Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που συνέβησαν πραγματικά και ύστερα τις πήρε ο χρόνος και τις φόρτωσε με τόση μαγεία που ακούγονται χρόνια μετά σαν παραμύθι βγαλμένο απ’ την λαϊκή παράδοση. Οι ιστορίες του μεσοπολέμου πάντα με γοητεύουν, γιατί είναι τόσο μακρινές, τόσο ξένες απ’ το σήμερα και την τρέχουσα εποχή, κι όμως, τόσο κοντά μας, τόσο δικές μας· στη φαντασία μας αποτυπωμένες σε μαύρο-άσπρο, ή σε τόνους σέπια, με κίνηση σαν κωμωδία με τον Σαρλώ, γρήγορη, λίγο σπασμωδική που ακόμα κουβαλάει την πρώιμη φόρα της βιομηχανικής επανάστασης.

Ο Κλέων Τριανταφύλλου γεννήθηκε το 1885, σε μια πόλη πλάι στο Δέλτα του Νείλου με το τραγουδιστό όνομα Ζαγαζίκ, πρωτεύουσα της Σαρκίας, βόρειας επαρχίας της Αιγύπτου. Η πλούσια και ακμάζουσα ελληνική κοινότητα του Ζαγαζίκ, όπως και οι υπόλοιπες ελληνικές κοινότητες της Αιγύπτου, απαλείφθηκε σχεδόν οριστικά μετά την Επανάσταση του Νάσερ το 1952· μια ακόμα ψηφίδα της ελληνικής ιστορίας που ξέφτισε και χάθηκε στο διάβα της ιστορίας και της διαρκούς μεταβολής της. Μελετώντας την ιστορία του Κλέωνα Τριανταφύλλου διαβάζεις όμορφα ονόματα: η μητέρα η Εριθέλγη, η αδελφή η Νόρα, κι άλλες συγγένισσες, η Βακώ, η Πέλεια, ονόματα από άλλες πατρίδες, και έναν άλλον καιρό. Η πλούσια οικογένεια, με πάθος για τις τέχνες και τα γράμματα εγκαθίσταται στην Αθήνα λίγο πριν τον θάνατο του πατέρα. Η μητέρα λατρεύει την όπερα και στο σπίτι τηρείται απαρεγκλίτως ο θεσμός των «Μουσικών Ωρών», κατά τις οποίες καθισμένοι στο πιάνο η μητέρα και τα δυο της αγόρια εναλλάξ, παίζουν μελωδίες για τέσσερα χέρια. Το 1907 τα δυο αδέρφια φεύγουν για το Παρίσι προκειμένου να σπουδάσουν Πολιτικές Επιστήμες. Αντ’ αυτού εγγράφονται στο Conservatoire de Paris, όπου ο Κλέων μαθητεύει κοντά σε σπουδαίους δασκάλους και γρήγορα αναγνωρίζεται ως περιζήτητος συνθέτης. Στη Γαλλία υιοθετεί το προσωνύμιο Αττίκ, ψάχνοντας κάτι «που να θυμίζει και Ελλάδα και να διαβάζεται στα Λατινικά», και βρίσκοντας το στο όνομα αυτό με το οποίο τον έφερε η ιστορία ως τις μέρες μας.

Και ενώ μια λαμπρή και πολλά υποσχόμενη καριέρα στην Ευρωπαϊκή μουσική σκηνή διαγράφεται μπροστά του, το 1926 ο Αττίκ αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα για οικογενειακούς και οικονομικούς λόγους. Πνεύμα ανήσυχο και μεγάλο ταλέντο, η επιστροφή δεν του τσακίζει τα φτερά, μα του δίνει την ώθηση –και την ευκαιρία– να γίνει ένας μεγάλος Ευρωπαίος καλλιτέχνης στην Ελλάδα, φέρνοντας τον αέρα από τις παρισινές βεγγέρες στην μικρή μεσογειακή πρωτεύουσα. Τραγουδιστής, συνθέτης, ηθοποιός, μίμος, κονφερασιέ, με τρομερή δεξιοτεχνία στο πιάνο και σπάνια ικανότητα στο διπλό σφύριγμα, ο Αττίκ αναμφίβολα κέρδισε το αθηναϊκό κοινό με τους νεοτερισμούς του. Το 1930-1931 ιδρύει (σε συνεργασία με τους Δ. Ευαγγελίδη, Α. Βώττη και Π. Χορν) τον πρόγονο των κατοπινών μπουάτ, ένα μουσικό σχήμα που επρόκειτο να μείνει στην ιστορία με τον όνομα «Μάντρα του Αττίκ». Από την «Μάντρα» πέρασαν και αναδείχθηκαν σπουδαία ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής και η ίδια η έννοια του «ελαφρού τραγουδιού» έχει τις καταβολές της σ’ εκείνη την εποχή και σ’ εκείνες τις διεργασίες με καταλύτη το ταλέντο του Αιγυπτιώτη.

Ο Αττίκ παντρεύτηκε τρεις φορές και έζησε φοβερά πάθη που τράνταξαν ολόκληρη την Αθήνα με την ένταση και τον ρομαντισμό τους. Ένα τέτοιο πάθος μας φέρνει στην σημερινή μου αφήγηση. Η ιστορία του Αττίκ με την δεύτερη σύζυγό του, Μαρίκα Φιλιππίδου, αποτέλεσε ένα από τα πιο θρυλικά ρομάντζα της εποχής· υπήρξε ένας έρωτας παθιασμένος και εκρηκτικός, για χάρη του οποίου συνθέτει το μεγάλο σουξέ της εποχής «Είδα Μάτια Πολλά» (1909-1910), τραγούδι που αγαπήθηκε ιδιαίτερα απ’ το αθηναϊκό κοινό. Ο γάμος του με την Φιλιππίδου κράτησε λίγο, και σύντομα διαλύθηκε, καθώς η γυναίκα του τον εγκατέλειψε το 1914 για τον αξιωματικό του ιππικού Σταμάτη Μερκούρη. Από τον δεύτερο γάμο της γεννήθηκε το 1920 η Μελίνα Μερκούρη. Ένα βράδυ του 1930 το ζεύγος Μερκούρη επισκέπτεται το υπαίθριο θέατρο όπου έπαιζε η «Μάντρα». Το περιστατικό αφηγείται ο Αλέκος Σακελάριος. Τη στιγμή που το κοινό συνειδητοποιεί την παρουσία της πρώην γυναίκας του Αττίκ και του συζύγου της ξεκινά περιπαικτικά και με ζέση να ζητάει απ’ τον καλλιτέχνη να τραγουδήσει το «Είδα Μάτια».

Φαντάζομαι, κι είναι ίσως αχαλίνωτη η φαντασία μου, εκείνο το κοινό του 1930, τους άντρες με σταυρωτό σακάκι κι εκείνα τα καπελάκια με το γείσο και την φαρδιά κορδέλα· τις γυναίκες περιποιημένες, με τα στενά φορέματα του μεσοπολέμου και γάντια στα χέρια· καθισμένοι ευπρεπώς, με πάθος εμπράγματο, όμως καταπιεσμένο· μια ζεστή, καλοκαιρινή βραδιά της παλιάς Αθήνας, που ίσως μύριζε γιασεμί και μπορεί ακόμα, αν φυσούσε αεράκι να έφτανε η θαλασσινή αύρα απ’ τον Πειραιά, μια και κανένα τσιμεντένιο θηρίο δεν ορθωνόταν στην απόσταση ανάμεσα για να της κόψει τον δρόμο. Φαντάζομαι αστέρια, και ένα μεταξένιο σκοτάδι τριγύρω, και στο κέντρο μια σκηνή πρωτόγονα φαντασμαγορική, μια σκηνή δουλεμένη με τα χέρια και ντυμένη με τη φλόγα και την παραφορά του καλλιτέχνη. Κι από κάτω δεκάδες χέρια να χτυπούν παλαμάκια και να φωνάζουν ρυθμικά «Εί-δα Μά-τια». Και σαν να βλέπω τον καλλιτέχνη στη σκηνή, να καρφώνει το βλέμμα στο ζευγάρι· στην χαμένη αγάπη και τον νικητή αντίζηλο. Και σαν να νιώθω την οργή, την πίκρα και τον εξευτελισμό. Το συναίσθημα που σε σφίγγει στο λαιμό, και σου πνίγει τη φωνή, και μπορεί να είναι πολλά πράγματα, μα πρώτα απ’ όλα είναι καταστροφικό.

Ο Αττίκ άκουσε το αίτημα του κοινού του. Είδε τα περιπαικτικά βλέμματα. Είδε ίσως τα γαλανά μάτια της κυρίας Μερκούρη, ή νόμισε πως τα είδε, τα κοίταξε πάντως. Σηκώθηκε απ’ το πιάνο κι αποχώρησε απ’ τη σκηνή. Δέκα λεπτά αργότερα επέστρεψε και τραγούδησε ένα καινούριο κομμάτι, ένα κομμάτι που συνέθεσε μέσα στο δεκάλεπτο της απουσίας του. Το «Ζητάτε να Σας Πω», είναι ένα τραγούδι μετουσίωσης του πόνου και του εξευτελισμού. Μια ευθεία και θαρραλέα απάντηση στην απαίτηση του όχλου για αίμα, έστω αίμα της ψυχής. Πρόκειται για μια παραδοχή της ήττας, τόσο περήφανη και κατηγορηματική που μετατρέπεται σε νίκη, νίκη θριαμβευτική: «Ζητάτε να σας πω/τον πρώτο μου σκοπό/τα περασμένα μου γινάτια/ζητάτε ‘Είδα Μάτια’/με σκίζετε κομμάτια./Σε μια παλιά πληγή/που ακόμα αιμορραγεί/μη μου γυρνάτε το μαχαίρι/αφού ο/καθένας ξέρει/τι πόνο θα μου φέρει». Στις πρώτες δυο στροφές έχει ντροπιάσει τους περιγελαστές του, έχει καταθέσει τα όπλα, κι όμως έχει πάρει τη ρεβάνς και έχει υψωθεί πάνω απ’ όλους τους παρευρισκόμενους. «Είναι πολύ σκληρό/να σου ζητούν να τραγουδήσεις/έναν παλιό σκοπό/που προσπαθείς να λησμονήσεις./Στο γλέντι σας αυτό/δε θα’ τανε σωστό/αντί για άλλο πιοτό/να πιω εγώ φαρμάκι/μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι». Η μελωδία δεν είναι του σωρού, ούτε φανερώνει τίποτα πως είναι γραμμένη στο πόδι. Το μουσικό αποτέλεσμα είναι ένα ξέσπασμα της μουσικής ευφυίας του Αττίκ, μια επιβεβαίωση ότι στα πιο δύσκολα, ο άνθρωπος μπορεί να βρει το κουράγιο να μετατρέψει την απελπισία και τον πόνο σε έργο. Μοναχός του ο Αττίκ στήνει διάλογο με το κοινό πάνω στη σκηνή, εκθέτει τα κρυφά τους ερωτήματα και τις κακοπροαίρετες προθέσεις και απαντά αποστομωτικά σε όλα. Γιατί «δεν είν’ οι καρδιές/όλες το ίδιο καμωμένες/ούτε κι οι ομορφιές/στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες», και ο εμμονικός πόνος του καθενός δεν μπορεί να είναι αιτία δημόσιου εμπαιγμού.

Το «Ζητάτε να Σας Πω» είναι ένα εξαιρετικό δείγμα καλλιτεχνικής μετουσίωσης· του πώς ένα καταστροφικό συναίσθημα μπορεί να μεταβληθεί, να μεταμορφωθεί σε κάτι σπουδαίο. Ο Αττίκ αυτοκτόνησε στις 28 Αυγούστου του 1944 με υπερβολική ποσότητα του υπνωτικού βερονάλ. Αιτία ή αφορμή του απονενοημένου η συμπλοκή του με έναν Γερμανό στρατιώτη που τον χτύπησε με λύσσα όταν ο Αττίκ τον σκούντησε κατά λάθος με το ποδήλατο. Τί έμεινε απ’ αυτόν; Έμεινε το έργο του, η μουσική παρακαταθήκη που δημιούργησε με την πρωτοπορία του, κι αυτή η όμορφη ιστορία του μεσοπολέμου, γεμάτη ήχους, εικόνες κι αρώματα.

Διαβάστε:

Καθημερινή, «O θείος μου, ο Αττίκ».

Ρεμπέτικο Φόρουμ, «Το Ελαφρό Τραγούδι κι οι Καταβολές του».

MusicHeaven, «Αττίκ».

Ζητάτε να σας πω
τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια
ζητάτε «Είδα Μάτια»
με σκίζετε κομμάτια.

Σε μια παλιά πληγή
που ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι
αφού ο καθένας ξέρει
τι πόνο θα μου φέρει.

Είναι πολύ σκληρό
να σου ζητούν να τραγουδήσεις
έναν παλιό σκοπό
που προσπαθείς να λησμονήσεις.

Στο γλέντι σας αυτό
δε θα’ τανε σωστό
αντί για άλλο πιοτό
να πιω εγώ φαρμάκι
μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι.

Γελάτε ειρωνικά
και λέτε μυστικά
ίσως με κάποια καταφρόνια
μια και περάσαν χρόνια
εσύ τί κλαις αιώνια.

Γιατί βαρυγκομείς
δεν είδαμε και μεις
μια ομορφιά σ’ αυτή τη ζήση
δεν πήραμε απ’ τη φύση
καρδιά για ν’ αγαπήσει

Αχ, δεν είν’ οι καρδιές
όλες το ίδιο καμωμένες
ούτε κι οι ομορφιές
στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες

Και μες στη συντροφιά
σε κάθε ρουφηξιά
ξεχνώ μιαν ομορφιά
που γέμιζε μεράκι
το παλιό μου τραγουδάκι