Άλλαζε θέση στα φλιτζάνια στο σύνθετο. Τρία μπροστά, δυο πίσω· ή μήπως ανάποδα; Τους άλλαξε θέση ξανά. Με τίποτα δεν ήταν ικανοποιημένη. Τραβήχτηκε μακριά και τα κοίταξε με κριτικό μάτι. Κάτι δεν της πήγαινε καλά. Έπιασε πάλι το ξεσκονόπανο και πέρασε το ράφι γι’ άλλη μια φορά. Τα τζάμια μετά. Είχαν θαμπώσει απ’ την καλοκαιρινή σκόνη και η ζέστη μετέτρεπε τη βρωμιά σε μια κολλώδη μάζα που δεν έβγαινε με τίποτα. Έτριβε ασταμάτητα για δυο ώρες, μέχρι που ολόκληρο το σαλόνι άστραψε. Στο τέλος πέρασε ένα σφουγγάρισμα τα πατώματα και είπε πια πως είναι ώρα να κάτσει. Έβαλε μια κρύα πορτοκαλάδα και σωριάστηκε στον καναπέ. Τα μπράτσα της πονούσα απ’ το τρίψιμο και το τέντωμα, τα πόδια της απ’ την ορθοστασία. Άνοιξε την τηλεόραση και περιδιάβηκε τα κανάλια για λίγο. Τίποτα να δεις, πραγματικά τίποτα. Την έκλεισε πάλι. Ακούμπησε πίσω και κοίταξε το δρόμο απ’ το παράθυρο. Άδειος κι αυτός. Αυγουστιάτικο απόγευμα, ακόμα ο ήλιος καίει, κι άλλωστε, ποιος έχει απομείνει μέσα στην Αθήνα καλοκαιριάτικα; Ούτε φύλλο δεν κουνούσε στις κατσιασμένες νεραντζιές. Ένα αυτοκίνητο πότε-πότε τάραζε την ησυχία κι ύστερα χανόταν στο βάθος του δρόμου. Κατά τ’ άλλα σιωπή. Σκέφτηκε ν’ ανοίξει το ραδιόφωνο, μα δεν της έκανε όρεξη. Ένας πονοκέφαλος είχε εμφανιστεί απ’ το πουθενά και τώρα εγκαθίσταντο πανηγυρικά στο δεξί της ημισφαίριο. Την τράνταζε ρυθμικά, ακολουθώντας το τέμπο που έβαζαν οι χτύποι της καρδιάς της. Τα φάρμακα δεν της άρεσαν και προτιμούσε να μην τα παίρνει, εκτός κι αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Έμεινε εκεί άπραγη με τον πονοκέφαλό της. Δεν είχε κάτι άλλο να κάνει. Στήριξε το κεφάλι της στην πλάτη του καναπέ και το άφησε να βουρλίζεται. Μέσα στην ησυχία ο μόνος ήχος ερχόταν από μέσα της: ταράμ… ταράμ… ταράμ…
Ξύπνησε όταν είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά. Η ατμόσφαιρα είχε δροσίσει ελάχιστα· το μπλε μπλουζάκι της ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και λίγο σάλιο είχε κυλήσει απ’ το πηγούνι στο λαιμό της. Μουδιασμένα σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο· πλύθηκε τρίβοντας γερά το πρόσωπό της· άλλαξε και ξυπόλυτη προχώρησε ως την κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο μα τίποτα δεν της έκανε κέφι. Ήθελε ένα κανονικό, μαγειρεμένο γεύμα, μα με τέτοια ζέστη δεν της πήγαινε ν’ ανάψει φούρνο, κι άλλωστε είναι πάντα θλιβερό να μαγειρεύεις σωστό φαΐ για ένα άτομο μονάχα. Έκοψε με το χέρι ένα κομμάτι ψωμί και το μασούλησε επιτόπου. Μετά μάζεψε τα ψίχουλα και ξανάκατσε στο σαλόνι. Δεν άναψε φως. Τα φώτα του δρόμου κι αυτά απ’ τα απέναντι μπαλκόνια ήταν αρκετά. Το καλοκαίρι είναι πάντα σκληρό για την Ελένη. Απ’ όταν κλείνουν τα σχολεία κλείνεται κι αυτή στο δυάρι και δεν την βλέπει άνθρωπος μέχρι το Σεπτέμβρη. Το χειμώνα έχει τα παιδιά της –τα παιδιά των άλλων. Ανοίγει τα μικρούλια τους μυαλά και τα γεμίζει με τ’ αλφάβητο, τους αριθμούς, λέξεις και νοήματα, ποιήματα, χρώματα, μουσικές. Κι ύστερα έρχεται ο Ιούνιος και πάντα τα χάνει. Τον επόμενο Σεπτέμβρη που θα τα ξαναβρεί είναι πια άλλα παιδιά· καινούρια σύνορα. Και πάντα ξεκινά να τα διαβεί με την ίδια αφοσίωση, την ίδια προσήλωση κι επιμονή. Την ημέρα τα ζαλίζει με το έψιλον και το ρω, λιγάκι πρόσθεση κι αφαίρεση ύστερα από λίγο. Τα βράδια χαϊδεύει τα μπλε τετράδιά τους· κι αν τα σημαδεύει με κόκκινο μελάνι ακόμα τ’ αγαπά. Τα φροντίζει, τα βάζει στην τσάντα της προσεκτικά για να τα πάρει την επομένη στο σχολείο ατσαλάκωτα. Κι έτσι οι μέρες της περνούν. Ώσπου να έρθει το καλοκαίρι κάθε φορά. Κι ύστερα οι μέρες πια δεν περνούν· στοιβάζονται η μια πάνω στην άλλη και υψώνουν τοίχους τριγύρω της. Αλλά τα βράδια του Αυγούστου… ένα ελάχιστο αεράκι κάνει τις δαντελένιες κουρτίνες να χορεύουν απαλά και της θυμίζει ότι ο Σεπτέμβρης δεν είναι πια μακριά· και της θυμίζει ν’ ανασάνει. Τα βράδια… Στέκεται όρθια πλάι στο παράθυρο και δεν περιμένει. Δεν έχει τίποτα να περιμένει και το ξέρει καλά. Αυτή η επίγνωση το κάνει ακόμα πιο τελεσίδικο, εντελώς δεδομένο.
Πέρασε η ώρα· περίεργο κι όμως νύσταζε πάλι ή νυστάζει ακόμα, πάντως θέλει να κοιμηθεί, κι έτσι κλειδώνει το σπίτι, ασφαλίζει τα παράθυρα, τραβάει το σύρτη στην πόρτα. Θα κάνει ένα κρύο ντους και θα βάλει την φαρδιά, ξεφτισμένη φανέλα που φοράει για νυχτικό. Χαζεύει λίγο μπροστά απ’ τον καθρέφτη, σκιές να σχηματίζονται στο πρόσωπό της απ’ τον χαμηλό φωτισμό του πορτατίφ. Στα σαράντα οχτώ της δεν είναι άσχημη γυναίκα η Ελένη. Τα μαλλιά της είναι ακόμα αστραφτερά καστανά, με ασημένιες λάμψεις διάσπαρτες στους κροτάφους. Τα μάτια της λαμπερά, με μεγάλες εντυπωσιακές βλεφαρίδες κι έντονα τοξωτά φρύδια που της δίνουν ένα ύφος λίγο πιο αυστηρό απ’ ό,τι ισχύει στην πραγματικότητα. Αλλά στο πλάι των ματιών της αυτές οι λεπτές γραμμές βαθαίνουν χρόνο με το χρόνο, και ανάμεσα στα φρύδια της δυο ρυτίδες έχουν χαραχτεί μόνιμα και μη αναστρέψιμα. Σηκώνει το χέρι και τις χαϊδεύει απαλά με τ’ ακροδάχτυλά της. Κλείνει τα μάτια και τις νιώθει σαν ουλές πάνω στο πρόσωπό της, ξεχωρίζουν στην αφή. Τα δάχτυλά της κατεβαίνουν στη μύτη, πάντα πολύ μεγάλη την θεωρούσε, στα χείλη που λίγο τρέμουν, έτσι, χωρίς λόγο. Σφίγγει το λαιμό της, με τα δυο της χέρια, μόλις η πίεση αρχίσει να την ζαλίζει σταματά. Έχει όμορφο λαιμό, το δέρμα σφιχτό ακόμα, δεν έχει αρχίσει να χαλαρώνει, να σακουλιάζει. «Σύντομα», σκέφτεται. Τα μάτια της τής γυρίζουν ένα βλέμμα οίκτου μέσα απ’ τον καθρέφτη. «Ώρα για ύπνο», λέει δυνατά στον εαυτό της. Σβήνει το φως και κοιμάται.
Ζέστη, πολύ ζέστη. Τα πάντα γύρω της λιώνουν· αποσυντίθενται. Είναι μόνη σ’ ένα ψηλοτάβανο δωμάτιο. Στην αρχή δεν το αναγνωρίζει, μα ξέρει πού βρίσκεται· στο πατρικό της, ένα ισόγειο σπίτι, χτισμένο σε κατηφορικό δρόμο. Το πίσω δωμάτιο –το παιδικό της δωμάτιο– είναι ένα με το δρόμο, ούτε ένα μέτρο δεν απέχει το πεζοδρόμιο απ’ το περβάζι του παραθύρου. Είναι καλοκαίρι, το τζάμι είναι ανοιχτό και οι κουρτίνες τραβηγμένες. Πάντοτε την άγχωνε αυτό το παράθυρο. Όχι τόσο γιατί φοβόταν κάποιον εισβολέα, όσο γιατί φοβόταν τον εαυτό της, που ήθελε πάντα να δρασκελίσει αυτό το ένα μέτρο και να φύγει. Να φύγει. Να πάει πού; Στέκεται εκεί, στη μέση του παλιού της δωματίου, όπως το είδε τελευταία φορά, γεμάτο κούτες και πακεταρισμένα έπιπλα. Κι όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο καθαρή γινόταν τη εικόνα. Είχε μόλις γυρίσει, είχε μόλις επιστρέψει στο σπίτι των παιδικών της χρόνων. Έβλεπε μια ροζ βαλίτσα στο πάτωμα και ήξερε πως είναι δική της. Μέσα απ’ το μικρό χωλ που ένωνε το υπνοδωμάτιο με το καθιστικό έφταναν φωνές. Όλοι ήταν εκεί, οι γονείς, τ’ αδέρφια της· και κάποιος ακόμα.
Πήγε ως την τζαμένια πόρτα και τον αναζήτησε, τον φώναξε να έρθει, και τον είδε να εμφανίζεται στο βάθος του χωλ: «Σε παρακαλώ· πρέπει να μιλήσουμε», του είπε. Εκείνος έγνεψε «ναι», με το κεφάλι και κατευθύνθηκε διστακτικά προς το μέρος της. «Θα μιλήσουμε», της είπε, «αλλά όχι τώρα». Τον κοίταξε που διέσχιζε το διάδρομο αργά, σαν να τους χώριζαν τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα. «Τώρα πρέπει να μιλήσουμε», του είπε. Περίμενε να την φτάσει. Τραβήχτηκε απ’ την πόρτα και τον άφησε να περάσει στο δωμάτιο. Εκείνος μπήκε προσεκτικά, προσεκτικά να μην την ακουμπήσει. «Θα μιλήσουμε, μα δεν μπορώ τώρα», επανέλαβε. Η Ελένη προσπάθησε να τον αγγίξει· ξεγλιστρούσε σα χέλι. «Θα μιλήσουμε, στο υπόσχομαι· σου το υπόσχομαι. Αλλά όχι τώρα». Τον κοίταζε. Εκείνος έκανε ελιγμούς ανάμεσα στις κούτες και στα έπιπλα. «Πρέπει να σου μιλήσω. Δώσε μου δυο λεπτά· δυο λεπτά σου ζητάω». Κινήθηκε προς το μέρος του, μα εκείνος είχε ήδη σκαρφαλώσει στο περβάζι του παραθύρου. Με το ένα πόδι μέσα και το άλλο απ’ έξω την κοίταξε γι’ άλλη μια φορά. «Θα μιλήσουμε, στο υπόσχομαι», κι ύστερα πήδηξε έξω και χάθηκε τρέχοντας στο δρόμο. Η Ελένη άπλωσε τα χέρια της να τον κρατήσει, αλλά ήταν κιόλας πολύ αργά.
Κοίταξε τα άδεια χέρια της κι ένιωσε ένα λυγμό να την πνίγει. «Ελένη!», ακούστηκε μια φωνή απ’ το σαλόνι. Έτρεξε και είδε τον πατέρα ή τον αδερφό της, δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει, να κρατά το τηλέφωνο: «Για σένα». Το πήρε διστακτικά: «Παρακαλώ;», ρώτησε με πνιχτή φωνή. Στην άλλη άκρη της γραμμής της απάντησε εκείνος: «Αγάπη μου, έχω εδώ κάποιον που θέλει να σου μιλήσει». Εκείνη δεν πρόλαβε να πει τίποτα. Ύστερα μια γυναικεία φωνή ακούστηκε στην άλλη άκρη της γραμμής: «Άκου να δεις κοριτσάκι μου. Σταμάτα να μας ενοχλείς. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ για σένα, κατάλαβέ το. Κανένας δεν σε θέλει». Κι ύστερα το «κλικ» της γραμμής που κλείνει.
Πετάχτηκε απ’ τον ύπνο της κλαίγοντας, ιδρωμένη, λαχανιασμένη, φωνάζοντας τ’ όνομά του. Όλα τα μαξιλάρια ήταν πεταμένα στο πάτωμα και το πανωσέντονο μπλεγμένο κόμπος στα πόδια της. Το κατωσέντονο είχε εντελώς φύγει απ’ το στρώμα στη μια πλευρά και ζαρωμένο έμενε εκεί, μια θλιβερή εικόνα. Έτσι της φάνηκε. Όλα μουσκεμένα. Σηκώθηκε τρέμοντας ακόμα και κοίταξε το ρολόι. Επτά και δέκα το πρωί, ο ήλιος είχε ήδη ξεμυτίσει. Μάζεψε τα στρωσίδια με φούρια και τα πέταξε στο καλάθι με τ’ άπλυτα. Με τη μανία που της είχε απομείνει έστρωσε ξανά το κρεβάτι και άνοιξε το παράθυρο ν’ αεριστεί το δωμάτιο που μύριζε φόβο και δυστυχία. Πήγε στην κουζίνα να φτιάξει ένα τσάι ζεστό. Πάντα την κορόιδευαν γι’ αυτό της το συνήθειο να πίνει ζεστό τσάι χειμώνα-καλοκαίρι. Προσπάθησε να ηρεμήσει. Στύλωσε το βλέμμα της στις φούσκες του νερού που κόχλαζαν μέσα στο μπρίκι και πήρε μια βαθιά ανάσα. Μισούσε τους εφιάλτες. Κάθισε στο τραπέζι κρατώντας την καυτή κούπα· περιέργως όσο καίγονταν τα χέρια της, καθάριζε το μυαλό της, δροσιζόταν το κορμί της. Οι τοίχοι όμως από πάνω της την έπνιγαν. Μια βόλτα. Ένας περίπατος μέχρι την αγορά, όχι για να ψωνίσει κάτι, μόνο να δει κόσμο, να κουνηθεί, να κυκλοφορήσει το αίμα.
Έβαλε ένα λινό παντελόνι, ένα λεπτό μπλουζάκι με τιράντες και από πάνω ένα ελαφρύ πουκάμισο που τ’ άφησε ανοιχτό. Βγήκε και κλείδωσε. «Καλημέρα δεσποινίς Ελένη, ζέστη θα κάνει σήμερα, έτσι είπαν». Η γειτόνισσα από δίπλα έπλενε το μπαλκόνι με τη μάνικα. «Καλημέρα σας, ζέστη κάθε μέρα φοβάμαι», της απάντησε κι άνοιξε το βήμα της γιατί δεν ήθελε, καθόλου δεν ήθελε να πιάσει κουβέντα μ’ αυτή τη γριά πολυλογού κουτσομπόλα. Βγήκε απ’ το στενό κι έκοψε δεξιά. Ο ήλιος ακόμα δεν έκαιγε με όλη του τη δύναμη και η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή. Έφτασε στον εμπορικό δρόμο και χάζεψε τις βιτρίνες. Τα μαγαζιά μόλις άνοιγαν, οι πωλήτριες ακόμα τακτοποιούσαν τις νέες παραλαβές και σκούπιζαν τις εισόδους των καταστημάτων. Και τότε το είδε. Στη βιτρίνα ενός γωνιακού μαγαζιού, στο κέντρο της ακριβώς, ένα πορτοκαλί φουστάνι. Όχι έντονο πορτοκαλί, όχι: εκείνο το μουντό, το σοβαρό, που είναι λίγο θαμπό σαν χρώμα, μα ακόμα ζεστό και τρυφερό. Μικρές πιέτες ξεκινούσαν από το κορσάζ κι έπεφταν ως λίγο πιο κάτω απ’ τα γόνατα, μια ασημένια αγκράφα έσφιγγε τη μέση και τα μανίκια έφταναν μέχρι τον αγκώνα, σ’ ένα στυλ χαλαρό, κάπως ρομαντικό κι ονειρικό. Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, μα το ‘νιωσε αμέσως δικό της. Σαν να φώναζε το όνομά της. «Στην ηλικία μου;», σκέφτηκε, όμως δεν άντεξε, τουλάχιστον να μην το δοκιμάσει. Μπήκε στο κατάστημα. Είκοσι λεπτά αργότερα βγήκε με το φόρεμα όμορφα διπλωμένο σε μια ροζ χάρτινη σακούλα. Δεν είχε τύψεις για την αυθόρμητη αγορά, λυπόταν μόνο για το φουστάνι που του έμελλε να το φάει η ντουλάπα. Γύρισε στο σπίτι κάνοντας έναν μεγάλο κύκλο για να καθυστερήσει την επιστροφή.
Έφτασε πριν μεσημεριάσει. «Ψώνια έκανες, δεσποινίς Ελένη; Έχεις να πας σε γιορτή;», η γνωστή φωνή απ’ το γνωστό μπαλκόνι. «Όχι, όχι, καμιά γιορτή, ένα φόρεμα πήρα», απάντησε η Ελένη σχεδόν αμυντικά. «Α! Φόρεμα. Ε, νέα κοπέλα είσαι ακόμα, άμα δεν τα βάλεις τώρα πότε θα τα βάλεις; Τί περιμένεις;». Ένας κόμπος την έφραξε το λαιμό· κούνησε το χέρι σε χαιρετισμό και χώθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Μπήκε στο σπίτι και πέταξε τη σακούλα με το φόρεμα στο πάτωμα. Της έδωσε μια κλωτσιά και την έστειλε κάτω απ’ το κρεβάτι. Κάθισε κι έπιασε το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια της. Ούτε να κλάψει δεν μπορούσε. «Νέα είσαι ακόμα». Τί κι αν ήταν ακόμα νέα; Ούτε μια κορνίζα στους τοίχους. Ούτε μια φωτογραφία· πόσο μάλλον μια αγκαλιά. Η γεροντοκόρη. Αυτό ήταν. Ήξερε ότι έτσι την φώναζαν τα παιδιά απ’ τις μεγαλύτερες τάξεις. Δεν μπορούσε να καταλάβει από πού το ξεσήκωσαν, τέτοια παλιομοδίτικη λέξη στις μέρες μας. Το άκουγε να αιωρείται στους διαδρόμους του σχολείου. Έκανε πως δεν την πειράζει, προσπερνούσε τον ψίθυρο. Συνέχιζε, πάντα συνέχιζε. Όπως-όπως. Αδιαφορούσε για τον οίκτο των άλλων. «Τί περιμένεις;». Θυμήθηκε τη μάνα της. Μέχρι την τελευταία στιγμή αυτά ήταν τα λόγια της. Η καημένη, ποτέ δεν κατάλαβε ότι δεν περίμενε τίποτα. Δεν ήταν ελπίδα ή προσμονή αυτό που την κρατούσε. Ήταν απλά πως κάποια στιγμή κάτι μέσα σου σπάει και τότε δεν έχει επιστροφή. Κάνεις τις επιλογές σου, στο βαθμό που σου αφήνονται τα περιθώρια να επιλέξεις. Συμβιβάζεσαι και δυστυχείς. Μπορεί άλλοι άνθρωποι να έχουν αντοχές να ξαναρχίσουν απ’ το μηδέν. Η Ελένη δεν είχε. Και είχε συμβιβαστεί μ’ αυτό το γεγονός. Πήγε μέχρι την ντουλάπα· έσυρε απ’ τον πάτο της ένα ψηλό καφέ κουτί, γεμάτο χαρτιά και άχρηστα μπιχλιμπίδια. Ήταν πάνω-πάνω, δεν χρειαζόταν να το ψάξει. Ένας κίτρινος φάκελος, ακόμα πιο πολύ κιτρινισμένος απ’ το χρόνο. Λίγες οι κουβέντες γραμμένες στο διπλωμένο χαρτί που έκλεινε μέσα του: «Είμαι καλά. Το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς». Δεν έγραφέ έτσι, φυσικά και δεν έγραφε έτσι. Το γράμμα είχε σταλεί την προηγούμενη δεκαετία, όχι τον προηγούμενο αιώνα. Αλλά εκείνη πάντα έτσι το θυμόταν, έτσι της είχαν εντυπωθεί τα λόγια του τα τελευταία. Ένα λειψό αντίο, ετεροχρονισμένο, χωρίς εξήγηση. Κι ύστερα μιας δεκαετίας σιωπή. Και τα καλύτερά της χρόνια πεταμένα απ’ το παράθυρο. Έκλεισε το κουτί με βία και το πέταξε πίσω στην ντουλάπα. Μετά κάθισε στο κρεβάτι και κοιτούσε το κενό με τις ώρες.
Σηκώθηκε κάποια στιγμή το απόγευμα. Με βήμα αποφασιστικό πήγε στην κουζίνα και διάλεξε απ’ το ντουλάπι τρεις μεγάλες πατάτες, τις ξεφλούδισε και τις έκοψε σε κομμάτια. Αλάτι, ρίγανη και λίγο θυμάρι, πιπέρι, όχι πολύ, την ενοχλούσε στο στομάχι, και ύστερα τις έστρωσε στο ταψί. Από πάνω ένα μπούτι κοτόπουλο, με τα μυρωδικά του κι αυτό. Έστυψε ένα λεμόνι και διέλυσε μέσα μια κουταλιά δυνατή μουστάρδα· περιέχυσε το φαγητό με το λεμόνι και πρόσθεσε λάδι άφθονο. Το έβαλε στο φούρνο. Έπειτα γέμισε την μπανιέρα χλιαρό νερό και μια ιδέα απ’ το καλό της αφρόλουτρο. Κι εκείνα τα αιθέρια έλαια που της έκανα δώρο τα παιδιά της κάποια Χριστούγεννα. Μπήκε στην μπανιέρα και μούλιασε. Έμεινε μέσα ώσπου ζάρωσαν οι ρόγες των δαχτύλων της και το δέρμα της μαλάκωσε σαν μωρού. Σκουπίστηκε και έβαλε την κρέμα σώματος που μύριζε βανίλια και κανέλα. Στέγνωσε τα μαλλιά της με την ησυχία της, κι έβαψε λίγο το πρόσωπό της, ίσα να πάρει χρώμα και να τονιστούν οι όμορφες γωνίες της. Ξέθαψε το πορτοκαλί φουστάνι από κάτω απ’ το κρεβάτι και το φόρεσε. Είχε ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα παπούτσια που του ταίριαζαν θαυμάσια. Ήταν στ’ αλήθεια όμορφη απόψε. Έστρωσε το τραπέζι με όλα τ’ απαραίτητα. Το φαγητό είχε πια γίνει και μοσχοβολούσε. Το σέρβιρε στο μεγάλο μπλε πιάτο με την ασημένια ρίγα που ήταν το αγαπημένο της. Έβαλε και λίγο κρασί, απ’ αυτό που κρατούσε για το μαγείρεμα, σ’ ένα κολονάτο ποτήρι. Και κάθισε στο τραπέζι κι έφαγε. Μόνη.