Τρίτη, 11 Σεπτεμβρίου 2001:

Το πρωινό εκείνο του Σεπτέμβρη ξημέρωσε ανέφελο. Ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό. Το μεγάλο παράθυρο έμοιαζε με πύλη για ένα αψεγάδιαστο σύμπαν. Η μυρωδιά του καφέ πλημμύρισε το διαμέρισμα, όπως κυλούσε το φως μαλακά μέσα από το τζάμι και ξάπλωνε σε έναν έναν τους τοίχους της κρεβατοκάμαρας. Το ξυπνητήρι χτύπησε για δεύτερη φορά. Πιο επιτακτικά, καταφατικά και τελεσίδικα. Κι εκείνος δεν είχε άλλη επιλογή. Είχε ξεπεράσει τον ύφαλο της Δευτέρας και ο σκόπελος της Τρίτης φάνταζε εύκολος προς αποφυγή. Αυτά σκεπτόμενος προχώρησε προς το μπάνιο χωρίς να συναντήσει άλλη ψυχή ζωντανή εκτός από τη μυρωδιά του καφέ που αναδευόταν στα κύματα του αέρα.

Η εξώπορτα ξεκλείδωσε όσο εκείνος προσπαθούσε να προσγειωθεί στη στρατόσφαιρα διαμέσου του κρύου νερού. Εκείνη μπήκε στο σπίτι. Κρατούσε μια χάρτινη σακούλα με μικρά κέικ για το πρωινό, για το οποίο είχε στρώσει όμορφα το τραπέζι δίπλα στο μεγάλο παράθυρο. Πήραν το γεύμα τους αμίλητοι. Πολύ νωρίς για λόγια· κάθε είδους. Την φίλησε απαλά στα μαλλιά πριν ξεκινήσει την οικεία διαδρομή. Εκείνη βγαίνει από το σπίτι και κατευθύνεται στο πάρκο. Σε έναν ανοιχτό χώρο, κάπου που θα φυσάει απομίμηση φρέσκου αέρα. Και όταν φτάνει εκεί σταματά και στέκεται. Και σκέφτεται. Βιώνει μια παύση των ρυθμών της πόλης μπροστά στην λίμνη με τις πάπιες. Τα λεπτά κυλούν και τα κρωξίματα των υδρόβιων πτηνών συγχρονίζονται με τις στάσεις του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου. Το τρένο έφτασε και έφυγε βιαστικό. Κουβαλώντας σώματα. Κάνοντας μια περίεργη συγκομιδή και αποκομιδή σε κάθε του στάση. Εναποθέτοντας ψυχές στην άκρη κάθε αποβάθρας. Εναποθέτοντας και την δική του ψυχή στην άκρη του σταθμού προορισμού. Λίγα βήματα, βιαστικά και μετρημένα, συνηθισμένα, παγιωμένα, προδιαγεγραμμένα.

Η είσοδος στο γραφείο δεν ενέχει κανένα ταρατατζούμ. Πλήξη. Και ανία αφόρητη. Τόσο όσο να νοσταλγείς την περίοδο που μπορούσες να ξοδέψεις ώρες από τη ζωή σου διερωτώμενος πού κρύβονται οι πάπιες της λιμνούλας τον χειμώνα, όταν η λίμνη παγώνει. Παγώνει. Το αναπάντεχο ρεύμα που της ανακάτεψε τα μαλλιά την παγώνει. Ακινητοποιημένη σε μια απαθή στάση σώματος κοιτά το άπειρο. Και η ώρα κυλά ακόμα. Η έκρηξη δεν την μετακινεί, δεν την αγγίζει στο ελάχιστο. Όλα είναι γύρω της, και πιο πολύ μέσα της, άξαφνα παγωμένα. Το κτίριο λειώνει. Οι ασύλληπτα υψηλές θερμοκρασίες ανακατεύονται με την κάψα της αγωνίας και του ακατάσχετου φόβου, με την μυρωδιά του τρόμου και του πανικού. Τρέξτε για τις ζωές σας. Τρέχει κι εκείνος στα τυφλά, σε μια σκοτεινιασμένη σκάλα παρέα με άλλα κορμιά που αναπνέουν ρηχά μεγάλες ποσότητες καπνού. Κι όταν φτάνει στο ισόγειο και από εκεί κατευθύνεται στον κάποτε δρόμο έχει μια αίσθηση μόνο και καμιά σκέψη μέσα στο μυαλό του. Το όνειρο κατέρρευσε.

Εκείνη το μαθαίνει από την αλλαγή στον χώρο. Ξαφνικά το πάρκο μυρίζει τραγωδία. Ο καπνός, η φωτιά και το λειωμένο μέταλλο βρίσκονται πολύ μακριά απ’ αυτήν. Όμως την έχουν κάπως φτάσει και μιλούν μέσα της, περνούν μπροστά από τα μάτια της χωρίς προειδοποίηση και χωρίς παύση. Επιστροφή στο σπίτι. Η τηλεόραση θρηνεί και ανθίσταται. Η τηλεόραση η μόνη επικοινωνία με τον άλλο εκείνο κόσμο. Τον μέχρι πρότινος δικό τους κόσμο που έτσι, άξαφνα έγινε άλλος. Δεν μπορεί να τον βρει πουθενά. Τα τηλέφωνα βουβά και αναίσθητα. Τα λεπτά κυλούν ακόμα. Και οι ώρες. Εκείνη δεν βγαίνει απ’ το σπίτι. Δεν πάει να στηθεί στον «τόπο της τραγωδίας». Κάθεται και κοιτά το κενό, το κενό που η εικόνα κι ο ήχος δεν μπορούν να γεμίσουν. Και δεν αισθάνεται τίποτα. Ούτε έλλειψη, ούτε πόνο, ούτε θλίψη. Μόνο την πρωινή παγωνιά να την κατακυριεύει ολόκληρη.

Πολύ αργότερα το κλειδί γυρνά και πάλι στην κλειδαριά και η πόρτα ανοίγει. Εκείνος μπαίνει μέσα. Σκονισμένος, μαύρος από τους καπνούς και να μυρίζει θάνατο. Εκείνη απλά σηκώνει το βλέμμα και τον κοιτά σαν να βλέπει έναν ξένο. «Α, ήρθες», του λέει μόνο. Την αγκαλιάζει και στέκονται εκεί ώρα πολύ. Δεν υπάρχει τίποτα να πουν, ο φόβος και το σοκ έχουν στραγγίξει κάθε έλλογη σκέψη.

 

Δέκα χρόνια μετά:

«Θυμάμαι τη μέρα εκείνη, που ξημέρωσε τόσο όμορφη, με εκείνον το γαλάζιο ουρανό. Σηκώθηκα πριν από σένα και βγήκα. Σου άρεσαν τα κέικ με κεράσι. Δεν τα έχεις ξαναφάει από τότε. Καθίσαμε αμίλητοι στο τραπέζι και μόνο μου χάιδεψες τα μαλλιά φευγαλέα πριν φύγεις. Όπως έκανες πάντα. Χωρίς να μου δίνεις πολύ σημασία. Εγώ είμαι πάντα εκεί. Καθίσαμε αμίλητοι στο τραπέζι, και θα μπορούσε αυτή να ήταν η τελευταία μας φορά μαζί. Δεν μπορώ να σου το συγχωρήσω.

Δεν κατάλαβα πως πέρασε η μέρα. Κάπου γυρνούσα σε μια νεφέλη και μετά έμαθα το συμβάν. Το συμβάν, λέω τώρα. Δεν ένιωσα τίποτα. Όλα ήταν κενά. Ο χρόνος είχε πάψει μέχρι που άνοιξες την πόρτα. Δεν συνέβαινε τίποτα. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να σκεφτεί παραπάνω. Όταν σε άκουσα να μπαίνεις ζωντάνεψα. Μουδιασμένα όμως, τα χείλη μου ίσα που μπορούσαν να κουνηθούν. Αυτό που γέμιζε το μυαλό μου ήταν ότι επιτέλους ήρθες. Δεν ξέρω πόσο σε περίμενα, αλλά επιτέλους είχες φτάσει. Ήσουν όμορφος. Πολύ όμορφος. Αλλά σε είχαν ήδη πάρει αλλού. Ερχόσουν από κάπου όπου εγώ δεν μπορούσα να πάω· και δεν μπορούσα ούτε να σε συναντήσω στη μέση».

«Εκείνο το πρωί άνοιξα τα μάτια μου και δεν ήσουν εκεί. Σε γύρεψα, μα δεν μπόρεσα να σε βρω. Κι όταν μετά ήρθες η έλλειψη αυτή δεν έπαψε. Σε κοίταγα να κόβεις λεπτές φέτες κέικ. Δεν ήξερα τί να σου πω. Τα μαλλιά σου έλαμπαν, από τις ακτίνες του ήλιου που έπεφταν πλάγια. Νομίζω ότι αυτή είναι η εικόνα που έχω για ολόκληρη τη μέρα. Το φως να πέφτει πάνω στα μαλλιά σου. Σου φίλησα αυτά τα μαλλιά πριν ανοίξω την πόρτα. Ήθελα να αιχμαλωτίσω κάτι από σένα πριν φύγω. Κάτι που θα μπορούσα να έχω πάντα μαζί μου. Αλλά δεν μπορείς να φυλακίσεις τη λάμψη. Κι έτσι δεν είπα τίποτα. Ούτε κι εσύ είπες άλλωστε.

Μόλις μπήκα στο βαγόνι του τρένου ένιωσα μια δυσφορία. Η ρουτίνα έπεφτε πάνω μου σαν βαριά πλάκα τσιμέντο. Μετά έφτασα. Και μετά όλα έγιναν κόλαση. Πέρασα την υπόλοιπη ημέρα προσπαθώντας να επιστρέψω σε σένα. Η απόσταση φάνταζε ξαφνικά ατελείωτη. Η διαδρομή γεμάτη εμπόδια. Κάτι σε κρατούσε μακριά μου. Γύρω μου κατέρρεε μια συνήθεια κι ένας τρόπος ζωής. Δεν ήξερα αν θα σε βρω εκεί, όταν κατάφερνα να επιστρέψω. Δεν ήξερα αν θα έβρισκες την ευκαιρία να το σκάσεις, και να εξαφανιστείς για πάντα, όπως όλα όσα είχα δεδομένα και εκείνη τη στιγμή διαλύονταν. Όταν άνοιξα την πόρτα καθόσουν εκεί σαν υπνωτισμένη. Δεν σε είχε αγγίξει ο δικός μου αγώνας να σε βρω. Δεν είχες συμμετάσχει στην δική μου περιπέτεια. Σαν μια αρχαία ιέρεια, που ήξερες το τέλος της διαδρομής. Που περίμενες ότι θα έρθω και δεν σε αφορούσαν οι συμπληγάδες απ’ όπου πέρασα για να σε φτάσω.

Ήθελα να σου μιλήσω. Αλλά δεν ήξερα αν θα ήθελες να με ακούσεις. Σε έσφιξα μόνο, αλλά σε ένιωσα να χάνεσαι μέσα από τα χέρια μου σαν νερό. Κρύα. Παγωμένη. Αδιάφορη στην δική μου αγωνία».

Το διαμέρισμα είναι άδειο. Οι τοίχοι άσπροι σαν τοίχοι νοσοκομείου, και καθόλου έπιπλα. Καμιά κουρτίνα δεν κρέμεται από το μεγάλο παράθυρο. Δέκα χρόνια μετά. Καμιά πληγή δεν έχει κλείσει. Η απόσταση που εξερράγη εκείνη τη μέρα ανάμεσα τους δεν πρόκειται να γεφυρωθεί. Σήμερα εκείνος κοιτάει από το παράθυρο του δικού του γραφείου. Και θυμάται μια μάζα καστανόχρυσα μαλλιά που τα πύρωνε ο ήλιος. Κι εκείνη κοιτά τον ουρανό από το παράθυρού του δικού της μόνο σπιτιού. Ο ουρανός δεν έχει αλλάξει. Και είναι πια αργά για λόγια.