Τα χαζεύω αφηρημένα, αφημένα στην ποδιά μου·
παραδομένα στη βαρύτητα.
Μ’ αρέσει να κοιτάζω των ανθρώπων τα χέρια.
Αφηγούνται μια ιστορία ξέχωρα απ’ τις λέξεις·
σα να ‘χουν ζήσει μια ζωή δικιά τους·
συνεκτικά δεμένη με το βίο του ατόμου,
αλλά μ’ έναν μυστήριο τρόπο ανεξάρτητη.
Δεν έχω ωραία χέρια.
Πολύ μακριά δάχτυλα, πολύ χοντροκομμένα·
άγαρμπα. Κουρασμένες φλέβες ταξιδεύουν σ’ όλη τους την επιφάνεια,
χαράζουν δρόμους.
Αλλά μ’ αρέσει να κοιτάζω των ανθρώπων τα χέρια.
Δουλεμένα, απαλά, ταλαιπωρημένα, ντελικάτα:
τα χέρια λένε την δική τους ιστορία.
Τα δικά μου τώρα πια, γεμάτα σημάδια,
καψίματα, κοψίματα, γδαρσίματα,
το δέρμα στον αντίχειρα πιο τραχύ απ’ τ’ άλλα δάχτυλα·
έτσι μου είπες.
Τα χέρια δεν λένε ψέματα. Δεν μπορούν.
Αποκαλύπτουν την αληθινή σου ηλικία,
όχι σε χρόνια αλλά σε βιώματα.
Τα χέρια αγγίζουν, γραπώνονται, συγκρατούν
διώχνουν, χτυπάνε.
Είναι τρωτά· είναι κραταιά.
Λερώνονται· πληγώνονται· σκοτώνουν. Τα χέρια πονάνε.
Αυτά «τα χέρια, τα μαχαίρια», κόβουν και ενώνουν, σταματούν και προσκαλούν, κρατάνε και αφήνουν, χαϊδεύουν και βαράνε, νιώθουν και κάνουν άλλους να νιώθουν.