«Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει,

και η γη το σπήλαιον, τω απροσίτω προσάγει.

Άγγελοι, μετά ποιμένων δοξολογούσι.

Μάγοι δε, μετά αστέρος οδοιπορούσι.

Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη, παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός».

Ξημερώνει αισίως η 25η Δεκεμβρίου του 2011, μια μέρα που στη δεκαετία του ενενήντα πίστευα πως δεν θα ζήσω για να δω. Η γελοία αυτή σκέψη μου είχε καρφωθεί, του παρανοϊκού δεκά(plus)χρονου, όταν διάβασα τις προφητείες του Νοστράδαμου και αναλόγου σοβαρότητας ερμηνείες που τοποθετούσαν την αρχή του τέλους του κόσμου, και την έναρξη της Αποκάλυψης στο έτος 2000. Το 2000 ήρθε και πέρασε, το τέλος του κόσμου όχι, και έκτοτε πορεύομαι χωρίς να μπορώ να οριοθετήσω την επικείμενη καταστροφή, καθώς δεν πιστεύω πια σε κανενός είδους προφητείες, χρησμούς, ημερολόγια των Μάγια και άλλα συντελειακά. Μολαταύτα, η αλήθεια να λέγεται, μια μικρή συντέλεια έχει επέλθει, την τελευταία πενταετία, και παρόλο που δεν είναι συντέλεια εξ Αποκαλύψεως, έχει προκαλέσει ουκ ολίγα δεινά και δράματα. Αυτά τα Χριστούγεννα δεν μοιάζουν με ό,τι γνώρισε η γενιά μου. Οι γειτονιές δεν είναι ολόλαμπρες και φωτισμένες· δεν διαθέτουμε πια το ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης (κι ας ήταν εκείνο το δέντρο του Αβραμόπουλου ένα αισθητικό έκτρωμα)· τα νοικοκυριά φτιάξανε μια δόση μελομακάρονα και καμία κουραμπιέδες, ή αντιστρόφως, ανάλογα με τα γούστα του καθενός. Από την άλλη πλευρά, όπως και να το κάνεις η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει, όπως τόσα και τόσα χρόνια κατά την χριστιανική παράδοση. Μικρή υπενθύμιση εδώ: σύμφωνα με την ορθόδοξη εκκλησία και πίστη, κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών (Χριστούγεννα, Πάσχα, Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία, κ.ο.κ.) δεν τελείται αναπαράσταση του θρησκευτικού γεγονότος, αλλά μέσω της θέωσης, μέσα στην εκκλησία λαμβάνει χώρα το ίδιο το γεγονός, αυτούσιο και άχρονο. Αυτά για όποιον έχει κουράγιο να πιστέψει σε θαύματα: Χριστός γεννάται σήμερον. Σήμερον λέμε.

«Η Γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών,

ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως·

εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες,

υπό αστέρος εδιδάσκοντο, σε προσκυνείν,

τον Ήλιον της δικαιοσύνης,

και σε γινώσκειν εξ ύψους ανατολήν, Κύριε δόξα Σοι».

Μα αρκετά με την κατήχηση, δεν ξεκίνησα να γράφω γι’ αυτό. Όσο γράφω όμως αλλού με πάει το άτιμο το πράμα. Ψάχνοντας λιγάκι στο youtube έπεσα πάνω σε Κερκυραϊκά κάλαντα, από διάφορες εκδηλώσεις Κερκυραίων. Παλιές κόπιες που ψηφιοποιήθηκαν πρόσφατα, να, μια απ’ το 1989, στον Άγιο Προκόπη· η κάμερα λίγο τρέμει, και ζουμάρει απότομα, το χρώμα αλλοιωμένο, κάτι ανάμεσα σε μαυρόασπρο και σέπια με λίγο χρώμα. Να και τα κάλαντα απ’ τον Κάτω Γαρούνα, που αφηγούνται την ιστορία των Χριστουγέννων με κερκυραϊκό μπρίο και νάζι. Κι εδώ η Χορωδία Κερκύρας λέει τα κάλαντα μπροστά στου Ζήσιμου στο Λιστόν. Δεν ξέρω πόσο παλιό είναι το βίντεο, μα είναι το αγαπημένο μου, γιατί το τραγούδι τελειώνει με την αποστροφή: «Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, και πάλι του χρόνου να είστε καλά· χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, να ‘μαστε όλοι καλά». Μου θύμισαν τα τόσα κάλαντα την μοναδική χρονιά που κάναμε Χριστούγεννα στο χωριό, πολύ πολύ παλιά. Κερκυραϊκή βροχή καθ’ όλη τη διάρκεια των γιορτών, και τα κάλαντα λέγονται από το απόγευμα ως το βράδυ, γι’ αυτό άλλωστε και τραγουδάμε «Καλήν εσπέραν άρχοντες».

Άλλο θέμα. Εφέτος στο Κερατσίνι δεν θα δεις πουθενά μαγαζιά με χριστουγεννιάτικα στολίδια. Ίσως είναι έτσι σ’ ολόκληρη την Αθήνα, ίσως σ’ όλη την Ελλάδα. Εγώ ένα μαγαζί είδα μόνο, στον Πειραιά, κι αυτό καχεκτικό και παράταιρο. Θυμάμαι μια εποχή που κάθε γωνιά είχε κι ένα τέτοιο κατάστημα, με τους πάγκους γεμάτους γυαλιστερές μπάλες και γιρλάντες, και φωτάκια, και φουντωμένα –αν και πλαστικά– έλατα. Έμπαινα μέσα και φοβόμουν ότι με ένα στραβοπάτημα θα διαλυθεί το σύμπαν. Όταν ήμουν πολύ μικρή αγοράζαμε ένα στολίδι το χρόνο και το λατρεύαμε σαν καινούριο που ήταν. Κι όταν μεγάλωσα λιγάκι, την εποχή που οι αγελάδες κόντεψαν να τα τινάξουν απ’ τη χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια, αγοράζαμε κούτες τα καινούρια στολίδια. Να ταιριάζουν μεταξύ τους. Να είναι άψογα. Να στέκουν καλά πάνω στο τεράστιο και πανύψηλο δέντρο. Να λάμπουν με όλη την ψευτιά και την υπεροψία των γιορτών των χορτασμένων. Τίποτα να μην ξεχωρίζει όπως κάποτε το ένα και μοναδικό στολίδι της χρονιάς. Όχι πως τα πετάξαμε αυτά τα στολίδια. Τα καταχωνιάσαμε κάπου στο πίσω μέρος του δέντρου, τα βλέπαμε και λέγαμε «θυμάσαι τότε που…». Θυμάμαι μια πλαστική ροζ νεράιδα, χοντροκομμένη και μάλλον άκομψη που ερωτεύτηκα όταν ήμουν τεσσάρων. Τόσο μ’ ενθουσίασε που δεν ήθελα καν να την κρεμάσω στο δέντρο, και την κουβαλούσα στο νηπιαγωγείο μαζί μου, μέχρι που ένα παιδί μου είπε πως είναι άσχημη και έκανα καυγά τρικούβερτο, μα μετά δεν την ξαναπήρα μαζί μου. Την κρέμασα στο δέντρο, και την κρεμάμε κάθε χρόνο από τότε. Εφέτος δεν την είδα. Να θυμηθώ να κοιτάξω.

Αυτό το δέντρο στο σαλόνι μου κάθεται στο λαιμό. Είναι τόσο μεγάλο που τα πίσω κλαδιά δεν χωράνε, κι έτσι δεν τα βάζουμε ποτέ, το στριμώχνουμε στη γωνιά του τοίχου και στολίζουμε το υπόλοιπο. Μην με παρεξηγήσετε, είναι θεσπέσιο στη θέαση, και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει την μπαγαποντιά. Αλλά είναι κάπως άψυχο. Θυμάμαι το πρώτο μας χριστουγεννιάτικο δέντρο. Θυμάμαι πώς αγοράσαμε το πρώτο μας χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν είχα γεννηθεί ακόμα, αλλά δεν έχει σημασία, το θυμάμαι κι έτσι. Οι γονείς μου παντρεύτηκαν τον Σεπτέμβρη του 1982. Τον Δεκέμβρη εκείνης της χρονιάς ο μπαμπάς μου υπηρετούσε ακόμα τη θητεία του στο Ναυτικό. Είκοσι τριών χρονών. Η μαμά μου μην σας πω καλύτερα, θα τρομάξετε· πολύ μικρότερη πάντως. Κι έτσι λίγο πριν τις γιορτές, ο ναύτης εξόδου –ένα θεόψηλο, λιανό παλικάρι– η νεαρή νύφη, πανέμορφη (όχι που είναι μαμά μου), με τα μαλλιά μέχρι τη μέση και την παιδικότητα ακόμα προφανέστατη στο πρόσωπο, βγήκαν να βρουν χριστουγεννιάτικο δέντρο για το καινούριο σπιτικό. Και μπήκαν σ’ ένα από ‘κείνα τα μαγαζιά, αυτά με τα τελάρα γεμάτα γυαλιστερές μπάλες, τις γιρλάντες και τα λοιπά, και χάζεψαν τα πλαστικά δέντρα. Και χαζεύαν, και μετρούσαν τις πενταροδεκάρες, και χαζεύαν πάλι, και μετρούσαν ξανά, και απ’ έξω έβρεχε, το θυμάμαι κι αυτό, και ο μπαμπάς μου, ψηλός, με τη στολή του ναύτη στεκόταν πλάι στη μαμά μου που είναι τοσοδούλα, και κοιτούσαν τα πλαστικά δεντράκια. Και οι πενταροδεκάρες δεν τους έβγαιναν. Και τότε ήρθε ο μαγαζάτορας, ή η γυναίκα του, ή κι οι δυο μαζί –η μνήμη μου με γελάει εδώ– και πιάσαν την κουβέντα, και είδαν το λιανό ναυτάκι και την μικροπαντρεμένη σύζυγο, κι έκαναν σκόντο, πουλήσαν το μεγάλο δέντρο στην τιμή του μικρού. Το μεγάλο δέντρο ζήτημα αν ήταν ενάμιση μέτρο. Απομίμηση πεύκου. Ποτέ δεν κατάλαβα ποιανού φαεινή ιδέα ήταν να φτιάξει χριστουγεννιάτικο δέντρο απομίμηση πεύκου. Το στολίζαμε για χρόνια, και μετά, τότε με τις γουρουνιές των αγελάδων, του δώσαμε μια και το πετάξαμε και πήραμε ένα καινούριο, ύψος ένα κι ογδόντα, κι ύστερα το πετάξαμε κι αυτό και πήραμε ένα δίμετρο, αυτό που δεν χωράει τώρα στο σαλόνι. Και το στολίσαμε με ομοιόμορφες μπάλες, και φωτάκια ψείρες, όχι σαν τα παλιά με τον κιτς πλαστικό παγοκρύσταλλο γύρω-γύρω, και κορδέλες για γιρλάντες αντί γι’ αυτά τα φουντωτά γυαλιστερά πράγματα που στολίζαν σύμφωνα με την προηγούμενη μόδα.

Δεν προβλέπεται ν’ αγοράσουμε ξανά χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αλλά οπωσδήποτε δεν χρειάζεται κιόλας. Τα γέλια και τις χαρές που έχουμε κάνει με το μικρό, απομίμηση πεύκου, και τις παράταιρες μπάλες, τις παλιομοδίτικες, που κάθε χρόνο σπάζαμε και μερικές κι αντικαθιστούσαμε μια, και τα κουκλάκια της φάτνης, που είχε χαρίσει στη μαμά μου ένας καθολικός παπάς στην Κεφαλλονιά, και που κάθε χρόνο στήναμε διαφορετικά σαν κουκλόσπιτο, δεν τα κάναμε ποτέ με το δίμετρο δέντρο. Εκείνο που έπρεπε να στολιστεί άψογα και αψεγάδιαστα. Κι είναι κρίμα, γιατί όταν κάτι ξεπέφτει από παράδοση και οικογενειακή τελετουργία σε απλή διακόσμηση εσωτερικού χώρου, χάνεται η ευκαιρία να γραφτούν καινούριες ιστορίες. Να, σαν τις δυο-τρεις που σας είπα εγώ σήμερα, που θα τις θυμάμαι για πάντα (κι ας έλαβε χώρα η μια απ’ αυτές προτού να γεννηθώ) και που τώρα μπορεί να τις θυμάστε κι εσείς. Ένα πράγμα πάντως δεν μας πήραν οι αγελάδες, ούτε όταν πάχυναν, ούτε τώρα στην εξπρές δίαιτα. Το τραγούδισμα των γιορτών, όταν στολίζουμε, κι όταν ζυμώνουμε, κι όταν ανταλλάσσουμε δώρα. Θα φταίνε τα γονίδια απ’ το Ιόνιο πέλαγο, ένας μικρός Κερκυραίος κανταδόρος επιβιώνει μέσα μας, και όσο κι αν πασχίζουμε για να τον σωπάσουμε, κάθε Χριστούγεννα ξεπετιέται και κάνει το κέφι του. Επειδή έχουμε συλλογικά ξεμείνει από κέφια είπα να μοιραστώ την εμπειρία της παρασκευής μελομακάρονων μαζί σας. Ανταποδόστε μου την χάρη με το να μην σχολιάσετε την γελοία μπλε ρόμπα μου ή τις άκομψες ψηλές μου νότες, τραγουδώ συνήθως πολύ καλύτερα, αλλά υπήρξα θύμα ενός κακόβουλου κρυώματος που κράτησε κοντά ένα μήνα. Όπως και να ‘χει, καλά Χριστούγεννα και χαρούμενες γιορτές σε όλους. Και ας επαναλάβω την ευχή των Κερκυραίων για να την εμπεδώσουμε: «Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, και πάλι του χρόνου να είστε καλά· χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, να ‘μαστε όλοι καλά!».