Μας πρόφτασε η τρικυμία λίγο πριν μπούμε στο λιμάνι. Λιγάκι πριν την επιστροφή. Σχεδόν μπορούσαμε να δούμε τη στεριά στο ελάχιστο φως της ημέρας που ξεψυχούσε. Δεν περιμέναμε την καταιγίδα, τίποτα δεν την είχε προαναγγείλει. Ξεκίνησε αναπάντεχα, με ένα εκκωφαντικό μπουμπουνητό κι έναν εκτυφλωτικό κεραυνό που έσκισε τον ουρανό σε πολλά λαμπερά κομμάτια. Ταυτόχρονα η νύχτα έπεφτε γρήγορα και βαριά. Μέσα σε λίγα μόνο λεπτά δεν μπορούσαμε να δούμε τα χέρια μας. Η βροχή άρχισε να μας βομβαρδίζει με χοντρές σταγόνες, η βάρκα μας σαν χορευτή μπανιέρα άρχισε να γεμίζει νερό με ταχύτητα. Μας πήρε ο διάολος, αυτό έγινε. Από το πουθενά και χωρίς αφορμή, βρεθήκαμε στη μέση της κόλασης. Μες στο παράφορο σκοτάδι, σαν έμβρυο στη μήτρα, ο άνθρωπος γυρίζει στο μηδέν. Οι δικές μας οι φωνές πνίγονταν από τον θόρυβο της φύσης. Τί αλληγορία. Τί ομορφιά. Σε κάθε αστραπή βλέπαμε ο ένας στο πρόσωπο του άλλου τον απόλυτο τρόμο, την παράλυση. Για δευτερόλεπτα, και μετά σκοτάδι πάλι. Πάλι στο πουθενά.

Η μηχανή μας νεκρή. Καρυδότσουφλο στα κύματα η βάρκα μας. Τίποτα καινοφανές. Θα είμαστε ένα ναυάγιο όπως όλα τα ναυάγια από αρχής κόσμου. Η ιδέα του πνιγμού όμως είναι πολύ τρομακτική. Εξωφρενική για έναν ζωντανό άνθρωπο. Η αγωνία ν’ αναπνεύσεις, τα πνευμόνια που γεμίζουν νερό∙ το στήθος σου καίει. Ο εγκέφαλος σπινθηροβολεί, τελευταίες ηλεκτρικές εκκενώσεις πριν το τέλος. Πώς καταλαβαίνεις άραγε ότι πεθαίνεις; Πού πάνε τα όνειρα όταν πεθάνουν; Ένα μεγάλο κύμα σχεδόν αναποδογύρισε τη βάρκα. Σχεδόν. Βίαια επανήλθε το καρυδότσουφλό μας στη θέση του κλυδωνιζόμενο. Θα βουλιάζαμε; Θα μας ανέτρεπε το κύμα; Κανείς δεν μπορούσε να μας το πει. Δεν υπήρχε κανείς. Κοιτούσαν τα μάτια μας χαμένα στο σκοτάδι. Παρίσταναν πως κοιτάνε∙ γιατί αυτό έχουν μάθει να κάνουν.

Και τότε το είδαμε∙ ένα φωτάκι από μακριά, να προβάλει μέσα από την καταχνιά, μέσα από τα μαύρα σύννεφα της καταιγίδας. Ένα φως που στριφογύριζε καθησυχαστικά, σε σταθερό τέμπο. Μπροστά μας στεριά. Ο φάρος με σιγουριά πατούσε στέρεο έδαφος. Στεριά. Κανένας τρόπος να την προσεγγίσουμε. Απλά γνωρίζαμε πως ήταν εκεί, άπιαστη, φευγαλέα. Μ’ έναν τρόπο απατηλή. Ο φάρος να εκπέμπει φως. Η καταιγίδα να εκπέμπει απελπισία. Το νερό να μας δέρνει αλύπητα. Το φως. Μόνο εκείνο το φως θ’ απομείνει από μας, το τελευταίο φως που είδαμε πριν το τέλος. «Και η βάρκα γύρισε μόνη…». Ένα κομμάτι ξύλο που ούτε φέρετρο δεν μπόρεσε να γίνει. Τα κορμιά μας θα φαγωθούν απ’ τα ψάρια του βυθού.

Στο μυαλό μου άστραψε η ανάμνηση ενός μακρινού καλοκαιριού, μπορεί να ήμουν τριών χρονών τότε. Με είχε πάρει η γιαγιά μου μαζί της στην Κεφαλλονιά∙ δεν θυμάμαι τίποτα απ’ αυτές τις διακοπές. Θυμάμαι τη θάλασσα μπροστά απ’ το σπίτι μας στο Αργοστόλι, την βραχώδη παραλία∙ εγώ με τα πολύχρωμα μπρατσάκια μου μέσα στο νερό, η γιαγιά –νέα γυναίκα, ίσα με σαρανταπέντε χρονών τότε– να μου τραγουδάει: «Και η βάρκα γύρισε μόνη, δίχως μέσα τον ψαρά…». Έναν κόμπο να μου κλείνει το λαιμό. «Μην τραγουδάς άλλο γιαγιά, μην τραγουδάς». Δεν θυμάμαι αν το είπα. «Πες το πάλι γιαγιά το τραγούδι, πες το πάλι». Τραγουδούσε η γιαγιά και δάκρυζα εγώ μέσα στη θάλασσα. Αλμυρό νερό. Πώς να καταλάβεις τη διαφορά. Από τότε μισώ τη θάλασσα.

Και να ‘μαι τώρα να παραδέρνω στα κύματα χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Έτσι θα τελειώσουν όλα; Χωρίς μια εξήγηση; Χωρίς ένα αντίο; Σαν τίποτα ποτέ να μην ήταν σημαντικό; Απλά τέλος; Έκανε κρύο μα δεν το νιώθαμε∙ τα χέρια μας ξυλιασμένα, δεν μπορούσαμε να λυγίσουμε τα δάχτυλά μας∙ τα πόδια μας μουδιασμένα, μπορεί κι απ’ τον φόβο. Τρομερό πράγμα ο φόβος. Απελπιστικό. Αλλόκοτο. Είχε έρθει η ώρα πια. Ο φάρος να λάμπει∙ τόσο κοντά∙ τόσο μακριά.

Τσακιστήκαμε στα βράχια.