσα μέχρι την πλατεία Κοραή, γιατί βαριόμουν ν’ αλλάξω στο μετρό και να κατέβω Πανεπιστήμιο. Που διέσχιζα τη στοά με τα Στάρμπακς στο δεξί μου χέρι, έβγαινα στην Σταδίου, περνούσα το δρόμο κάθετα μετά το φανάρι στον Ιανό και σκουντούσα τον κόσμο για να περάσω στην αίθουσα, φορώντας ψωροπερήφανα στο λαιμό το δημοσιογραφικό μου πάσο. Θυμάμαι την «Μυστική Προβολή» με τις τρεις μικρού μήκους του Τοντ Χέινς, εκεί που είδα για πρώτη φορά το «Superstar: The Karen Carpenter Story», εγώ και άλλοι πάρα πολλοί· κατάμεστο το Απόλλων, με φοιτητές να γεμίζουν τους διαδρόμους, να κάθονται στο παχύ χαλί στο πίσω μέρος της αίθουσας. Θυμάμαι τις απογευματινές προβολές του φεστιβάλ Γαλλόφωνου κινηματογράφου, με παμπάλαιες ταινίες και άδεια την αίθουσα, στο πανί να χοροπηδάει ο Ντεπαρτιέ σε άγρια νιάτα. Θυμάμαι να ανεβαίνω τα σκαλιά του Αττικόν, να παίρνω θέση στον εξώστη με ένα κοριτσίστικο χαχανητό στιγμιαίας εκπλήρωσης νεανικής πριγκιπικής φαντασίωσης. Θυμάσαι αγάπη μου όταν είδαμε την πρεμιέρα του «Ratatouille», τότε που έβγαζα παράταιρα εισιτήρια και έπρεπε να παρακαλέσουμε κάποιον καλοπροαίρετο διπλανό ν’ ανταλλάξει θέση με έναν απ’ τους δυο μας; Θυμάσαι μια φορά στο Άστυ, που φτάσαμε καθυστερημένοι και η ταινία ήταν πολύ βαρετή –δεν ξέρω αν φταίει που ήταν Γερμανική– και δεν βλέπαμε την ώρα να τελειώσει για να κάνουμε άλλα πράγματα; Θυμάσαι; Εγώ θυμάμαι μια άλλη φορά, που είδα μοναχή μου στο Άστυ την πιο αλλοπρόσαλλη Κορεάτικη ταινία –να την ψάξετε, ο τίτλος είναι «Dasepo Naughty Girls». Θυμάμαι τόσες φορές που με πήρε ο ύπνος στις πρωινές δημοσιογραφικές προβολές –πώς ν’ αντέξει ο οργανισμός δίωρο ντοκιμαντέρ για τη Χέβι Μέταλ στις εννιά το πρωί; Το Αττικόν είχε τα πιο αναπαυτικά καθίσματα για να ξεκλέψεις έναν υπνάκο. Θυμάμαι ένα άλλο πρωί, πολύ παλιά αυτό, που παρακολούθησα στο Απόλλων την πρεμιέρα του προγράμματος Πρώτη Ώρα: Σινεμά, ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης· ήταν η ταινίας «Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς Μου» της Πέννυς Παναγιωτοπούλου, και το κλάμα που έριξα στο μέσον της προβολής δεν το έχω κάνει ποτέ ξανά στη ζωή μου. Δεν είχα ακόμα μάθει πόσο δύσκολοι μπορούν να είναι κάποιοι αποχαιρετισμοί στην αληθινή ζωή. Θυμάμαι πάντα στα διαλείμματα να βαριέμαι και όταν βρισκόμουν στο Αττικόν να χαζεύω τον αστραφτερό πολυέλαιο που έμοιαζε τόσο ξένος στην Αθήνα που γνώριζα, την Αθήνα του πρώιμου 21ου αιώνα.
Αν θέλετε να με κατηγορήσετε που κλαίω τον πολυέλαιο ενώ «ο κόσμος πεινάει», τα κουβαδάκια σας και σ’ άλλο ιστολόγιο. Δεν σκοπεύω ν’ ασχοληθώ μαζί σας. Δεν θ’ αποδεχτώ ποτέ αυτή την τυφλή και άναρχη βία ως αφορμή ή τίμημα καμιάς επανάστασης. Να πάρετε την επανάστασή σας και να φύγετε, δεν την θέλω. Θέλω μνημόνιο, νομισματική σταθερότητα και μια έστω πετσοκομμένη προοπτική. Και δεν θ’ απολογηθώ σε κανέναν γι’ αυτό. Δεν θα με αναγκάσετε να θεωρήσω αυτονόητο ότι έχετε δικαίωμα αντίδρασης στη «βια της εξουσίας». Δεν θα με πείσετε ότι το Αττικόν –η Αθήνα ολόκληρη– ήταν αναγκαία θυσία στο βωμό του αγώνα. Δεν θα με πείσετε επίσης ότι είστε όλοι αμέτοχοι κι αθώοι για το σημερινό έγκλημα. Ότι το κράτος καταστολής και οι προβοκάτορές του έκαψαν συθέμελα τις λιγοστές όμορφες γωνιές αυτής της ταλαίπωρης πόλης. Δεν μπορώ ν’ αντεπεξέλθω στην ηλιθιότητά σας πια. Δεν μ’ ενδιαφέρει να προσπαθήσω να σας πείσω ότι όταν αναδημοσιεύετε σαν τους χάνους μια φωτογραφία που «αποδεικνύει την συνεργασία ματατζήδων και παρακρατικών» και η οποία έχει τραβηχτεί πριν δυο χρόνια στον Καναδά, χάνετε πάσα αξιοπιστία. Είστε ηλίθιοι, είστε ανεγκέφαλοι, είστε επικίνδυνοι. Και μην τολμήσετε να μου παραπονεθείτε που σας βρίζω. Το θέμα το έχω συζητήσει και παλιά με περισσή ψυχραιμία, χάρη και ρητορική δεινότητα (εδώ). Τώρα η ψυχραιμία κι όλα τ’ άλλα μου τελείωσαν. Τώρα θέλω απλά να σας στείλω στο διάολο.
Σταματήστε να προσπαθείτε να διαφοροποιηθείτε απ’ το μπάχαλο. Είστε μέρος του, αφορμή του, ο φορέας του. Σιχαίνεστε αυτή την πόλη και συνειδητά την καταστρέφετε μέρα με την ημέρα. Την καταστρέψατε. Ποιοι οργανωμένοι προβοκάτορες; Ν’ αρχίσω να μετράω τους ανθρώπους που σήμερα έγραψαν «Να καεί η Αθήνα»; Ανθρώπους που τους ξέρω, που δεν έχουν άλλο συμφέρον και κίνητρο πέρα απ’ τη βλακεία που τους δέρνει. Ναι, εσύ προσωπικά που με διαβάζεις αυτή τη στιγμή δεν έχεις καμιά ανάμειξη στα γεγονότα. Εσύ δεν φταις. Εσένα τα χέρια σου είναι καθαρά. Δεν πέταξες καμιά μολότοφ. Δεν παρακώλυσες την πορεία κανενός πυροσβεστικού οχήματος. Δεν έλαβες μέρος στο πλιάτσικο. Δεν έχεις καμιά συμμετοχή στα γεγονότα που άφησαν το ιστορικό, πολιτιστικό, πολιτικό και οικονομικό κέντρο της χώρας σμπαράλια. Εσύ φώναζες μόνο «Να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», και δάχτυλο ποτέ δεν σήκωσες για ν’ ανάψεις το στουπί. Φιλαράκι σου ‘χω νέα. Για κάθε φορά που φώναξες «Να καεί, να καεί…», κινητοποίησες κι έναν ταραξία. Για κάθε απαξιωτική μούντζα που έριξες στο «καθεστώς», για κάθε φορά που η μούντζα σου αναμεταδόθηκε σε τηλεόραση, τύπο και ίντερνετ, οπλίστηκε το χέρι ενός δολοφόνου. Γιατί πρέπει να ξέρεις ότι μόνο από θαύμα δεν μετράμε νεκρούς –ακόμα. Μόνο από θαύμα κλαίμε μονάχα κτήρια σήμερα. Αλλά ξέρεις κάτι ρε φίλε; Τα κλαίμε τα κτήρια. Κάποιοι έχουν μείνει να πονάνε γι’ αυτό που εσύ ρημάζεις. Ξέρω, ξέρω. Δεν ήσουν εσύ. Λυπήθηκες βέβαια κι ο ίδιος πολύ. Όμως πώς να το κάνουμε, τα μέτρα είναι άδικα, και πώς να ζήσεις με βασικό μισθό 470 ευρώ; Και βέβαια αγωνίζεσαι για το δικό μου μέλλον, και το μέλλον των παιδιών μου. Και τέλος πάντων, την κρίση να την πληρώσουν οι τραπεζίτες. Να αφήσεις εμένα και τα παιδιά μου ήσυχα. Μίλα για την πάρτη σου, όπως έκανες τόσα χρόνια που το σύστημα σάπιζε από μέσα κι εσύ ήσουν είτε σ’ αρέσει είτε όχι μέρος του. Είναι αργά για διαμαρτυρίες. Την λύση που μου σερβίρεις δεν την θέλω. Δεν την πιστεύω. Δεν με καλύπτει. Και δεν έχεις το δικαίωμα να μου την επιβάλλεις. Δεν είσαι η πλειοψηφία. Πόσο ανώτερα μαθηματικά χρειάζεσαι για να καταλάβεις ότι δεν ήταν στο Σύνταγμα η πλειοψηφία του ελληνικού λαού απόψε –όπως και ποτέ άλλωστε–, ούτε καν η πλειοψηφία του αθηναϊκού πληθυσμού; Και τέλος πάντων, δεν μπορείς και να επιθυμείς να καταλύσεις την αστική δημοκρατία και να βγάζεις την ουρά σου απ’ έξω όταν συμβαίνουν τα χειρότερα –όπως είναι προγραμματισμένο να συμβούν. Λάβε θέση ξεκάθαρα. Γνώριζε για τί αγωνίζεσαι. Κατανόησε ότι δεν στέκει το επιχείρημα «δεν ξέρω γιατί κατεβαίνουν οι άλλοι στο Σύνταγμα, εγώ θέλω μόνο να…». Εφόσον κατεβαίνεις στο Σύνταγμα θέλεις ότι κι όλοι οι άλλοι. Είτε είσαι στην Πλατεία και τις τρως, είτε είσαι στη Σταδίου και τα σπας, είτε είσαι στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και κάνεις την πάπια.
Είχα τόσα ωραία ετοιμάσει να πω, για την ψυχολογία του όχλου, για τις ιστορικές καταβολές του μπάχαλου, για τη φυσιολογία του εμπρησμού. Μα δεν μπορώ να πω τίποτα απ’ αυτά. Γιατί και να τα πω δεν θα τα καταλάβεις, όσο επιστημονικά και να τα διατυπώσω, όσες μελέτες και στατιστικές κι αν σου φέρω. Παράτα με λοιπόν. Άσε με να θρηνήσω την πόλη μου μόνη μου. Σταμάτα να μ’ ενοχλείς. Τράβηξες τον δρόμο της σύγκρουσης ερήμην μου. Δεν θέλω να σε ξέρω. Επαναστάτη της δεκάρας.
Όπως μπορεί να διαπιστωθεί εύκολα, η ψυχραιμία μου έχει πάει περίπατο. Θα μπορούσα να κρατήσω το κείμενο και να αναθεωρήσω πριν το δημοσιεύσω. Αλλά δεν θα το κάνω, γιατί απλά αυτή τη στιγμή είμαι τόσο θυμωμένη που θέλω αυτό που σκέφτομαι εδώ και τώρα ν’ ακουστεί. Αν αύριο το διαβάσω με περισσότερη ψυχραιμία και θεωρήσω ότι κάπου υπερβάλλω υπερβολικά θα αναρτήσω επανορθωτικό σημείωμα. Όμως το κείμενο δεν θα κατέβει. Γιατί όσο κι αν κατηγορηθώ για… οτιδήποτε μπορεί να κατεβάσει η φαντασία σας, εγώ έχω το θάρρος της γνώμης μου επωνύμως. Ακόμα και της έξω φρενών γνώμης μου.
Σημείωση. Θα δημοσιεύσω οποιοδήποτε σχόλιο στο παρόν κείμενο, αλλά δεν πρόκειται να απαντήσω σε κανένα, το ξεκαθαρίζω για να μην παρεξηγηθούμε. Δεν πρόκειται για κείμενο διαλόγου γι’ αυτό μην μπείτε στον κόπο να με κατηγορήσετε για έλλειψη επιχειρημάτων.
Και αυτό: http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=12607
Ένα κείμενο-κουαρτέτο εγχόρδων πάνω στο κατάστρωμα που γέρνει. Το εκτιμώ για όλα του τα ελλατώματα: επειδή είναι αχτένιστο και εκνευρισμένο, ειλικρινές κι αδιάφορο για τα κλισέ γαβγίσματα όσων ξεσηκωθούν να το νουθετήσουν, να το βάλουν στην θέση του -δεν χρωστάει σε κανέναν να είναι η κάθε του γραμμή ακριβοδίκαιη και πολιτικά ορθή. Γιατί δεν συνδιαλέγεται, καταριέται. Δεν σκέφτεται καθαρά, απελπίζεται. Γιατί δεν εκλογικεύει την απώλεια, θρηνεί. Γιατί στην τελική δεν είναι είναι κείμενο, είναι κατάρρευση.
Γιατί θυμάμαι.
Δεν έχει μια πολή, μια εποχή, δικαίωμα σε έναν απεγνωσμένο επικήδειο;