Γεια σας. Εγώ είμαι. Ας ξανασυστηθούμε. Με λένε Εβίτα, και είμαι είκοσι έξι χρονών. Μένω στο Γιορκ της Μεγάλης Βρετανίας και βρίσκομαι στον τρίτο χρόνο της διδακτορικής μου διατριβής που αφορά (γενικώς κι αορίστως, μην περιμένετε να μπω σε λεπτομέρειες γι’ αυτό το θέμα) τα κόμικς και την ψυχανάλυση. Και έχω πολύ καιρό να γράψω· για την ακρίβεια από τις 11 Σεπτεμβρίου. Κι αν ομολογήσω εδώ ανερυθρίαστα ότι το ποστ της 11/09 ήταν κονσέρβα, τότε έχω να γράψω απ’ τις 22 Αυγούστου. Δηλαδή δυο μήνες και κάτι. Είναι αρκετός καιρός και έχω λίγο σκουριάσει. Αν η σημερινή ανάρτηση φανεί λιγάκι αμήχανη και άνιση παραχωρήστε μου παρακαλώ αυτήν τη δικαιολογία. Και συγχωρείστε μου την απουσία· χρειαζόμουν πάρα πολύ ένα διάλειμμα απ’ όλα.
Ανακεφαλαίωση λοιπόν: ξεκίνησα να γράφω αυτό το ιστολόγιο τον περασμένο Γενάρη, εν τω μέσω μιας τραγελαφικής συναισθηματικής θύελλας, και το χρησιμοποίησα αφενός σαν μέσο εκτόνωσης, αφετέρου σαν μέσο επικοινωνίας με το απρόθυμο υπερπέραν· δεν ντρέπομαι να το πω αφού έτσι είναι. Δεν είμαι σίγουρη γιατί το διαβάζετε εσείς. Κάποιοι γιατί είστε φίλοι μου, και ενδεχομένως εκτιμάτε τον τρόπο γραφής και σκέψης μου. Κάποιοι γιατί πέφτετε πάνω του τυχαία μέσω μιας μηχανής αναζήτησης. Κάποιος το διάβαζε όλον αυτό τον καιρό γιατί ήξερε πολύ καλά ότι τον αφορούσε, και η περιέργεια είναι πάντα πιο δυνατή από το γινάτι. Κάποιοι άλλοι το διάβαζαν για να με κουτσομπολέψουν άγρια και να γελάσουν εις βάρος μου. Αδιαφορώ παντελώς για τους τελευταίους, θα έλεγα μάλιστα ότι η υπόνοια της ύπαρξής τους μου προκαλεί φοβερή θυμηδία, γι’ αυτό άλλωστε και τους αναφέρω. Ορισμένοι, –καλόπιστοι κριτές, είπαμε, μόνο αυτοί μ’ ενδιαφέρουν– ίσως διατηρούν την άποψη πως συχνά κινήθηκα οριακά στις παρυφές της ξεφτίλας. Η μαμά μου ευχαρίστως θα με είχε δολοφονήσει δυο-τρεις φορές αν δεν την συγκρατούσε το μητρικό φίλτρο και η απόσταση Ελλάδας-Αγγλίας. Η αγαπημένη της φράση χρόνια τώρα είναι «Σταμάτα παιδάκι μου να βάζεις όλη σου τη ζωή στο Ίντερνετ». Η μαμά μου όμως δεν μπορεί να καταλάβει μια σειρά από πράγματα.
Το πρώτο έχει να κάνει με το χαρακτήρα μου, και το εντοπίζω εν γένει σαν πρόβλημα της προσωπικότητάς μου. Είμαι το ακριβές –παθολογικό– αντίθετο του μυθομανούς. Πάσχω νομίζω από κάποιου είδους «αληθομανία» που καθιστά αποτυχημένη κάθε απόπειρά μου να πω ψέματα, ή έστω ν’ αποκρύψω επιτυχώς την αλήθεια. Με την μέγιστη προσπάθεια καταφέρνω σε ορισμένες –σπάνιες– περιστάσεις να κρατήσω κάποια πράγματα για τον εαυτό μου, κι αυτό μόνο εάν και εφόσον δεν μου γίνει ευθεία ερώτηση, οπότε σπάω και τα ξερνάω όλα σαν να μου έχεις δώσει τον ορό της αλήθειας. Αυτό είναι κάτι που με ταλαιπώρησε πολύ στη ζωή μου, γιατί το να λες την αλήθεια ή να είσαι ανοιχτός χαρακτήρας σε εκθέτει σε άγρια κριτική. Για να μάθεις να ζεις μ’ αυτό πρέπει να μάθεις να μην σ’ ενοχλεί. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει κατανοητό από κάποιον που δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Για να μπορέσω ν’ αντεπεξέλθω στο κουσούρι αυτό του χαρακτήρα μου αναγκάστηκα να αναπτύξω μια πολύ συγκεκριμένη άμυνα: να μην δίνω δεκάρα τσακιστή για την πιθανότητα να μιλάνε οι άλλοι για μένα. Καμιά φορά ακόμα με ενοχλεί το «τί» λέει ο κόσμος, ιδίως αν εγώ θεωρώ ότι δεν έχω δώσει τα ανάλογα δικαιώματα, αλλά κι αυτό το ξεπερνάω μεγαλώνοντας, και σπάνια με πληγώνει ή με ταράζει πραγματικά. Δεν μπορώ να κατανοήσω σκεπτικό «μην μας πάρει χαμπάρι η γειτονιά» της μαμάς μου, γιατί απλά ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ η γειτονιά. Με αφήνει παγερώς αδιάφορη. Καλώς; Κακώς; Πρόβλημά μου. Αυτό το γεγονός έχει υπάρξει η αφορμή για άπειρους οικογενειακούς καυγάδες τα τελευταία χρόνια, γεγονός που με στεναχωρεί αναμφιβόλως, κυρίως γιατί με καταπιέζει καθώς δεν μπορώ να το κατανοήσω. Εγώ στη ζωή και στην πορεία μου έμαθα ότι αν ντρέπομαι για κάτι τότε το θέμα είναι να μην το κάνω, όχι να μην το πω. Γι’ αυτό και εν γένει δεν κάνω πράγματα για να οποία ντρέπομαι. Γι’ αυτό και αρνούμαι να μετανιώσω για οτιδήποτε. Αν κάποιος θεωρεί ότι απ’ το Γενάρη μέχρι τώρα έγινα ρόμπα ξεκούμπωτη, αν κάποιος νομίζει ότι τα κείμενά μου είναι υπερβολικά αποκαλυπτικά και τα βίντεό μου γελοία είναι δικό του πρόβλημα· ας μην τα κοιτάει. Δεν με απασχολεί στο ελάχιστο. Ακόμα κι αν δεν είχε τελεσφορήσει ο τρόπος που έδρασα, πάλι δεν θα το είχα μετανιώσει. Για τα πράγματα που πιστεύεις ότι αξίζουν οφείλεις να πολεμάς με ό,τι όπλα διαθέτεις. Όποιος έζησε τη ζωή του πολεμώντας να μην εκτεθεί, είμαι σίγουρη ότι δεν την χάρηκε ιδιαίτερα. Ούτε είναι αναξιοπρεπές να κοινοποιείς αυτό που αισθάνεσαι, και που στο κάτω-κάτω της γραφής σίγουρα αισθάνονται κι άλλοι άνθρωποι εκεί έξω, που μπορεί να μην έχουν τον τρόπο ή τη φαντασία να το εκφράσουν, αλλά μπορεί να ανακουφιστούν όταν το διαβάσουν από σένα.
Ένας δεύτερος λόγος για την προαναφερθείσα ιντερνετομανία μου, είναι το γεγονός ότι εγώ μεγάλωσα με το Ίντερνετ μ’ έναν τρόπο που ακόμα και αρκετοί συνομήλικοί μου δεν μπορούν να κατανοήσουν, πόσο μάλλον άνθρωποι προηγούμενων γενεών. Βάλαμε Ίντερνετ πρώτη φορά γύρω στο 1999. Χάλκινες εποχές της dial-up. Νομίζω ότι τον Παγκόσμιο Ιστό τον είχα ονειρευτεί πολύ πριν καταλάβω ότι είχε γίνει πράξη. Από μικρή φανταζόμουν αυτό το μαγικό, αλλά όχι υπερφυσικό, παράθυρο που σου επέτρεπε να δεις τα πάντα, και να πας παντού, και να το χρησιμοποιήσεις διαδραστικά χωρίς να κουνηθείς απ’ την καρέκλα σου. Τότε θυμάμαι, ο ένας υπολογιστής μας ήταν τοποθετημένος στο γραφείο της δουλειάς του μπαμπά μου, στην απέναντι μονοκατοικία απ’ το σπίτι μας. Έβγαινα τα βράδια, αφού είχα υποτίθεται τελειώσει το διάβασμα, με μια γελοία μακριά ροζ ρόμπα, και χανόμουν μέσα στο σκοτεινό και κρύο γραφείο με τις ώρες. Άνοιξα τον πρώτο μου λογαριασμό στο hotmail.com γύρω στα δεκατρία με αποκλειστικό σκοπό να κάνω chat με ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο. Το username μου: cherrypie133. Στα chatrooms της εποχής εκείνης, διεθνή και εγχώρια (ώρες ατελείωτες στο in.gr) καλλιέργησα μια αγάπη για το μέσο, που είμαι σίγουρη ότι προϋπήρχε στην ιδέα του και μόνο. Μετά ήρθαν –ή εγώ τις ανακάλυψα, δεν κάνω ακριβή αναδρομή της ιστορίας του Διαδικτύου– οι μηχανές αναζήτησης, τα ειδησεογραφικά site, τα messenger, ήρθε στη ζωή μου ο Firefox (το 2004 και δεν κατάφερε κανείς να τον αντικαταστήσει), η ADSL και τελικά… το Facebook. Είναι δύσκολο για κάποιον να καταλάβει σε τί βαθμό εγώ μέσα στο Ίντερνετ αισθάνομαι «σαν στο σπίτι μου». Είναι ο οικείος μου χώρος. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό δεν γίνεται εύκολα κατανοητό σε κάποιον που δεν το βιώνει με τον ίδιο τρόπο. Από τότε που μετακόμισα στην Αγγλία, αυτό έγινε ακόμα πιο επιτακτικό. Το Ίντερνετ δεν είναι πια ένα μέσο επικοινωνίας. Δεν είναι απλά ένα «παράθυρο στον κόσμο»· είναι «παράθυρο στον κόσμο ΜΟΥ». Όταν ανοίγω το πρωί το Facebook δεν μπαίνω σ’ έναν δικτυακό τόπο, μπαίνω σε μια γειτονιά· δεν είμαι εκεί, αλλά βλέπω σε αληθινό χρόνο τί έκαναν οι φίλοι μου, αν κάποιος βαριέται, ή νυστάζει, ή την προηγούμενη μέρα έκαναν ληστεία στο κατάστημα που δουλεύει. Ναι, φυσικά, για τα σημαντικά πράγματα υπάρχει πάντα το τηλέφωνο και η αλληλογραφία αλλά αυτές τις ανεκτίμητες μικρές λεπτομέρειες που σε κάνουν να νιώθεις μέρος της ζωής του άλλου, όταν εκ των πραγμάτων, λόγω απόστασης (και όχι μόνο χιλιομετρικής, η σύγχρονη ζωή έχει καταφέρει να δημιουργήσει αποστάσεις ακόμα και ανάμεσα σε ανθρώπους που ζουν δυο τσιγάρα δρόμο) αυτό δεν μπορεί να λάβει χώρα στον ενσώματο κόσμο. Μπορεί για κάποιους ένα Like να είναι απλά το τελευταίο (καλά, όχι τόσο τελευταίο) τρεντ του Facebook, αλλά για μένα είναι μια ουσιαστική επικοινωνία ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που δεν μπορούν να δημιουργήσουν από κοινού μια καθημερινότητα με κανέναν άλλο τρόπο. Δεν είναι η ζωή μου, μαμά, αναρτημένη ολόκληρη στο Facebook· είναι η καθημερινότητά μου. Γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος που μπορώ να την κοινωνήσω σε ανθρώπους που αγαπώ, που εκτιμώ και που μου λείπουν. Αν κάποιος διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές βιαστεί να μου πει «get a life», θα του απαντήσω «you get a life, και σταμάτα ν’ ασχολείσαι με την δική μου».
Ξέρω ότι δεν είμαι ένα θλιβερό nerd που βιώνει τα πάντα μέσα από μια δίοδο και δεν μπορεί να απολαύσει την ζωή έξω απ’ την οθόνη. Έχω μια οικογένεια που με λατρεύει και με στηρίζει σε ό,τι κάνω όσο παρακινδυνευμένο κι αν είναι αυτό· έχω πραγματικούς φίλους, πράγμα σπάνιο –και μάλιστα ίσως περισσότερους απ’ όσους μου αναλογούν– που μ’ αγαπούν γι’ αυτό που είμαι και γι’ αυτό που προσφέρω στη σχέση μας· έχω συνεργάτες που μ’ εκτιμούν και χαίρονται να δουλεύουν μαζί μου. Έχω και τα ψυχολογικά μου ενίοτε, αλλά στις μέρες μας αυτό δεν είναι σπάνιο. Δεν έχω την τέλεια ζωή, και κανείς δεν την έχει. Αλλά αντικειμενικά, κάνω το καλύτερο που μπορώ με τα εφόδια που διαθέτω σε μια εξαιρετικά δύσκολη εποχή για τους νέους σε παγκόσμιο επίπεδο. Ε, κι αν θέλω να γράψω στο Facebook ότι μ’ έπιασε το στομάχι μου απ’ το χαλασμένο τυρί, μαμά, δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου.
Επέκταση: μετά από δυο μήνες και κάτι επεισοδιακών διακοπών, πρέπει σιγά-σιγά να επιστρέψω στην ενεργό δράση. Το καλοκαίρι μου πέρασε εντελώς μοιρασμένο στα δυο. Το μισό ήταν ό,τι πιο άθλιο έχω βιώσει νομίζω σ’ ολόκληρη τη ζωή μου, και το υπόλοιπο ήταν ένα όνειρο που βγήκε αληθινό. Μετά απ’ αυτό δύσκολα μαζεύεις τα μυαλά σου για να συγκεντρωθείς στις υποχρεώσεις σου. Όμως πρέπει, και το «πρέπει» δεν αφήνει ποτέ καμιά επιλογή. Έχω για το επόμενο δίμηνο άπειρα πράγματα να κάνω, μαθήματα να προετοιμάσω, γραπτά να διορθώσω, κομμάτια της διατριβής μου να γράψω, και δεν ξέρω πόσο συνεπής μπορώ να είμαι απέναντι στις ιστολογικές μου υποχρεώσεις. Δεν θα χαθούμε όμως. Εδώ θα είμαι. Τα λέμε σύντομα.
Καταλαβαίνω τα όσα διάβασα. Αυτή η««αληθομανία» είναι αρκετά σπαστική – μα στην ουσία της είναι χάρισμα. Η κοινωνία είναι πλέον έτσι, ώστε να μην αντέχει αλήθεια – πράγμα που είναι φυσικά κατακριτέο. Κάθε μητέρα θα έπρεπε να είναι ολικά περήφανη αν έχει παιδί με «αληθομανία» – και ας υπάρχει μια (στην ουσία τιποτένια) τιμή για αυτό.
Η εξωστρέφεια σου και η «υπερβολική ανάγκη μοιράσματος» σε βοηθά να επιβιώνεις. Τα δύο στοιχεία αυτά είναι απλά και ένα κοντινό άτομο μπορεί να τα συλλάβει και να τα μεταφέρει στους δικούς σου.
Αν βρεις χρόνο, δες λίγο το θέμα «indigo». Απλά επέλεξε υλικό το οποίο επικεντρώνεται στα επιστημονικά στοιχεία περί ψυχολογίας και χαρακτηριστικών των ατόμων αυτών (και όχι το «μεταφυσικό» υλικό, που αποτελεί «πνευματική» και εμπορική κατάχρηση).
Ενδιαφέρον. Ευχαριστώ.
Συνέχισε να γράφεις αγαπητέ ανεμοδείκτη!
Μου αρέσει το ύφος σου, ομολογώ πως έθεσα το βήμα σου ως σελιδοδείκτη.
Διαβάζοντας, οπτικοποιώ τις ιστορίες σου, βιώνοντας συναισθήματα χαράς!
Έτσι απλά, χωρίς να σε γνωρίζω καν.. ίσως και να ξεχωρίζω ψήγματα δικών μου βιωμάτων..
Μπορεί να γράφεις με τρόπο που καθιστάς δύσκολη την ανάγνωση λόγω της βαριάς δομής της αλληλουχίας των λέξεων, αλλά καταφέρνεις με έντεχνους τρόπους να προσδίδεις νέο ενδιαφέρον και φρεσκάδα στην αφηγηματική πλοκή των ιστοριών σου.
Σε ευχαριστώ, και μπράβο για αυτό που κάνεις!
Ένας ακόμη «φανατικός» αναγνώστης σου
«Πάσχω νομίζω από κάποιου είδους «αληθομανία» που καθιστά αποτυχημένη κάθε απόπειρά μου να πω ψέματα, ή έστω ν’ αποκρύψω επιτυχώς την αλήθεια. Με την μέγιστη προσπάθεια καταφέρνω σε ορισμένες –σπάνιες– περιστάσεις να κρατήσω κάποια πράγματα για τον εαυτό μου, κι αυτό μόνο εάν και εφόσον δεν μου γίνει ευθεία ερώτηση, οπότε σπάω και τα ξερνάω όλα σαν να μου έχεις δώσει τον ορό της αλήθειας.»
You ‘ve hit a nerve here dear child…
Must be in the family genes. I find myself sharing the very same disease as long as I can remember. Yet it took me several years to find people that can bear with my «disorder», much more understand it and compensate. I’ m afraid that over these years I’ve become quite distant and detached by the fear of it, acceptance for being truthful that is. For it is rather difficult to speak the truth, most people will just not put up with it, yours included sorry to say. I hane only recently found the courage to adress this issue of mine and suffer the consequences that derive from it. So be it. I will stand up to the challenge and I can’t tell you how happy I feel to know that we share the same values.
As far your «internetmania» goes, it seems you have actually done pretty well creating your own «private public space» if I may say. I wish I had half your talent in writing and your academic education to create my own.
Really glad to see you here. Really very happy.