Μ’ αρέσει ν’ ανοίγω τα κείμενά μου με αφορισμούς· το ίδιο θα πράξω και τώρα. Η δύναμη των social media είναι αδιαμφισβήτητη, και η εξάπλωση του Διαδικτύου έχει θέσει νέους όρους στην διανομή και κατανόηση της πληροφορίας. Τελεία. Από εκεί κι έπειτα αρχίζει ένας αγώνας για την κατανόηση αυτού του (σχετικά) νέου μεντιακού status quo, μια κατανόηση που θα βοηθήσει στην καλύτερη χρήση και αξιοποίηση των νέων μέσων. Πόσοι όμως συμμετέχουν σ’ αυτό τον αγώνα;

Πόσοι από τους χρήστες του Διαδικτύου επιχειρούν στα σοβαρά να ελέγξουν τις πηγές τους, να υπολογίσουν τις συνέπειες της διάδοσης ενός κακόβουλου (ή απλά ανόητου) ψέματος και να περιορίσουν την αναμετάδοση ψευδών ειδήσεων και εντυπώσεων; Προσωπικά μιλώντας, μια καθημερινή ματιά στο newfeed του Facebook μού αποδεικνύει ότι ο λαός του Διαδικτύου έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει πριν να φτάσει στην ωριμότητα και την υπευθυνότητα που απαιτεί η χρήση των νέων media. Ένα μικρό παράδειγμα θα δώσω του πόσο εύκολο είναι να παραπλανηθείς και να βρεθείς στα καλά καθούμενα να ψάχνεις χίμαιρες που δεν υπάρχουν πουθενά. Πριν από μερικούς μήνες ανέβασα στο blog ένα διήγημα με τίτλο «Ιδιόχειρη Διαθήκη», όπου η βασική ηρωίδα ονόματι Ερατώ Μάργαρη-Αντωνοπούλου συντάσσει τη διαθήκη της σε πρώτο πρόσωπο, ενώ το διήγημα κλείνει με ένα τηλεγράφημα από το ΑΠΕ-ΜΠΕ όπου ανακοινώνεται ο θάνατός της. Το διήγημα έχει αναπαραχθεί σε ένα-δυο άλλα blog χωρίς να γίνεται η επισήμανση ότι πρόκειται για μυθοπλαστικό κείμενο. Από τον Μάρτιο κι ύστερα, τουλάχιστον δυο φορές το μήνα φτάνουν αναγνώστες στο blog μου μέσω του Google με όρους αναζήτησης «Ερατώ Μάργαρη-Αντωνοπούλου + βιβλία + βιογραφικό». Το γεγονός αυτό μου προκαλεί πάντα μεγάλη θυμηδία καθώς νιώθω λίγο σαν μικρός θεούλης που δημιούργησε ένα πρόσωπο απ’ το πουθενά, όμως είναι ενδεικτικό της παρανόησης που μπορεί να προκύψει σε άπειρα πράγματα, όχι αποκλειστικά λόγω του Διαδικτύου (αντίστοιχα φαινόμενα υπήρχαν πάντα απ’ όταν ο άνθρωπος δημιούργησε τα μέντια) αλλά σήμερα σε πολύ εκτεταμένο βαθμό εξαιτίας του.

Μπορεί ουσιαστικά να μην εξάσκησα το επάγγελμα ποτέ μου, όμως ως απόφοιτη μιας πανεπιστημιακής σχολής δημοσιογραφίας έμαθα ότι η βασικότερη αρχή για έναν δημοσιογράφο είναι να ελέγχει τις πηγές του. Δεδομένου ότι δεν ζούμε σε έναν αγγελικά πλασμένο κόσμο, αυτός ο κανόνας δυστυχώς δεν έχει καθολική εφαρμογή στους κόλπους των δημοσιογράφων, όμως δεν παύει να είναι ο βασικότερος, θεμελιώδης κανόνας για την άσκηση του λειτουργήματος. Με τον ίδιο τρόπο όμως που οι δημοσιογράφοι μας αδιαφορούν γι’ αυτόν (συχνά επί σκοπού και για ίδιον όφελος), έτσι και όσοι καταπιάνονται (ακόμα και χωρίς να το γνωρίζουν) με την «δημοσιογραφία των πολιτών», δηλαδή παράγουν, συντάσσουν και διανέμουν ειδήσεις μέσω του Διαδικτύου και κυρίως των social media, λειτουργούν ωσάν ο «χρυσός κανόνας» να μην υπήρξε ποτέ, και να μην έχει καμιά σημασία. Έτσι, κάθε τί που αναπαράγεται από τους χρήστες του Διαδικτύου, φέροντας την ταμπέλα του «ανεξάρτητου» και αποκομμένου απ’ τα συμφέροντα των παραδοσιακών μέσων, υιοθετείται και διαδίδεται πριν προλάβεις να πεις κύμινο. Αρκεί να είναι ελαφρώς πιασάρικο, συναισθηματικό και προκλητικό και θα πλημμυρίσει τους τοίχους των χρηστών του FB σε χρόνο μηδέν.

Το πιο τελευταίο παράδειγμα (απ’ τα χιλιάδες) είναι η φωτογραφία του δακρυσμένου τσολιά που κυκλοφόρησε μαζί με (ούτε καν ύστερα από) τα γεγονότα της προηγούμενης Τετάρτης. Η φωτογραφία έκανε τον γύρο του Ίντερνετ χωρίς κανένα ουσιαστικό επιχείρημα, μόνο ρίχνοντας λάδι σε μια εν γένει τεταμένη ατμόσφαιρα. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο στιγμιότυπο χρονολογείται από το 2007 και μια εντελώς διαφορετική συγκυρία φαίνεται ότι δεν έχει φτάσει στ’ αυτιά διαδικτυακών μου φίλων που ακόμα το έχουν ως προσωπική τους φωτογραφία προφίλ. Ούτως ή άλλως η αλήθεια πίσω απ’ το περιεχόμενο της φωτογραφίας έπαψε να έχει σημασία περίπου δέκα λεπτά από τη στιγμή που διαδόθηκε στο FB σαν τυφοειδής πυρετός και επαναβαφτίστηκε με άλλα μηνύματα και νοήματα. Το φαινόμενο αυτό είναι συχνότατο και δύσκολα πολεμάται. Όταν κάποιος είναι διατεθειμένος να δεχτεί άκριτα ως πραγματικότητα οτιδήποτε του προκαλεί μια αναστάτωση του θυμικού, γρήγορα το Ίντερνετ μετατρέπεται σ’ έναν βόρβορο διάδοσης ψευδών ειδήσεων. Αυτό φαίνεται από τα εκατοντάδες βιντεάκια που κυκλοφορούν ύστερα από κάθε μείζονα αναστάτωση στο κέντρο της Αθήνας, βιντεάκια αποσπασματικά, που παρουσιάζονται μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο και τα συμπεράσματα που απορρέουν απ’ αυτά είναι τις περισσότερες φορές σχεδόν αποκλειστικά ζήτημα ερμηνείας.

Πρόσφατα διαδικτυακός μου φίλος ανέβασε ένα ποστ με θέμα Zougla online – Oι ασφαλίτες έκαψαν τα McDonald’s. Η ανάρτηση παρουσιάζει ένα διφορούμενο βίντεο, το οποίο ερμηνεύεται στο παρακείμενο άρθρο από τον (ανώνυμο) σχολιαστή του Zougla.gr. Έτυχε να γνωρίζω από πολύ καλά πληροφορημένη πηγή ότι το σχόλιο ήταν στην καλύτερη περίπτωση ψευδές και η παρουσίαση του βίντεο σχεδόν δεν σχετιζόταν με το οπτικοακουστικό υλικό. Έγραψα στον φίλο μου ένα μακροσκελές σχόλιο που κατέληγε: «Οι ασφαλίτες λοιπόν, στη συγκεκριμένη περίπτωση που ξέρω από πρώτο χέρι ΔΕΝ έκαψαν τα McDonalds, επιφυλάσσομαι για τις άλλες περιπτώσεις για τις οποίες δεν έχω στοιχεία», μόνο και μόνο για να πάρω την απάντηση: «Βλέπουμε το ίδιο βίντεο ? …γιατί το βίντεο αυτό άλλα μας λέει! Θα είχε ενδιαφέρον τα σχόλια που θα ακούσουμε από τα κανάλια και το πόρισμα τις εισαγγελίας..και της αστυνομίας. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΧΕΙ ΠΑΡΕΙ ΧΑΜΠΑΡΙ ΤΟ ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ». Την απάντηση αυτή εγώ την αξιολογώ ως εκτός τόπου και χρόνου, χειρότερα, ως την απάντηση κάποιου που έχει πάρει απόφαση τί πρέπει να πιστεύει και αρνείται να διανοηθεί έστω πως ενδεχομένως, ίσως υπάρχει και μια άλλη πλευρά. Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτή του η αντίδραση, το χειρότερο είναι πως όταν την επόμενη ημέρα άλλη φίλη του διατύπωσε την ερώτηση: «πως καταλαβαίνετε οτί είναι ασφαλίτες?», εκείνος απάντησε: «Τα σχόλια του zougla.gr […]» και παρέθεσε ολόκληρο το άρθρο από το website. Η απάντηση της φίλης; «Κατάλαβα». Έτσι απλά το θέμα είχε κάνει κύκλο, και είχε αυτοδιασταυρωθεί και αυτοεπιβεβαιωθεί. «Λέω ότι είναι έτσι γιατί είναι έτσι γιατί το λέω», αυτό είναι το σχήμα ελέγχου της πληροφορίας που οι περισσότεροι χρησιμοποιούν σήμερα στο Διαδίκτυο.

Δεν θέλω, αλλά δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην περιβόητη δήλωση-μπούρδα που αποδίδεται στον Κίσινγκερ σχετικά με το καταχθόνιο σχέδιο καταστροφής της Ελλάδας απ’ τις ρίζες της. Έχω φυλάξει στα Αγαπημένα μου το σχετικό άρθρο των Νέων (ένα απ’ τα πολλά) που εξηγεί με φοβερή λεπτομέρεια και τεκμηρίωση γιατί ο συγκεκριμένος αστικός μύθος είναι ανυπόστατος, ώστε να το ποστάρω στα γρήγορα όταν βλέπω αναπαραγωγή του απ’ τους φίλους μου. Όχι πως είδα προκοπή μ’ αυτό… Εν ολίγοις, πρέπει κανείς να καταλάβει ότι χρησιμοποιώντας το Διαδίκτυο οφείλει να θέσει σ’ εφαρμογή την κριτική του σκέψη. Αν δεν διαθέτει τέτοια οφείλει να την αναπτύξει. Διαφορετικά θα πρέπει δια νόμου να του απαγορευτεί η πρόσβαση σε οποιαδήποτε ηλεκτρονική συσκευή, ακόμα και τοστιέρα, καθώς ο εν λόγω άνθρωπος είναι επικίνδυνος για τον εαυτό του και τους γύρω του. Δεν λέω πως είναι εύκολο, επ’ ουδενί, το Ίντερνετ είναι γεμάτο παγίδες και γλυκούς κινδύνους, όμοιους με τις Σειρήνες του Οδυσσέα. Ο χρήστης του όμως οφείλει να κάνει το καλύτερο που μπορεί για να αξιοποιεί τα νέα μέσα με τρόπο εποικοδομητικό και όχι ηλίθιο. Ο τρόπος είναι σχετικά απλός: φιλτράρετε –το κατά δύναμιν– τις πηγές σας· μην παρασύρεστε από τη συναισθηματική φόρτιση· να είστε πάντα, μα πάντα, μα πάντα, υποψιασμένοι απέναντι σε ειδήσεις/ανακοινώσεις που εμφανίζονται απ’ το πουθενά και διαδίδονται με την ταχύτητα της αστραπής. Κρατήστε αυτό στο μυαλό σας: στην μεγάλη πλειονότητα των περιστάσεων, όταν διαδίδετε μια ανυπόστατη είδηση εξυπηρετείτε τα συμφέροντα κάποιου που την διέδωσε πρώτος. Όποια κι αν είναι αυτά. Το Ίντερνετ έχει άπειρες δυνατότητες. Δυστυχώς μια απ’ αυτές είναι η μετατροπή των χρηστών του σε εργαλεία. Είναι στο χέρι του καθενός να το αποφύγει και να αξιοποιήσει αντ’ αυτού τα άπειρα θετικά του μέσου. Όπως όλα, είναι κι αυτό θέμα επιλογής.