Che fece …. il gran rifiuto

Κ. Π. Καβάφης

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι –το σωστό–  εις όλην την ζωή του.

 

 

Ένα μόνο δεν αντέχω: να μετανιώνω. Είμαι έτοιμη να δεχθώ κάθε συνέπεια των πράξεών μου ως φυσικό επακόλουθο του να ζεις∙ όμως δεν ανέχομαι να αναγκάσω τον εαυτό μου να νοσταλγήσει κάτι που δεν υπήρξε ποτέ. Υπάρχει κόσμος που δεν καταλαβαίνει τον τρόπο που ζω ή τις επιλογές μου. Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν πολλά απ’ τα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου αδιανόητα. Αδιανόητα ήταν και για μένα πριν τα κάνω, αλλά όσο είσαι ζωντανός ισχύει το «μια δοκιμή θα σας πείσει». Ξέρω ότι μια μέρα ο καθένας μας θα περάσει στην ανυπαρξία. Για εκείνο το τελευταίο δευτερόλεπτο της συνείδησης αγωνίζομαι. Γιατί δεν θέλω εκείνη τη στιγμή να κοιτάξω πίσω και να φύγω μετανιώνοντας για την ευκαιρία που δεν άρπαξα. Αυτά που κάνω δεν τα κακιώνω ποτέ. Δεν είμαι τόσο μεγαλειώδης χαρακτήρας ώστε να πω πως «αγαπώ τα λάθη μου γιατί μαθαίνω απ’ αυτά»∙ καταρχάς αν ρωτήσετε την μαμά μου ή την κολλητή μου θα σας αποκαλύψουν ότι ελάχιστα μαθαίνω απ’ τα λάθη μου, και οπωσδήποτε όχι με την πρώτη. Λατρεύω να τα επαναλαμβάνω μέχρι να τα εμπεδώσω∙ όσο πάρει. Το έχω γράψει ξανά ότι είμαι φανατικός οπαδός του δόγματος «θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό». Και ενίοτε μου βγαίνει. Δεν βαριέσαι∙ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι μαζεύουμε συντρίμμια. Σημασία έχει να μην μετανιώνεις.

Τον Φλεβάρη του 2010, έχοντας μείνει χωρίς δουλειά για κάνα μήνα, και όντας υπό φοβερή πίεση και στα όρια της απελπισίας, υπέπεσε στην αντίληψή μου μια αγγελία από το York Dungeon∙ μια αγγελία στην οποία ζητούσαν ηθοποιό για προσωρινή εργασία. Τη στιγμή που την είδα άρχισαν να με τρώνε τα δάχτυλά μου να απαντήσω. Αλλά να απαντήσω ως τί; Ως αλλοδαπή με αστεία προφορά και εμπειρία από φοιτητικές παραστάσεις; «Δεν βαριέσαι», είπα, «κόπο θα μου κάνει να συμπληρώσω μια αίτηση;». Να επισημάνω εδώ ότι σε μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Merlin Entertainments (η μητέρα εταιρία των διαφόρων Dungeon και πάρκων αναψυχής ανά την Αγγλία, την Ευρώπη και τον κόσμο) η διαδικασία της αίτησης για πρόσληψη δεν είναι απλή, καθόλου απλή. Αριθμεί περί τις πέντε σελίδες στις οποίες πρέπει να γράψεις από τα προσωπικά σου στοιχεία μέχρι έκθεση ιδεών, να διατρανώσεις το πόσο πολύ και γιατί θέλεις να πάρεις τη δουλειά, να επιδείξεις τις γνώσεις, την εμπειρία και τον ενθουσιασμό σου και μάλιστα να τα κάνεις όλ’ αυτά να φανούν πιστευτά –μολονότι όλοι ξέρουμε, κι εσύ που τα γράφεις κι αυτοί που τα διαβάζουν, ότι στοιβάζεις την μια αρλούμπα πίσω απ’ την άλλη απλά και μόνο γιατί αυτό πρέπει να κάνεις. Κλείνει η παρένθεση. Κάνω λοιπόν την αίτηση και την στέλνω χωρίς να περιμένω στην πραγματικότητα απάντηση. Φαντάζεστε την έκπληξή μου όταν μερικές μέρες αργότερα ο διευθυντής του Dungeon επικοινώνησε μαζί μου για να με καλέσει για συνέντευξη. «Μα είστε σίγουρος;», είπα, «με ακούτε πώς μιλάω;». Μου απάντησε ότι η προφορά μου είναι εξωτική και δεν ακούει να υπάρχει κανένα πρόβλημα –τέτοιο που να με εμποδίσει να δουλέψω στην εταιρεία. Εμένα είχαν ήδη αρχίσει να μου κόβονται τα γόνατα απ’ το τρακ, δέκα λεπτά αργότερα δε, που έλαβα ένα τρισέλιδο e-mail με οδηγίες για τη συνέντευξη μου κόπηκε κι η ανάσα. Σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες έπρεπε να φοράω άνετα ρούχα που να μην εμποδίζουν την κίνηση και να μην έχω πρόβλημα να λερωθούν. Η διαδικασία επρόκειτο να κρατήσει κάτι παραπάνω από δυο ώρες. Όφειλα να μάθω (εις την αγγλικήν) έναν πεντάλεπτο περίπου μονόλογο τον οποίο και επρόκειτο να απαγγείλω –δεν μιλούσαμε για συνέντευξη πια, μιλούσαμε για οντισιόν. Είχα στη διάθεσή μου πέντε μέρες.


Δεν θα σας το κρύψω. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να ακυρώσω την οντισιόν ή απλά να μην εμφανιστώ ποτέ. Μόνο η προοπτική με άγχωσε σε υπέρτατο βαθμό. Όχι η έκθεση στον κόσμο και η απαγγελία του μονολόγου (που για να σας λύσω την απορία αυτό που διάλεξα να απαγγείλω ήταν ο μονόλογος της Αντιγόνης του Σοφοκλή σε αγγλική μετάφραση: «Τάφε μου, κρεβάτι νυφικό» και τα λοιπά…), αλλά κυρίως η προοπτική του να γίνω ρεζίλι των σκυλιών συναγωνιζόμενη επαγγελματίες, Άγγλους ηθοποιούς. Ειλικρινά, δεν ήθελα να πάω. Αλλά ήξερα ότι αν δεν πήγαινα θα με έτρωγε αυτή η χαμένη ευκαιρία για πολύ, πολύ καιρό. Έτσι λοιπόν ξεκίνησα για την οντισιόν με την χαρακτηριστική άνεση αυτού που τα έχει όλα από χέρι χαμένα, και με την κρυφή ελπίδα ότι θα υπάρχουν στους συνεντευξιαζόμενους τρεις-τέσσερις ακόμα σαν κι εμένα για να συνρεζιλευτούμε και να παρηγορηθώ. Έφτασα στο μπουντρούμι στις πέντε το απόγευμα, ως όφειλα. Έξω πίσσα σκοτάδι, όπως συμβαίνει στο Γιόρκ το χειμώνα. Το ποτάμι είχε ξεχειλίσει και φτάσει σχεδόν ως τον κεντρικό δρόμο, και ύστερα το ξεχειλισμένο νερό είχε παγώσει. Κρύο. Έξω απ’ την πόρτα περίμεναν εκείνη την ώρα πέντε-έξι άτομα. Χαιρέτησα και συστήθηκα. Άγγλοι. Όλοι. Επαγγελματίες. Όλοι. Ένας απ’ αυτούς είχε παίξει σε σαπουνόπερα∙ μια άλλη κοπέλα στο επαρχιακό θέατρο∙ ένας τρίτος έκανε τον άγιο-Βασίλη τα Χριστούγεννα σε μεγάλο πολυκατάστημα της περιοχής. Μην γελάτε∙ δουλειά ηθοποιού είναι κι αυτή απ’ ό,τι φαίνεται. «Εσύ;», με ρώτησαν κάπως αφ’ υψηλού. «Εγώ έχω παίξει θέατρο στο πανεπιστήμιο», απάντησα με την μύτη μου σηκωμένη τόσο ψηλά όσο και η δική τους.

Λίγα λεπτά αργότερα άνοιξε η πόρτα και μας έβαλαν μέσα. Για όποιον δεν ξέρει τί είναι το μπουντρούμι (και δεν έκανε τον κόπο να κοιτάξει το link που με τόσο κόπο παρέθεσα πιο πάνω) θα κάνω μια σύντομη περίληψη: πρόκειται για έναν οικογενειακό χώρο αναψυχής που διαφημίζεται ως «τρομαχτικό, ιστορικό, εκπαιδευτικό θέαμα». Στην περιήγησή (διάρκειας σαρανταπέντε λεπτών περίπου) περνάει ο θεατής από καμαράκι σε καμαράκι στο καθένα απ’ τα οποία διαδραματίζεται ένα διαδραστικό  σκετς. Ηθοποιοί μακιγιαρισμένοι με τον σήμα κατατεθέν τρόπο των Dungeons (άσπρο πρόσωπο, μαύρες σκιές και άφθονο ψεύτικο αίμα) αναπαριστούν τον γιατρό της πανούκλας, τον δικαστή του 16ου αιώνα, τον βασανιστή των ανακτόρων, Βίκινγκς, φαντάσματα, μάγισσες και ό,τι άλλο ταιριάζει στο κλίμα μιας σκοτεινής εποχής από καιρό περασμένης. Για να είσαι καλός σ’ αυτή τη δουλειά πρέπει να είσαι συνδυαστικά: αστείος, τρομακτικός, εύστροφος και τολμηρός. Δεν είναι απλό πράγμα. Η ατμόσφαιρα μέσα στο μπουντρούμι σκοτεινή, παγωμένη –κυρίως λόγω ψύχους– και τρομακτική. Ημίφως. Μας μάζεψαν σε ένα δωμάτιο και μας εξήγησαν όλα τα παραπάνω. Ύστερα ξεκίνησε η διαδικασία. Στην αρχή με μικρές ασκήσεις για ζέσταμα∙ ύστερα με επίδειξη ουρλιαχτού, μουγκρητού, τρομακτικής γκριμάτσας∙ κατόπιν παίξαμε μια σειρά από παιχνίδια (ποιος θα βρει τα πιο πολλά συνώνυμα μιας λέξης, ποιος θα βρει τα πιο πολλά θαλάσσια ζώα από ένα τυχαίο γράμμα της αλφαβήτου –κέρδισα και στα δυο λεξιλογικά παιχνίδια και τους έντεκα συνολικά Άγγλους διαγωνιζόμενους). Μετά ήρθε η ώρα του μονολόγου. Ευτυχώς όχι μπροστά σε όλους, αλλά μόνο μπροστά στην διευθυντική ομάδα (των δυο ατόμων) που αποτελούσε την κριτική επιτροπή. Έπαιξα, είμαι σίγουρη, την πιο δραματική Αντιγόνη που έχει εκφωνηθεί απ’ τον καιρό του Σοφοκλή. Με ευχαρίστησαν, μου έδειξαν την πόρτα και με διαβεβαίωσαν ότι θα με ειδοποιήσουν: «Σε περίπτωση που δεν σε προσλάβουμε, θα σου στείλουμε παρόλ’ αυτά feedback». Τους ευχαρίστησα κι έφυγα.

Είχε φύγει κι ένα βάρος από πάνω μου. Μπορεί ν’ ακούγεται χαζό, αλλά ήταν μια μάχη με τον εαυτό μου και είχα νικήσει. Δεν ήταν η δουλειά το θέμα, την δουλειά δεν περίμενα να την πάρω, όμως είχα αρπάξει την ευκαιρία. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο για μένα να έχω λακίσει την τελευταία στιγμή, και οπωσδήποτε δεν ήταν αυτό το γεγονός της τάξεως εκείνης που θα μετάνιωνα για το υπόλοιπο της ζωής μου, όμως ξέρω ότι θα με έτρωγε, η έλλειψη θάρρους, το γεγονός ότι δεν το τόλμησα να εκτεθώ, να δοκιμαστώ κι ας χάσω. Τρεις μέρες αργότερα μου τηλεφώνησε ο διευθυντής: «Συγχαρητήρια, θα θέλαμε να σου προσφέρουμε τη θέση». Έμεινα άφωνη. Το συμβόλαιο ήταν για ένα μήνα περίπου, δεν θα κάλυπτε επ’ ουδενί τις βιοτικές μου ανάγκες, αλλά η ιδέα ήταν τόσο συναρπαστική και τρομακτική ταυτόχρονα που για άλλη μια φορά κόλλησα: «Μπορώ να σας απαντήσω την Δευτέρα;», ρώτησα. Και ξανάρχισε να με τρώει η ανασφάλεια. Ο εγγενής μου φόβος ότι θα γίνω ρεζίλι δεν με εγκαταλείπει ποτέ, και στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε θεριέψει και τρανωθεί ως το σύμπαν. Πέρασα το Σαββατοκύριακο στην τσίτα και την Δευτέρα τηλεφώνησα για να πω ότι δέχομαι τη θέση. Στην πρώτη, εκπαιδευτική, συνάντηση έμαθα ότι απ’ τους δώδεκα που ήμασταν στην οντισιόν είχαν προσλάβει τέσσερις για ηθοποιούς, κάτι που διέλυσε την αρχική μου υποψία ότι απλά μας είχαν πάρει όλους, μαζί κι εμένα. Μερικές μέρες αργότερα ο διευθυντής μου είπε ότι η Αντιγόνη μου τους είχε εντυπωσιάσει, πως ήταν ό,τι πιο «εσωτερικό, δραματικό και συγκροτημένο» είχαν δει εδώ και πολύ καιρό. Οπωσδήποτε εγώ δεν αισθανόμουν έτσι εκείνη την ώρα.

Δούλεψα στο Dungeon για τον ένα μήνα του συμβολαίου μου, και όταν μου πρόσφεραν επέκτασή του δεν κατάφερα για οικονομικούς λόγους να συνεχίσω μαζί τους. Ήταν απ’ τις πιο έντονες και ενδιαφέρουσες εργασιακές εμπειρίες που είχα στη ζωή μου –χώρια το γεγονός ότι έχω ένα συμβόλαιο στα χέρια μου που στο όνομα της θέσης γράφει φαρδιά πλατιά «Ηθοποιός», πράγμα αρκετά σημαντικό για ένα καβαλημένο καλάμι σαν εμένα. Η δουλειά ήταν εξαντλητική αλλά υπέροχη, και υπόσχομαι να παραθέσω αστεία περιστατικά στο μέλλον γιατί βλέπω πως αυτό το ποστ τραβάει μακριά και δεν θέλω να κουράσω απόψε. Απόψε ήθελα απλά να αναφερθώ στα μεγάλα «Όχι» και στα σπουδαία «Ναι». Δεν μιλάω για την περίπτωση ανθρώπων που λένε «ναι» σε όλα και σ’ οτιδήποτε, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Μιλάω γι’ αυτά που αξίζει. Γι’ αυτά που όταν τίθεται το δίλημμα σε καίει η ψυχή σου, και σε τρομάζει το «ναι» τόσο όσο σε πνίγει το «όχι». Εγώ λέω καλύτερα να μετανιώνεις για κάτι που έκανες στραβά παρά για κάτι που δεν έκανες ποτέ. Δεν ταιριάζει αυτή η κοσμοθεωρία στον καθένα, ούτε διαθέτει ο καθένας τα ψυχικά αποθέματα για να την υποστηρίξει, το ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω την ψυχική αντοχή για το αντίθετο. Κοιτάζοντας πίσω καμιά φορά με τρομάζω. Η ανάγκη μου να ζήσω όσο περισσότερο μπορώ είναι επίφοβη. Σε όλα τα επίπεδα: προσωπικά, συναισθηματικά, εργασιακά, ακαδημαϊκά, κοινωνικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχει προκαλέσει ολικό μπλοκάρισμα της προσωπικότητάς μου που μου πήρε καιρό να ξεμπλέξω. Όταν γίνεται η στραβή –και γίνεται συχνά– θέλει πολύ κόπο για να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να συνεχίσεις, και κυρίως για να συνεχίσεις με την ίδια όρεξη και πάθος, αφέλεια και δοτικότητα∙ για να μην σε πνίξει η δικαιολογημένη επιφύλαξη που σου δημιουργούν οι απανωτές κατραπακιές, να μην συμβιβαστείς με την ασφάλεια του «όχι» και αφήσεις για πάντα στην άκρη την σπουδαιότητα του «ναι». Όπως και να ‘χει συνεχίζω. Δεν μπορώ να μετανιώνω. Δεν το αντέχω. Κι ας μου βγει και σε κακό,∙ βρε, δε βαριέσαι;