Che fece …. il gran rifiuto
Κ. Π. Καβάφης
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι –το σωστό– εις όλην την ζωή του.
Ένα μόνο δεν αντέχω: να μετανιώνω. Είμαι έτοιμη να δεχθώ κάθε συνέπεια των πράξεών μου ως φυσικό επακόλουθο του να ζεις∙ όμως δεν ανέχομαι να αναγκάσω τον εαυτό μου να νοσταλγήσει κάτι που δεν υπήρξε ποτέ. Υπάρχει κόσμος που δεν καταλαβαίνει τον τρόπο που ζω ή τις επιλογές μου. Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν πολλά απ’ τα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου αδιανόητα. Αδιανόητα ήταν και για μένα πριν τα κάνω, αλλά όσο είσαι ζωντανός ισχύει το «μια δοκιμή θα σας πείσει». Ξέρω ότι μια μέρα ο καθένας μας θα περάσει στην ανυπαρξία. Για εκείνο το τελευταίο δευτερόλεπτο της συνείδησης αγωνίζομαι. Γιατί δεν θέλω εκείνη τη στιγμή να κοιτάξω πίσω και να φύγω μετανιώνοντας για την ευκαιρία που δεν άρπαξα. Αυτά που κάνω δεν τα κακιώνω ποτέ. Δεν είμαι τόσο μεγαλειώδης χαρακτήρας ώστε να πω πως «αγαπώ τα λάθη μου γιατί μαθαίνω απ’ αυτά»∙ καταρχάς αν ρωτήσετε την μαμά μου ή την κολλητή μου θα σας αποκαλύψουν ότι ελάχιστα μαθαίνω απ’ τα λάθη μου, και οπωσδήποτε όχι με την πρώτη. Λατρεύω να τα επαναλαμβάνω μέχρι να τα εμπεδώσω∙ όσο πάρει. Το έχω γράψει ξανά ότι είμαι φανατικός οπαδός του δόγματος «θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό». Και ενίοτε μου βγαίνει. Δεν βαριέσαι∙ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι μαζεύουμε συντρίμμια. Σημασία έχει να μην μετανιώνεις.
Τον Φλεβάρη του 2010, έχοντας μείνει χωρίς δουλειά για κάνα μήνα, και όντας υπό φοβερή πίεση και στα όρια της απελπισίας, υπέπεσε στην αντίληψή μου μια αγγελία από το York Dungeon∙ μια αγγελία στην οποία ζητούσαν ηθοποιό για προσωρινή εργασία. Τη στιγμή που την είδα άρχισαν να με τρώνε τα δάχτυλά μου να απαντήσω. Αλλά να απαντήσω ως τί; Ως αλλοδαπή με αστεία προφορά και εμπειρία από φοιτητικές παραστάσεις; «Δεν βαριέσαι», είπα, «κόπο θα μου κάνει να συμπληρώσω μια αίτηση;». Να επισημάνω εδώ ότι σε μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Merlin Entertainments (η μητέρα εταιρία των διαφόρων Dungeon και πάρκων αναψυχής ανά την Αγγλία, την Ευρώπη και τον κόσμο) η διαδικασία της αίτησης για πρόσληψη δεν είναι απλή, καθόλου απλή. Αριθμεί περί τις πέντε σελίδες στις οποίες πρέπει να γράψεις από τα προσωπικά σου στοιχεία μέχρι έκθεση ιδεών, να διατρανώσεις το πόσο πολύ και γιατί θέλεις να πάρεις τη δουλειά, να επιδείξεις τις γνώσεις, την εμπειρία και τον ενθουσιασμό σου και μάλιστα να τα κάνεις όλ’ αυτά να φανούν πιστευτά –μολονότι όλοι ξέρουμε, κι εσύ που τα γράφεις κι αυτοί που τα διαβάζουν, ότι στοιβάζεις την μια αρλούμπα πίσω απ’ την άλλη απλά και μόνο γιατί αυτό πρέπει να κάνεις. Κλείνει η παρένθεση. Κάνω λοιπόν την αίτηση και την στέλνω χωρίς να περιμένω στην πραγματικότητα απάντηση. Φαντάζεστε την έκπληξή μου όταν μερικές μέρες αργότερα ο διευθυντής του Dungeon επικοινώνησε μαζί μου για να με καλέσει για συνέντευξη. «Μα είστε σίγουρος;», είπα, «με ακούτε πώς μιλάω;». Μου απάντησε ότι η προφορά μου είναι εξωτική και δεν ακούει να υπάρχει κανένα πρόβλημα –τέτοιο που να με εμποδίσει να δουλέψω στην εταιρεία. Εμένα είχαν ήδη αρχίσει να μου κόβονται τα γόνατα απ’ το τρακ, δέκα λεπτά αργότερα δε, που έλαβα ένα τρισέλιδο e-mail με οδηγίες για τη συνέντευξη μου κόπηκε κι η ανάσα. Σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες έπρεπε να φοράω άνετα ρούχα που να μην εμποδίζουν την κίνηση και να μην έχω πρόβλημα να λερωθούν. Η διαδικασία επρόκειτο να κρατήσει κάτι παραπάνω από δυο ώρες. Όφειλα να μάθω (εις την αγγλικήν) έναν πεντάλεπτο περίπου μονόλογο τον οποίο και επρόκειτο να απαγγείλω –δεν μιλούσαμε για συνέντευξη πια, μιλούσαμε για οντισιόν. Είχα στη διάθεσή μου πέντε μέρες.
Δεν θα σας το κρύψω. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να ακυρώσω την οντισιόν ή απλά να μην εμφανιστώ ποτέ. Μόνο η προοπτική με άγχωσε σε υπέρτατο βαθμό. Όχι η έκθεση στον κόσμο και η απαγγελία του μονολόγου (που για να σας λύσω την απορία αυτό που διάλεξα να απαγγείλω ήταν ο μονόλογος της Αντιγόνης του Σοφοκλή σε αγγλική μετάφραση: «Τάφε μου, κρεβάτι νυφικό» και τα λοιπά…), αλλά κυρίως η προοπτική του να γίνω ρεζίλι των σκυλιών συναγωνιζόμενη επαγγελματίες, Άγγλους ηθοποιούς. Ειλικρινά, δεν ήθελα να πάω. Αλλά ήξερα ότι αν δεν πήγαινα θα με έτρωγε αυτή η χαμένη ευκαιρία για πολύ, πολύ καιρό. Έτσι λοιπόν ξεκίνησα για την οντισιόν με την χαρακτηριστική άνεση αυτού που τα έχει όλα από χέρι χαμένα, και με την κρυφή ελπίδα ότι θα υπάρχουν στους συνεντευξιαζόμενους τρεις-τέσσερις ακόμα σαν κι εμένα για να συνρεζιλευτούμε και να παρηγορηθώ. Έφτασα στο μπουντρούμι στις πέντε το απόγευμα, ως όφειλα. Έξω πίσσα σκοτάδι, όπως συμβαίνει στο Γιόρκ το χειμώνα. Το ποτάμι είχε ξεχειλίσει και φτάσει σχεδόν ως τον κεντρικό δρόμο, και ύστερα το ξεχειλισμένο νερό είχε παγώσει. Κρύο. Έξω απ’ την πόρτα περίμεναν εκείνη την ώρα πέντε-έξι άτομα. Χαιρέτησα και συστήθηκα. Άγγλοι. Όλοι. Επαγγελματίες. Όλοι. Ένας απ’ αυτούς είχε παίξει σε σαπουνόπερα∙ μια άλλη κοπέλα στο επαρχιακό θέατρο∙ ένας τρίτος έκανε τον άγιο-Βασίλη τα Χριστούγεννα σε μεγάλο πολυκατάστημα της περιοχής. Μην γελάτε∙ δουλειά ηθοποιού είναι κι αυτή απ’ ό,τι φαίνεται. «Εσύ;», με ρώτησαν κάπως αφ’ υψηλού. «Εγώ έχω παίξει θέατρο στο πανεπιστήμιο», απάντησα με την μύτη μου σηκωμένη τόσο ψηλά όσο και η δική τους.
Λίγα λεπτά αργότερα άνοιξε η πόρτα και μας έβαλαν μέσα. Για όποιον δεν ξέρει τί είναι το μπουντρούμι (και δεν έκανε τον κόπο να κοιτάξει το link που με τόσο κόπο παρέθεσα πιο πάνω) θα κάνω μια σύντομη περίληψη: πρόκειται για έναν οικογενειακό χώρο αναψυχής που διαφημίζεται ως «τρομαχτικό, ιστορικό, εκπαιδευτικό θέαμα». Στην περιήγησή (διάρκειας σαρανταπέντε λεπτών περίπου) περνάει ο θεατής από καμαράκι σε καμαράκι στο καθένα απ’ τα οποία διαδραματίζεται ένα διαδραστικό σκετς. Ηθοποιοί μακιγιαρισμένοι με τον σήμα κατατεθέν τρόπο των Dungeons (άσπρο πρόσωπο, μαύρες σκιές και άφθονο ψεύτικο αίμα) αναπαριστούν τον γιατρό της πανούκλας, τον δικαστή του 16ου αιώνα, τον βασανιστή των ανακτόρων, Βίκινγκς, φαντάσματα, μάγισσες και ό,τι άλλο ταιριάζει στο κλίμα μιας σκοτεινής εποχής από καιρό περασμένης. Για να είσαι καλός σ’ αυτή τη δουλειά πρέπει να είσαι συνδυαστικά: αστείος, τρομακτικός, εύστροφος και τολμηρός. Δεν είναι απλό πράγμα. Η ατμόσφαιρα μέσα στο μπουντρούμι σκοτεινή, παγωμένη –κυρίως λόγω ψύχους– και τρομακτική. Ημίφως. Μας μάζεψαν σε ένα δωμάτιο και μας εξήγησαν όλα τα παραπάνω. Ύστερα ξεκίνησε η διαδικασία. Στην αρχή με μικρές ασκήσεις για ζέσταμα∙ ύστερα με επίδειξη ουρλιαχτού, μουγκρητού, τρομακτικής γκριμάτσας∙ κατόπιν παίξαμε μια σειρά από παιχνίδια (ποιος θα βρει τα πιο πολλά συνώνυμα μιας λέξης, ποιος θα βρει τα πιο πολλά θαλάσσια ζώα από ένα τυχαίο γράμμα της αλφαβήτου –κέρδισα και στα δυο λεξιλογικά παιχνίδια και τους έντεκα συνολικά Άγγλους διαγωνιζόμενους). Μετά ήρθε η ώρα του μονολόγου. Ευτυχώς όχι μπροστά σε όλους, αλλά μόνο μπροστά στην διευθυντική ομάδα (των δυο ατόμων) που αποτελούσε την κριτική επιτροπή. Έπαιξα, είμαι σίγουρη, την πιο δραματική Αντιγόνη που έχει εκφωνηθεί απ’ τον καιρό του Σοφοκλή. Με ευχαρίστησαν, μου έδειξαν την πόρτα και με διαβεβαίωσαν ότι θα με ειδοποιήσουν: «Σε περίπτωση που δεν σε προσλάβουμε, θα σου στείλουμε παρόλ’ αυτά feedback». Τους ευχαρίστησα κι έφυγα.
Είχε φύγει κι ένα βάρος από πάνω μου. Μπορεί ν’ ακούγεται χαζό, αλλά ήταν μια μάχη με τον εαυτό μου και είχα νικήσει. Δεν ήταν η δουλειά το θέμα, την δουλειά δεν περίμενα να την πάρω, όμως είχα αρπάξει την ευκαιρία. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο για μένα να έχω λακίσει την τελευταία στιγμή, και οπωσδήποτε δεν ήταν αυτό το γεγονός της τάξεως εκείνης που θα μετάνιωνα για το υπόλοιπο της ζωής μου, όμως ξέρω ότι θα με έτρωγε, η έλλειψη θάρρους, το γεγονός ότι δεν το τόλμησα να εκτεθώ, να δοκιμαστώ κι ας χάσω. Τρεις μέρες αργότερα μου τηλεφώνησε ο διευθυντής: «Συγχαρητήρια, θα θέλαμε να σου προσφέρουμε τη θέση». Έμεινα άφωνη. Το συμβόλαιο ήταν για ένα μήνα περίπου, δεν θα κάλυπτε επ’ ουδενί τις βιοτικές μου ανάγκες, αλλά η ιδέα ήταν τόσο συναρπαστική και τρομακτική ταυτόχρονα που για άλλη μια φορά κόλλησα: «Μπορώ να σας απαντήσω την Δευτέρα;», ρώτησα. Και ξανάρχισε να με τρώει η ανασφάλεια. Ο εγγενής μου φόβος ότι θα γίνω ρεζίλι δεν με εγκαταλείπει ποτέ, και στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε θεριέψει και τρανωθεί ως το σύμπαν. Πέρασα το Σαββατοκύριακο στην τσίτα και την Δευτέρα τηλεφώνησα για να πω ότι δέχομαι τη θέση. Στην πρώτη, εκπαιδευτική, συνάντηση έμαθα ότι απ’ τους δώδεκα που ήμασταν στην οντισιόν είχαν προσλάβει τέσσερις για ηθοποιούς, κάτι που διέλυσε την αρχική μου υποψία ότι απλά μας είχαν πάρει όλους, μαζί κι εμένα. Μερικές μέρες αργότερα ο διευθυντής μου είπε ότι η Αντιγόνη μου τους είχε εντυπωσιάσει, πως ήταν ό,τι πιο «εσωτερικό, δραματικό και συγκροτημένο» είχαν δει εδώ και πολύ καιρό. Οπωσδήποτε εγώ δεν αισθανόμουν έτσι εκείνη την ώρα.
Δούλεψα στο Dungeon για τον ένα μήνα του συμβολαίου μου, και όταν μου πρόσφεραν επέκτασή του δεν κατάφερα για οικονομικούς λόγους να συνεχίσω μαζί τους. Ήταν απ’ τις πιο έντονες και ενδιαφέρουσες εργασιακές εμπειρίες που είχα στη ζωή μου –χώρια το γεγονός ότι έχω ένα συμβόλαιο στα χέρια μου που στο όνομα της θέσης γράφει φαρδιά πλατιά «Ηθοποιός», πράγμα αρκετά σημαντικό για ένα καβαλημένο καλάμι σαν εμένα. Η δουλειά ήταν εξαντλητική αλλά υπέροχη, και υπόσχομαι να παραθέσω αστεία περιστατικά στο μέλλον γιατί βλέπω πως αυτό το ποστ τραβάει μακριά και δεν θέλω να κουράσω απόψε. Απόψε ήθελα απλά να αναφερθώ στα μεγάλα «Όχι» και στα σπουδαία «Ναι». Δεν μιλάω για την περίπτωση ανθρώπων που λένε «ναι» σε όλα και σ’ οτιδήποτε, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Μιλάω γι’ αυτά που αξίζει. Γι’ αυτά που όταν τίθεται το δίλημμα σε καίει η ψυχή σου, και σε τρομάζει το «ναι» τόσο όσο σε πνίγει το «όχι». Εγώ λέω καλύτερα να μετανιώνεις για κάτι που έκανες στραβά παρά για κάτι που δεν έκανες ποτέ. Δεν ταιριάζει αυτή η κοσμοθεωρία στον καθένα, ούτε διαθέτει ο καθένας τα ψυχικά αποθέματα για να την υποστηρίξει, το ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω την ψυχική αντοχή για το αντίθετο. Κοιτάζοντας πίσω καμιά φορά με τρομάζω. Η ανάγκη μου να ζήσω όσο περισσότερο μπορώ είναι επίφοβη. Σε όλα τα επίπεδα: προσωπικά, συναισθηματικά, εργασιακά, ακαδημαϊκά, κοινωνικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχει προκαλέσει ολικό μπλοκάρισμα της προσωπικότητάς μου που μου πήρε καιρό να ξεμπλέξω. Όταν γίνεται η στραβή –και γίνεται συχνά– θέλει πολύ κόπο για να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να συνεχίσεις, και κυρίως για να συνεχίσεις με την ίδια όρεξη και πάθος, αφέλεια και δοτικότητα∙ για να μην σε πνίξει η δικαιολογημένη επιφύλαξη που σου δημιουργούν οι απανωτές κατραπακιές, να μην συμβιβαστείς με την ασφάλεια του «όχι» και αφήσεις για πάντα στην άκρη την σπουδαιότητα του «ναι». Όπως και να ‘χει συνεχίζω. Δεν μπορώ να μετανιώνω. Δεν το αντέχω. Κι ας μου βγει και σε κακό,∙ βρε, δε βαριέσαι;
Πω – πω ωραιοπάθεια, πόζα και νάζι…
Η ζωή είναι δύσκολη για όλους μας υποθέτω.
«Σε ορισμένες περιπτώσεις έχει προκαλέσει ολικό μπλοκάρισμα της προσωπικότητάς μου που μου πήρε καιρό να ξεμπλέξω. Όταν γίνεται η στραβή –και γίνεται συχνά– θέλει πολύ κόπο για να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να συνεχίσεις, και κυρίως για να συνεχίσεις με την ίδια όρεξη και πάθος, αφέλεια και δοτικότητα»
Καταλαβαίνω απόλυτα τα γραπτά και την στάση/θέση, στην οποία συμφωνώ – ειδικά με το δοσμένο παράδειγμα.
Η αξία του «Όχι» (και στην ουσία η υπεροχή του ενάντιου του «Ναι») αναδεικνύεται όταν έρθει μία άξια «στραβή», η οποία δεν καταλήγει σε «ολικό μπλοκάρισμα της προσωπικότητας» αλλά σε «Παράλυση του Είναι» η ακόμα και στον «Θάνατο».
Αναλόγως τι σκοπούς έχεις, και σε τι καταστάσεις ζεις, δεν μπορείς πάντα να ρισκάρεις το μπλοκάρισμα, την παράλυση η τον θάνατο.
Άλλοι κανόνες για ένα «Τσίου τσίου τραλαλά» κοριτσάκι, μια κοπέλα που αφομοιώνει την ζωή η για έναν μαχητή στο πεδίο πολέμου.
Τώρα, κάποιοι θεωρούν πως η κατάσταση του κόσμου είναι ένα «πεδίο μάχης». Άλλοι θεωρούν πως «Η ζωή είναι ωραία». Άλλοι το βλέπουν ως μείγμα – χρειάζεται μάχη για να γίνει η ζωή πάλι ωραία (για όλους).
Δεν ξέρω που ανήκεις εσύ.
Το μυστικό κρύβεται στο «αναλόγως τί σκοπούς έχεις». Προφανώς. Δεν αντιλέγω πως το αποτέλεσμα είναι σημαντικό. Νομίζω ωστόσο -σε θεωρητικό επίπεδο μιλώντας- ότι σε κάποιες περιπτώσεις είναι καλύτερος ένας ωραίος θάνατος από μια ανούσια ζωή. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έχει να κάνει με το τί αντέχεις να ζεις. Υπάρχουν ας πούμε μαχητές στο πεδίο του πολέμου που είπαν το (σωστό) «Όχι» και έσωσαν τη ζωή τους, μόνο και μόνο για ν’ αυτοκτονήσουν επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, υποφέροντας από φριχτές τύψεις, ενοχές και εξευτελισμό ως αποτέλεσμα του PTSD (shell shock το έλεγαν στην Βρετανία μετά τον Α’ Π.Π.). Δεν εννοώ ότι «ναι, καλύτερα να πεθάνεις», σε καμιά περίπτωση, καλύτερα είναι να ζήσεις ΚΑΙ να μην αναπτύξεις κανένα combat stress reaction. Όμως οι άνθρωποι είναι περίπλοκα πλάσματα και αυτό που είναι σωστή επιλογή για τον έναν δεν είναι απαραίτητα για τον άλλο, επίσης αυτό που είναι διαυγώς ξεκάθαρο για τον έναν μπορεί να είναι παντελώς ακατανόητο για κάποιον άλλο. Με απόλυτες εκτιμήσεις δεν πας πουθενά. Αν το δικό μου κείμενο φάνηκε απόλυτο είναι γιατί πρόκειται για την προσωπική μου άποψη στον προσωπικό μου χώρο, το γράφω πολύ καθαρά πως το παρόν blog αποτελεί «Ιστολόγιο αυτοπροβολής και κυνικού διαλογισμού».
Αυτό που ήθελα να πω εν ολίγοις είναι ότι το μπλοκάρισμα, η παράλυση και ο θάνατος είναι έννοιες σχετικές, που μπορεί να προκύψουν και έτσι και αλλιώς. Δεν θα ξέρεις ποια απόφαση ήταν η σωστή για να τ’ αποφύγεις μέχρι να το δοκιμάσεις. Γι’ αυτό ο Καβάφης εντοπίζει με εξαιρετική ευστοχία μια απλή και σχεδόν καθολική ψυχολογική λειτουργία: «Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο τ’ όχι –το σωστό– εις όλην την ζωή του». Γι’ αυτό και μόνο η καθαρά προσωπική μου άποψη είναι πως επιλέγω το «Ναι» στην πλειονότητα των περιστάσεων. Ο καθένας όμως (οφείλει να) ρυθμίζει τη ζωή του με τον τρόπο που ο ίδιος μπορεί να την κουμαντάρει καλύτερα. Κάποιοι άνθρωποι ικανοποιούνται περισσότερο να ζουν στην έλλειψη της ικανοποίησης παρά στην επίτευξή της. Είναι ελαφρώς ψυχοπαθολογικό, όμως αν έτσι ισορροπούν δεν μπορεί κανείς να τους κρίνει. Εν γένει δεν νομίζω ότι έχει κανείς δουλειά να κρίνει κανέναν.
Το πού ανήκω εγώ είναι δική μου υπόθεση.
φφφ, τι να πω και τι ν κάνω. Κυριολεκτικά το «γάμησες» το σχόλιο και τον στόχο του…
Αν έτσι έγινε θα έγινε γιατί το σχόλιο ήταν «ευγάμητο» -με το συμπάθιο. Τον στόχο του ομολογώ πως δεν τον κατάλαβα.
Χα!
Υπάρχει το «ευγάμητο», υπάρχει και ο βιασμός.
– «Καταλαβαίνω απόλυτα τα γραπτά και την στάση/θέση, στην οποία συμφωνώ» (πράγμα που σημαίνει πως επένδυσα χρόνο για να διαβάσω τα γραπτά).
– Στην συνέχεια συμπληρώνω και θέτω τα όρια, μετριάζω.
Γράφεις στην εισαγωγή «είμαι φανατικός οπαδός του δόγματος «θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό». Και ενίοτε μου βγαίνει.». Και επισημάνω, πως «σου βγαίνει» απλά και μόνο επειδή δεν σου έτυχε μια βαριά στραβή – μία από αυτές που εκτροχιάσαν αμέτρητα άτομα – η και θανάτωσαν.
Αυτά πιστεύω πως είναι σε επίπεδο «δεδομένου» – και δεν θα χρειαζόταν να μέ «φορτώσεις» με νέες έννοιες, νέο κείμενο, νέες ουσίες (stress αρλούμπες κλπ.) οι οποίος ίσως ορθές, μα off context. Ούτε να ακούσω τι λέει ο Καβάφης (για τον οποίο «χέστηκα» εδώ, μιλάω με ‘σένα).
– Τον στόχο φυσικά και δεν μπορείς να καταλάβεις, μιας και περιποιήθηκες την ευγάμητη αναζήτηση μου με ένα στείρο «Το πού ανήκω εγώ είναι δική μου υπόθεση.».
Αν απαντούσες απλά, θα έβλεπες τον στόχο.
–
Αααααγούρια!!!
Είναι εντυπωσιακό το πόσο διαφωνώ. Και ακόμα δεν βλέπω τον στόχο, πράγμα που κάτι λέει για το στόχο, γιατί οι διακριτικές μου ικανότητες γενικώς δεν είναι κι άσχημες. Αν κάποιος όμως διαβάσει τη συζήτηση και τον δει τον ρημάδι τον στόχο, ας μου τον εξηγήσει κι εμένα, είμαι πάντα ανοιχτή σε νέα γνώση. Όσο για τα ζητήματα που επανέθεσες… θα απαντούσα ξανά με τον ίδιο τρόπο, και θα μου φαινόταν πάλι επαρκής απάντηση, οπότε μάλλον δεν υπάρχει κοινός τόπος σ’ αυτή την κουβέντα.
Διαφωνία δεν βλέπω, μόνο ένα υπερ-εγώ που θολώνει τις διακριτικές ικανότητες.
Άσε τους άλλους απ’ έξω, μαζί μου μιλάς.
Εξήγησα αυτά με τον στόχο, χρειάζεται η απάντησή σου για να φανερωθεί ο στόχος. Ποια απάντηση;
«Τώρα, κάποιοι θεωρούν πως η κατάσταση του κόσμου είναι ένα «πεδίο μάχης». Άλλοι θεωρούν πως «Η ζωή είναι ωραία». Άλλοι το βλέπουν ως μείγμα – χρειάζεται μάχη για να γίνει η ζωή πάλι ωραία (για όλους).
Δεν ξέρω που ανήκεις εσύ.»
Που ανήκεις εσύ;
Δεν σε αφορά το πού ανήκω. Ούτε θα ήταν σε καμιά περίπτωση η δική μου μαρτυρία αξιόπιστη. Το πού ανήκει ο καθένας δεν το λέει, το δείχνει η ζωή του.
Ποπό αγένεια. Που να ρωτούσα και κάτι «βαρύ».
Περί αξιοπιστίας: με την λογική αυτή που θέτεις, το κάθε γραπτό που δημοσιεύεις είναι άκυρο.
Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε.
Τώρα μάλιστα.
Η ερώτηση «αν πιστεύεις πως η ζωή είναι ωραία, η αν πιστεύεις πως υπάρχει κατάσταση μάχη, ότι θέλει δουλειά για να γίνει ωραία» είναι τιποτένια δίπλα από τις προσωπικές ουσίες που δημοσιεύεις αυτόβουλα.
Ίσως απλά να κλείσεις τα σχόλια, γιατί που και που έρχονται άνθρωποι που ενδιαφέρονται πραγματικά για τα γραπτά και τις ουσίες. Και είναι βαριά αγένεια, όταν σε μια τόσο απλή ερώτηση δεν απαντάς.
Μια απάντηση, που θα μου δώσει την δυνατότητα να καταλάβω πιο βαθειά.
Αλλά όπως προείπα:
Αααααγούρια!!!
Με εντυπωσιάζει η άποψη ότι επειδή κάποιος έχει ένα μπλογκ και δημοσιεύει οτιδήποτε αυτόβουλα, αυτό αυτομάτως τον υποχρεώνει να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση του αναγνώστη, ανεξαρτήτως του πώς την αξιολογεί. Δεν το είδα πουθενά γραμμένο στους κανόνες της μπλογκοσίνης. Τέλος πάντων, ο καθένας έχει την άποψή του για τις λέξεις και τα πράγματα. Εγώ δεν ανέχομαι να καταπιεστώ για να καταλάβεις εσύ πιο βαθιά. Επομένως πιστεύω δεν υπάρχει κάτι άλλο να πούμε.
[«μπλογκόσφαιρα» είναι ο (πανηλίθιος) όρος που χρησιμοποιείται γενικά.]
Το μέσο δεν παίζει κανένα ρόλο. Θα μπορούσες να μου έχεις πει την ιστορία αυτή σε μία στάση λεωφορείου, η σε ένα παγκάκι στο πάρκο, όπου συναντηθήκαμε κατά τύχη (άγνωστοι, ξέρεις, σε ρώτησα επειδή φορούσες αυτά τα παράξενα ρούχα και είχες χαρά στο πρόσωπο).
«Εγώ δεν ανέχομαι να καταπιεστώ για να καταλάβεις εσύ πιο βαθιά.»
Ωραία λοιπόν, τι σε «καταπιέζει»;
Εγώ δεν είμαι αυτός που σε καταπιέζει. Εσύ καταπιέζεις τον εαυτό σου να μην απαντήσει σε μία ασήμαντη διευκρινιστική ερώτηση.
Ίσως ανησυχείς ότι θα συνεπάγω / πω κάτι που θα «γκρεμίσει» το όμορφο σκινηκό που έστησες.
Επιλέγω να τελειώσω τη συζήτηση εδώ, γιατί τα πράγματα που θα έλεγα από ‘δω και στο εξής θα ήταν μάλλον αγενή. Επίσης η κουβέντα κάνει ανούσιους κύκλους και κουράστηκα. Αυτά.
Να γίνεις ακόμα πιο αγενή; Άντε να το δω και αυτό.
Και ‘γω κουράστικα, βασικά πείνασα, μου «στερείς» το μαγείρεμα.
Κύκλους δεν κάνει η συ(!)ζήτηση, απομονώθηκε το σημαντικό (και νέο) σημείο:
«Εγώ δεν ανέχομαι να καταπιεστώ για να καταλάβεις εσύ πιο βαθιά.»
Ωραία λοιπόν, τι σε «καταπιέζει» και σε ωθεί σε τέτοια αγένεια;