Απ’ το πρωί τσακώνομαι. Όχι πως είναι κάτι καινούριο, έχω τον καυγά στο αίμα μου, αλλά είναι οπωσδήποτε κάτι το εξαιρετικά ψυχοφθόρο. Το πιο ψυχοφθόρο απ’ όλα είναι όταν ο καυγάς δεν οδηγεί πουθενά. Η κάθε μεριά παπαγαλίζει το δίκιο που της έμαθαν (ενδεχομένως κι εγώ αυτό να κάνω, δεν ξέρω, δεν θέλω να το πιστεύω για τον εαυτό μου και αν είναι έτσι λυπάμαι πολύ) και τα εκατέρωθεν επιχειρήματα πέφτουν σαν τζούφια βόλια, ακόμα κι αν είναι αντικειμενικώς απολύτως σωστά. Ο σημερινός μου καυγάς είχε να κάνει με το –κατά την κρίση μου– τραγικό κι απαράδεκτα ανιστόρητο σύνθημα «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία, η Χούντα δεν τελείωσε το ‘73». Κάθε φορά που το βλέπω να ξεπροβάλει στο newsfeed μου, δεν θα το κρύψω, μου γυρίζουν τ’ άντερα. Αυτή τη φορά δεν άντεξα και σχολίασα: «Ορθώς. Όπως όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε τελείωσε το 1974». Και έτσι ξεκίνησε ο καυγάς. Ο διαλεκτικός μου αντίπαλος ισχυρίστηκε πως πρόκειται για «ποιητική αδεία» και «σημασία έχει το νόημα του συνθήματος». Εγώ παρατήρησα ότι «η ποιητική αδεία σου επιτρέπει κάποιες παραχωρήσεις σε σχέση με τη γλώσσα (γραμματολογικά, συντακτικά, λεξιλογικά), δεν σου επιτρέπει να χρησιμοποιείς λανθασμένα στοιχεία. Όταν χρησιμοποιείς λανθασμένα στοιχεία αναιρείς το επιχείρημά σου. Γιατί ναι, το νόημα μετράει ΠΑΝΤΑ, και το νόημα της φράσης αυτής είναι ότι η Χούντα δεν τελείωσε το 1973 γιατί πράγματι τελείωσε το 1974». Από γλωσσολογικής-σημασιολογικής απόψεως το επιχείρημά μου ήταν αδιάσειστο, και από ηθικής απόψεως δεν νομίζω ότι κανείς με τα σωστά του θα μπορούσε να το αποκαλέσει σόφισμα. Βλέπετε πού πάει το πράγμα.

Ο ισχυρισμός της απέναντι πλευράς ήταν πως «οι χούντες δεν είναι μόνο στρατιωτικές» και εν ολίγοις η τρέχουσα κατάσταση που ζούμε συνιστά «έλλειψη ουσιαστικής δημοκρατίας». Δεν παρέλειψα να τονίσω ότι υπάρχει μια προφανής σύγχυση των όρων και της ιστορικής κατανόησης, δεδομένου ότι σε καθεστώς «έλλειψης δημοκρατίας» ο ίδιος δεν θα ήταν σε θέση ούτε να ονειρευτεί να το διατυπώσει δημόσια. Προσοχή, δεν είπα ότι η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα δεν είναι άθλια. Δεν είπα ότι δεν έχει γίνει δύσκολη έως αβάσταχτη η καθημερινότητα των Ελλήνων. Δεν είπα πως δεν υπάρχει λόγος να εξοργιζόμαστε με τη γελοιότητα της ελληνικής πολιτικής σκηνής –τον τελευταίο μήνα περισσότερο από ποτέ. Το μόνο που είπα είναι ότι «έχουμε χάσει την αίσθηση της γλώσσας, του νοήματος και του ειδικού βάρους που κουβαλάνε κάποιοι όροι, κι έτσι τους χρησιμοποιούμε αβέρτα και ανεύθυνα χωρίς καμιά μέριμνα για τις συνέπειες». Μπορεί κανείς και πρέπει να αντιδράσει στα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας. Αλλά για να το κάνει αυτό πρέπει να έχει συναίσθηση του τί λέει και τί ζητάει. Αν σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει αντικειμενικό έλλειμμα δημοκρατίας βγαίνεις στο δρόμο και ζητάς δημοκρατία δεν έχεις να κερδίσεις τίποτα. Φυσικά αυτό το αίτημα είναι πολύ πιο χρήσιμο για τους κομματοπατέρες και τις κομματομητέρες της ελληνικής αριστεράς, καθώς τί κλάκα να μαζέψεις σε μια συγκέντρωση που θα ζητά αξιοκρατία, ισονομία και πολιτικό ρεαλισμό;

Η συζήτηση συνεχίστηκε σε υψηλούς τόνους· ο συνομιλητής μου δεν παρέλειψε να τονίσει πως «Δεν κατηγορώ αυτούς που κλείνονται στο καβούκι τους και δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει μέσα στα ελληνικά πανεπιστήμια, μέσα στο κέντρο της Αθήνας, μέσα στην ΓΑΔΑ και μέσα στους χώρους εργασίας. Κάποια στιγμή πρέπει να βγούμε από το αποστειρωμένο περιβάλλον μας και να κοιτάξουμε τι συμβαίνει, όχι να κρίνουμε από έξω…». Πέρασα πέντε χρόνια μέσα στο ελληνικό πανεπιστήμιο, και όποιος με γνωρίζει ξέρει ακριβώς τί εννοώ όταν λέω «μέσα». Είναι ζήτημα αν στα πέντε χρόνια έλειψα δέκα φορές από τα μαθήματά μου για λόγους ασθένειας. Δεν κόπηκα ποτέ σε κανένα απ’ τα πενήντα δυο μαθήματα στα οποία εξετάστηκα. Υπήρχαν μέρες που έμπαινα στο πανεπιστήμιο στις εννιά το πρωί κι έφευγα στις έντεκα το βράδυ. Συμμετείχα σε όλες τις δραστηριότητες της σχολής μου, φοιτητικά περιοδικά, θεατρική ομάδα, ραδιόφωνο, οργάνωσα σύλλογο debate, δούλεψα υπερωρίες όχι για το πτυχίο μου αλλά για να πάρω όσα περισσότερα μπορούσα και να προσφέρω σε αντάλλαγμα τη συμμετοχή και τον προσωπικό μου κόπο για την βελτίωση του Τμήματος και των δραστηριοτήτων του. Έμαθα το πανεπιστήμιο απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, κουράστηκα, εξαντλήθηκα από τις συνθήκες, λάτρεψα τους καθηγητές μου, αυτούς που έδιναν ιδρώτα και ψυχή, προσπάθησα, απηύδησα και έφυγα για να βρω κάτι καλύτερο στο εξωτερικό, εξαρχής και ηλιθιωδώς σκοπεύοντας να επιστρέψω κάποια στιγμή στο ελληνικό πανεπιστήμιο και να βάλω ένα λιθαράκι κι εγώ για χάρη των πέντε-δέκα Ελλήνων φοιτητών που αγαπούν αυτό που κάνουν και μπαίνουν στο πανεπιστήμιο για να κερδίσουν γνώση και καλλιέργεια κι όχι PhD στο τάβλι και τον συνδικαλισμό. Μέσα στο πανεπιστήμιο γνώρισα την αγριότητα της φοιτητικής πολιτικοποίησης που κάθε άλλο παρά πολιτικοποίηση είναι. Την χυδαιότητα των καταστροφέων της δημόσιας περιουσίας και της εμπιστοσύνης στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Την άνανδρη, φετιχιστική λατρεία του πανεπιστημιακού ασύλου που δεν είναι ουσιαστικά τίποτα άλλο παρά μια carte blanche για την καταστροφή. Αυτή τη φάρα του φοιτητικού συνδικαλισμού την σιχάθηκα. Και όταν την ακούω να τολμάει να ψάχνει ερείσματα στο Πολυτεχνείο επαναστατεί το μέσα μου.

Έχω ξαναγράψει πως από πολύ μικρή ήμουν λάτρης της ιστορίας. Όλων των ιστοριών, αλλά κυρίως της πρόσφατης ιστορίας μας, αυτής που έζησαν οι γονείς κι οι παππούδες μου. Για το Πολυτεχνείο ήξερα από πολύ μικρή, αλλά η πιο ξεκάθαρη ανάμνηση αφήγησης της ιστορίας είναι γύρω στο 1995 (ένα χρόνο πάνω ένα χρόνο κάτω)· πήγαινα Τετάρτη ή Πέμπτη δημοτικού. Θυμάμαι ένα μακρύ απόγευμα που μας πήρε το βράδυ, στην κουζίνα του παλιού μου σπιτιού, με μια καρέκλα με την πλάτη στο παράθυρο, να κάθομαι στην αγκαλιά του πατέρα μου, κι εκείνος να μου αφηγείται την ιστορία λιγάκι όπως την είδε, περισσότερο όπως την άκουσε. Ο μπαμπάς μου το 1973 ήταν μόνο δεκατεσσάρων χρονών· και να ήθελε δεν θα μπορούσε να γίνει ένας απ’ τους άπειρους συνέλληνες που τριάντα χρόνια και βάλε μετά αποφάσισαν να μας αποκαλύψουν ότι ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο, χωρίς ποτέ να πείθουν κανέναν. Άκουγα την ιστορία και την ρούφαγα. Ήμουν απ’ τα πρώτα παιδιά της ηλικίας μου (σίγουρα το πρώτο στον κοινωνικό μου περίγυρο) που δεν ήξερε μόνο για την 17η Νοέμβρη, αλλά ήξερα για την εξέγερση στη Νομική, για την ανταρσία στο «Βέλος», πώς ακριβώς γίνεται η φάλαγγα (έλεγε ο μπαμπάς μου: «Κάποιοι βασανιστές ήταν πολύ πονηροί. Έλεγαν στον κρατούμενο ‘Επειδή σε λυπάμαι θα σ’ αφήσω να κρατήσεις τα παπούτσια σου’. Κι έκαναν την φάλαγγα με τα παπούτσια. Και στην αρχή ίσως πονούσε λιγότερο, αλλά μετά όταν πρηζόταν το πόδι μέσα στο παπούτσι ο πόνος ήταν χίλιες φορές χειρότερος»), για τα μακρονήσια, τη λογοκρισία, το φόβο, την εξορία, για την τηλεοπτική εκπομπή του Μαστοράκη. Δεν ξέρω αν ευχαρίστησα ποτέ τον μπαμπά μου γι’ αυτό, οπότε συγχωρήστε μου την διακοπή, αισθάνομαι την ανάγκη να το κάνω τώρα: Ευχαριστώ, μπαμπά. Την επόμενη μέρα, 16 Νοεμβρίου, πήγα στο σχολείο, ο δάσκαλος μας ρώτησε αν και τί ξέρουμε για την επέτειο του Πολυτεχνείου. Όταν σήκωσα το χέρι δεν ήξερε τί τον περίμενε. Άνοιξα το στόμα μου και προσπάθησα με άμετρο παιδικό ενθουσιασμό και φρίκη ταυτόχρονα, ένα τσακ απ’ το να βάλω τα κλάματα, να μεταδώσω όλ’ αυτά που μου έκαναν τέτοια φριχτή εντύπωση το προηγούμενο βράδυ. Όταν αφηγήθηκα με τρεμάμενη φωνή (εντάξει, ήμουν drama queen από τότε) πώς ο Νίκος Μαστοράκης (που εκείνη την εποχή περίπου είχε κάνει το δυναμικό του come-back στην ελληνική τηλεόραση με την αναβίωση του Κάντιτ Κάμερα) το 1973, λίγο μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, μάζεψε μια χούφτα ιδεαλιστές φοιτητές και προσφέροντας ψεύτηκες διαβεβαιώσεις τους έβγαλε στην τηλεόραση μόνο και μόνο για να καταλήξουν με συνοπτικές διαδικασίες βασανιζόμενοι στα χουντικά κελιά, ο κύριος Βαγγέλης, ο δάσκαλος, με διέκοψε και μου είπε με την πιο αμήχανη έκφραση που έχω δει ποτέ σε άνθρωπο «Έλα, αυτά δεν μπορούμε να τα λέμε, δεν αποδείχθηκαν ποτέ αυτά τα πράγματα». Τον κοίταξα με πλήρη περιφρόνηση, αυτή την γκριμάτσα του εμετού και της σιχασιάς που φυλάω για ειδικές περιπτώσεις απ’ όταν ήμουν μωρό. Δεν πειράζει· δεν με χώνεψε ποτέ αυτός ο δάσκαλος έτσι κι αλλιώς.

Μεγαλώνοντας, συνειδητοποιώ τώρα, εξιδανίκευσα το Πολυτεχνείο όσο τίποτα άλλο. Όπως η φίλη μου η Αντιγόνη, έτσι κι εγώ διάβαζα με πάθος το προσκλητήριο νεκρών στις σχολικές εορτές στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, με βροντερή φωνή και σχεδόν δάκρυα στα μάτια. Προσπαθούσα να κατανοήσω τη θυσία και μου φαινόταν αδιανόητη. Ο ηρωισμός των πεσόντων με ξεπερνούσε. Ήμουν παιδί· και μάλιστα παιδί μιας αδικημένη γενιάς. Η δική μου η γενιά δεν είχε τίποτα το ηρωικό να επιδείξει. Δεν πέρασε Κατοχή, δεν πέρασε Εμφύλιο, δεν πέρασε Δικτατορία, δεν είχε το ολόδικό της Πολυτεχνείο, και κυρίως δεν διαγραφόταν πουθενά στον ορίζοντα η προοπτική να αποκτήσει ένα. Πώς τα έλεγε ο Πανούσης για την «αδικημένη γενιά του ‘60»; Ακόμα πιο αδικημένη ήταν η δική μου η γενιά. Και μας έλειπε, το έβλεπες. Το έβλεπες στις μαθητικές καταλήψεις, στις βίαιες πορείες της δεκαετίας του 1990, στις μεγαλειώδεις απεργίες. Δεν υπήρχε εχθρός και τον ψάχναμε. Και τώρα που έσφιξαν τα πράγματα η γενιά μου νιώθει ότι τον βρήκε τον εχθρό της επιτέλους. Τώρα μπορεί να διεκδικήσει τη δόξα που της στέρησαν τρεις δεκαετίες καλής ζωής και ήρεμης δημοκρατίας. Να ξεπλύνει από πάνω της την «ρετσίνα» αντιτείνοντας ένα βίαια αγωνιστικό πνεύμα στην αδικία της εποχής. Και έτσι ξεχνάει ότι ΔΕΝ έχουμε Χούντα. Ότι ΔΕΝ έχουμε δικτατορία. Δεν βολεύει να παραδεχτεί ότι ο εχθρός είναι τελείως άλλος και μη αντιμετωπίσιμος με περίσσιο ηρωισμό κι έπαρση. Δεν κατάλαβε ποτέ ότι το Πολυτεχνείο, και κάθε Πολυτεχνείο είναι μια εκ των υστέρων φαντασιακή κατασκευή, ότι χρειάζεται πολύ βαθιά και εμβριθής μελέτη για να κατανοήσει κανείς και τους λόγους και τις συνέπειες, και πως αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως επίσημη εθνική αφήγηση (ούτε καν εθνική ιστορία, μια που απ’ όσο ξέρω καμιά σχολική ύλη δεν περιλαμβάνει ποτέ την περίοδο της δικτατορίας) δεν ανταποκρίνεται απαραιτήτως στην ιστορική πραγματικότητα (ένα παράδειγμα που έχω πρόχειρο απ’ τα πολλά, η έρευνα του Ιού με τίτλο «Οι 12 μήνες που δεν άλλαξαν τον κόσμο», που επίσης χρωστάω στην Αντιγόνη). Αυτό γινόταν ολοένα και πιο προφανές με κάθε λέξη που διατυπωνόταν στον καυγά που είχα σήμερα. Σε μια αποστροφή στομφώδους ρητορικής δεινότητας ο συνομιλητής μου μού δήλωσε: «Ας αφήσουμε αυτούς που σπουδάζουν και ζουν εδώ να έχουν ένα λόγο παραπάνω. Αυτοί που έζησαν στο εξωτερικό έχουν χάσει λίγο την επαφή και λυπάμαι γι αυτό». Απ’ όσο φαίνεται η διαμονή μου στο εξωτερικό μου στερεί κατά την άποψή του την κριτική ικανότητα και τη δυνατότητα να διατυπώνω άποψη για τη χώρα μου. Ίσως σύμφωνα μ’ αυτό το κοντόφθαλμο σκεπτικό θα έπρεπε να μου αφαιρεθεί η ιθαγένεια και το δικαίωμα ψήφου μια και εγώ έχω «χάσει την επαφή». Κατά την άποψή μου την επαφή την έχουν χάσει προ πολλού αυτοί που βγαίνουν και ζητούν ένα νέο Πολυτεχνείο. Αυτοί οι βαθύτατα ανιστόρητοι άνθρωποι που δεν έχουν καμιά επίγνωση του τί ζητάνε. «Ένα-δύο-τρία, πολλά Πολυτεχνεία», διεκδικούν αυτοί οι όψιμοι επαναστάτες. Έχουν ποτέ διαβάσει έστω και μια αφήγηση, έχουν δει ένα απόσπασμα από το μαγνητοσκοπημένο υλικό της εποχής; Ξέρουν τί στο διάολο ζητάνε; Διάβασα την προ οκταετίας συνέντευξη του οδηγού του τανκ που έριξε την πόρτα του Πολυτεχνείου. Ας την διαβάσει όποιος ζητάει ένα δεύτερο –πόσο μάλλον πολλά– Πολυτεχνείο. Ίσως για ένα δευτερόλεπτο να συλλάβει τη φρίκη του συνθήματος. Ο οδηγός του τανκ μιλάει για την Πέπη Ρηγοπούλου, την νεαρή φοιτήτρια που υπέστη μόνιμη βλάβη στο πόδι όταν έπεσε η πύλη: «Πιστεύω ότι αν τη δω σήμερα, δεν θα ξέρω τι να της πω. Πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια πέρασε από το μυαλό μου να τη συναντήσω, αλλά σταματούσα. Θα ήθελα να τη δω, να της πω… Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις». Η κυρία Ρηγοπούλου είναι σήμερα μια εξαιρετικά δραστήρια και ευσυνείδητη ακαδημαϊκός και συγγραφέας. Όχι απ’ αυτές που πετούν την σκούφια τους για να μπει λουκέτο στη σχολή και να επαναστατήσουν αρμονικά κι αντάμα καθηγητές και φοιτητές. Δεν την έχω ρωτήσει, αλλά δεν νομίζω ότι η κυρία Ρηγοπούλου θα συνυπέγραφε το αίτημα για «πολλά Πολυτεχνεία».

Ο καυγάς μου έληξε άτσαλα, όπως λήγουν όλοι οι καυγάδες όταν δεν υπάρχει και δεν μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος. Πιστεύω ακράδαντα ότι είχα δίκιο και στα σημεία και στο πνεύμα των επιχειρημάτων μου, αλλά είμαι απόλυτα σίγουρη ότι κι ο συνομιλητής μου πιστεύει το ίδιο, επομένως η κουβέντα μας ήταν κάτι λιγότερο από νερό στο ποταμάκι. Το νερό τουλάχιστον έχει ένα ελάχιστο αντίκτυπο στην διαμόρφωση του πυθμένα. Αυτό που με εντυπωσίασε όμως ήταν ότι εκεί προς το τέλος της κουβέντας, έλαβα ένα προσωπικό μήνυμα από διαδικτυακό –τουλάχιστον– φίλο του συνομιλητή μου, παντελώς άγνωστο σε μένα. Δεν με ενόχλησε το μάλλον αγενές, αν όχι προσβλητικό περιεχόμενο, όσο με ενόχλησε το γεγονός ότι αμέσως μόλις μου έστειλε το μήνυμα με μπλόκαρε για να μην έχω την δυνατότητα να του απαντήσω· πράγμα που θεωρώ χυδαίο και ψοφοδεές. Το μήνυμα είχε ως εξής (χωρίς καμιά διόρθωση):

Konstantinos Kar

ποσο ευκολα ειναι να τα λεμε ολα παντως απτο εξωτερικο…ακομη και αν ακουγεται γραφικη προταση εχει στοιχεια αληθειας πολλα.πραγματικα τα βλεπεις αλλιως «απεξω».

και ποσο ευκολα βλεπετε το δεντρο και χανετε το δασος!…χεστηκα αν μπορω να κανω δημοσια συζητηση στο facebook την ωρα που αυριο θα ξυπνησω να παω στη δουλεια και θα δουλεψω 10-ωρο (υπερεργασια θεωρειται και δεν πληρωνεται) με 730 ευρω, με τα οποια τσιμα τσιμα ζω. και να μη μιλησω για τις συνθηκες της δουλειας ( ω ναι υπαρχει και αυτο δεσποινις, δε ξερω αν το γνωριζετε) ουτε για την συμπεριφορα του αφεντικου μου. μια δουλεια που αναγκαστικα την δεχομαι, ενα κρατος που αναγκαστικα το δεχομαι (μηπως μπορω να κανω αλλιως?..) καθως και ολα τα χαρατσια του (μηπως παλι μπορω να κανω αλλιως?..) παρολο που ουτε εκλογες γινανε για την τελευταια κυβερνηση ουτε στις τελευταιες αληθινες εκλογες ειχα ψηφισει Πασοκ εγω προσωπικα.

ενα συστημα βασισμενο στο κερδος (οχι το χρημα) και την εξουσια. δεν χρειαζεται να πιστοποιηθει σα «χουντα» για να υπαρχει και τυπικα. οταν δε θαχω αυριο να πληρωσω το ρευμα και θα μου το κοψουν με το ετσι θελω λεγοντας μου οτι εγω φταιω για το χρεος, ε λοιπον κυρια μου δε βλεπω μεγαλες διαφορες απτο 73 και την χουντα.ισως ειναι και χειροτερα ,γιατι πραγματικα τωρα θα υποφερουμε. αν δεν το καταλαβαινετε, περαστικα σας. συνεχιστε να ειστε στο εξωτερικο και μην πολυασχολειστε με την Ελλαδα. την αφησατε πισω εσεις, σας αφησε και αυτη.

Αντιλαμβάνομαι –αν και δεν είμαι φυσικά διόλου υπεύθυνη– ότι ο άνθρωπος που συντάσσει αυτό το μήνυμα είναι στα πρόθυρα του πανικού. Ότι επειδή ζει τη χειρότερη συγκυρία της ζωής του τείνει να την ταυτίσει με κάτι το ακραίο, όπως είναι η Χούντα εξ αφορμής της συζήτησης. Προφανώς όταν νιώθεις την ανάγκη να επιτεθείς μ’ αυτό τον άνανδρο τρόπο σε μια παντελώς άγνωστή σου γυναίκα στο FB και μάλιστα φροντίζοντας επιμελώς να μην πάρεις απάντηση, η κατάσταση είναι πάρα πολύ άσχημη. Το κατανοώ. Λυπάμαι πάρα πολύ γι’ αυτό. Λυπάμαι για όλους όσους αισθάνονται αυτή την ασφυκτική πίεση, και πρώτα απ’ όλα για την οικογένειά μου που ακριβώς όπως η μεγάλη πλειονότητα των συμπολιτών μας τα βγάζει πέρα με τεράστιους κόπους και βάσανα. Μακάρι να μπορούσα να αφήσω την Ελλάδα πίσω. Η ζωή μου θα ήταν πολύ πιο απλή και πολύ πιο ήρεμη. Καυγάδες σαν τον σημερινό (μαζί με τ’ απόνερα) περισσότερο με θλίβουν στο τέλος παρά με εκνευρίζουν. Γιατί βλέπω μια γενιά που είτε από προσωπικό κόλλημα, είτε τυφλωμένη από απελπισία –τυφλή και στις δυο περιπτώσεις– έχει βγει απ’ το μονοπάτι και πορεύεται κατευθείαν προς τον γκρεμό. Και νομίζω ότι ο γκρεμός ΔΕΝ είναι ούτε η μοναδική λύση ούτε η αναπόφευκτη κατάληξη. Εγώ λέω: «Κανένα Πολυτεχνείο, ποτέ πια»· δεν το χρειαζόμαστε. Δεν το θέλουμε. Η Χούντα τελείωσε το 1974.